Θέμα
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
Περίληψη:
Πότε το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά. Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμ. 1, 11, 18 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Πότε ιδρύεται ο λόγος του αρ. 8 του άρθρ. 559. Στο κατά παραπομπήν, μετά την αναίρεση αποφάσεως, δικαστήριο οι διάδικοι μπορούν να επικαλεστούν και νέα αποδεικτικά μέσα. [Επικυρώνει ΕφΘεσσ 1789].
Αριθμός 494/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) ’. συζ. Μ. Φ., 2) Δ. Φ. του Μ., κατοίκων ... 3) Θ. Φ. του Μ., κατοίκου ..., και 4) Θ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., ατομικά και ως κληρονόμου της Ι. χας Ι. Μ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Τσούπη.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Κ. ή Κ. του Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ευστρατιάδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-9-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και της αρχικής διαδίκου Ιωάννας Μαλκότση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17141/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 677/2007 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κατά των αποφάσεων αυτών ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1334/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 677/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1789/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24/10/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 579 §1, 580 §3 και 581 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν αναιρεθεί η απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και οι διάδικοι, που επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, μπορούν να προσκομίσουν και να επικαλεστούν νέα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 529 §§1-2 του Κ.Πολ.Δ. Παρέπεται ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, της προσκόμισης δηλαδή και επίκλησης νέων αποδεικτικών μέσων στο κατά παραπομπήν δικαστήριο και της λήψεως υπόψη από το δικαστήριο των αποδεικτικών αυτών μέσων, δεν δημιουργούνται οι κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α' και 18 του Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναιρέσεως, ότι δηλαδή, αντίστοιχα, το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και (ότι) ως δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, τυχόν δε προβαλλόμενοι τέτοιοι λόγοι είναι αβάσιμοι.
Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Με την υπ' αριθμ. 1334/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε η υπ' αριθμ. 677/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Με την αναιρεθείσα αυτή απόφαση και με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης που είχε δεχθεί τα ίδια, έγινε δεκτή η ένδικη περί νομής αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων (τότε αναιρεσιβλήτων), αναγνωρίστηκαν οι τελευταίοι συννομείς του αναφερόμενου διαμερίσματος-οριζόντιας ιδιοκτησίας και υποχρεώθηκε η ήδη αναιρεσίβλητη-εναγομένη να αποδώσει στους αναιρεσείοντες τη νομή του επίδικου αυτού διαμερίσματος, όπως δε προκύπτει από την ως άνω αναιρετική απόφαση, η απόφαση του Εφετείου αναιρέθηκε για αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. β', 11 περ. γ' και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που αφορούσαν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ) των αναιρεσειόντων-εναγόντων που είχε προτείνει η αναιρεσίβλητη-εναγομένη, και η οποία (ένσταση) είχε απορριφθεί από το Εφετείο, όπως και πρωτοδίκως, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Το ίδιο Εφετείο, ως δικαστήριο παραπομπής, στο οποίο επανεισήχθη η υπόθεση νομίμως, εξέδωσε επί της υποθέσεως την ήδη προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1789/2011 απόφασή του, με την οποία και κατά παραδοχήν της έφεσης της αναιρεσίβλητης-εναγομένης και της προρρηθείσης εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ενστάσεώς της απέρριψε κατ' ουσίαν την αγωγή των αναιρεσειόντων. Με τον υπό στοιχ. Α' του αναιρετηρίου λόγο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως Εφετείο παραπομπής, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη μόνο τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει οι διάδικοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, ήδη, κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη έλαβε υπόψη κατά τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα που είχε προσκομίσει το πρώτον κατά τη συζήτηση αυτή η αναιρεσίβλητη, και υπέπεσε έτσι, υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 18 (μη συμμόρφωση στην αναιρετική απόφαση) και του αριθμού 11 περ. α' (λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει) του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αβάσιμος και ως προς τα δύο σκέλη του, αφού το δικαστήριο νομίμως έλαβε υπόψη, ως επιτρεπόμενα από τον νόμο, τα ως άνω νέα αποδεικτικά μέσα, και τούτο δεν συνιστά μη συμμόρφωση προς την αναιρετική απόφαση.
ΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμον τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η άσκηση αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Για να χαρακτηρισθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από συμπεριφορά του δικαιούχου, εν συναρτήσει με εκείνην του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, το αν δε οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζονται επίσης και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 1334/2009). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με την αναφερόμενη εργολαβική σύμβαση οι αναιρεσείοντες ανέθεσαν στην κατασκευάστρια εταιρεία με την επωνυμία "
." την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής σε οικόπεδό τους που βρίσκεται στην Πυρίκαυστο Ζώνη Θεσσαλονίκης, ότι μεταξύ των οριζόντιων ιδιοκτησιών που περιήλθαν στην εργολήπτρια εταιρεία ως εργολαβικό αντάλλαγμα ήταν και το επίδικο ήδη διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής, εμβαδού (του διαμερίσματος) 132,65 τ.μ., μετά των αναλογούντων ποσοστών συγκυριότητας επί του οικοπέδου, ότι οι αναιρεσείοντες πριν την αποπεράτωση της οικοδομής και λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εργολάβου κατήγγειλαν την εργολαβική σύμβαση με την τελευταία, την οποία κήρυξαν έκπτωτη και η οποία αποχώρησε από το έργο, οι δε αναιρεσείοντες με νέα εργολαβική σύμβαση που συνήψαν με τον Α. Κ. ανέθεσαν σ' αυτόν την αποπεράτωση του έργου αντί αμοιβής 43.000.000 δραχμών, ότι το ποσό αυτό της αμοιβής υπερκαλύφθηκε από την πώληση προς τον Ι. Τ. του αναφερόμενου διαμερίσματος της οικοδομής, εμβαδού 147,67 τ.μ., αντί τιμήματος 49.000.000 δραχμών, το οποίο (διαμέρισμα) αποτελούσε μέρος της αμοιβής της έκπτωτης-εργολάβου και δεν είχε μεταβιβασθεί από την τελευταία σε τρίτον, ότι η εργολάβος αυτή εταιρεία, προ της κηρύξεώς της ως εκπτώτου από τους αναιρεσείοντες και με το υπ' αριθμ. .../4-11-1994 προσύμφωνο της συμβολαιογράφου Σοφίας Ιορδανίδου, υποσχέθηκε να μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως στην αναιρεσίβλητη το ειρημένο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής (επίδικο) αντί τιμήματος 50.000.000 δραχμών, έναντι του οποίου η αναιρεσίβλητη κατέβαλε στην εργολάβο-πωλήτρια κατά την κατάρτιση της σύμβασης το ποσό των 6.500.000 δραχμών και το υπόλοιπο τίμημα πιστώθηκε με τη συμφωνία να καταβληθεί με την πρόοδο της οικοδομής, και ότι μετά το προσύμφωνο αυτό η εργολάβος παρέδωσε στην αναιρεσίβλητη την κατοχή του διαμερίσματος με τη συναίνεση των αναιρεσειόντων-οικοπεδούχων, την εν λόγω δε οριζόντια ιδιοκτησία εξακολουθούσε η αναιρεσίβλητη να κατέχει και μετά την επελθούσα έκπτωση της αρχικής εργολάβου υπό τα όμματα των εναγόντων και χωρίς οι τελευταίοι να εναντιωθούν σ' αυτό. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Μετά την ανώμαλη εξέλιξη της άνω συμβάσεως έργου και την έκπτωση της αρχικής εργολάβου εταιρίας, οι οικοπεδούχοι με την από 28-7-2000 εξώδικη δήλωσή τους προς την εναγομένη κάλεσαν αυτή να τους γνωστοποιήσει αν εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την αγορά του πωληθέντος ήδη προς αυτήν διαμερίσματος από τους ίδιους πλέον, σε αντίθετη δε περίπτωση της γνωστοποιούσαν ότι αυτοί θα αναζητούσαν νέους αγοραστές. Η εναγομένη όμως αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την αγορά και πάλι του επιδίκου διαμερίσματος και την καταβολή προσθέτου τιμήματος, αφού αυτή μέχρι τότε, ήτοι μετά την έκπτωση της αρχικής εργολάβου εταιρίας και την αναγνώριση των οικοπεδούχων προσωρινά νομέων των χώρων της εργολαβικής αμοιβής, είχε στην κατοχή της το επίδικο διαμέρισμα με την σιωπηρή συναίνεση και υπό τα όμματα των τελευταίων, είχε δε ήδη αυτή καταβάλει στην εργολάβο εταιρία μέχρι τις 9-3-1998 τμηματικά σχεδόν ολόκληρο το ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος (...). Επίσης η εναγομένη κατέβαλε στην άνω αρχική εργολάβο εταιρία υπό τα όμματα των οικοπεδούχων και προδήλως με την συναίνεση αυτών για πρόσθετες εργασίες στην ως άνω αυτοτελή ιδιοκτησία αλλά και στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής τα παρακάτω ποσά; 130.000 δρχ. στις 23- 12-1996, 30.000 δρχ. στις 17-6-1996, 25.000 δρχ. στις 21-3-1997, 140.000 δρχ. στις 1-8-1997, 50.000 δρχ. στις 14-10-1997, 83.500 δρχ. στις 25-5-1993, 255.000 δρχ. στις 17-1-1997 και 40.000 δρχ. στις 5-3-1997, τις εν λόγω δε καταβολές γνώριζαν οι οικοπεδούχοι και έγιναν προδήλως με την συναίνεσή τους. ’λλωστε μετά την έκπτωση της εργολάβου εταιρίας, ως προαναφέρεται, αλλά και την ανάθεση εκ μέρους των οικοπεδούχων της αποπεράτωσης της οικοδομής στον Α. Κ. η επίδικη αυτοτελής ιδιοκτησία παρέμεινε στην κατοχή της εναγομένης, αφού οι ενάγοντες αναγνώριζαν ότι αυτή ανήκε πλέον στην εκκαλούσα (εναγομένη), η οποία μάλιστα συμμετείχε στη δαπάνη που της αναλογούσε για την αποπεράτωση της οικοδομής και την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών, αφού για το σκοπό αυτό και την κάλυψη της σχετικής δαπάνης η εναγομένη κατέθεσε δημόσια υπέρ των οικοπεδούχων το ποσό των 23.844Ε. Επίσης κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών εκ μέρους του νέου εργολάβου Α. Κ. η εναγομένη εν γνώσει των οικοπεδούχων συνεργάσθηκε με τον τελευταίο για την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών και κατέβαλε σ' αυτόν στις 30-1-2002 το ποσό των 140.000 δρχ για την τοποθέτηση θωρακισμένης εξώθυρας στην επίδικη αυτοτελή ιδιοκτησία της καθώς και το ποσό των 370.000 δρχ. για την αμοιβή του πολιτικού μηχανικού Π. και την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας της οικοδομής. Την 1-10-2002 η εναγομένη υπέβαλε αίτηση προς την Εταιρία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (Ε.Υ.Α.Θ.), προκειμένου το επίδικο διαμέρισμα να συνδεθεί με το δίκτυο ύδρευσης της πόλης, κατέβαλε δε για τέλη τοποθέτησης υδρομέτρου και λοιπά τέλη στην εν λόγω εταιρία το ποσό των 109 Ε. Παρά το ότι όμως η εναγομένη ήδη εκκαλούσα είχε στην κατοχή της την επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία με την συναίνεση των οικοπεδούχων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών, ήτοι από την σύνταξη του άνω προσυμφώνου το έτος 1994 και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, και ενώ οι τελευταίοι εγνώριζαν ότι αυτή είχε καταβάλει ολόκληρο σχεδόν το συμφωνηθέν τίμημα στην πωλήτρια αρχική εργολάβο εταιρία καθώς και ότι προέβη στις προαναφερόμενες δαπάνες για την αποπεράτωση της οικοδομής και της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας, χωρίς μάλιστα οι τελευταίοι να εναντιωθούν ή να εκφράσουν οποιαδήποτε αντίρρηση ,αυτοί άσκησαν εναντίον της εναγομένης την ένδικη αγωγή, με την οποία ζήτησαν, εκτός των άλλων, να αναγνωρισθούν οι ίδιοι νομείς του επιδίκου διαμερίσματος και να υποχρεωθεί να τους το αποδώσει, παρά το ότι και η σχετική αίτησή τους για προσωρινή προστασία του δικαιώματος της νομής τους επί του επιδίκου είχε απορριφθεί. Εν όψει όμως των προαναφερομένων περιστατικών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο διάστημα που μεσολάβησε από την κατάρτιση του άνω προσυμφώνου και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής από την συμπεριφορά των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ουδόλως εναντιώθηκαν στο άνω διάστημα στην εκ μέρους της εναγομένης κατοχή του επιδίκου διαμερίσματος αλλά αντίθετα συναίνεσαν σ' αυτό, η άσκηση εκ μέρους τους του ενδίκου δικαιώματος μεταγενεστέρως δεν δικαιολογείται και παρίσταται καταχρηστική. ’λλωστε η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο άνω διάστημα που μεσολάβησε, η μη εναντίωση των εναγόντων στην κατοχή του επίδικου διαμερίσματος εκ μέρους της εναγομένης που έγινε υπό τα όμματά τους, η καταβολή εκ μέρους της όλων των ως άνω χρηματικών ποσών για τις προαναφερόμενες αιτίες, καθώς και το ότι οι ενάγοντες ουδεμία οικονομική ή άλλου είδους βλάβη υφίστανται από την κατοχή του επιδίκου εκ μέρους της εναγομένης, ενώ αντίθετα η απώλεια της νομής του επιδίκου θα επιφέρει στην τελευταία ανεπανόρθωτη βλάβη, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση εκ μέρους των εναγόντων ήδη εφεσιβλήτων του ενδίκου δικαιώματός τους κατά τις περί δίκαιου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά τους αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και διατηρήθηκε για χρονικό διάστημα οκτώ και πλέον ετών, με επακόλουθο να συνεπάγεται, εκτός των άλλων, και επαχθείς οικονομικές συνέπειες για την εκκαλούσα". Βάσει δε των παραδοχών αυτών το Εφετείο έκρινε ότι υπό τα ως άνω περιστατικά η άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσειόντων να διεκδικήσουν τη νομή του επίδικου διαμερίσματος παρίσταται καταχρηστική και απαγορευμένη κατά την προαναφερθείσα έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, και κατά παραδοχήν της σχετικής ενστάσεως της αναιρεσίβλητης και της εφέσεως της τελευταίας απέρριψε την ένδικη περί νομής αγωγή των αναιρεσειόντων. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προρρηθείσης ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, της οποίας καλύπτουν το πραγματικό και η οποία επομένως ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω, το δε Εφετείο που την εφήρμοσε, κατά τα προεκτεθέντα, δεν την παραβίασε με την εφαρμογή της αυτή. Και περαιτέρω, διέλαβε το Εφετείο με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσειόντων, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ως ανωτέρω εφαρμογής της οικείας διάταξης του ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 281 του ΑΚ), προσδίδοντας έτσι (το Εφετείο) στην απόφασή του νόμιμη βάση. Κατά συνέπειαν τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον υπό στοιχ. Β' αρ. 1, Α-Β του αναιρετηρίου και όπως εκτιμάται, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., λόγο αναιρέσεως, και με τον υπό στοιχ. Β' αρ. 2 Α, Β, Γ, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο, αντίστοιχα, είναι αβάσιμα. Ο ίδιος δε υπό στοιχ. Β' λόγος αναιρέσεως, κατά το υπ' αριθμ. 1Γ σκέλος του, κατά το οποίο φέρεται ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο. 559 αρ. 1 εδ. β' του Κ.Πολ.Δ.), είναι απαράδεκτος, αφού τα φερόμενα ως παραβιασθέντα αυτά διδάγματα αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του δικαστηρίου και όχι την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, ώστε να δημιουργείται ο επικαλούμενος αυτός λόγος αναιρέσεως.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολομ. ΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (Ολομ. ΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008).
Εν προκειμένω προβάλλεται με τον υπό στοιχ. Β', αρ. 3Α-Ε, του αναιρετηρίου η κατά τα ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που οι αναιρεσείοντες είχαν προτείνει προς αντίκρουση της εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ενστάσεως της αναιρεσίβλητης (υπό
ΙΙ) και ειδικότερα τους ισχυρισμούς τους ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε ποτέ τη νομή του επίδικου διαμερίσματος, ότι η σύνδεση του διαμερίσματος με τα δίκτυα κοινής ωφελείας έγινε μετά την "αυθαίρετη" κατάληψη του διαμερίσματος από αυτήν, χωρίς το διάστημα αυτό να της επιτρέπουν την είσοδο στην οικοδομή, ότι οι ίδιοι δεν συναίνεσαν, αλλ' αντιθέτως αντέδρασαν στις κατοχικές ενέργειες της αναιρεσίβλητης, ότι "σε καμία περίπτωση" δεν πλούτισαν από την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου και ότι, τέλος, ουδέποτε καθησύχασαν την αναιρεσίβλητη ή της έδωσαν την εντύπωση ότι θα της μεταβίβαζαν το επίδικο διαμέρισμα. Οι επικαλούμενοι αυτοί ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων είναι προφανές ότι συνιστούν άρνηση της ενστάσεως της αναιρεσίβλητης, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες εν αρχή του λόγου αυτού αναφέρουν, επομένως δε όχι "πράγματα" κατά την έννοια της προρρηθείσης διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., ώστε, τυχόν, μη λήψη τους, προταθέντων, υπόψη από το δικαστήριο να δημιουργεί τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως. Κατά συνέπειαν και ανεξαρτήτως του ότι οι ειρημένοι ισχυρισμοί αντιμετωπίστηκαν από το Εφετείο και απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν εκ των πραγμάτων, με την παραδοχή των αντιθέτων ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Κατά τα λοιπά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (υπό
ΙΙ) η αναιρεσιβαλλομένη περιέχει επαρκείς αιτιολογίες ως προς την παραδοχή της ενστάσεως της αναιρεσίβλητης και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες, αορίστως άλλωστε, υποστηρίζουν (και) με τον υπό στοιχ. Β' αρ. 4 του αναιρετηρίου λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα.
IV. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή, στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 §4 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-10-2012 αίτηση των ’. Φ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1789/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ