Θέμα
Αναίρεση μερική, Χρηματική ικανοποίηση, Τόκοι.
Περίληψη:
Αναιρεί εν μέρει. Διατάσσει την απάλειψη της διατάξεως της αποφάσεως αυτής με την οποία υποχρεώνεται ο κατηγορούμενος να καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τόκους επί του επιδικασθέντος με την ίδια απόφαση ποσού για χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης.
Αριθμός 139/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Γεώργιο Γιαννούλη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιουλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρυσόστομο Βελάκη, για αναίρεση της 552/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνο Κατσούλη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 794/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 §§ 1 και 4 του ν. 2.523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 § 1 του ν. 3.220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά ή φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών (§ 1). Εικονικό είναι το στοιχείο, που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι, επίσης, το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται .... (§ 4)". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 § 10 του ίδιου νόμου, "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 § 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκούταν άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 § 2 εδαφ. γ του ν. 2.523/1997, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 § 3 του ν. 2.753/1999, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής, και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 § 2 εδαφ. 1 ν. 2.523/1997). Με τη διάταξη του άρθρου 40 § 1 του ν. 3.220/2004 "για την αντικειμενικοποίηση του φορολογικού έλέγχου κ.λ.π.", μετά το εδαφ. α της § 1 του άρθρου 19 του ν. 2.523/1997, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, "ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται : α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ". Η ρύθμιση, όμως, αυτή είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο της προηγούμενης και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ. Και με τη διάταξη του άρθρου 2 § 8 του ν. 2.954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.", στην § 10 του άρθρου 21 του ν. 2.523/1997, προστέθηκε διάταξη (εδαφ. β) κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία, όμως, αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από εκείνη του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της στις 2 Νοεμβρίου 2001, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και τη διάρκεια της παραγραφής (όχι πότε και πως λαμβάνεται αυτή υπόψη από το Δικαστήριο), είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η διάταξη δε του άρθρου 2 § 9 του ίδιου ν. 2.954/2001, κατά την οποία η αμέσως ανωτέρω διάταξη, ισχύει ανάλογα "και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ' και η' της § 1 του άρθρου 31 του ν. 1.591/1986, για τα οποία κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα", δεν έχει (ανάλογη) εφαρμογή και στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2.523/1997, για τα οποία ισχύει πάντοτε ο επιεικέστερος αυτός νόμος σε σχέση με το χρόνο έναρξης της παραγραφής και δεν τίθεται ζήτημα συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής τους, προ της ισχύος του νόμου. Εξάλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία, όπως ειπώθηκε, είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΠΚ, πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2.523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και πολύ περισσότερο όταν προβάλλεται με αυτοτελή ισχυρισμό, η αιτιολογία δε της καταδικαστικής απόφασης, όταν τίθεται ζήτημα παραγραφής της πράξεως, πρέπει να εκτείνεται και στα περιστατικά, που αφορούν την έναρξη και τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, διαφορετικά ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 552/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 κατ' εξακολούθηση (αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ' εξακολούθηση), που φέρεται πως τελέστηκε από αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από 30.8.1998 μέχρι 31.12.1998, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο συνήγορος του κατηγορούμενου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό για παραγραφή των επί μέρους πράξεων από 30.8.1998 έως 31.12.1998, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 § 10 εδαφ. β του ν. 2523/1997 (που προστέθηκε με το άρθρο 2 § 8 του ν. 2.954/2001), διότι από το χρόνο τελέσεώς τους μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο στις 23.2.2007 παρήλθε χρονικό διάστημα οκτώ (8) και πλέον ετών. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την αιτιολογία ότι "από τη θεώρηση των υπηρεσιακών σημειωμάτων ελέγχου (ΥΣΕ) από τον Προϊστάμενο ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης την 17.7.2002, που αποτελεί κατά τα ανωτέρω το χρόνο έναρξης της παραγραφής για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών (άρθρα 111 και 112 ΠΚ) και επομένως η σχετική ένσταση παραγραφής που πρότεινε ο ίδιος όσον αφορά την κατ' εξακολούθηση αποδοχή των εικονικών φορολογικών στοιχείων, που φέρεται να έχουν τελεστεί μέσα στο 1998 πρέπει να απορριφθεί. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις παρατεθείσες, σχετικές με την παραγραφή του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων διατάξεις των άρθρων 19 και 21 §§ 10 και 12 του ν. 2523/1997, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 § 1 του ν. 3.220/2004, 2 § 8 του ν. 2.954/2001 και 111 § 3, 112 και 113 του ΠΚ, και διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του την απαιτούμενη για την προβληθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση συμπληρώσεως της οκταετούς παραγραφής ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με δεδομένο περαιτέρω, ότι το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικώς και τη μη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 111 § 3 του ΠΚ πριν την έναρξη της κύριας διαδικασίας με την επίδοση του κλητηρίου στον κατηγορούμενο, αφού η προβληθείσα από αυτόν ανωτέρω ένσταση παραγραφής περιοριζόταν μόνο στη συμπλήρωση της οκταετούς και όχι της πενταετούς παραγραφής. Αυτά δε παρεκτός του ότι από την όλη αιτιολογία της αποφάσεως που απέρριψε την ένσταση παραγραφής, με γενόμενο δεκτό χρόνο ενάρξεώς της στις 17.7.2002 και με δεδομένη την εκδίκασή της σε δεύτερο βαθμό στις 23.2.2007, καθίστατο κατάδηλο, από το σε χρήση ημερολόγιο, ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος για την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, που έλαβε μάλιστα χώρα στις 8.11.2006, δεν είχε συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' και Δ' του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, εξαιτίας της οποίας απέρριψε την ένσταση της οκταετούς παραγραφής για τις μερικότερες πράξεις αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που τελέστηκαν μέσα στο 1998 και τον κήρυξε ένοχο και των πράξεων τούτων, και για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πληττόμενης ως προς την απόρριψη της ενστάσεως αυτής είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι.
2. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 552/2007 αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα : Στη ......... Καβάλας ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τυγχάνοντας πολιτικός μηχανικός και εκμεταλλευόμενος τεχνικό γραφείο αποδέχθηκε τα εξής τιμολόγια - δελτία αποστολής : Α) με αριθ. ......, ........, ......., ........, ........, .........., ........., ........., ........, ......., ........, ........, ποσού 295.000, 1.315.346, 439.550, 188.015, 923.586, 789.797, 295.000, 615.796, 1.608.021, 684.506, 710.843 και 557.261 δραχμών, αντιστοίχως, Β) τα εξής τιμολόγια : ..........., .........., ......... ποσού 145.140, 1.406.064 και 798.058 δραχμών αντιστοίχως, Γ) τα εξής δελτία αποστολής ......., ......... και ............, το περιεχόμενο των οποίων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον ουδέποτε ανεπτύχθη επαγγελματική συνεργασία μεταξύ του κατηγορούμενου και του εκδότη των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων Γ1, ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση παντοπωλείου - υλικών οικοδομής στο ..... του ......... Καβάλας. Εξαιτίας της ανωτέρω πράξης του κατηγορουμένου το Δημόσιο ζημιώθηκε κατά το ποσό των 3.484.528 δραχμών ή 10.226, 05 ευρώ. Το γεγονός της ανυπαρξίας συναλλαγών μεταξύ του Γ1 και του κατηγορουμένου αποδεικνύεται ιδίως από την έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ, όπου περιέχεται ολόκληρο το κείμενο υπεύθυνης δήλωσης του κατηγορούμενο, στην οποία επί λέξει αναφέρει ότι δεν είχε ποτέ επαγγελματικές συναλλαγές με τον Γ1 (σελίδα 18 της έκθεσης ελέγχου). Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και επέβαλε σε αυτό ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία και ανέστειλε επί τριετία.
3. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 19 §§ 1 και 4, 20 και 21 του ν. 2.523/1997 και 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και ναι μεν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος επικαλείται ότι κακώς γίνεται δεκτό με την πληττόμενη, ότι τα υπ' αριθ. ......, ........, ........ και ......... τιμολόγια ήταν εκδόσεως του Γ1, αφού αυτά τα είχε εκδώσει άλλο πρόσωπο, και συγκεκριμένα η ........, πλην η υπάρχουσα στο αιτιολογικό της απόφασης παραδρομή αυτή δεν την στερεί της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ενόψει του ότι, στο διατακτικό της αποφάσεως ρητώς αναφέρεται, ότι ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία, που εκδόθηκαν από περισσότερα πρόσωπα, με τα οποία δεν είχε ποτέ επαγγελματική συνεργασία. Περαιτέρω, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του διαληφθέντος εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο, δεν ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του, διαλαμβάνεται δε στην κύρια αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ενοχή αιτιολογία περί του δόλου του κατηγορούμενου, για την πληρότητα της οποίας δεν απαιτούταν να εξειδικεύεται ο δόλος, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο κατηγορούμενος κατά τη διάπραξη του εγκλήματος ενήργησαν ως πολιτικός μηχανικός εκμεταλλευόμενος τεχνικό γραφείο, δηλαδή με ιδιότητα, λόγω της οποίας θεωρείται από το νόμο ως αυτουργός του παραπάνω εγκλήματος για τη διαφυγή της πληρωμής φόρου. Επομένως, οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, περί ελλείψεως στην πληττόμενη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου και ειδικότερα ως προς την αιτιολογία του δόλου του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. 4. Επειδή, κατά το άρθρο 364 § 1 του ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση δε στο ακροατήριο, χωρίς εναντίωση, οποιουδήποτε εγγράφου, του οποίου δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα κατά την αποδεικτική διαδικασία, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης, διότι δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιοριστικώς αναφερόμενες στο άρθρο 510 ΚΠΔ περιπτώσεις λόγων αναίρεσης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 218 § 1, 219 § 1, 364 § 1, 365, 170 § 1, 173 § 1 και 174 § 1 του ΚΠΔ συνάγεται, ότι δεν αναγιγνώσκονται στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση ποινικής υποθέσεως οι ανώμοτες καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν κατά την προδικασία. Η ακυρότητα όμως της διαδικασίας, που επέρχεται σε περίπτωση αναγνώσεως τέτοιας κατάθεσης, είναι σχετική και μπορεί να προταθεί, εκτός από τον εισαγγελέα, από το διάδικο που έχει έννομο συμφέρον μέχρι της οριστικής επί της κατηγορίας σε τελευταίο βαθμό απόφασης. Εάν η ακυρότητα αυτή δεν προταθεί μέχρι την έκδοση τέτοιας απόφασης καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για το λόγο, ότι κατά την αποδεικτική διαδικασία σε αυτό αναγνώστηκε, εκτός άλλων, και η κατά τον τύπο του άρθρου 8 του ν. 1599/1988 γενόμενη, ληφθείσα δε κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης από το ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, πριν του αποδοθεί η ιδιότητα του κατηγορούμενου, από 4.12.2001 υπεύθυνη δήλωση του αναιρεσείοντος. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, του οποίου δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του και δεν εξομοιώνεται με μαρτυρική εξέταση γενόμενη κατά παράβαση όσων ορίζονται στο άρθρο 105 του ΚΠΔ, έγινε χωρίς την εναντίωση του αναιρεσείοντος. Άλλως και σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμη η επίμαχη υπεύθυνη δήλωση ήθελε εκτιμηθεί ως ανώμοτη κατάθεση του αναιρεσείοντος δοθείσα κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης και πριν του αποδοθεί η ιδιότητα του κατηγορούμενου, από την ανάγνωση αυτής στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού, όπως ειπώθηκε, από τα πρακτικά συνεδρίασης προκύπτει, ότι δεν προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα αντίρρηση για την ανάγνωση της υπεύθυνης δηλώσεως αυτής. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, τον οποίο πειράται ο αναιρεσείων να θεμελιώσει στο άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, άλλως και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. 5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 174 του ν. 2.960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 30 § 23 του ν. 3.296/14.12.2004 "Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις" ορίστηκε, ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 του ν. 2.960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας εξετάσθηκαν ως μάρτυρες οι ......., ......., ......... και ........., υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, οι οποίοι άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, παρά την εναντίωση που προέβαλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, επικαλούμενος το άρθρο 211 ΚΠΔ, η οποία και από ρρίφθηκε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 174 του ν. 2.960/2001. Ωστόσο, κατά το χρόνο εξετάσεως των μαρτύρων αυτών ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου (23.2.2007) η διάταξη αυτή ετύγχανε αναλόγου εφαρμογής και για την προκειμένη φορολογικής φύσεως υπόθεση, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 30 § 23 του ν. 3.296/14.12.2004. Επομένως, ο έκτος λόγος της αναιρέσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με το άρθρο 170 § 2 του ΚΠΔ, κατά τον οποίο έλαβε χώρα ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. 6. Επειδή, κατά το άρθρο 510 § 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους αναφερόμενους στην § 1 του ίδιου άρθρου λόγους μπορούν να προταθούν σε ό, τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ λόγος, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην παρούσα περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε, εκτός από τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 1.000 ευρώ, επιδίκασε στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο και τόκους επί του ποσού αυτού από 23.2.2007 μέχρι την εξόφληση, χωρίς να έχει υποβληθεί από το πολιτικώς ενάγον αντίστοιχο αίτημα για την επιδίκασή τους. Επομένως, ο έβδομος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, από τα άρθρα 510 § 2 του ΚΠΔ και 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ, είναι ουσιαστικά βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός.
7. Επειδή, μετά ταύτα, και εφόσον απορρίπτονται όλοι οι άλλοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απαλειφθεί η διάταξή της για την καταβολή τόκων επί του επιδικασθέντος στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο για νέα συζήτηση (άρθρο 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 552/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απάλειψη της διατάξεως της αποφάσεως αυτής, με την οποία υποχρεώνεται ο κατηγορούμενος Χ1, να καταβάλει στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο τόκους επί του επιδικασθέντος με την ίδια απόφαση ποσού για χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ