Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο, Ακυρότητα επιδόσεως.
Περίληψη:
Α) Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της εφέσεως εκπρόθεσμα οφείλει να επικαλεσθεί ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα ή ακυρότητα επιδόσεως για συγκεκριμένο λόγο, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, άλλως απορρίπτεται το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με προβολή ισχυρισμών κατά τη συζήτηση της εφέσεως είναι απαράδεκτη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη δέον να αναφέρονται ο χρόνος επιδόσεως και ασκήσεως εφέσεως, καθώς και αποδεικτικό, χωρίς προσδιορισμό στοιχείων εγκυρότητας αποδεικτικού και επιδόσεως εκτός αν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας κλπ, οπότε πρέπει να εκτείνεται και σ’ αυτή την κρίση. Β) Εδώ στην έκθεση εφέσεως αναφέρεται “μόλις έλαβα γνώση εκκαλουμένης” και στη συνέχεια προβλήθηκε ένσταση ακυρότητας της επιδόσεως που είναι ενόψει των ανωτέρω, απαράδεκτη. Γ) Στην αιτιολογία αναφέρονται τα άνω τρία στοιχεία. Εφόσον δε δεν προβλήθηκε με το εφετήριο κανένας ισχυρισμός, δεν υποχρεούτο το Εφετείο να διαλάβει άλλη αιτιολογία. Απορριπτέοι 1ος λόγος (Δ΄) και 2ος λόγος (Η΄). Δεν ζήτησε ανάγνωση εγγράφων και απορριπτέος 3ος λόγος. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 506/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Δαβάλου, περί αναιρέσεως της 9731/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 161/2007.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και, ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Ειδικότερα, όταν το γεγονός που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως είναι η ακυρότητα της επιδόσεώς της στο Δήμαρχο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του εκκαλούντος, ως αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 156 ΚΠοινΔ, πρέπει, να αναφέρεται στην έκθεση εφέσεως ότι ο εκκαλών (κατηγορούμενος) είχε γνωστή διαμονή κατά το χρόνο της επιδόσεως και να καθορίζεται με ακρίβεια ο τόπος, στον οποίο τότε διέμενε, έτσι ώστε να προκύπτει η ακυρότητα της επιδόσεως. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ειδικότερα της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠοινΔ, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται αναίρεση. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Τέλος, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139), απαιτείται και για την απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη για να έχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να αναφέρει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της αποφάσεως στον εκκαλούντα (Ολ. ΑΠ 4/1995, 7/1994), χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ή λόγος ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, οπότε η αιτιολογία, πρέπει, να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου αυτού κρίση του Δικαστηρίου, άλλως ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 9731/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 6754/17-10-2006 του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του, κατά της 27956/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, ερήμην, για λαθρεμπορία σε φυλάκιση 13 μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στην ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο κατά την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναιρέσεως, δεν εκτίθενται λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της, ούτε ακυρότητα της επιδόσεως στον εκκαλούντα της εκκαλούμενης αποφάσεως. Αυτό που σχετικώς διαλαμβάνεται, ότι, δηλαδή, ο εκκαλών "μόλις έλαβε γνώση της εκκαλουμένης" δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, ούτε συνιστά ή ενέχει επίκληση λόγου ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα. Όσα, εξάλλου, προέβαλε ο αναιρεσείων - εκκαλών κατά τη συζήτηση της εφέσεως και έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, περί ακυρότητας της επιδόσεως προς αυτόν της εκκαλούμενης αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, είναι απαράδεκτα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρονται, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "... Στην κρινόμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην με την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία έχει αριθμό 27956/1999. Η απόφαση αυτή του κοινοποιήθηκε στις ......, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικό επίδοσης του Αστυφύλακα ......., που υπηρετεί στο Α.Τ. Π. Φαλήρου, που βρίσκεται στη δικογραφία, και άσκησε την κρινόμενη έφεση στις 17-10-2006, δηλαδή, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και χωρίς να αναφέρει στο έγγραφο της έφεσης λόγο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Ειδικότερα, από την ανάγνωση της εκθέσεως εφέσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν αναφέρει καθόλου περιστατικά ανωτέρας βίας, ώστε να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση αυτής, όπως κατά νόμο είχε υποχρέωση (άρθρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ). Εξάλλου, τα περιστατικά ανωτέρας βίας που επικαλείται ανωτέρω για πρώτη φορά κατά την προκειμένη συζήτηση ήταν ήδη γνωστά σε αυτόν κατά την άσκηση της εφέσεως. Η δήλωσή του σε αυτήν ότι "μόλις έλαβα γνώση της εκκαλουμένης" δεν μπορεί να θεμελιώσει ανωτέρα βία". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως, ως εκπρόθεσμης και εντεύθεν απαράδεκτης, αποφάσεως είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα στοιχεία, που προαναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, δηλαδή, η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα (30-9-1999), το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως και η χρονολογία ασκήσεώς της εφέσεως (17-10-2006), η οποία κείται πέραν της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεώς της. Εφόσον δε ο εκκαλών δεν προέβαλε με την έφεσή του, κατά τα ανωτέρω, ούτε λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ούτε ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, δεν υποχρεούτο το Τριμελές Εφετείο να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του άλλη, πλέον της ανωτέρω, ικανής για την στήριξη του διατακτικού της, αιτιολογία, ούτε να αποφανθεί για τη βασιμότητα των ισχυρισμών, τους οποίους απαραδέκτως, κατά τα ανωτέρω, προέβαλε για πρώτη φορά η συνήγορος του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της εφέσεως, και, κατ' επέκταση του τελευταίου, να μνημονεύσει ειδικώς στην άνω αιτιολογία το αναγνωσθέν, σύμφωνα με τα πρακτικά της αποφάσεως, υπ' αριθ. ....... έγγραφο του Δήμου Παλαιού Φαλήρου, προσκομισθέν προς απόδειξη των απαραδέκτως πιο πάνω προβληθέντων ισχυρισμών. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετοι προς τα ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως και δη 1) ο πρώτος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, γιατί δεν διέλαβε αιτιολογία επί της προβληθείσας (στο ακροατήριο το πρώτον κατά τα ανωτέρω) ακυρότητας της προς τον εκκαλούντα, και ήδη αναιρεσείοντα, επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής και δεν μνημονεύει το ειρημένο έγγραφο του Δήμου Παλαιού Φαλήρου και 2) ο δεύτερος (λόγος αναιρέσεως) εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικάσαν Εφετείο, με το να απορρίψει την έφεση ως εκπρόθεσμη, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα της προβληθείσα ένσταση περί ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, υπερέβη την εξουσία του. Ο τρίτος δε λόγος αναιρέσεως ότι δεν αναγνώσθηκαν προσκομισθέντα από τον αναιρεσείοντα έγγραφα (φορολογικές δηλώσεις και μισθωτήρια), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως γιατί από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ζήτησε την ανάγνωση οποιουδήποτε από τα άνω έγγραφα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Ιανουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 9731/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ