Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ληστεία, Ποινικό μητρώο.
Περίληψη:
Ληστεία κατ' εξακολούθηση. Άρθρο 380 παρ.1 ΠΚ. 1. Οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Ο περί μεταβολής της κατηγορίας ισχυρισμός, από ληστεία σε κλοπή, δεν είναι αυτοτελής και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει ιδιαίτερα αυτόν. 3. Ο από το άρθρο 36 ΠΚ αυτοτελής ισχυρισμός ήταν αόριστος και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. 4. Για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 β του ΚΠΔ, δεν υπήρχε αίτημα και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει αυτόν αυτεπαγγέλτως χωρίς αίτημα και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη του. 5. Η ανάγνωση του δελτίου ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου, κατ' άρθρο 577 παρ.2 του ΚΠΔ, απαγορεύεται και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (άρθρα 171 παρ. 1δ, 510 παρ.1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ), μόνον αν γίνει προ της απαγγελίας της περί ενοχής αποφάσεως και όχι αν αναγνωσθεί μετά την απαγγελία της ενοχής (ΑΠ 1433/2007). Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1794/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 2889/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 68/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 380 παρ. 1 του ΠΚ, " όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του σύνθετου εγκλήματος της ληστείας, με το οποίο προσβάλλεται τόσο η προσωπική ελευθερία, όσο και η ατομική ιδιοκτησία, εμπεριέχοντας στην αντικειμενική υπόστασή του στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των εγκλημάτων της παράνομης βίας (330 ΠΚ) και της κλοπής (372 ΠΚ), απαιτείται είτε άσκηση σωματικής βίας, με φυσική δύναμη και ενέργεια ή με μέσα υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα περιαγωγή του θύματος σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας προς αντίσταση, χωρίς να είναι απαραίτητη η συνείδηση του θύματος για την ασκούμενη βία, είτε απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής, δηλαδή ψυχολογική βία, που επιδιώκει την κάμψη της προσωπικής αυτενέργειας για να καταστεί δυνατή η αφαίρεση του ξένου κινητού πράγματος. Αν με την παράνομη βία εξουδετερώνεται πλήρως κάθε προβαλλόμενη ή αναφερόμενη αντίσταση του θύματος, τότε με την αφαίρεση (κλοπή) του κινητού πράγματος, συντελείται η αντικειμενική υπόσταση της κυρίως ληστείας( παρ. 1 περ. α άρθρου 380), ενώ αυθύπαρκτη αντικειμενική υπόσταση της ληστείας(ληστρική εκβίαση της παρ.1 περ. β του άρθρου 380), υφίσταται, όταν με παράνομη βία το θύμα εξαναγκάζεται στην παράδοση του κινητού πράγματος. Το έγκλημα της παράνομης βίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και επομένως, είτε ως παράνομη βία, είτε ως απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής, εφόσον συνδυάζεται με κλοπή, πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός και του αυτού εγκλήματος της ληστείας, του οποίου η παράνομη βία αποτελεί το ένα συνθετικό στοιχείο. Είναι αδιάφορο δε για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως της ληστείας, το αν εκδηλώθηκε αντίσταση του θύματος ή απλώς με το ενδεχόμενο εκδηλώσεώς της ασκήθηκε εναντίον του παράνομη βία, ούτε αν αυτή ήταν πρόσφορη, αρκεί ότι κατά την αντίληψη του δράστη, ήταν κατάλληλη για την επιτυχία της κλοπής.
Εξάλλου, φαινόμενη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 του ΠΚ περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται μεν εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, από τη λογική όμως και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι ο ένας μόνο από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος αποκλείοντας τους λοιπούς που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Έτσι φαινόμενη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που οι περισσότεροι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό οπότε, κατά την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν έχει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού νόμου. Επίσης, φαινόμενη συρροή υπάρχει και όταν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο της άλλης, όπως η κλοπή της ληστείας. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας(Ολ ΑΠ 1/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο κατηγορούμενος κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό της παρούσας τόπο και χρόνο με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της ληστείας πραγμάτων το έγκλημα τούτο, και συγκεκριμένα με απειλή αμέσου κινδύνου για την υγεία και τη σωματική ακειραιότητα των παρακάτω ανηλίκων παθόντων αφαίρεσε βίαια από αυτούς ή τους εξανάγκασε να του παραδώσουν κινητά πράγματα της ιδιοκτησίας τους με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα 1) την 13.3.2003 και ώρα 7.30 στην οδό ...αφού πλησίασε τον μαθητή Λυκείου ... απαίτησε από αυτόν με επιτακτικό ύφος να του παραδώσει το κινητό του τηλέφωνο και όταν ο παθών αρνήθηκε να το πράξει του κατάφερε με το χέρι του δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο και απείλησε ότι αν δε του το παρέδιδε θα χρησιμοποιούσε εναντίον του στιλέτο που έφερε μαζί του (η σχετική δε περί τούτου φήμη κυκλοφορούσε στο σχολείο του παθόντα και ο τελευταίος την είχε ακούσει) και έτσι συνεπεία της άμεσης αυτής απειλής για την σωματική του ακεραιότητα και τη ζωή του, ο παθών εξαναγκάστηκε να του παραδώσει το κινητό του τηλέφωνο μάρκας ΝΟΚΙΑ 3330 και το ποσόν των 150 ευρώ, που έφερε μαζί του 2) την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία και μισή ώρα αργότερα (8.00 π.μ.) στην οδό ... πλησίασε τον μαθητή Λυκείου ... και με το πρόσχημα ότι θέλει να στείλει κάποιο μήνυμα ζήτησε να του παραδώσει το κινητό του τηλέφωνο. Στην απάντηση του ως άνω μαθητή ότι δεν φέρει κινητό τηλέφωνο μαζί του, ο κατηγορούμενος του ανακοίνωσε ότι θα του υπέβαλε σε σωματική έρευνα και εάν τυχόν αντιδρούσε θα τον χτυπούσε με αιχμηρό αντικείμενο (κατσαβίδι) λέγοντάς του μάλιστα να προσέξει διότι είχε βγει από τη φυλακή. Ετσι με την απειλή του άμεσου αυτού κινδύνου για την σωματική του ακεραιότητα (διότι και αυτός είχε ακούσει στο σχολείο του ότι ο κατηγορούμενος κυκλοφορούσε με αιχμηρό αντικείμενο και με απειλές έπαιρνε τα κινητά των μαθητών) ο ως άνω μαθητής εξαναγκάστηκε να του παραδώσει το κινητό του τηλέφωνο ERICSSON Τ65 και το γουώκμαν τύπου AIWA, τα οποία ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος παράνομα 3) την ίδια ημεροχρονολογία και 10'αργότερα (8:10' Π.Μ.), στην οδό ..., με το ίδιο πρόσχημα πλησίασε τον μαθητή Λυκείου ..., ο οποίος επίσης είχε ακούσει την φήμη που κυκλοφορούσε στο σχολείο του για τον κατηγορούμενο, και με την απειλή άμεσης σωματικής βίας κατ' αυτού, του αφαίρεσε από τις τσέπες του το ποσόν των 60 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν και αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των παθόντων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τους οποίους δεν διαψεύδει ο κατηγορούμενος με την απολογία του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (απλώς διατείνεται ότι δεν θυμάται καλά τα γεγονότα διότι ήταν υπό την επήρρεια των ναρκωτικών), πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξεως της ληστείας, κατ' εξακολούθηση, όπως έκρινε και η εκκαλουμένη, με το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, που δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, καθόσον αυτός κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεών του είχε συμπληρώσει το 18ο όχι όμως το 21ο έτος της ηλικίας του".
Στη συνέχεια το άνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο ληστείας κατ'εξακολούθηση και αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του νεαρού κατηγορουμένου η περίσταση της μετεφηβικής ηλικίας του άρθρου 133 ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για τα οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 83, 98, 133 και 380 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, σχετικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, β) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, από τα οποία προκύπτει με βεβαιότητα, ότι δράστης του άνω εγκλήματος της ληστείας κατ'εξακολούθηση είναι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, γ) αναφέρονται οι συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε με δόλο η αναφερόμενη ληστεία για απόσπαση με απειλές και σωματική βία από ανήλικους μαθητές σχολείου των κινητών τηλεφώνων και μικροποσών χρημάτων με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση, δ) αιτιολογείται επαρκώς ότι πρόκειται για πραγμάτωση κατ'εξακολούθηση της αξιόποινης πράξεως της ληστείας και όχι εκείνης της απλής κλοπής, όπως ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος, ο δε προβληθείς από τη συνήγορο του κατηγορουμένου σχετικός ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας από ληστεία σε κλοπή, δε συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό και δεν απαιτείτο για την απόρριψή του ειδική αιτιολογία. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τον παραπάνω λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, που ορίζει περιοριστικά τους συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως, μη δυναμένου να ελέγξει σφάλματα εκτιμήσεως της ουσίας της υποθέσεως και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 34 του ΠΚ, "η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό", κατά δε το άρθρο 36 παρ. 1 του ΠΚ, "αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνείδησης περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό και να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη στη μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στο δράστη, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο κατά την απολογία του ή από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός με την παραπάνω έννοια είναι και ο περί ελλείψεως ή μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αφού, σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη ή την επιβολή μειωμένης ποινής αντιστοίχως. Για την πληρότητα όμως του ισχυρισμού αυτού, δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να επικαλεσθεί τις σχετικές μόνο διατάξεις του ΠΚ, αλλά πρέπει και να αναφέρει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, επί των οποίων θεμελιώνει κάθε περίπτωση νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή της συνειδήσεως, ώστε το Δικαστήριο, ύστερα από αξιολόγηση αυτών να κρίνει, αν συντρέχει περίπτωση ελλείψεως ή ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό. Μόνη η επίκληση των παραπάνω διατάξεων του ΠΚ ή των εννοιών που αναφέρονται σ' αυτές, δεν συνιστά παραδεκτή προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού περί ελλείψεως ή περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ώστε το Δικαστήριο να πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. (ΑΠ 2371/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η συνήγορος του κατηγορουμένου δεν προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό περί ελατωμένης ικανότητας προς καταλογισμό εξ αιτίας κάποιας ψυχικής καταστάσεως, αλλά μόνον ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του, μεταξύ άλλων, είπε "είχα κάνει χρήση, σχεδόν όλη την ημέρα ήμουν υπό την επήρεια, για να πάρω τη δόση μου το έκανα. Δεν καταλαβαίναμε τι κάναμε... ". Με τη διατύπωση αυτή, ο ως άνω ισχυρισμός από το άρθρο 36 του ΠΚ, προβλήθηκε αφηγηματικά χωρίς αίτημα, αλλά και αόριστα, διότι δεν εξειδικεύονται και δεν αναφέρονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, επί των οποίων θεμελιώνεται κάποια και ποία περίπτωση νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνειδήσεως, ώστε το Δικαστήριο, ύστερα από αξιολόγηση αυτών να κρίνει, αν συντρέχει περίπτωση έλλειψης ή ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό. Επομένως, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και δη αιτιολογημένα σε ένα τέτοια αόριστο ισχυρισμό και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 2 ΚΠοινΔ, το δελτίο Ποινικού Μητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικά με ευθύνη του αρμόδιου γραμματέα σε κάθε δικογραφία για εγκλήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και άνω, μέσα σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο, ο οποίος αποσφραγίζεται μόνο μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης του δικαστηρίου, γενομένης ειδικής μνείας στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, το δελτίο ποινικού μητρώου σφραγίζεται και πάλι με ευθύνη του γραμματέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, σε αδιαφανή φάκελο, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των του προηγουμένου εδαφίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα, η παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η απαγόρευση πρόσβασης στο περιεχόμενο του δελτίου Ποινικού Μητρώου μέχρι την κήρυξη του κατηγορουμένου ως ενόχου, αποσκοπεί στο σχηματισμό καθαρής δικαστικής πεποίθησης που θα στηρίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης και εντάσσεται στις διατάξεις που προστατεύουν τον κατηγορούμενο στην άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων με την αποφυγή της αποδεικτικής αξιοποίησης σε βάρος του προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων, έτσι, ώστε, η παραβίαση της ανωτέρω διάταξης του άρθρ. 577 παρ. 2 ΚΠοινΔ, με την αποσφράγιση και ανάγνωση του δελτίου Ποινικού Μητρώου πριν από την περί ενοχής απόφαση του δικαστηρίου, να συνεπάγεται κατ' αρχήν απόλυτη ακυρότητα, όχι δε και όταν αναγιγνώσκεται μετά την περί ενοχής απόφαση και πριν από την επιβολή της ποινής( ΑΠ 1433/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την επί της ενοχής του κατηγορουμένου απαγγελία της απόφασης του δικαστηρίου, αναγνώσθηκε το δελτίο ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου (σελ.12). Επομένως, δεν παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και κατά συνέπεια, δεν επήλθε από την ανωτέρω ανάγνωση καμία απόλυτη ακυρότητα και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.
Τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περιστάσεως. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σε αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξετάσεως της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ.
Στην προκείμενη περίπτωση από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, στον οποίον αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας του άρθρου 133 του ΠΚ, δεν υπέβαλε στο Δικαστήριο κανένα αίτημα ή αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση στο πρόσωπό του και της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 β του ΠΚ, και συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει αυτόν αυτεπαγγέλτως και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 -12- 2008 αίτηση - δήλωση του ..., για αναίρεση της με αριθμ. 2889/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ