Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1727 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπεξαγωγή εγγράφων, Πολιτική αγωγή.




Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφων. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, για υπεξαγωγή εγγράφων με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της απόλυτης ακυρότητας. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν υπάρχει ακυρότητα από την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται το είδος της βλάβης (ηθικής ή περιουσιακής). Δεν υφίσταται απαράδεκτο της ποινικής δίωξης λόγω διαφοράς αντικείμενου και χρόνου τελέσεως της πράξεως. Απορρίπτει αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1727/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Φωτάκη, περί αναιρέσεως της 15841/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: Ψ1 και 2. Σωματείο με την επωνυμία "Αδελφότητα Παχτουριωτών - Μορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος", που εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκαν.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 28/2009.

Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του Α.Κ, προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον, δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή του συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού, που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι έγκλημα διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, αφού η υπεξαγωγή είναι έγκλημα διακινδύνευσης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή, είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο ή και απλώς ηθική. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, και ειδικότερα από την αποδεικτική διαδικασία, ήτοι τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, και από τις καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος και των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων, δέχθηκε, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ως προς τα μπλοκ εισπράξεως και πληρωμής αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τα κατείχε με την ιδιότητα του ταμία του Συλλόγου Παχτουριωτών Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος, ο οποίος αν και κλήθηκε με την προαναφερόμενη με αριθμό 8316/4-10-2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να τα παραδώσει στην νεοεκλεγείσα διοίκηση, εν τούτοις αρνήθηκε να τα παραδώσει και τα απέκρυψε, αν και ανήκαν στην κυριότητα του ως άνω συλλόγου, με σκοπό να βλάψει τα έννομα συμφέροντα του τελευταίου. Να σημειωθεί ότι στις 6-4-2003, ενώπιον της επιτροπής που είχε οριστεί από τη Γ.Σ. για την παραλαβή άλλων εγγράφων του συλλόγου από τον 3ο κατηγορούμενο, αυτός παραδέχτηκε ότι κατέχει τα άνω μπλόκ και ότι τα χρήματα που αντιστοιχούν σ' αυτά αφορούν δαπάνες, τις οποίες έχει πραγματοποιήσει για τα δικαστήρια. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο δεύτερος κατηγορούμενος (αναιρεσείων) υπεξαγωγής εγγράφων ως προς τα άνω μπλοκ".
Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 222 ΠΚ (υπεξαγωγή εγγράφων) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, της υπεξαγωγής εγγράφων, του άρθρου 222 του Π.Κ, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 222 του Π.Κ που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, με την ιδιότητα του ταμία του Συλλόγου με την επωνυμία "Αδελφότητα Παχτουριωτών - Μορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος", που είχε την ευθύνη της φύλαξης των μπλοκ εισπράξεως και πληρωμών των τελευταίων ετών, τα οποία αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο του ως άνω Συλλόγου, και αποδεικτικά στοιχεία της οικονομικής καταστάσεως του Συλλόγου, όχι μόνο απέκρυψε την ύπαρξή τους, αλλά και αρνήθηκε την παράδοσή τους στον νεοεκλεγέντα κατά τις αρχαιρεσίες της 17-2-2000, Πρόεδρο Ψ1. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται και η παραδοχή εκείνη σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος είχε την πρόθεση, με την απόκρυψη και μη παράδοση των ως άνω εγγράφων, να βλάψει τον ως άνω Σύλλογο και ειδικότερα να προκαλέσει προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία του, αφού, με τη δεδομένη αδυναμία αντικαταστάσεώς τους, λόγω της πρωτότυπης μορφής τους, αναμφισβήτητα θα δημιουργούνταν αρκετά προβλήματα οικονομικής φύσεως, ως προς την ακρίβεια των οικονομικών μεγεθών, όχι μόνο μεταξύ των προσώπων - μελών του Συλλόγου, αφού θα καθίστατο δυσχερής η εξακρίβωση των οικονομικά τακτοποιημένων μελών, αλλά και των αντίστοιχων δαπανών που τυχόν είχαν πραγματοποιηθεί κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο. Ενισχυτικό δε της προθέσεώς του γεγονός, αποτελεί και η άρνησή του να παραδώσει τα πιο πάνω έγγραφα, παρά το γεγονός ότι με την υπ' αριθμό 8316/4-10-2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υποχρεώθηκε μεταξύ άλλων προσώπων και ο κατηγορούμενος να παραδώσει τα έγγραφα αυτά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται, η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 Κ.Π.Δ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 Κ.Π.Δ, ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 Κ.Π.Δ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 Κ.Π.Δ, η πολιτική αγωγή με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ. Η σχετική δήλωση, από το περιεχόμενο της οποίας κρίνεται η νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, πρέπει, κατά το άρθρο 84 Κ.Π.Δ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παραστάσεως, από τους οποίους πρέπει να προκύπτει και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξεως και της ηθικής βλάβης, εκτός αν η βλάβη αυτή προκύπτει αυτονόητα από τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη ή αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων στην κατηγορία που αποδίδεται στον κατηγορούμενο γεγονότων. Η δήλωση αυτή, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει όλα τα ανωτέρω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την έναρξη της διαδικασίας στο Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 15841/2008 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αλλά και από την υπ' αριθμό 119390/21-9-2005 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων, ο εγκαλών Ψ1, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του Συλλόγου "Αδελφότητα Παχτουριωτών", είχε δηλώσει στις δίκες εκείνες παράσταση πολιτικής αγωγής και είχε ζητήσει χρηματική ικανοποίηση (44) ευρώ, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, η οποία είχε γίνει δεκτή. Κατά της παραστάσεως αυτής, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όμοιας με εκείνης που είχε δηλωθεί και είχε γίνει δεκτή και πρωτοδίκως με την υπ' αριθμό 119390/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε αντίρρηση. Η δήλωση αυτή παραστάσεως της πολιτικής αγωγής του ως άνω Ψ1, ο οποίος ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος του ως άνω Συλλόγου και διάδικος στην ποινική δίκη, και νομιμοποιείτο ενεργητικά ήταν σύννομη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξης του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου και της επικαλούμενης ηθικής βλάβης αυτού είναι πρόδηλος, χωρίς να υπάρχει ανάγκη παραθέσεως επί πλέον στοιχείων προσδιορισμού του αιτιώδους αυτού συνδέσμου, σε αμφότερες δε τις δίκες του επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, για την ηθική βλάβη που υπέστη, ο συγκεκριμένος Σύλλογος. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, με τον οποίον προβάλλει ο αναιρεσείων απόλυτη ακυρότητα από την κατά τα άνω παράσταση του παθόντος, ως πολιτικώς ενάγοντος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ. ΣΤ' του Κ.Π.Δ, αποτελεί και η παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρο 57 Π.Κ). Σύμφωνα δε με την τελευταία διάταξη, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Στην προκείμενη περίπτωση, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα, σχετικός τρίτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, περί υπάρξεως δεδικασμένου, το οποίο προκύπτει κατ' αυτόν από τη με αριθμό 151671/2004 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός και έτεροι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη, κατηγορούμενοι, κηρύχθηκαν αθώοι της πράξεως της υπεξαγωγής εγγράφων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την απόφαση με αριθμό 151671/2004 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αυτός επικαλείται και παραδεκτά επισκοπείται, δεν προκύπτει ότι η πράξη για την οποία αυτός απαλλάχθηκε, (άρθρο 222 του ΠΚ) ταυτίζεται απόλυτα, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, με αυτή για την οποία και καταδικάσθηκε, αφού για την πράξη που αυτός απαλλάχθηκε, φέρεται να έχει τελεσθεί στις 21-1-2001, ήτοι σε διαφορετικό χρόνο από την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, που τελέστηκε την 12 -11-2001, πέραν από το γεγονός ότι η πράξη για την οποία αυτός καταδικάσθηκε με την τελευταία απόφαση, αφορά διαφορετικά έγγραφα, από εκείνα για τα οποία αυτός κηρύχθηκε αθώος, με την πιο πάνω απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Μετά από αυτά, και, αφού δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Δεκεμβρίου 2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 15841/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή