Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 492 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Νομή, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Αποδείξεων εκτίμηση.




Περίληψη:
Αγωγή αποβολής από τη νομή παρέχεται στο νομέα που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή του και αξιώνει την απόδοσή της απ΄ αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντι του. Περιστατικά. Πότε ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. είναι ορισμένος. Ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, όταν στην πραγματικότητα πλήττεται με αυτόν η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. «Πράγματα» κατά την έννοια της διάταξης αυτής δεν αποτελούν τα αποδεικτικά μέσα . Αοριστία λόγου αναίρεσης κατ΄ άρθρο 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.






Αριθμός 492/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Π. συζ. Κ., το γένος Π. Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ελπίδα-Μαρία Μπουρανάκου.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Δ. συζ. Θ., το γένος Β. Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μπαμπά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/2/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 293/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 6272/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27/7/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξουσία της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, με την οποία ορίζεται, ότι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία με διάνοια κυρίου, συνάγεται, ότι η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία, το σωματικό και το πνευματικό, περί της συνδρομής των οποίων κρίνει το δικαστήριο με βάση τις εμφανείς υλικές πράξεις επί του πράγματος, οι οποίες προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και με τις οποίες εκδηλώνεται η θέληση εξουσίας αυτού με διάνοια κυρίου. Ως πράξεις νομής, όταν πρόκειται για ακίνητο, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η επίσκεψη, η επίβλεψη και εποπτεία τούτου και των ορίων του από τυχόν καταπατήσεις, ο καθαρισμός αυτού, ως και οι καταμετρήσεις και η σύνταξη διαγραμμάτων. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 984 εδ.α' ΑΚ, η νομή προσβάλλεται είτε με διάταξη, είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 987 ΑΚ, ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή του έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της απ' αυτόν που νέμεται επιζήμια απέναντί του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποβολή από τη νομή αποτελεί προσβολή της νομής από την οποία ο νομέας μπορεί να προστατευθεί με την προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 987 ΑΚ αγωγή, όταν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα (ΑΠ 1801/2009 ΕλλΔνη 52.14 ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Δυνάμει του υπ' αριθμ…/1942 προικοσυμβολαίου..., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πατέρας της ενάγουσας Π. Κ. Γ., έλαβε ως προίκα από τη Δ. χήρα Δ. Κ., ενόψει του γάμου του με τη θυγατέρα της Κ. Κ., κατά τα αναφερόμενα στο εν λόγω συμβόλαιο, για χαμώγειο οικία εκ δύο κουφωμάτων, εντός της οποίας υπήρχε εγκατάσταση βυρσοδεψείου, όσης εκτάσεως και εάν είναι αυτή, μετά του οικοπέδου της, που βρίσκεται στη …, στη θέση … ή .... Επίσης, με το υπ' αριθμ…/1952 συμβόλαιο....., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ίδιος αγόρασε από τον Α. Κ. Τ., το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου που βρίσκεται προς βορράν του ως άνω ακινήτου του, εκτάσεως 250 τ.μ. περίπου .... Περί το έτος 1956, κατόπιν άτυπης πώλησης, έλαβε στη νομή του και το υπόλοιπο 1/2 του ως άνω ακινήτου. Με τις υπ' αριθμ. 305/1977, 220/1979, 107/1980, 122/1982 και 281/1987 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θηβών διατάχθηκε η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί των ως άνω ακινήτων, για την εξασφάλιση απαιτήσεων της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" κατά του Π. Γ.. Στις εν λόγω αποφάσεις αναφέρεται ότι διατάσσεται η εγγραφή προσημείωσης: 1) επί ενός ακινήτου που βρίσκεται στη θέση … ή …της περιφέρειας …, εντός του οποίου υπάρχουν εγκαταστάσεις βυρσοδεψείου συγκεκριμένου: Ι) εξ ενός οικοπέδου εκτάσεως 1.000 περίπου τ.μ. και
ΙΙ) εκ των επί του ανωτέρω οικοπέδου υφισταμένων κτισμάτων, που είναι τα εξής: α) δύο διώροφες αποθήκες και β) μία ισόγεια αποθήκη, που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση δερμάτων και 2) επί του 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου κειμένου στην ίδια θέση, εκτάσεως 250 τμ. Η έκταση του ως άνω προικώου ακινήτου αναφέρεται το πρώτον στις ως άνω αποφάσεις, ενώ μέχρι τότε δεν προσδιορίζονταν σε κανένα έγγραφο. Στις 3-9-1990 ο Π. Γ. απεβίωσε. Με την υπ' αριθμ…/1990 δημόσια διαθήκη του .... άφησε στην ενάγουσα, μεταξύ των άλλων και "ένα οικόπεδο στη θέση … του Δήμου … εκτάσεως περίπου επτακοσίων (700) τετραγωνικών μέτρων, που μέσα υπάρχουν παλιά κτίσματα που χρησιμοποιούνται σαν αποθήκες, γνωστών σ' αυτήν ορίων". Με την …/1996 πράξη αποδοχής κληρονομίας της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, η ενάγουσα αποδέχθηκε την κληρονομία του πατέρα της και το ως άνω ακίνητο, στην εν λόγω πράξη αναφέρεται ότι έχει έκταση 1.120,50 τ.μ., δηλαδή 420,50 τ.μ. περισσότερα από αυτά που αναφέρονται στη διαθήκη .......... Η ιδιοκτησία του κληρονομουμένου Π. Γ. δεν αποτυπώθηκε σε τοπογραφικό διάγραμμα μέχρι του θανάτου του. Η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει το από 27-8-1993 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα - μηχανικού Ι. Σ., το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της συντάχθηκε ενόψει της αποδοχής της κληρονομίας. Στο εν λόγω τοπογραφικό απεικονίζεται οικόπεδο έκτασης 1126,40 τμ, δηλαδή 5,90 τμ μεγαλύτερης από αυτή που αναφέρεται στην αποδοχή κληρονομιάς... Περαιτέρω, όσον αφορά τους τίτλους της εναγομένης, δυνάμει του υπ' αριθμ…/1880 παραχωρητηρίου του Ελληνικού Δημοσίου, παραχωρήθηκαν στον παππού της Π. Δ. δύο συνεχόμενα αγροτεμάχια που βρίσκονται στο Δήμο …, στη θέση …, εκτάσεως, κατά τα αναφερόμενα στο εν λόγω παραχωρητήριο, 500 τ.μ. του πρώτου και 1500 τ.μ. του δευτέρου και συνολικής δύο βασιλικών στρεμμάτων. Ο Π. Δ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1926, με την υπ' αριθμ. …/1926 δημόσια διαθήκη του, .........άφησε όλη την ακίνητη περιουσία του, άρα και το ανωτέρω ενιαίο ακίνητο, στο γιο του Β. Δ., πατέρα της εναγομένης. Ο τελευταίος προέβη στην κατάτμηση του ενιαίου ακινήτου του, με το από 8-1-1976 τοπογραφικό διάγραμμα ...... σε οκτώ οικόπεδα και με το …/1976 συμβόλαιο ...... πώλησε στους Ε. και Π. Β. το υπ' αριθμ. 1 οικόπεδο, εκτάσεως 322,55 τ.μ. Στο ως άνω τοπογραφικό, που προσαρτήθηκε στο συμβόλαιο αυτό, το υπ' αριθμ. 8 οικόπεδο, επιφάνειας 127,50 τ.μ., που βρίσκεται στο νότιο άκρο του μείζονος ακινήτου, απεικονίζεται να εισέρχεται εντός της ιδιοκτησίας … και να συνορεύει βόρεια με το υπ' αριθμ. 7 οικόπεδο του ιδίου διαγράμματος, νότια και δυτικά με ιδιοκτησία Γ. και ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Κ.. Επίσης, τμήμα της ιδιοκτησίας του που απέμεινε μετά την πώληση, επιφάνειας 183,70 τ.μ. είναι ρυμοτομούμενο. Ο Β. Δ. απεβίωσε στις 24-4-1978 και το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στην εναγομένη, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του. Η τελευταία με την …/1982 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θηβών Ευαγγελίας Καραμαγκιώλη, αποδέχθηκε την κληρονομία του πατέρα της και το εν λόγω οικόπεδο αναφέρει ότι έχει έκταση 2.400,50 τ.μ., δηλαδή 400,50 τ.μ. περισσότερα από αυτά που περιήλθαν στον πατέρα της ...... Επίδικα είναι τα κατωτέρω δύο συνεχόμενα εδαφικά τμήματα, τα οποία, είναι επικλινή και, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας αποτελούν τμήματα του ως άνω μείζονος ακινήτου της των 1.120,50 τ.μ, ήτοι: α) τμήμα από το εντός σχεδίου τεμάχιο του, επιφάνειας 44,85 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια επί πλευράς 6,51 μ. με ιδιοκτησία της εναγομένης, νότια, επί πλευράς 6,32 μ. με υπόλοιπη ιδιοκτησία της, ανατολικά, επί πλευράς 6,79 μ. με τμήμα του ακινήτου της που επίσης κατέλαβε η εναγομένη και δυτικά με το εντός σχεδίου υπόλοιπο ακίνητο της και β) τμήμα από το εκτός σχεδίου τεμάχιο του, επιφάνειας 118,61 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια επί πλευράς 20,10 μ. με ιδιοκτησία της εναγομένης, νότια, επί πλευράς 17,40 μ. με υπόλοιπη εκτός σχεδίου ιδιοκτησία της, ανατολικά, επί τεθλασμένης πλευράς 2,80 +3,60 μ. με ρέμα …και δυτικά, επί πλευράς 6,79 μ. με το υπό στοιχ. α ως άνω τμήμα της ιδιοκτησίας της, αξίας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, του πρώτου 31.395 ευρώ και του δευτέρου 59.305 ευρώ και συνολικής 90.700 ευρώ, ενώ κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης τμήμα αυτών αποτελεί τμήμα του μείζονος ακινήτου της και το υπόλοιπο δεν το κατέχει. Ανεξαρτήτως της μεγαλύτερης έκτασης που εμφανίζονται να έχουν τα ακίνητα των διαδίκων από αυτήν που αναφέρεται στον τίτλο της ενάγουσας και στους τίτλους της εναγομένης και των δικαιοπαρόχων της, κρίσιμο ζήτημα στην προκείμενη περίπτωση είναι ποιος ασκούσε νομή επί των επιδίκων τμημάτων και εάν η εναγομένη απέβαλε από αυτά την ενάγουσα. Κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας νομή επ' αυτών, ως τμημάτων του μείζονος ακινήτου του, ασκούσε ο πατέρας της και συγκεκριμένα μέχρι το έτος 1965 λειτουργούσε εντός αυτού βυρσοδεψείο, μέχρι το έτος 1975 το χρησιμοποιούσε ως στεγνωτήριο δερμάτων και μέχρι του θανάτου του το χρησιμοποιούσε για την αποθήκευση δερμάτων, έκτοτε δε ασκούσε η ίδια, η οποία το επισκέπτονταν και το επέβλεπε, προέβαινε στον καθαρισμό του, στην αποκομιδή των απορριμμάτων, το χρησιμοποιούσε για την αποθήκευση εργαλείων, λιπασμάτων και δενδροκομικών μηχανημάτων, προέβη στη σύνταξη τοπογραφικών και πλήρωνε τους φόρους, τα δημοτικά τέλη και τους λογαριασμούς ύδρευσης και ηλεκτροδότησης του. Αντίθετα, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, νομή επί του τμήματος των επιδίκων που κατέχει, ως τμήματος του μείζονος ακινήτου της, ασκούσε ο πατέρας της μέχρι το έτος 1978 που απεβίωσε, έκτοτε δε η ίδια, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του. Η ιδιοκτησία της ενάγουσας αποτυπώνεται στο από Απριλίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα -μηχανικού Λ. Λ. ως αποτελούμενη από τρία τμήματα, ένα εντός σχεδίου πόλης, επιφάνειας 508,70 τ.μ. ένα εκτός σχεδίου πόλης, επιφάνειας 555,52 τ.μ. και ένα ρυμοτομούμενο, επιφάνειας 69,98 τμ, αναφέρεται δε σ' αυτό ότι τα όρια του τα υπέδειξε η ενάγουσα. Τα επίδικα τμήματα αποτυπώνονται στο από Ιουνίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Μ., που συντάχθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, κείνται στο βορειοανατολικό τμήμα της υπόλοιπης μη αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας της, είναι συνεχόμενα και το πρώτο, επιφάνειας 44,85 τ.μ. βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης, ενώ το υπόλοιπο των 118,61 τ.μ. βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης. Επίσης αυτά αποτυπώνονται και στο από Απριλίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Λ. Ζ., αλλά σε τρία τμήματα, ήτοι στο Ε-1, επιφάνειας 50,60 τ.μ., που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης, στο Ε-2, επιφάνειας 60,70 τ.μ., που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, τα οποία απεικονίζονται εντός της περίφραξης του ακινήτου της εναγομένης και το Ε-4, επιφάνειας 53,10 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και απεικονίζεται εκτός της ως άνω περίφραξης. Περί τα τέλη Οκτωβρίου 2005 η εναγομένη εναπέθεσε κλαδιά εντός της μη αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας της ενάγουσας και συγκεκριμένα πίσω από την οικοδομή από μπετόν και ανάμεσα σ' αυτή και σε ένα γκρεμισμένο μικρό κτίσμα. Κατόπιν διαμαρτυριών της ενάγουσας τα ανέλαβε και τα εναπέθεσε σε τμήμα του επιδίκου. Τα ακίνητα των διαδίκων μέχρι το Μάϊο του έτους 2006 δεν ήταν περιφραγμένα και δεν υπήρχαν εμφανή όρια στο κοινό όριό τους. Μάλιστα ο σύζυγος της ενάγουσας, επειδή αυτή προτίθετο να το πωλήσει, ήλθε κατ' επανάληψη σε επαφή με την εναγομένη και με το σύζυγό της, προκειμένου να καθοριστεί επακριβώς το όριο των ακινήτων τους. Κατά τις επαφές τους αυτές έλαβε μέρος και ο πρώτος εξάδελφος της ενάγουσας Κ. Γ., ο οποίος σημειωτέον δεν εξετάστηκε ως μάρτυρας κατά τις δίκες που επακολούθησαν. Τοποθέτησαν πασσάλους και ο σύζυγος της ενάγουσας ανέθεσε στο μηχανικό Σ. τη σύνταξη τοπογραφικού. Το εν λόγω τοπογραφικό, που συντάχθηκε με την παρουσία και του συζύγου της εναγομένης, ο μάρτυρας της ενάγουσας και σύζυγος της καταθέτει ότι το έσκισε, διότι δεν το υπέγραψε ο σύζυγος της εναγομένης. Το Μάϊο του έτους 2006 η εναγομένη προέβη στην ισοπέδωση του ακινήτου της και των επιδίκων τμημάτων, πλην ενός τμήματος 53,10 τ.μ. που βρίσκεται προς ανατολάς και απεικονίζεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Λ. Ζ. με τα στοιχ. Ε-4. Η ενάγουσα άσκησε εναντίον της εναγομένης την από 15-6-2006 αίτηση της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών, το οποίο, με την η υπ' αριθμ. 137/2006 απόφαση την απέρριψε, με την αιτιολογία ότι δεν πιθανολογήθηκε επείγουσα περίπτωση. Κατόπιν εφέσεως της ενάγουσας, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θηβών με την υπ' αριθμ. 4/2007 απόφαση του εξαφάνισε την ως άνω απόφαση, δέχθηκε την αίτηση και αναγνώρισε την ενάγουσα προσωρινά νομέα των επιδίκων τμημάτων. Η εναγομένη, μετά την ως άνω ισοπέδωση, προέβη στην περίφραξη του οικοπέδου της με τσιμεντένιο τοιχίο, επί του οποίου τοποθέτησε συρματόπλεγμα και περιέλαβε εντός της περίφραξης τα επίδικα τμήματα, πλην του ανωτέρω υπό στοιχ. Ε-4 τμήματος των 53,10 τ.μ...... Περαιτέρω, αναφορικά με την υπόλοιπη επίδικη έκταση, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και ο δικαιοπάροχός της άσκησαν και επ' αυτής τις ως άνω πράξεις νομής, και ότι η εναγομένη την απέβαλε παράνομα περί το τέλος Μαΐου του έτους 2006..... Οι περί τούτου αόριστες και αντιφατικές ένορκες καταθέσεις του μάρτυρά της και συζύγου της Κ. Π. ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και του Ειρηνοδικείου Θηβών, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, από τους οποίους οι Γ. Β. και ο Α. Γ. δεν κατοικούν στην περιοχή και δεν έχουν άμεση αντίληψη των γεγονότων η πρώτη από το έτος 1962 και μετά και ο δεύτερος μετά το έτος 1969, δεν κρίνονται πειστικές. Ο ίδιος ο μάρτυράς της και σύζυγός της εξεταζόμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου καταθέτει ότι το νέμονταν ο πατέρας της ενάγουσας, ότι έπεφταν τα λύματα του βυρσοδεψείου σ' αυτό, ότι μετά το θάνατο του πατέρα της το νέμονταν η ενάγουσα και ότι δεν το καλλιεργούσε ο πατέρας της εναγομένης, ενώ εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών καταθέτει ότι το καλλιεργούσε ο πατέρας της εναγομένης κατόπιν συμφωνίας με τον πατέρα της ενάγουσας, αλλά και ότι στο διεκδικούμενο δεν ασκούσαν πράξεις νομής, αλλά περνούσε από αυτό και έδειχνε το προς πώληση ακίνητο στους υποψήφιους αγοραστές. Σχετικά δε με το τμήμα, στο οποίο έπεφταν τα λύματα του βυρσοδεψείου, ο ίδιος μάρτυρας καταθέτει ότι μεταξύ του κτίσματος όπου λειτουργούσε το βυρσοδεψείο και μέχρι το επίδικο μεσολαβεί ενδιάμεσος χώρος που παραμένει στην ιδιοκτησία της ενάγουσας, άρα το επίδικο δεν εφάπτονταν του κτίσματος, ώστε αναγκαστικά τα λύματα να πέφτουν εντός αυτού. Ο ίδιος, για το γεγονός ότι στη διαθήκη του ο πατέρας της ενάγουσας προσδιορίζει την έκταση του ακινήτου που της αφήνει σε 700 τ.μ. καταθέτει ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι ο διαθέτης τους είχε πει ότι θα της άφηνε μόνο το τμήμα που βρίσκονταν εντός σχεδίου και ότι το υπόλοιπο η σύζυγός του το κατέλαβε γιατί έμεινε αδέσποτο. Η δικαιολογία αυτή δεν κρίνεται πειστική .....Αλλά και η δικαιολογία του ότι έσκισε το τοπογραφικό που συνέταξε ο μηχανικός Σ. διότι δεν το υπέγραψε ο σύζυγος της εναγομένης δεν κρίνεται πειστική, ενόψει του λόγου για τον οποίον είχε συνταχθεί αυτό, θα μπορούσε δε, εάν πράγματι το όριο είχε προσδιοριστεί στο σημείο που το τοποθετεί η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της, να αποτελέσει σημαντικό αποδεικτικό μέσο των ισχυρισμών της. Επίσης, ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι η εναγομένη κατά την ισοπέδωση του επιδίκου γκρέμισε και μία αποθήκη που υπήρχε εντός αυτού, ο ίδιος ως άνω μάρτυράς της καταθέτει ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι το δωματιάκι που κατεδάφισε η εναγομένη δεν ήταν εντός του επιδίκου. Αντίθετα, οι μάρτυρες της εναγομένης καταθέτουν ο σύζυγός της Θ. Δ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και του Ειρηνοδικείου και οι λοιποί βεβαιώνουν ενόρκως ..... ότι το επίδικο, μαζί με το υπόλοιπο ακίνητό του, το καλλιεργούσε ο πατέρας της εναγομένης με κηπευτικά, ότι στη συνέχεια η εναγομένη ειδικώς στην επίδικη έκταση που βρίσκεται εντός της περίφραξής της είχε τοποθετήσει τροχόσπιτο, το σπίτι του σκύλου της και λάστιχα ποτίσματος και ότι τα κλαδιά που αρχικά η εναγομένη είχε τοποθετήσει το έτος 2005 στο ακίνητο της ενάγουσας, μετά τη διαμαρτυρία της τα μετέφερε εντός του ανωτέρω τμήματος του επιδίκου, που στη συνέχεια το περιέλαβε εντός της περίφραξης. Οι εν λόγω καταθέσεις τους και ένορκες βεβαιώσεις τους κρίνονται πειστικές, διότι είναι σαφείς για τις συγκεκριμένες πράξεις που η εναγομένη και ο πατέρας της ασκούσαν επί του επιδίκου, κατοικούν στην περιοχή και έχουν άμεση αντίληψη όσων καταθέτουν, συμπορεύονται με το από 8-1-1976 τοπογραφικό του Δ. Κ., που συντάχθηκε σε ανύποπτο χρόνο και εμφανίζει τμήμα της ιδιοκτησίας του πατέρα της εναγομένης να εισχωρεί εντός της ιδιοκτησίας του πατέρα της ενάγουσας και να συνορεύει δυτικά με αυτό, όπως και το επίδικο που κατέχει η εναγομένη, από αυτούς δε ο Γ. Σ. είχε κλαδέψει τις μουριές της εναγομένης και είχε τοποθετήσει τα κλαδιά αρχικά εντός της ιδιοκτησίας της ενάγουσας και μετά τη διαμαρτυρία της τα μετέφερε εντός του επιδίκου που κατέχει η εναγομένη. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από τις φωτογραφίες που προσκομίζει η ενάγουσα, στις οποίες το επίδικο απεικονίζεται να έχει την ίδια βλάστηση (άγρια φυτά) με την υπόλοιπη μη αμφισβητούμενη ιδιοκτησία της, η οποία δικαιολογείται αφού αυτό δεν καλλιεργούνταν από την εναγομένη, ούτε από το επικλινές του εδάφους του επιδίκου, που δεν αποκλείει να είναι συνεχόμενο της ιδιοκτησίας της εναγομένης, ούτε από το γεγονός ότι ο σύζυγος της εναγομένης ζήτησε από το σύζυγο της ενάγουσας να αγοράσει τμήμα της ιδιοκτησίας της, επιφάνειας 100 τ.μ. από το εντός σχεδίου πόλης, όπως ο τελευταίος καταθέτει, χωρίς να προσδιορίζει την ακριβή θέση του και τα όρια του, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της επίδικης έκτασης που κατέχει η εναγομένη βρίσκεται εκτός σχεδίου, ούτε από την υποβολή της από 10-3-2010 μήνυσης κατά του μάρτυρα και συζύγου της εναγομένης Θ. Δ. για ψευδορκία, για όσα κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 19-3-2009 για την ένδικη αγωγή, που υποβλήθηκε ένα έτος μετά την κατάθεσή του, η οποία (κατάθεσή του) συμπορεύεται με τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης, κατά των οποίων η ενάγουσα δεν υπέβαλε μήνυση, ούτε και από την αναφορά έκτασης του ακινήτου της στην πράξη αποδοχής κληρονομίας 1.120,50 τμ και στις ανωτέρω αποφάσεις 1.250 τμ, αφού ο ίδιος ο πατέρας της ενάγουσας στη διαθήκη του αναφέρει έκταση 700 τμ ενώ το ακίνητό του δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι είχε καταμετρηθεί προ του θανάτου του.
Συνεπώς, αφού αποδείχθηκε ότι το ανατολικό τμήμα της επίδικης έκτασης, επιφάνειας 53,10 τμ δεν το κατέχει η εναγομένη και αφού δεν αποδείχθηκε ότι στην υπόλοιπη επίδικη έκταση ασκούσαν πράξεις νομής η ενάγουσα και ο δικαιοπάροχός της, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ....". Το Εφετείο κατέληξε στην κρίση αυτή, αφού προηγουμένως είχε δεχθεί την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας ενάγουσας κατά της εκκληθείσας απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει κατ' ουσίαν την αγωγή, λόγω πλασματικής ερημοδικίας της εξαιτίας της μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νομικές προσαυξήσεις - το οποία καταβλήθηκε ενώπιον του Εφετείου -, ακολούθως δε εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν και απέρριψε, ως άνω την αγωγή κατ' ουσίαν. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τη μη απόκτηση φυσικής εξουσίας πάνω στο προεκτεθέν επίδικο τμήμα των 53,10 τμ (κατοχής) και τη μη άσκηση νομής στην υπόλοιπη επίδικη έκταση από μέρους της αναιρεσείουσας και του δικαιοπαρόχου της και τη μη απόκτηση, έτσι, από αυτήν νομή στα επίδικα εδαφικά τμήματα, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ΑΚ που προαναφέρθηκαν και συνεπώς ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, εφόσον δε το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή, τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχτηκε, υπό τα οποία και συντελέστ6ηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και το αποδιδόμενος το δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ. ΑΠ 32/1996). Ο ίδιος λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση από το Εφετείο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων υπό την επίκληση ότι το Εφετείο παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1548/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση - με την οποία, κατά τα άνω, απορρίφτηκε κατ' ουσίαν η αγωγή αποβολής από τη νομή της αναιρεσείουσας - η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο "ερμήνευσ(ε) εσφαλμένα το - προεκτεθέν - αποδεικτικό υλικό, αφού δέχτηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ασκούσα(ν) τόσο (η αναιρεσείουσα) όσο και ο δικαιοπάροχος πατέρας (της) και επί της υπολοίπου επιδίκου εκτάσεως την οποία περιέλαβε εντός της περίφραξής της η αντίδικος (της) τις στην άνω απόφαση λεπτομερώς αναφερόμενες πράξεις νομής (τους) καθώς και ότι αυτή (την) απέβαλε παράνομα από αυτή (τη νομή της) περί το τέλος Μαΐου 2006" και, έτσι, "παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου" τον οποίο δεν θα τον είχε παραβιάσει "εάν είχε ερμηνεύσει ορθά το ως άνω αποδεικτικό υλικό", και απέρριψε κατ' ουσίαν την αγωγή. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, τόσο λόγω της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρεται συγκεκριμένα ο ουσιαστικός κανόνας δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και διότι, υπό την επίκληση της παραβίασης "κανόνος ουσιαστικού δικαίου", πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση). Έτσι, πράγματα δεν αποτελούν τα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικού μέσου, ιδρύει το λόγο αναίρεσης του αριθμού 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εφόσον έγινε νόμιμη επίκληση και προσκομιδή του, δηλαδή με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Παρασκευής Τζανουδάκη-Περήφανου με αριθμό .../14.4.2008 "του μάρτυρά (της) Γ. Π. και με αριθμό …/19.1.2009 "τη μάρτυρός (της) Γ. συζύγου Σ. Β., το γένος Α. και Δ. Κ.", τις οποίες επικαλέστηκε και προσκόμισε "ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως ρητά αναφέρεται στις κατατεθείσες ενώπιον του άνω Δικαστηρίου (πρωτοβαθμίου) προτάσεις (της)". Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, γιατί οι προμνημονευθείσες "ένορκες βεβαιώσεις" δεν αποτελούν "πράγμα" κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Ο ίδιος λόγος, αν ήθελε εκτιμηθεί από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί, επίσης, ως απαράδεκτος, γιατί, όπως, κατά τα άνω, η αναιρεσείουσα με το αναιρετήριο ισχυρίζεται, επικαλέστηκα και προσκόμισε "τις ένορκες βεβαιώσεις" με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όχι νόμιμα με τις προτάσεις της, της συζήτησης στο Εφετείο, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΙV. Από τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, έστω και αν έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη, είναι απαράδεκτος, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης, ακόμη και σε εκείνους των αριθμό 1 και 19, αντίστοιχα, του εν λόγω άρθρου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε συνολικά έξι (6) ένορκες βεβαιώσεις, ήτοι "καθ' υπέρβαση των διατάξεων (του άρθρου 270 παρ.2 εδ.3 ΚΠολΔ) περί του κατ' ανώτατο όριο αριθμού των εξεταζόμενων μαρτύρων δι' ενόρκων βεβαιώσεων" και συγκεκριμένα τόσο την ένορκη βεβαίωση …/15.4.2008 ενώπιον της συμβολαιογράφου Θηβών Ευαγγελίας Ιωάννου Καραμαγκιώλη των Γ. Κ., Ι. Γ. και Γ. Σ., όσο και την ένορκη βεβαίωση …/15.4.2008 ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου των Γ. Κ., Ν. Δ. και Χ. Τ., που προσκομίστηκαν στο πιο πάνω Δικαστήριο από την αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αόριστος, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο εάν ο εν λόγω ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται και δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είχε προταθεί νόμιμα στο Εφετείο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα η οποία ηττάται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27.7.2011 αίτηση της Σ. συζ. Κ. Π., το γένος Π. και Κ. Γ., για αναίρεση της 6272/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαρτίου 2013.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή