Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλοπή, Ληστεία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για από κοινού και κατ' εξακολούθηση, α) διακεκριμένων κλοπών (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια), και β) ληστείας. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1181/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 30 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο γενικό Κατάστημα Κράτησης Β' Τύπου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Ασπρίδη, περί αναιρέσεως της 3048/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 286/10.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής αντικειμενικά μεν απαιτείται η αφαίρεση ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου, υποκειμενικά δε σκοπός παράνομης ιδιοποίησης που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το αφαιρούμενο πράγμα είναι ξένο και βρίσκεται στην κατοχή άλλου και τη βούληση ή αποδοχή της αφαίρεσης του πράγματος από την ξένη κατοχή χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, για να το υπαγάγει ο δράστης στη κατοχή του. Εξ άλλου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας απαιτείται η άσκηση παράνομης βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών κατ' αυτού ενωμένων με επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία του και η ταυτόχρονη αφαίρεση με βία ξένου κινητού πράγματος ή ο εξαναγκασμός του προσώπου σε παράδοση του κινητού πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του από το δράστη. Πρόκειται για σύνθετο έγκλημα, στοιχείο του οποίου είναι αφ' ενός μεν η κλοπή που συνίσταται στην αφαίρεση του κινητού πράγματος από τον ιδιοκτήτη του, αφ' ετέρου δε η άσκηση παράνομης βίας με την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντίστασης του θύματος, που μπορεί να επιτευχθεί και με την αδράνεια. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται με το διατακτικό με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά . Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα. Περαιτέρω, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της απόφασης, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν η απόφαση δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε δεν έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3048/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία για διακεκριμένη κλοπή, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ληστεία, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, και επιβλήθηκε σ' αυτόν, μετά από απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε του ΠΚ, συνολική ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη διαδικασία αποδείχθηκε ότι αυτός τέλεσε τις πράξεις της κατ' εξακολούθηση διακεκριμένης κλοπής και της κατ' εξακολούθηση ληστείας και πρέπει, όπως και πρωτόδικα να κηρυχθεί ένοχος αυτών, ενώ για τις πλημμελληματικές πράξεις της παράνομης κατακράτησης και της σύστασης που είχαν ως χρόνο τελέσεως την 21-1-1991 και 1-1-1991, αντίστοιχα, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, καθόσον η αναφερόμενη στο άρθρο 432 παρ. 2 εδ. τελευταίο αναστολή παραγραφής, καθόσον η αναφερόμενη στο άρθρο 432 παρ. 2 εδ. τελευταίο αναστολή παραγραφής από της εκδόσεως της ερήμην, έως της εκδόσεως της κατ' αντιμωλία αποφάσεως, αφορά μόνο πράξεις σε βαθμό κακουργήματος και συνακόλουθα, ως προς τις εν λόγω πράξεις, έχει συμπληρωθεί η οριζόμενη στα άρθρα 111 αρ. 3, 112 και 113 ΠΚ οκταετία (βλ. σχετ. Απ 1434/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ 356).
Ειδικότερα από τα παραπάνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο γεννηθείς ή στη ... το ... ή στον ... το 1992 κατηγορουμένος Χ, που έχει το ψευδώνυμο "..." παραπέμφθηκε με 24 ακόμη άτομα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ) με το αναγνωσθέν υπ' αριθ. 862/1993 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που κατέστη τελεσίδικο μετά την απόρριψη της κατ' αυτού εφέσεως, με το υπ' αριθ. 1360/1993 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Στον κατηγορούμενο αποδόθηκαν οι κακουργηματικές πράξεις της κατά συρροή διακεκριμένης κλοπής (κλοπή κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο - άρθρο 374 εδ. ε και στ ΠΚ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο εκδόσεως του βουλεύματος και της κατά συρροή ληστείας, καθώς και οι πλημμεληματικές πράξεις της παράνομης κατακράτησης και της συστάσεως (όπως, τούτο προκύπτει από την περιγραφή της αποδιδόμενης πράξης που αναφέρεται σε συμφωνία προς διάπραξη κακουργημάτων). Η παραπομπή στο ΜΟΔ έγινε λόγω συναφείας με την αποδοθείσα στον κατά το βούλευμα συγκατηγορούμενο του κατηγορ. Ζ1 απόπειρα ανθρωποκτονίας. Με την υπ' αριθ. 120, 121, 122, 125, 126, 130, 131, 132, 133/24, 27, 28 και 29-9-1993 απόφαση του Μικτού ορκωτού Δικαστηρίου (ΜΟΔ) Χαλκίδας, όπου εκδικάστηκε η υπόθεση ο κατηγορούμενος δικάστηκε ΕΡΗΜΗΝ σε συνολική ποινή καθείρξεως 22 ετών. Μετά τη σύλληψη του κατηγορουμένου και την κράτησή του από 13-5-2005 στις Φυλακές του ... (βλ. αναγν. Βεβαίωση των Φυλακών) προς εκτέλεση της παραπάνω ποινής, η υπόθεση επανεισήχθη στο ΜΟΔ Χαλκίδας, ώστε αυτός κατ' άρθρο 432 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ να δικασθεί κατ' αντιμωλία, το δε ΜΟΔ με την υπ'αριθ. 174-175/22-11-05 απόφασή του παρέπεμψε την υπόθεση λόγω άρσεως της συνάφειας, στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο, με τη νόμιμα και εμπρόθεσμα εκκαλουμένη απόφασή του , έκρινε τον κατηγορούμενο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης και την επιβληθείσα ποινή (καθόσον το διατακτικό δεν εναρμονίστηκε) ένοχο κατ' εξακολούθηση διακεκριμένων κλοπών, ήτοι κλοπών κατ'επάγγελμα και συνήθεια (απαλειφθείσης σκοπίμως της καταργηθείσας με το άρθρο 1 παρ. β του Ν. 2408 της 31-5/4-6-96 επιβαρυντικής περίπτωσης "του ιδιαίτερα επικίνδυνου" του δράστη) και, κατ' εξακολούθηση ληστειών (και δη δύο ληστειών, καθόσον ως προς την τρίτη κήρυξε, λόγω εκκρεμοδικίας, απαράδεκτη την ποινική δίωξη) καθώς και παράνομης κατακράτησης και συμμορίας, μολονότι η αποδιδόμενη πράξη είναι εκείνη της "συστάσεως" για την οποία αναφέρει ότι έχει αποποινικοποιηθεί με τον Ν. 2928/2001 - άρθρο 1 παρ. 1 - ΦΕΚ 141 Α) Η συνολική ποινή που επιβλήθηκε με την εκκκαλουμένη είναι εκείνη των 13 ετών.
Περαιτέρω από τα παραπάνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, από κοινού, με άλλους και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση των ιδίων εγκλημάτων της διακεκριμένης, κλοπής και της ληστείας, αφαίρεσε από την κατοχή άλλων και μάλιστα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, ξένα κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, αφαίρεσε από την κατοχή ξένα κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα.
Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, του είναι αθίγγανος στος 9-12-1991 μαζί με τους ομόφυλους του Β1 (επονομαζόμενο ...), Β2 (επονομαζόμενο ...), Ζ2 και Ο, αγνώστων λοιπών στοιχείων πήγε στην ..., στοχούμενος ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας ..., χρώματος μαύρου, το οποίο οδηγούσε ο ίδιος (κατηγ). Εκεί ο κατηγορούμενος μαζί με τους προαναφερθέντες ομοεθνείς του κατευθύνθηκαν στο ..., όπου από κοινού με αυτούς, αφαίρεσε από την κατοχή ιδιοκτήτη, τα στοιχεία του οποίου δεν προέκυψαν και με σκοπό παράνομης ιδιοποίηση ένα ΙΦΧ αυτοκίνητο, εργοστασίου ..., 1600 cc χρώματος πορτοκαλί. Με το εν λόγω κλεμμένο αυτοκίνητο, που φορτώθηκε με κλοπιμαία και το οδηγούσε ο Β2(...) και την προαναφερθείσα ..., που οδηγούσε ο κατηγορούμενος, απεχώρησε όλη η ομάδα για την ... το βράδυ της ίδιας ημέρας (9-12-1991). Στην ... όμως το κλεμμένο ΙΧΦ χάλασε, οπότε ο κατηγορούμενος με τους εν λόγω ομοεθνείς του αποφάσισαν να κλέψουν κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Προς τούτο ο κατηγορούμενος με τους προαναφερθέντες ομοεθνείς του από κοινού αποφάσισαν να κλέψουν κάποιο άλλο αυτοκίνητο και προς τούτο ο κατηγορούμενος μαζί με τον Β2 πήγαν μέσα στην πόλη της ... και αφαίρεσε από κοινού με αυτόν, ένα άλλο ΙΧΦ αυτοκίνητο του ίδιου τύπου (...), χρώματος λευκού, από την κατοχή ιδιοκτήτη τα στοιχεία του οποίου δεν προέκυψαν, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του από κοινού με τον συνοδό του και τους δύο άλλους συνεργούς του, που είχαν παραμείνει στον τόπο όπου είχε υποστεί βλάβη το πορτοκαλί ... φυλάττοντες τούτο, καθώς και την ..., που οδηγούσε ο κατηγορούμενος. Αφού ο κατηγορούμενος επανήλθε στο σημείο αυτό μαζί με τους συνεργούς του, μεταφόρτωσε στο παρανόμως, από κοινού, ιδιοποιηθέν λευκό ... το φορτίο του πορτοκαλί και κατευθύνθηκαν με αυτό και τη ... στην .... Το πορτοκαλί ... εγκαταλείφθηκε στο σημείο όταν είχε υποστεί βλάβη, ενώ το λευκό μετά τη διάθεση του φορτίου του στον κλεπταποδόχο ομοεθνή του κατηγορουμένου και των συνεργών του Κ, τον επονομαζόμενο ..., εγκαταλείφθηκε στην περιοχή των ...) - βλ. σελ. 76 αναγνωσθείσας 413-417 και 426/95 απόφ. ΜΟΕΦ που είχε καταστεί αμετάκλητη λόγω παρελεύσεως των οικείων προθεσμιών, η ανάγνωση της οποίας θεωρήθηκε χρήσιμη και δεν υποβλήθηκε κάποια αντίρρηση για την ανάγνωσή της- άρθρο 364 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ- βλ ΑΠ 1699/2007, ΑΠ 155/2007) Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, δύο ημέρες μετά την προαναφερθείσα άφιξη του στην ... και συγκεκριμένα στις 12-12-1991, από κοινού με τον ομόφυλό του Ζ1, αφαίρεσε από την κατοχή του Φ, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, το υπ' αριθ. αριθ. 3899 ΔΧΦ αυτοκίνητο, του αυτός είχε σταυθμευμένο στα ... και επί της οδού ... μπροστά στις αποθήκες της εισαγωγικής εταιρείας "... SA" (...), η οποία είχε φορτωμένα στο εν λόγω αυτοκίνητο 500 χαρτοκιβώτια με κούτες τσιγάρων "μάρκας" ..., συνολικής αξίας 6.340.000 δραχμών. Το φορτίο αυτό, που ο κατηγορούμενος μαζί με το συνεργό του επίσης ιδιοποιήθηκε, το διέθεσε από κοινού με αυτόν στον κλεπταποδόχο ομόφυλό του Γ (βλ. σελ. 79 της αναγν. αμετάκλητης υπ' αρ. 413-417 και 426/95 απόφ. ΜΟΕΦ), ενώ το αυτοκίνητο εγκατέλειψαν στο 30ο χλμ της ΕΟ ..., στη γέφυρα ... (βλ. αναγν. κατάθεση Φ). Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, από κοινού με τον εν λόγω Ζ1, αφαίρεσε με σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως, το βράδυ της 6ης προς 7-1-1992 από την κατοχή του Π το υπ' αριθ. ... ΔΧΦ αυτοκίνητο του, που είχε αυτός σταθμεύσει έξω από την εκ ... και επί της οδού ...οικία του, με τα φορτωμένα σ' αυτό εμπορεύματα που εκείνος είχε παραλάβει από το εις ... και επί της οδού ... γραφείο μεταφορών του Δ και συγκεκριμένα 27 χαρτοκιβώτια με τσιγάρα "μάρκας ..., συνολικής αξίας 3.142.456 δρχ 90 χαρτοκιβώτια με σοκολάτες και ένα κιβώτιο με ρούχα. Στη συνέχεια το αυτοκίνητο εγκαταλείφθηκε στην ..., όπου βρέθηκε στις 12-1-1992, ενώ τα εμπορεύματα διατέθηκαν στον προαναφερθέντα κλεπταποδόχο Γ (βλ. σελ 79 της αναγν. αμετάκλητης υπ' αριθ. 413-417 και 426/95 απόφ. ΜΟΕΦ Αθηνών).
Επίσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 7-8-1991 (και όχι 7-9-1991 που αναφέρεται στην εκκαλούμενη)και γύρω 9.30 η ώρα το βράδυ με τον εν λόγω συνεργό του και άγνωστο ακόμη αριθμό ομοεθνών του αφαίρεσε, με σκοπό παρανόμως ιδιοποιήσεως, από την κατοχή του Ε, το υπ' αριθ,... ΙΧΦ αυτοκίνητο, εργοστάσιου κατασκευής ..., τύπου 913, του αυτός είχε σταθμεύσει στο προαύλιο της εις Λεωφόρο ... αποθήκης αλουμινίου του διατηρεί. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος με τους προαναφερθέντες συνεργούς του και εποχούμενος του εν λόγω κλαπέντος αυτοκινήτου κατευθύνθηκαν στην ... και στην αποθήκη καθαρισμού και φύλαξης χαλιών του Λ. Εκεί, και περί ώρα 23.00, με την απειλή κυνηγητικού όπλου και περιστρόφου κατά των ... φυλάκων της αποθήκης, ήτοι των αδελφών Τ1,Τ2, η οποία απειλή ενείχε κίνδυνο για τη ζωή και τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητά τους αφαίρεσε από κοινού με τους προαναφερθέντες συνεργούς τους από την κατοχή του Λ 170 χαλιά, συνολικής αξίας 17.000.000 δραχμών, τα οποία φόρτωσε (από κοινού) στο κλεμμένο αυτοκίνητο του ..., μάλιστα δε υπό την απειλή των όπλων εξανάγκασε μαζί, με τους συνεργούς του, και τους δύο φύλακες να βοηθήσουν στη φόρτωση. Στη συνέχεια το κλεμμένο αυτοκίνητο εγκαταλείφθηκε σε παράδρομο της Εθνικής Οδού στο ύψος της ..., όπου βρέθηκε την επόμενη ημέρα, ενώ τα κλαπέντα χαλιά διατέθηκαν στον προαναφερθέντα κλεπταποδόχο Γ (βλ. 2η σελίδα 78ου φύλλου της προαναφερ. αμετάκλητης του ΜΟΕΦ).
Ακόμη ο κατηγορούμενος από κοινού με τους Β2, Β3 και Ζ2 με την απειλή όπλου του ενείχε κίνδυνο σώματος και ζωής, στις 21-11-1991 και περί ώρα 21.15 αφαίρεσε με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, από την κατοχή του Ξ, στο 160, χιλιόμετρο της ΝΕΟ ..., το υπ' αριθ. κυκλ. ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής ..., μαζί με το φορτίο του, ήτοι τσιγάρα της καπνοβιομηχανίας "... ΑΕ" συνολικής αξίας 70.000.000 δραχμών τα τσιγάρα αυτά ο κατηγορούμενος με τους συνεργούς του τα διέθεσε στους κλεπταποδόχους Κ, Γ και Α1 (βλ. σελ. 76, 78, σελ 24, 79, σελ 24 της προαν. Αμετάκλητης απόφασης), ενώ μέρος της ποσότητας αυτής, ανευρεθείσα του επιστράφηκε.
Ο κατηγορούμενος ήταν άνεργος και δεν διέθετε κάτοικο εισόδημα από άλλη νόμιμη αιτία και προκειμένου να εξασφαλίσει τα μέσα βιοπορισμού του, διέπραττε κλοπές από κοινού με ομόφυλους τους, του ήταν της ίδιας περίπου, με αυτόν ηλικίας, έχοντας μάλιστα διαμορφώσει υποδομή για την περαιτέρω διάθεση των κλοπιμάτων συνεργαζόμενους τουλάχιστον με τους αναφερόμενους παραπάνω τρεις ομόφυλους του κλεπταποδόχους. Εξάλλου από των επανειλλημένη τέλεση κλοπών προκύπτει σταθερή ροπή δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος, ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. Ήτοι ο κατηγορούμενος διέπραττε κλοπές κατ' επάγγελμα και συνήθεια (βλ. ΑΠ 1801/2007, ΑΠ 1855/2006). Ενόψει των προεκτεθέντων συγκροτείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της κατ' εξακολούθηση διακεκριμένης κλοπής και της κατ' εξακολούθηση ληστείας και ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και μάλιστα κατά πλειοψηφία για την πρώτη από τις πράξεις αυτές και για τη μία από τις μερικότερες δύο ληστείες της κατ'εξακολούθηση τελεσθείσης εν λόγω πράξεως, ήτοι της τελεσθείσας εις βάρος του Λ, καθόσον ένα μέλος του δικαστηρίου, ήτοι ο Εφέτης Γεώργιος Χαϊμές είχε τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να κηρυχθεί αθώος για τις πράξεις αυτές (βλ. κατωτέρω το σκεπτικό μειοψηφίας) Για την μερικότερη πράξη της ληστείας εις βάρος του Ξ, η περί ενοχής, του κατηγορουμένου, κρίση του δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Περαιτέρω για τις πλημμεληματικές πράξεις της παράνομης κατακράτησης και της συστάσεως για τους λόγους που αναφέρονται στην αρχή του παρόντος σκεπτικού πρέπει, λόγω παραγραφής να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, με την επισήμανση ότι παρά το ότι η πράξη της συστάσεως, έχει, όπως προαναφέρθηκε αποποινικοποιηθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2928/2001 και δεν θα μπορούσε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 ΠΚ να αποδοθεί στον κατηγορούμενο, εν τούτοις θα παύσει οριστικά η δίωξη, καθόσον η εξέταση της συμπληρώσεως του χρόνου της παραγραφής του είναι θεσμός δημοσίας τάξεως, προηγείται της οποιαδήποτε άλλης εξετάσεως της καταθέσεως.
Εξάλλου ο εκ του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον αυτός (κατηγορούμενος) που ως προσωρινά κρατούμενος, για την ένδικη υπόθεση, από 3-4-1992, απέδρασε από το ... στις 21-1-93 (βλ. αναγν. υπ'αριθ. 599/1993 βούλευμα Συμβουλίου Εφετών με συνημ. έγγραφο φυλακών) και ως εκ τούτου, όντας γνωστής διαμονής, δικάστηκε ερήμην με την ακυρούμενη απόφαση του ΜΟΔ Χαλκίδας, ήταν φυγόδικος μέχρι της συλλήψεώς του και κρατήσεώς του από 13-5-05 μέχρι σήμερα στη Φυλακές του ..., για την εκτέλεση μεταξύ άλλων και της ποινής που έχει επιβληθεί με την εν λόγω ακυρούμενη απόφαση (άρθρο 432 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ) καθόσον αυτός βαρύνεται και με την εκτέλεση 12 έτους καθείρξεως που του έχει επιβληθεί με την υπ' αριθ. 75/26-9-06 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας (για πράξη συναφή με τις εκδικασθείσες σήμερα, η οποία μάλιστα είχε εισαχθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και λόγω εκκρεμοδικίας είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη - ληστεία εις βάρος Α2 εις ... στις 9-12-91 - βλ. αναγν. απόφαση).
Η προαναφερθείσα όμως φυγοδικία δεν μαρτυρεί καλή συμπεριφορά μετά την πράξη, ενώ η κατά τη διάρκεια των τεσσεράμισυ περίπου χρόνων κράτησής του, ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωσή του στη φυλακή (βλ. αναγν. από 7-10-09 βεβαίωση και 12-10-09 εισηγητική έκθεση Γ.Κ.Κ ... και την από 2-2-09 βεβαίωση Ινστιτούτου Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων), δεν συνιστά καθ' εαυτή την ελαφρυντική περίσταση της εν λόγω διατάξεως, γιατί η καλή συμπεριφορά στη φυλακή επιβραβεύεται από την έννομη τάξη με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, ενώ ως καλή συμπεριφορά κατά τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά μόνο εκείνη του εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, γιατί τότε μόνο η επιλογή του κατηγορουμένου αντανακλά τη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του (βλ. ΑΠ 1528/2009).
Περαιτέρω από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος από του χρόνου τελέσεως των ενδίκων πράξεων μέχρι σήμερα έχει επανειλημμένα απαλλαγεί ή δεν έχει δικαστεί λόγω παραγραφής για παράνομες πράξεις που του αποδόθηκαν, με χρόνο τελέσεως από 2-10-1990 και επέκεινα (βλ. αναγν. 23 απαλλακτικές αποφάσεις και 3 παύουσες την ποινική δίωξη), ουδόλως συνάγεται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά. Εξάλλου αυτός ούτε τη συνήθη ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας κατά τα κρατούντα ήθη και την ανεύρεση εργασίας έχει επιδείξει, καθόσον αυτός μόλις στις 5-10-2005 προέβη σε αναγνώριση των εκτός γάμου αποκτηθέντων από το 1994 μέχρι το 1999 τεσσάρων ανηλίκων τότε τέκνων του ενώ δεν προέκυψε η απασχόληση του σε νόμιμη εργασία για τη συντήρησή τους (βλ. αναγν. πράξις αναγνωρίσεως). Περαιτέρω ο εκ των μελών του δικαστηρίου Εφέτης Γεώργιος Χαϊμές είχε τη γνώμη ο κατηγορούμενος θα έπασχε να κηρυχθεί αθώος της κατ' εξακολούθησης διακεκριμένης κλοπής και της μερικότερης πράξης της κατ' εξακολούθηση ληστείας εις βάρος του Λ. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε και τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, δεδομένου ότι από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και απολογία του κατηγορουμένου που αρνείται την ενοχή του) δεν μπορεί να δημιουργηθεί, κατ' άρθρ. 177 παρ. 1 ΚΠΔ, δικανική πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορούμενου και για τις πράξεις αυτές. Από καμία απολύτως μαρτυρική κατάθεση και από κανένα συγκεκριμένο έγγραφο (που αναγνώστηκε) δεν προέκυψαν η "δικονομική αλήθεια" ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις και γι' αυτό έπρεπε, κατά την άποψη του μειοψηφούντος, αυτός να κηρυχθεί αθώος για τις παραπάνω πράξεις. Με αυτά που δέχθηκε το κατ' έφεση δίκασαν δικαστήριο, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε στην απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των προαναφερομένων εγκλημάτων των διακεκριμένων κλοπών και της ληστείας, κατ' εξακολούθηση, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13στ', 26 παρ. ια, 27, 45, 94, 98, 374 εδ. ε, 372 παρ. 1 και 380 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλείπων ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς καμία αμφιβολία συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει την καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η παράλειψη δε της αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας. Περαιτέρω, αιτιολογείται με πληρότητα η αφαίρεση από τον κατηγορούμενο των ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας κινητών πραγμάτων από την κατοχή των ιδιοκτητών τους με τον σκοπό της παράνομης ιδιοποίησης, ενώ πλήρως και εκτεταμένως αιτιολογείται η συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των κλοπών, αναφορικά δε με τις πράξεις της ληστείας αιτιολογείται πλήρως πως οι παθόντες εξαναγκάσθηκαν από τον κατηγορούμενο με την απειλή περιστρόφου και όπλου να του παραδώσουν τα ευρισκόμενα στην κατοχή τους κινητά πράγματα, και επομένως στοιχειοθετούνται πλήρως τα εγκλήματα, της, κατ' εξακολούθηση, διακεκριμένης κλοπής (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια) και της ληστείας. Ούτε απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία ως προς τον δόλο (πλην αυτού του "σκοπού της παράνομης ιδιοποίησης" και για τα δύο αδικήματα), ο οποίος συντρέχει στη θέληση παραγωγής των συγκροτούντων την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πραγματικών περιστατικών και εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, ούτε επίσης και η αναφορά των επί μέρους ενεργειών του κάθε δράστη. Εξ άλλου, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης που να δημιουργεί ασάφεια ως προς τα στοιχεία και την ταυτότητα των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Εν όψει όλων αυτών οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ και Ε του ΠΚ λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ' ακολουθίαν τούτων, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος βάσιμος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16/2/2010 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3048/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220)ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ