Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Όχι δεδικασμένο από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος που τέλεσε αξιόποινη πράξη που αφορά παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, ορθώς παραπέμφθηκε για την ίδια πράξη και ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, έστω και αν προηγήθηκε δίκη στην αλλοδαπή για την ίδια πράξη. Αυτοτελείς ισχυρισμοί ελαφρυντικών περιστάσεων. Πότε είναι ορισμένοι και δημιουργείται υποχρέωση του Δικαστηρίου να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Ανάγνωση εγγράφων και καταθέσεων μαρτύρων που δόθηκαν σε άλλη δίκη για την οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 249/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στις Φυλακές Αγίου Στεφάνου Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αλφαντάκη, περί αναιρέσεως της 60/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Το Πενταμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.5.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 972/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ίδιου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Εναπόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να θεσπίσει περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη αναγνώριση των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων. 'Ετσι ορίζεται με το άρθρο 9 παρ. 1 του Π.Κ., ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο όμως 2 του ίδιου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 Π.Κ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του εμποδίζει νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνεται (υπό στοιχείο θ') και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων (ουσιών). Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εμποδίζεται νέα δίωξη, πλην όμως προβλέπεται από το άρθρο 10 του ίδιου Κώδικα, η αφαίρεση της ποινής που έχει εκτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε τυχόν ακολούθως στην ημεδαπή. Αυτά ισχύουν , βεβαίως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική με άλλα κράτη συμβατική ρύθμιση, η οποία είναι δεσμευτική για τα συμβληθέντα μέρη. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ που προαναφέρθηκε επιβάλλει την υποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται στο Δ.Σ. στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του Δ.Σ. καθιερώνεται η αρχή ότι "κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικαστεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώρας". Η διατύπωση αυτή σημαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διάταξης αυτής δεν μπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επιμέρους συμβαλλόμενης χώρας, ήτοι "του ίδιου Κράτους". Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη-Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους.
Συνεπώς οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Δ.Σ. διότι αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου Κράτους. Όμως η αρχή αυτή (ne bis in idem) είχε προβλεφθεί ήδη από τον ημεδαπό νομοθέτη, με τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠοινΔ, που προαναφέρθηκε, επαναλήφθηκε δε και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1705/1987, σύμφωνα με την οποία "κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού" (ΟΛ.ΑΠ.7/2002). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας με την 60/2008 αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών (δύο κιλών και τριακοσίων γραμμαρίων ηρωΐνης και εβδομήντα γραμμαρίων κοκαΐνης) του επέβαλε δε ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Την πράξη αυτή, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος τέλεσε στις 2-10-1999 στην περιοχή ..... της Κωνσταντινούπολης. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του είναι απαράδεκτη, γιατί με την υπ' αριθμ. 4/2001/241 από 19-11-2001 αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου Εθνικής Ασφαλείας Κων/πολης καταδικάστηκε για την ίδια πράξη σε κάθειρξη δέκα ετών, την οποία και εξέτισε εξ ολοκλήρου, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η εκ νέου εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης από τα Ελληνικά Δικαστήρια. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις παραπάνω αιτιολογίες, απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, που αναφέρεται στο δεδικασμένο, ως μη νόμιμο, αφού δέχτηκε ότι η διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠΔ δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης. Επομένως, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Στ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σε αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε, στην διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ποινικής διατάξεως που συνιστά λόγον αναιρέσεως κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώραν εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, αφού εκτίμησε "τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, που ενόρκως εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν την απολογία του κατηγορουμένου και όλη την αποδεικτική διαδικασία" κατά την ανέλεγκτη για τα πράγματα κρίση του δέχτηκε τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος στις 2-10-1999 χωρίς να είναι τοξικομανής κατά την έννοια του άρθρου 13&1 του ν.1729/1987, όπως ισχύει, χωρίς δηλαδή να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, την οποία να μη μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις, ενεργώντας με πρόθεση, κατείχε εντός της οικίας του Τούρκου υπηκόου Υ1 στην περιοχή .... Κωνσταντινούπολης με σκοπό την εμπορία δύο κιλά και τριακόσια γραμμάρια (2300) ηρωΐνης, καθώς και εβδομήντα γραμμάρια κοκαΐνης. Τις εν λόγω ποσότητες ο κατηγορούμενος κατείχε, ήτοι τις εξουσίαζε απόλυτα φυσικά, γνωρίζοντας σε κάθε στιγμή που βρίσκονται και με δικαίωμα ελεύθερης πώλησης σε οποιονδήποτε, με σκοπό την εμπορία. Για τα πραγματικά παραπάνω περιστατικά σαφής ελέγχεται η κατάθεση ενώπιον του αρμοδίου αστυνομικού οργάνου στα πλαίσια της διενεργηθείσης προκαταρκτικής έρευνας στην Τουρκία του εκ των συγκατηγορουμένων του στην ποινική δίκη στην Τουρκία Υ1 όπως αυτή παρατίθεται στο αιτιολογικό της υπ' αριθμ. 2001/245 απόφασης του υπ.αρ.Υ. Δικαστηρίου Κρατικής Ασφαλείας Κων/πολης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία την ανωτέρω ποσότητα ηρωΐνης αγόρασε από τον .....και εκείνη της κοκαΐνης από τον αδελφό αυτού .... με σκοπό την εμπορία, οι δε συγκατηγορούμενοι του Υ2 και Χ1 ήταν πελάτες του και ο εκ τούτων τελευταίος, (Χ1) σκοπό είχε, μετά τη συνάντηση τους στην οικία του, στο .... όπου και συνελήφθηκαν, να μεταφέρει την ποσότητα των ναρκωτικών αυτών ουσιών στην Ελλάδα, ενώ δεν αμφισβητεί την εκσφενδόνιση υπ' αυτού της ως άνω ποσότητας ηρωΐνης κατά την έφοδο της αστυνομίας στην σκεπή παρακείμενης οικίας, όπως διαλαμβάνεται άλλωστε στο με αριθμό ..... πρακτικό συμβάντος τη Υπηρεσίας Διεύθυνσης ναρκωτικών σε επίσημη μετάφραση, όπου λεπτομερής περιγραφή γίνεται αναφορικά με την επιχείρηση σύλληψης των υπόπτων της προκληθείσης έκρηξης στις 30-9-1999 στη συνοικία .... οδός ...., όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν εκτός άλλων ποσότητα ηρωΐνης μεικτού βάρους οκτώ κιλών και έτερη, πιθανώς ηρωΐνης, 1.100 γραμμαρίων, υδροχλωρικό οξύ, θεϊκό οξύ, ασεκοτόνη, άχρωμη υγρή ουσία μεικτού βάρους 15.500γρ και την μετάβαση του στην προαναφερθείσα οικία του Υ1 στο ..... κατόπιν υπόδειξης των κατοίκων της περιοχής και του οδηγού του με αρ. πινακίδων ..... ΤΑXI.Η κατάθεση αυτή ενισχύεται και από εκείνη του ετέρου των συγκατηγορουμένων του Υ2, όπως αυτή παρατίθεται στο αιτιολογικό της προαναφερθείσης υπ.αρ. 2011/245 απόφασης του υπ.άρ.4 δικαστηρίου Κρατικής Ασφάλειας Κων/πολης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, αφού επιβεβαιώνει τη γνωριμία του από μακρού χρόνου με τον κατηγορούμενο Χ1, καθώς και με τον προαναφερθέντα Υ1 και την αγορά ηρωΐνης από τον τελευταίο δύο φορές κατά το παρελθόν και την εξαγωγή της στη συνέχεια, μέσω του κατηγορουμένου Χ1, στην Ελλάδα, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον τελευταίο αξιόποινη πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών παραδέχεται τη μετ' αυτού μετάβαση του την προτεραία της συλλήψεως του στην οικία του Υ1 στο .... για την παραλαβή των ως άνω ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών και την εκσφενδόνιση της εκ τούτων ηρωΐνης σε παρακείμενη οικία, κατά την έφοδο της αστυνομίας. Οι προαναφερθείσες καταθέσεις, πέραν των όσων αναφέρονται στο υπ. αρ. ..... πρακτικό συμβάντος από 30-9-1999 της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών Κων/πολης, που σχέση έχουν με τη σύλληψη του εντός της οικίας του εμπόρου ναρκωτικών Υ1 και την εκσφενδόνιση από τον τελευταίο της ανωτέρω ποσότητας ηρωίνης κατά την έφοδο της αστυνομίας, ενισχύονται και από έτερα σε βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία και κυρίως από τη μετάβαση του στην Αλβανία και τη Βουλγαρία και κατά το παρελθόν εν αγνοία της συζύγου του καθώς και στην οικία του προαναφερθέντος εμπόρου ναρκωτικών Υ1 πρόδηλα για την πραγματοποίηση συναλλαγών με εμπόρους ναρκωτικών, αφού, όσα απολογούμενος υποστηρίζει, αναφορικά με το αίτιο της μεταβάσεως του στα Κράτη αυτά, που σχέση έχουν με την έρευνα αγοράς εκκλησιαστικών ειδών, προκειμένου να ασκήσει ομοίου αντικειμένου επαγγελματική δραστηριότητα στην Αλβανία, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο, αφού άλλωστε το αντικείμενο της μέχρι τότε επαγγελματικής αυτού στην Ελλάδα δραστηριότητας (μηχανικός αυτοκινήτων), ουδεμία σχέση ή συνάφεια είχε με το προς άσκηση επικληθέν. Εξάλλου η κρίση του Δικαστηρίου, που σχέση έχει με την κατοχή των ναρκωτικών ουσιών με σκοπό το κέρδος από τη μεταπώληση τους σε τρίτους, ενισχύεται πλήρως από τα κατωτέρω στοιχεία: α) από την κατανομή της ανευρεθείσης στην κατοχή του ως άνω ποσότητας ηρωΐνης σε τρείς συσκευασίες, όπως αναφέρεται στο με αρ. ..... από 8-10-1999 σε επίσημη μετάφραση Πρακτικό συμβάντος (σελ.4) σαφώς διακριτές μεταξύ τους, β) από την ποικιλία των ναρκωτικών ουσιών που ανευρέθηκαν εντός της ανωτέρω οικίας, αφού εντός αυτής, όπως ωσαύτως αναγράφεται στο προαναφερθέν πρακτικό, ανευρέθη και ποσότητα κοκαΐνης 70 γραμμαρίων, μάρκας κορόνα, αλλά και την ανευρεθείσα ζυγαριά ακριβείας στο χώρο της κουζίνας (σελ.3 του πρακτικού αυτού) την οποία, όπως διαλαμβάνεται στο αιτιολογικό της υπ. αρ. 2001/245 απόφασης του υπ.αρ.4 Δικαστηρίου Κρατικής Ασφάλειας Κωνσταντινουπόλεως, ο εκ των συγκατηγορουμένων του στην αλλοδαπή Υ1 χρησιμοποιούσε, σύμφωνα με όσα ο ίδιος ανέφερε στην κατάθεση του στην αστυνομία, για τη ζύγιση των παραπάνω ναρκωτικών ουσιών που είχε αγοράσει από τα φιλικά του πρόσωπα .....και ..... με σκοπό την εμπορία και τέλος από την κατάθεση στην αστυνομία του εκ των συγκατηγορουμένων του Υ2 περί εξαγωγής τουτέστιν ναρκωτικών ουσιών στην Ελλάδα με τον κατηγορούμενο Χ1, που γνωρίζει από μακρού χρόνου. Με τα πραγματικά αυτά δεδομένα, ο κατηγορούμενος, που δεν είναι τοξικομανής, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη για την οποία κατηγορείται". Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο στη συνέχεια κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών και του επέβαλε την ποινή που προαναφέρθηκε. Οι παραδοχές αυτές αποτελούν την, από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού το Δικαστήριο εκθέτει στην απόφαση του, κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις σκέψεις και τούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 ν.1729/1987,τις οποίες εφάρμοσε ορθώς και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, τρίτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 211 Α του Κ.Ποιν.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2408/96, κατά την οποία "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου", συνάγεται ότι ο νομοθέτης, εκφράζοντας τη δυσπιστία του προς την κατάθεση ως μάρτυρα ή την απολογία συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, θεσπίζει κανόνα αξιολογήσεως των αποδεικτικών αυτών μέσων, συγκεκριμένα δε περιορίζει την αποδεικτική τους αξιοποίηση, αν δεν ενισχύονται και με άλλα αποδεικτικά μέσα για τη θεμελίωση της δικαστικής κρίσεως, που άγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, έτσι ώστε, όταν η καταδικαστική απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε μία τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου, να ελέγχεται αναιρετικά για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του. Στην προκείμενη περίπτωση η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας στήριξε την περί ενοχής κρίση του, αποκλειστικά, στις προανακριτικές καταθέσεις των συγκατηγορουμένων του Υ1 και Υ2 είναι αβάσιμη, γιατί από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παρατέθηκε και πιο πάνω, προκύπτει ότι το δικαστήριο για την ανωτέρω καταδικαστική κρίση του, δεν στηρίχθηκε μόνο στις παραπάνω καταθέσεις, αλλά και σε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αναλυτικά προσδιορίζει. Κατά το άρθρο 364 παρ. 2β' του ΚΠΔ, διαβάζονται στο ακροατήριο τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει, ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Όταν πρόκειται για καταθέσεις μαρτύρων, που δόθηκαν κατά την προδικασία άλλης ποινικής δίκης, αυτές διαβάζονται ως έγγραφα από άλλη ποινική δίκη και δεν επέρχεται ακυρότητα του άρθρου 171&1 του ΚΠΔ. Εφόσον όμως, η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα για την παραβίασή της, ενώ ούτε επέρχεται από την τοιαύτη παραβίαση απόλυτη ακυρότητα, ο συναφής, δεύτερος, αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 Α του ίδιου Κώδικα, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, διότι, παρά την εναντίωση του εκπροσωπούντος τον αναιρεσείοντα παραπάνω συνηγόρου του, αναγνώσθηκαν οι ανωτέρω προανακριτικές καταθέσεις των συγκατηγορουμένων του, που λήφθηκαν ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων στα πλαίσια της δίκης, που διεξήχθη στην Τουρκία, για την οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο, απαραδέκτως, έλαβε υπόψη του την προανακριτική κατάθεση του Υ2 η οποία είναι άκυρη, αφού δόθηκε δίχως την παρουσία διερμηνέα, και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την έκθεση εγχειρίσεως της, βεβαιώνεται ότι αυτή δόθηκε με την παρουσία διερμηνέως. Εξάλλου και η συναφής αιτίαση ότι η παραπάνω βεβαίωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είναι αβάσιμη, αφού η έκθεση αυτή αποτελεί αλλοδαπό δημόσιο έγγραφο και το δικάσαν Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να το θεωρήσει γνήσιο, χωρίς άλλη απόδειξη της γνησιότητας του (άρθρ.455,456 ΚΠολΔ).Αλλά και η αιτίαση του κατηγορουμένου, που αναφέρεται στη μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για την περί ενοχής κρίση του, της κατάθεσης της μάρτυρος υπεράσπισης ..... συζ. Χ1, είναι αβάσιμη.Ειδικότερα, από την επισκόπηση των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης εξετάστηκαν ως μάρτυρες ο αστυνομικός ..... και η παραπάνω σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία, από πρόδηλη παραδρομή, αναφέρεται ως "μάρτυρας κατηγορίας".Από το σκεπτικό της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του "τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, που ενόρκως εξετάστηκαν στο ακροατήριο",στις οποίες, δίχως αμφιβολία, συμπεριλαμβάνεται και η κατάθεση της συζύγου του κατηγορουμένου, δοθέντος ότι οι μάρτυρες που εξετάστηκαν δεν υπερβαίνουν τους δύο.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α, και ε, ήτοι α) ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (στοιχ. α'), και β') ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε'). Έτσι, για το ορισμένο των στηριζομένων στις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμών, αντιστοίχως, α) δεν αρκεί η επίκληση λευκού ποινικού μητρώου, αλλά απαιτείται η επίκληση θετικών στοιχείων με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά, που να είναι ικανά, αληθή υποτιθέμενα, να χαρακτηρίσουν τον δράστη έντιμο (στοιχ. α'), και β) δεν αρκεί η καλή συμπεριφορά στις φυλακές και μόνο, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του δράστη μετά την πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ζήτησε να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά των περιπτώσεων α', και ε' της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, δίχως όμως να επικαλεστεί συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις. Το δικαστήριο δέχθηκε ,κατά πλειοψηφία, ότι στο πρόσωπο του συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 ε, απέρριψε δέ τον άλλο ισχυρισμό. Στους παραπάνω όμως ισχυρισμούς, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, κανένας από αυτούς δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ορισμένος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, λόγος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, χωρίς να διαλάβει στην απόφαση του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και σε κάθε περίπτωση γιατί στηρίχθηκε αποκλειστικά στην κατάθεση του συγκατηγορουμένου του στη δίκη ενώπιον του Τουρκικού Δικαστηρίου, τον άνω ισχυρισμό του.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-5-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 60/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ