Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 292 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ψευδής υπεύθυνη δήλωση.




Περίληψη:
Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, εξακολουθητικά. Στοιχεία.
Δημοσιότης συνεδριάσεως
Υπέρβαση εξουσίας από χειροτέρευση θέσεως κατηγορουμένου.




Αριθμός 292/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά, (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, και Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Β. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2082/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2014 αίτηση μετά των από 30 Δεκεμβρίου 2014 προσθέτων λόγων, και τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 824/2014.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 του ν. 1599/86, κατά την οποία "Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας, ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί αξίας 100 δραχμών", και 22 παρ. 6 εδ. α του ίδιου νόμου, η οποία ορίζει ότι "όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά, με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών κλπ", συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση του από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενου εγκλήματος απαιτείται:1) δήλωση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο, (όχι δε μόνο γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), 2) η δήλωση αυτή να έχει συνταχθεί επί του προβλεπόμενου ειδικού σφραγιστού χαρτιού και γ) να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα, για την υποκειμενική δε θεμελίωση του, γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρης γνώση -επίγνωση) των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση τελέσεως της πράξεως, η οποία φέρει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Ως αρχή, νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατ' ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς τούτου νόμους. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κωδικός λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός νομικής πλάνης, κατά το άρθρο 31 του ΠΚ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Το ποινικό δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει και περαιτέρω να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως και ειδικώς την παραδοχή ή την απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού, μόνον όταν έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση του, ενώ δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστός ο αυτοτελής ισχυρισμός στη νομική ορολογία ή τη νομική επιστήμη, αλλιώς είναι απαράδεκτος ως αόριστος, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά, έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 2082/2014 αποφάσεως του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος προκειμένου να προβεί στην ανανέωση της υπ'αριθμ.1020/1281678/4-δ από 24.3.2005 άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής και, εν συνεχεία, στην προβλεπόμενη εκ του νόμου εξαμηνιαία θεώρησή της από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, καθώς και στις εκ νέου ανανεώσεις των υπ'αριθμ. 1020/1281678/7-β από 8.4.2008 και 1020/1281678/8-δ από 9.3.2011 νέων αδειών οπλοφορίας του, υπέγραψε και κατέθεσε ως δικαιολογητικά ενώπιον του Τμήματος Ασφαλείας Νίκαιας αντίστοιχες υπεύθυνες δηλώσεις του άρ.8 του Ν. 1599/1986, στις οποίες δήλωνε ως διεύθυνση κατοικίας του άλλοτε την οδό Ακροπόλεως αρ. 10 στην Νίκαια, άλλοτε την οδό Κωστή Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, άλλοτε τη Γλυφάδα Αττικής, άνευ οδού και αριθμού, και άλλοτε την οδό Ποσειδώνος αρ. 11 στο Ελληνικό, τα οποία όμως στοιχεία ήταν ψευδή αφού ουδέποτε διέμενε στις ανωτέρω δηλωθείσες διευθύνσεις. Συγκεκριμένα, την 24.3.2005 ο κατηγορούμενος έλαβε την υπ' αριθμ. πρωτ. 1020/1281678/4-δ άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, η ισχύς της οποίας έληγε την 24.3.2008. Ο κατηγορούμενος πριν τη λήξη της και προκειμένου να προβεί στην εκ του νόμου εξαμηνιαία θεώρηση της από το αρμόδιο Α.Τ. υπέβαλε την 5.11.2007 υπεύθυνη δήλωση του αρθρ.8 του Ν.1599/1986, στην οποία δήλωσε ως τόπο κατοικίας του την οδό Ακροπόλεως αρ.110 στην Νίκαια Αττικής, ενώ την 27.2.2008 υπέβαλε νέα υπεύθυνη δήλωση όπου δήλωνε ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια Αττικής. Εν συνεχεία, ο κατηγορούμενος την 8.4.2008 έλαβε την με αριθμ. πρωτ. 1020/1281678/7-β νέα άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, η ισχύς της οποίας έληγε την 8.4.2011. Ο κατηγορούμενος προβαίνοντας στις εξαμηνιαίες θεωρήσεις αυτής υπέβαλε υπεύθυνες δηλώσεις του άρ.8 ν. 1599/1986, στις οποίες δήλωνε, μεταξύ άλλων, ως τόπο κατοικίας του : την 8.10.2008 την οδό Κωστή Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια Αττικής, την 2.4.2009 τη Γλυφάδα, άνευ οδού και αριθμού, την 30.9.2009 την οδό Ποσειδώνος αρ.11 στο Ελληνικό, την 1.4.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, την 1.10.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, την 6.10.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, και την 7.10.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια. Τέλος, την 9.3.2011 ο κατηγορούμενος έλαβε την με αριθμ. πρωτ. 1020/1281678/8-δ άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, και την 3.10.2010 προκειμένου για τη θεώρηση της ανωτέρω αδείας προσκόμισε υπεύθυνη δήλωση του όπου αναγραφόταν ότι κατοικούσε στην Αθήνα επί του οδού Κ. Παλαμά αρ.116. Όμως, ο κατηγορούμενος ουδεμία σχέση είχε με τις προαναφερόμενες δηλωθείσες στις επίδικες υπεύθυνες δηλώσεις διευθύνσεις, αφού ουδέποτε κατοίκησε σε αυτές. Ο κατηγορούμενος διέμενε με την οικογένεια του στη Βάρη Αττικής επί της οδού Μαρωτή αρ.10. Λόγω οικογενειακών προβλημάτων από το έτος 2006 είχε αποχωρήσει από την οικογενειακή κατοικία και διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση, που ουδεμία σχέση είχε με τις αναγραφόμενες στις υπεύθυνες δηλώσεις του. Ο κατηγορούμενος στο υπόμνημα του που κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά αναφέρει ότι διέμενε σε διαμέρισμα ισογείου ορόφου πολυκατοικίας κείμενης επί της οδού Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, ιδιοκτησίας του φίλου του, αστυνομικού, Ι. Π., από το Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι και τον Ιούνιο του 2008 και στη συνέχεια μέχρι και το 2011 διέμενε εκεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο δε Ι. Π. καταθέτει στην έγγραφη εξέταση του ως μάρτυρας, που αναγνώστηκε στο ακροατήριο, ότι φιλοξενούσε τον κατηγορούμενο συνεχώς από το 2006 μέχρι το 2011. Κατόπιν τούτου, είναι απορίας άξιο γιατί η ανωτέρω διεύθυνση δεν εμφανίζεται σε κανένα άλλο δημόσιο (επίσημο) έγγραφο κατά το χρονικό διάστημα 2007-2011 - ουδέν τέτοιο προσκομίζεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου - παρά μόνον στις επίδικες υπεύθυνες δηλώσεις. Επίσης, ουδόλως πείθει ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τη δηλωθείσα διεύθυνση της οδού Ακροπόλεως - όπου σημειωτέον ήταν η διεύθυνση κατοικίας της μνηστής του Ι. Π. - ότι αυτή δηλώθηκε εκ παραδρομής. Για το δηλωθέντα στην από 2.4.2009 υπεύθυνη δήλωση ως τόπο κατοικίας του ουδείς μπορεί να γίνει λόγο, αφού ο κατηγορούμενος ανέγραψε μόνον "Γλυφάδα", χωρίς οδό και αριθμό, έτσι ώστε εάν κάποιος, για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε να τον αναζητήσει, θα ήταν αδύνατον. Τέλος, η δηλωθείσα στην από 30.9.2009 υπεύθυνη δήλωση διεύθυνση της οδού Ποσειδώνος αρ. 11 στο Ελληνικό αποτελεί την επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, ο νόμος όμως απαιτεί την αναγραφή του τόπου κατοικίας (διαμονής) κι όχι την επαγγελματική έδρα, γεγονός που καλώς γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος, επιχειρηματίας, ο οποίος διαχειρίζεται εταιρείες συμφερόντων του, γνώριζε πολύ καλά ότι στις επίδικες υπεύθυνες δηλώσεις όφειλε να αναγράψει την πραγματική διεύθυνση της κατοικίας του, δεν έπραξε όμως τούτο διότι δεν ήθελε να καταστήσει γνωστή την πραγματική διεύθυνση κατοικίας του, διότι, όπως και ο μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε στο ακροατήριο ("Ήταν συνέχεια σε ταξίδια και άλλαξε σπίτι, δεν είχε λόγο να το κρύψει, μόνο από τη γυναίκα του που είχε προβλήματα") είχε διαμάχη με τη γυναίκα του. Και φυσικά ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις έννομες συνέπειες των ψευδών υπεύθυνων δηλώσεων του - από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε το αντίθετο - απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, περί συγγνωστής νομικής του πλάνης. Κατόπιν των προαναφερθέντων, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που κατηγορείται. Ακολούθως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: " Στη Νίκαια, στις 5/11/07, στις 27/2/08, στις 8/10/08, στις 2/4/09, στις 30/9/09, στις 1/4/10, στις 1/10/10, στις 6/10/10, στις 7/10/10 και στις 3/10/11, με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου αδικήματος, εν γνώση του δήλωσε ψευδώς στοιχεία που δεν αποδεικνύονται από το δελτίο ταυτότητας με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του αρ. 8 Ν. 1599/86. Συγκεκριμένα, προκειμένου να προβεί στην ανανέωση της υπ' αριθμ. 1020/1281678/4-δ από 24/3/05 άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, αλλά και στη συνέχεια στην προβλεπόμενη εκ του νόμου εξαμηνιαία θεώρηση της από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, αλλά και στην εκ νέου ανανέωση της υπ' αριθμ. 1020/1281678/7-β από 8/4/08 νέας άδειας οπλοφορίας του, υπέγραψε και κατέθεσε κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες ως δικαιολογητικά, ενώπιον του Τμήματος Ασφάλειας Νίκαιας, αντίστοιχες υπεύθυνες δηλώσεις του αρ. 8 Ν.1599/86,στις οποίες δήλωνε ως διεύθυνση κατοικίας του άλλοτε την οδό Ακροπόλεως 10 στη Νίκαια, άλλοτε την οδό Κωστή Παλαμά 116 στη Νίκαια, άλλοτε τη Γλυφάδα, άνευ οδού και αριθμού, άλλοτε την οδό Ποσειδώνος αρ. 11 στο Ελληνικό, στοιχεία που ήταν ψευδή γιατί ουδέποτε διέμεινε στις ανωτέρω διευθύνσεις, αφού η μόνιμη κατοικία του ήταν και είναι στην οδό Μαρώτη 10 στη Βάρη".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείσθηκε γι' αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1γ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 98 παρ.1. του ΠΚ και άρθρα 8 και 22 παρ.6 του ν. 1599/ 1986, όπως η παρ.6 αντικ. από το άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 2479/1997, που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, με την απόφαση, αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του κατηγορουμένου, αφού δέχεται ότι με σκοπό παραπλανήσεως των αστυνομικών αρχών, οι οποίες ήσαν αρμόδιες για την ανανέωση αδειών οπλοφορίας του, υπέβαλε σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, επί σφραγιστών εντύπων του ν. 1599/1986, δηλώνοντας ψευδώς τις προαναφερθείσες διευθύνσεις κατοικιών του, ενώ γνώριζε ότι όλα αυτά ήσαν ψευδή, δεδομένου ότι η πραγματική νόμιμη κατοικία του, βρισκόταν στην οδό Μαρώτη 10, στη Βάρη-Αττικής. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι 1] η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, διότι το σκεπτικό αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, 2] το δικαστήριο δεν απήντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του για συγνωστή νομική πλάνη, είναι απορριπτέες, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, 1] στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρονται πρόσθετα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ως άνω πράξη του κατηγορουμένου, πέραν όσων περιλαμβάνονται στο διατακτικό, 2]υπέβαλε [σ.7] τον εξής αυτοτελή ισχυρισμό "επικουρικά, προβάλλω τον ισχυρισμό ότι αγνοούσα ότι η πράξη μου εμπίπτει στην έννοια του νόμου, δεδομένου ότι επί της ουσίας στερούμην μόνιμης κατοικίας, είχα λαθεμένη αντίληψη της δυνατότητας μου να δηλώνω τον τόπο της εκάστοτε διαμονής μου και δεν μπορούσα να προβλέψω τις άδικες προεκτάσεις της ενεργείας μου, η πλάνη μου δε ήταν συγνωστή, καθώς δεν μπορούσα να αποφύγω την εσφαλμένη εκτίμηση, ακόμη και αν κατέβαλα την επιμέλεια του μέσου ανθρώπου", ο οποίος απορρίφθηκε από το δικαστήριο [που, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού, αφού δεν ανέφερε συγκεκριμένα περιστατικά ότι δεν μπόρεσε να γνωρίσει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων του, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει] με την εξής επαρκή αιτιολογία: "...ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις έννομες συνέπειες των ψευδών υπεύθυνων δηλώσεων του-από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε το αντίθετο-απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του προβληθέντος αυτοτελούς του ισχυρισμού, περί συγνωστής νομικής του πλάνης". Επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει αντίφαση [όπως επικαλείται ο αναιρεσείων] στην προσβαλλόμενη απόφαση, από το γεγονός ότι στο σκεπτικό αναφέρεται, αρχικά μεν [σ.15] "ο κατηγορούμενος ουδεμία σχέση είχε με τις προαναφερόμενες δηλωθείσες στις υπεύθυνες δηλώσεις διευθύνσεις [μεταξύ των οποίων και επί της οδού Ποσειδώνος 11,στο Ελληνικό],αφού ουδέποτε κατοίκησε σ'αυτές', στη συνέχεια δε [σ.16] "η δηλωθείσα στην υπεύθυνη δήλωση διεύθυνση της οδού Ποσειδώνος 11,στο Ελληνικό, αποτελεί την επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, ο νόμος όμως απαιτεί την αναγραφή [στη δήλωση] του τόπου κατοικίας και όχι την επαγγελματική έδρα, γεγονός που καλώς γνώριζε ο κατηγορούμενος". Οι λοιπές αιτιάσεις του ήδη αναιρεσείοντος [κακή εκτίμηση αποδείξεων και ότι δεν συνεκτιμήθηκε, μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, η αναγνωσθείσα άδεια κατοχής όπλου], με τις οποίες, υπό την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε Δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 329 παρ.2 του ΚΠοινΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 παρ. 1,2 του ιδίου Κωδικός, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα. Για τον αποκλεισμό της δημοσιότητος κατά την προηγούμενη παράγραφο, το δικαστήριο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και την απαγγέλλει σε δημόσια συνεδρίαση. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 του ιδίου Κωδικός, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144. Η παράβαση των παραπάνω διατάξεων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Η έλλειψη δημοσιότητος της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενόψει και του άνω άρθρου 331 ΚΠοινΔ, πρέπει να αποδεικνύεται μόνο από τα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεως. Όμως, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί να εκτίθεται μόνον ότι "η απόφαση απαγγέλθηκε κεκλεισμένων των θυρών και ουχί δημοσία", αλλά πρέπει να γίνεται επίκληση ότι λήφθηκε σχετική απόφαση του δικαστηρίου για να γίνει η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε η σχετική απόφαση, αν τηρήθηκαν ή όχι οι προϋποθέσεις του άνω άρθρου 330 του ΚΠοινΔ και συγκεκριμένα, αν η σχετική απόφαση υπήρξε αυθαίρετη ή όχι και αν είναι αιτιολογημένη ή όχι. Στη προκειμένη περίπτωση, ο ήδη αναιρεσείων, με σχετικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει κατά λέξη ότι "αιτούμαι την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. στ. Γ' ΚΠοινΔ, καθόσον η απόφαση απηγγέλθη κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή ουχί δημοσία". Επομένως, ο ως άνω λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απαγγελία της προσβαλλόμενης αποφάσεως έγινε κεκλεισμένων των θυρών και όχι δημόσια, πρέπει να απορριφθεν ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, ανεξάρτητα του ότι, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμε-να πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η συνεδρίαση όσον και η απαγγελία της αποφάσεως (σελ. 18), έγιναν "στο ακροατήριο του στην αίθουσα συνεδριάσεως, με παρόντες όλους τους παράγοντες της δίκης σε δημόσια συνεδρίαση ".
Κατά το άρθρο 470 εδ. α' ΚΠοινΔ "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε η υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που του επιβλήθηκε πρωτοδίκως, έστω και εσφαλμένα. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βάσιμου του προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την με αριθμό 1547/2013 απόφαση του, καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα, για ψευδή υπεύθυνη δήλωση, κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών, ανασταλείσα επί 3ετία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε το ένδικο μέσο της εφέσεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την ίδια πράξη, επέβαλε σ'αυτόν, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Έτσι, όμως, κρίνοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν κατέστησε χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου και άρα δεν υπ'επεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ πλημμέλεια.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως.
Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν κατ'ουσίαν, η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, στη συνέχεια δε να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-9-2014 αίτηση και τους από 30-12-2014 πρόσθετους λόγους του Β. Ρ., για αναίρεση της με αριθμό 2082/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή