Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 508 / 2012    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση, για υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση. Ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την ενοχή και την απόρριψη αιτήματος περί προσκομιδής αποδεικτικού μέσου(βιντεοταινίας), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 508/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Μ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Μιχαλάκη, περί αναιρέσεως της 6583/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Η. Έ. του Α., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Καυκούλα .

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Σεπτεμβρίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1224/2011.
Αφού άκουσε
Τους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 εδ.α' ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Για τη στοιχειοθέτηση συνεπώς του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, υπό την έννοια ότι ανήκει σε τρίτον κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να κατέχεται δε αυτό προσωρινώς από τον κατηγορούμενο, χωρίς αυτός να έχει εξουσία διάθεσης. Η παράνομη ιδιοποίηση συνίσταται στην εξωτερίκευση της ενδιάθετης βούλησης του δράστη, με σκοπό να εξουσιάζει το μη ανήκον σε αυτόν πράγμα και να ενσωματώσει αυτό στην περιουσία του, επερχομένης αντιστοίχου περιουσιακής βλάβης στον αληθινό κύριο. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλια προαίρεση του υπαιτίου, με περιεχόμενο την παράνομη ιδιοποίηση του ξένου κινητού πράγματος.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά, κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 6583/2011 απόφασής του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον μέρος, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εκκαλούσα-κατηγορούμενη Μ. Τ., Αλβανίδα υπήκοος, εργάσθηκε από το έτος 1995 ως πωλήτρια στην επιχείρηση αρτοποιεία (φούρνο), που διατηρούσε ο εγκαλών στα .... Τον Αύγουστο του 2004, λόγω των Ολυμπιακών αγώνων, ο εγκαλών δεν έκλεισε την επιχείρησή του, όπως συνήθιζε, κατά τον μήνα αυτόν, αλλά χορήγησε άδεια στην κατηγορούμενη για το χρονικό διάστημα από 15 Ιουλίου μέχρι 15 Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της απουσίας της κατηγορουμένης με άδεια, ο εγκαλών παρατήρησε αύξηση των κερδών του κατά 50 έως 70 ευρώ ημερησίως, ενώ διαπίστωσε αναντιστοιχία μεταξύ των πωλουμένων προϊόντων και των εισπράξεων και έλλειψη χρημάτων από το ταμείο κατά το προγενέστερο χρονικό διάστημα, συγκρίνοντας το κόστος αγορών, πρώτων υλών και τα έσοδα από τα πωλούμενα προϊόντα. Επειδή η επιχείρησή του ήταν οικογενειακή, καθόσον εργάζονταν σ' αυτή πέραν της κατηγορουμένης και ενός εργάτη (στο εργαστήριο) και η σύζυγός του, ενώ μόνο η κατηγορουμένη είχε πρόσβαση στο ταμείο και διενεργούσε οικονομικές δοσοληψίες με τους πελάτες κατά το ωράριο απασχόλησής της από 7.30 μέχρι 15.30 ημερησίως, ενώ στη συνέχεια τις απογευματινές ώρες εργαζόταν ημερησίως στο φούρνο ο εγκαλών και η σύζυγός του, ο εγκαλών υποπτεύθηκε την κατηγορουμένη. Κατά το χρονικό διάστημα της απουσίας της κατηγορουμένης από το κατάστημα από τα μέσα Ιουλίου λόγω της αδείας της, ο εγκαλών τοποθέτησε κάμερα, η οποία επόπτευε το ταμείο και το χώρο συναλλαγής με τους πελάτες και κατέγραφε τα διαδραματιζόμενα στο χώρο σε βιντεοκασέτα. Όταν η κατηγορούμενη επέστρεψε στην εργασία της, μετά τη λήξη της αδείας της, ο εγκαλών έθεσε σε λειτουργία την προαναφερόμενη κάμερα, την ύπαρξη της οποία αγνοούσε η κατηγορουμένη. Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε, ο εγκαλών διαπίστωσε, μέσω της προαναφερόμενης κάμερας, ότι η κατηγορουμένη αφαιρούσε συστηματικά χρήματα από το ταμείο και συγκεκριμένα ποσό 10 ευρώ περίπου ημερησίως. Κατόπιν τούτου, στις 30.9.2004 ο εγκαλών ζήτησε από την κατηγορουμένη να υπογράψει την από 30.9.2004 υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αυτή αναγνώριζε ότι καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησής της στην επιχείρηση του εγκαλούντα εργαζόταν εντός του νομίμου ωραρίου εργασίας, ότι ελάμβανε κανονικά τις αποδοχές της και ότι ουδεμία απαίτηση είχε κατά του εργοδότη της, χωρίς να της γνωστοποιήσει τις διαπιστώσεις του για τις υπεξαιρέσεις, που είχε διαπράξει, προκειμένου να εξασφαλίσει τα δικαιώματά του απέναντι στην κατηγορούμενη, την οποία προτίθετο να καταγγείλει για υπεξαίρεση, και συγκεκριμένα για να προστατευθεί σε περίπτωση ενδεχόμενης καταγγελίας της για οφειλές αποδοχών. Και τούτο διότι ο εγκαλών υπήρξε εργοδότης και της είχε καταβάλει όλες τις μέχρι τότε αποδοχές της. Για το λόγο αυτό άλλωστε η κατηγορουμένη, αφού διάβασε την ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση και συμφώνησε με το περιεχόμενο της, ως ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, υπέγραψε αυτή, στις 30.9.2004, χωρίς καμία πίεση από τον εγκαλούντα και χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός προτίθετο να την καταγγείλει για υπεξαίρεση. Πράγματι δε, η κατηγορουμένη γνώριζε επαρκώς να γράφει και διαβάζει την ελληνική γλώσσα, αφού βρίσκεται στην Ελλάδα πριν από το έτος 1994, εργαζόμενη από τότε στο αρτοποιείο του εγκαλούντα, συναλλασσόμενη με πολλούς πελάτες καθημερινά και απευθυνόμενη αναγκαία ως αλλοδαπή, σε δημόσιες υπηρεσίες. Ακολούθως, στις 5.10.2004 ο εγκαλών κάλεσε την κατηγορούμενη, μετά το πέρας της εργασίας της, στο χώρο του εργαστηρίου του καταστήματος, που χωρίζεται από αυτό με μία συρόμενη πόρτα, η οποία δεν κλειδώνει και παρουσία της συζύγου του Μ. Μ. και του πεθερού του Χ. Μ., της ανακοίνωσε ότι έχει καταγραφεί από την κάμερα του καταστήματος να αφαιρεί χρήματα από το ταμείο, δείχνοντας της τις σχετικές βιντεοταινίες. Παράλληλα, ο εγκαλών είχε καλέσει την αστυνομία να μεταβεί στο κατάστημα, χωρίς να γνωστοποιήσει αυτό στην κατηγορουμένη. Η τελευταία, βλέποντας τις βιντεοταινίες, άρχισε να κλαίει και να εκλιπαρεί τον εγκαλούντα να μην την καταγγείλει για χάρη των παιδιών της και γενικά της οικογενείας της. Παράλληλα προθυμοποιήθηκε, για να μην δοθεί συνέχεια στο γεγονός, να αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία της και να υπογράψει δήλωση, αναγνωρίζοντας τις παραπάνω πράξεις της. Τότε ο εγκαλών, αφού συνεννοήθηκε με τον λογιστή του, ο οποίος του απέστειλε τα σχετικά έγγραφα, δέχθηκε τις παρακλήσεις της και της έδωσε προς υπογραφή, αφού προηγουμένως της διάβασε το περιεχόμενο τους, α) την από 5.10.2004 υπεύθυνη δήλωση, στην οποία αναγραφόταν επί λέξει: "συνελήφθην να αφαιρώ και να ιδιοποιούμαι διάφορα χρηματικά ποσά από το ταμείο τη επιχείρησης και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατή πλέον η συνέχιση της εργασιακής σχέσης και οικειοθελώς με δική μου πρωτοβουλία και αβίαστα αποχωρώ από την εργασία μου" και β) την από 5.10.2004 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού. Η κατηγορουμένη, αφού και η ίδια της διάβασε τα ανωτέρω έγγραφα, τα υπέγραψε χωρίς καμία πίεση ή απειλή από τον εγκαλούντα. Όταν δε, στη συνέχεια ήλθε η αστυνομία στο κατάστημα, ο εγκαλών, από ανθρωπιστικούς και μόνον λόγους, χάριν της οικογενείας της, δεν την κατήγγειλε. Επομένως, τα ανωτέρω έγγραφα τα υπέγραψε η κατηγορουμένη χωρίς να προηγηθεί οιαδήποτε απειλή ή πίεση από τον εγκαλούντα, ο οποίος άλλωστε από την υπογραφή τους δεν είχε να αποκομίζει κάποιο παράνομο περιουσιακό όφελος, αφού είχε πλήρως εξοφλήσει τις νόμιμες απαιτήσεις της κατηγορουμένης από την εργασιακή της σχέση. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη δεν παραπονέθηκε για την διισχυριζόμενη υπ' αυτής συμπεριφορά του εγκαλούντα στους αστυνομικούς, που έφτασαν στο κατάστημα αμέσως μετά και τους οποίους είδε πριν αποχωρήσει. Όμως, η κατηγορουμένη, μετά την οικειοθελή αποχώρησή της από την εργασία της, από λόγους εκδίκησης προς τον εγκαλούντα, διότι αρνήθηκε να σχίσει τα ανωτέρω έγγραφα, που υπέγραψε και να της καταγγείλει την εργασιακή της σχέση, ώστε να γραφεί στο Ταμείο Ανεργίας και να λαμβάνει το σχετικό επίδομα, όπως του ζήτησε την επόμενη ημέρα ο σύζυγός της, αλλά και για λόγους αντιπερισπασμού, σε περίπτωση καταγγελίας της από τον εγκαλούντα για υπεξαίρεση, επιδιώκοντας να αποδυναμώσει την αποδεικτική ισχύ των προαναφερομένων εγγράφων που υπέγραψε, υπέβαλε κατά του νυν εγκαλούντος την από 11.10.2004 (ΑΒΜ: Γ04/3543) έγκληση εγχειρισθείσα αυθημερόν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και κατήγγειλε αυτόν για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της εκβίασης, ισχυριζόμενη ότι υπέγραψε τα ανωτέρω έγγραφα κατόπιν εξαναγκασμού της από τον τελευταίο με την απειλή ότι θα την καταμηνύσει για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, χωρίς η ίδια να γνωρίζει ελληνική γραφή και ανάγνωση, προκειμένου να μη της καταβάλει (ο εγκαλών) τις νόμιμες αποδοχές της και την νόμιμη αποζημίωση για την απόλυσή της, όπως εκτίθενται ειδικότερα στο διατακτικό. Κατόπιν της υποβληθείσης εγκλήσεως, ασκήθηκε σε βάρος του εγκαλούντα ποινική δίωξη για εκβίαση και παραπέμφθηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η υπόθεση συζητήθηκε την 5.3.2010 και με την 21115/2010 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη, ο εγκαλών αθωώθηκε, διότι έγινε δεκτό ότι η κατηγορουμένη δεν εξαναγκάσθηκε να προβεί στην υπογραφή των ανωτέρω εγγράφων ... Τέλος, αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη κατά το χρονικό διάστημα από 23.8.2004 έως 4.10.2004 αφαίρεσε από το ταμείο του αρτοποιείου του εγκαλούντα και ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 10 ευρώ περίπου ημερησίως (κατά τις ημέρες απασχόλησής της), ήτοι συνολικά το ποσό των 370 ευρώ περίπου. Επομένως, βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, πληρούται η αντικειμενική, αλλά και η υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης. Πρέπει, μετά ταύτα, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης, και να απορριφθεί το αίτημα αυτής να προσκομισθεί η βιντεοταινία, στην οποία στηρίζει τη μήνυση του ο εγκαλών, διότι κρίνεται ότι δεν είναι αναγκαία η προσκόμιση αυτής για την ανεύρεση της αληθείας ενόψει και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, που κρίνονται επαρκή για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης". Στη συνέχεια το Τριμελές Εφετείο κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη για την πιο πάνω, μεταξύ άλλων αξιόποινων πράξεων (ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης), αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, και επέβαλε σ' αυτή συνολική ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών, που ανεστάλη για τρία χρόνια. Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 εδ.α', 27 παρ.1, 98 και 375 παρ.1 εδ.α' ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται σ' αυτή όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμον, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Η αιτίαση, εξάλλου, ότι το αναγνωσθέν στο ακροατήριο, ως έγγραφο, πρόχειρο λογιστικό σημείωμα (χειρόγραφη κατάσταση), που προσκόμισε ο εγκαλών, δεν μπορεί ν' αποτελέσει αποδεικτικό μέσο, είναι αβάσιμη, αφού στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, ακόμη και άκυρα, εφόσον η χρησιμοποίησή τους δεν απαγορεύεται από το νόμο (ΚΠΔ 177, 178 και 179), τέτοιο δε είναι και αυτό, αφού η χρησιμοποίησή του δεν αντίκειται στο νόμο. Αναφέρονται, επίσης, αναλυτικά, και τα θεμελιούντα, όπως προαναφέρθηκε, την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του προδιαληφθέντος εγκλήματος περιστατικά. Τέλος, με την παραδοχή, ότι δεν είναι αναγκαία η προσκόμιση της βιντεοταινίας για την ανεύρεση της αλήθειας, ενόψει των λοιπών αποδεικτικών μέσων, που κρίνονται επαρκή για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, πλήρως αιτιολογημένα απορρίφθηκε το οικείο περί προσκόμισης στο Δικαστήριο της εν λόγω βιντεοταινίας αίτημα. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, κατά το οικείο μέρος του, μοναδικός λόγος αναίρεσης για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το μέρος όμως, που με αυτόν, με την επίκληση, κατ' επίφαση, έλλειψης της επιβαλλόμενης, κατά τα παραπάνω, αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ.1, 583 παρ.1), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος, ως πολιτικώς ενάγοντος (176, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 30 Σεπτεμβρίου 2011, αίτηση της Μ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της 6583/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Φεβρουαρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή