Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αλλοδαπού απέλαση, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Κλοπή.
Περίληψη:
Κλοπή. Καταδικαστική απόφαση για κακουργηματική κλοπή κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελεσθείσα α) απόρριψη λόγων αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος και την περί απελάσεως διάταξη της προσβαλλομένης απόφασης και β) απόρριψη της δεύτερης αναίρεσης ως εκπρόθεσμης. Απορρίπτει.
Αριθμός 1118/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ...και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, για αναίρεση της 1467/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ2, 2) Χ3, 3) Χ3.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 και 15 Ιουλίου 2008 δύο αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1411/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ίδιου Κώδικα, η αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 969/1979, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατά της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως αρχίζει από τότε που η απόφαση αυτή θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η διάταξη αυτή εισάγει ως προς τις αποφάσεις εξαίρεσης από τις σχετικές με την έναρξη των προθεσμιών προς άσκηση των ενδίκων μέσων, ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου άρθρου (473) ΚΠΔ και αφορά όλες τις αποφάσεις οι οποίες υπόκεινται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως και όλους του διαδίκους. Στη προκειμένη περίπτωση κατά της 1467/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 4-7-2008, ο καταδικασθείς μ' αυτήν Χ1, άσκησε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15/7/2008, την από 14/7/2008 αίτηση αναιρέσεως δια του εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο με την προσαρτώμενη σ' αυτήν από 4/7/2008 εξουσιοδότηση του δικηγόρου Γρηγορίου Τσόλια. Με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 31/7/2008, άσκησε την από 15/7/2008 αίτηση αναίρεσης και ο παραστάς προς υπεράσπιση του ανωτέρω δικηγόρος Γεώργιος Αρμίτης, τον οποίο διόρισε ο πρόεδρος του εκδόσαντος την παρά πάνω καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου. Από τις δύο αυτές αιτήσεις αναιρέσεως μόνο η πρώτη είναι παραδεκτή ως ασκηθείσα εμπρόθεσμα, μέσα στην εικοσαήμερη προθεσμία από την καταχώρησή της στο ειδικό βιβλίο, ενώ η δεύτερη είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, αφού ασκήθηκε μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας και ως εκ τούτου η τελευταία δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματική της πρώτης και να ερευνηθούν οι λόγοι αναίρεσης που περιέχονται σ' αυτήν, αφού η εξέταση τους από τον Άρειο Πάγο προϋποθέτει την εμπρόθεσμη άσκηση της αίτησης αναίρεσης στην οποία περιέχονται αυτοί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 374 περ. δ' και ε' του ΠΚ η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν τελέσθηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες (δ), και αν η πράξη τελέσθηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Κατά το άρθρο δε 13 περ. στ' του ιδίου κώδικα κατ' επάγγελμα τέλεση εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Περαιτέρω η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 1467/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι τέσσερις κατηγορούμενοι, Αλβανικής καταγωγής, ήδη από χρόνο προγενέστερο του Αυγούστου 2003, προκειμένου να πορισθούν εισόδημα, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, ενώθηκαν μεταξύ τους για να διαπράττουν κλοπές. Έτσι. Στην ..., κατά τους παρακάτω τόπους και χρόνους, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο. διέπραξαν τις ακόλουθες κλοπές. Ειδικότερα: 1) Την 7η προς 8η Αυγούστου 2003 και περί ώρα από 23.00 έως 01.45, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ..., που ήταν σταθμευμένο στην οδό ... στη ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του ένα ραδιο-CD μάρκας SONY, μία θήκη ψηφιακών δίσκων, την άδεια ικανότητας οδηγήσεώς του, καθώς και τα έγγραφα του ως άνω αυτοκινήτου, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, 2) την 1η προς 2α Νοεμβρίου 2003, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ..., που ήταν σταθμευμένο στην οδό ..., στην ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του έναν ενισχυτή μάρκας CALIBER, την άδεια ικανότητας οδηγήσεώς του και την κάρτα καυσαερίων, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, 3) κατά το χρονικό διάστημα από 15/11 έως 18/11/03, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ..., που ήταν σταθμευμένο στην οδό ..., στην Άνω ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του. έναν ενισχυτή μάρκας SONY EXPLOD και μία θήκη, που περιείχε πενήντα περίπου ψηφιακούς δίσκους, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, 4) στις 16/11/03 και περί ώρα 23.30 περίπου, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της ..., που ήταν σταθμευμένο στην ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του ένα ράδιο-CD μάρκας PIONNER, δύο ηχεία, ένα ενισχυτή της ίδιας μάρκας, τα κλειδιά της οικίας της και τα κλειδιά ενός αυτοκινήτου FORD FOCUS, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, 5) τις νυχτερινές ώρες της 5ης Νοεμβρίου 2003, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Ανάπτυξης ..., που ήταν σταθμευμένο στην οδό ..., στη ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του μία ηλεκτρονική ατζέντα μάρκας SHARP του ως άνω προσώπου και ένα κλειδί με κοντρόλ συναγερμού αυτοκινήτου του ... για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, 6)στις 14/11/03 και περί ώρα 01.30, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ..., που ήταν σταθμευμένο στην οδό ..., στο ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του ένα ραδιοκασετόφωνο μάρκας PIONNER, μία σιντιέρα με έξι θέσεις, με το τηλεχειριστήριό της αξίας 2.200 Ευρώ, μία θήκη με 36 ψηφιακούς δίσκους, ένα κλειδί του ως άνω αυτοκινήτου, καθώς και διάφορα έγγραφα του εν λόγω ιδιοκτήτη, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, 7) στις 13/11/03, μεταξύ των ωρών από 02.00 έως 06.00, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ..., που ήταν σταθμευμένο στην περιοχή του ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του ένα ραδιοενισχυτή μάρκας PIONNER, ένα ηχείο, το πορτοφόλι του ιδιοκτήτη που περιείχε το ποσό των 15 Ευρώ περίπου, ένα ζευγάρι γυαλιά μάρκας DIESEL, μία ασημένια χειροπέδα και ένα ραδιο-CD μάρκας SONY, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, 8) στις 11/11/03, αφού διέρρηξαν το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ..., που ήταν σταθμευμένο στην οδό ..., στη ..., αφαίρεσαν από το εσωτερικό του μία δερμάτινη τσάντα, η οποία περιείχε: α) το ... πιστόλι μάρκας BERETTA MOD 847 CAL 9/38 ΜΜΜΕ, με το γεμιστήρα του, καθώς και μία εφεδρική γεμιστήρα, τα οποία ο ως άνω ιδιοκτήτης κατείχε νόμιμα, β) μία φωτογραφική μηχανή SONY, γ) οκτώ μπλοκ επιταγών, δ) δύο πιστωτικές κάρτες, ε) έναν υπολογιστή τσέπης μάρκας SHARP, στ) ένα κινητό τηλέφωνο ERICSSON, ζ) ένα στυλό αναγνώρισης γνησιότητας χρημάτων η) ένα HANDS FREE μάρκας NOKIA και διάφορα έγγραφα, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Τις εν λόγω κλοπές (από τις οποίες ο 3ος κατηγορούμενος ομολόγησε εκείνες σε βάρος των ... και ..., αντίστοιχα), οι πιο πάνω παθόντες τις έχουν καταγγείλει στα αρμόδια αστυνομικά τμήματα. Μάλιστα, ορισμένα από τα παραπάνω κλαπέντα αντικείμενα βρέθηκαν στην κατοχή των 1ου και 3ου από τους κατηγορουμένους και στη συνέχεια αποδόθηκαν στους παθόντες ιδιοκτήτες τους ..., ..., ..., ..., ..., ... και ..., οι οποίοι τα αναγνώρισαν (βλ. τις πιο πάνω αναφερόμενες εκθέσεις απόδοσης κατασχεθέντων). Έτσι, με βάση όσα ήδη αναφέρθηκαν, αποδεικνύεται, ότι οι κατηγορούμενοι, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, διέπραξαν τις παραπάνω πράξεις κλοπής με σκοπό πορισμού μόνιμου και σταθερού εισοδήματος, έχοντας τη ροπή προς διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος, ενόψει της επί μακρό χρόνο επανειλημμένης τέλεσής του και επομένως, πρέπει, να κηρυχτούν ένοχοι, για τις ως άνω διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα διακεκριμένης κλοπής, τελεσθείσα από υπαίτιο που είχε ενωθεί με τουλάχιστον δύο άλλους για να διαπράττουν κλοπές και από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και επέβαλε σ' αυτόν ποινή κάθειρξης εξ (6) ετών. Με τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα με τις παραδοχές ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων α) ενώθηκε με άλλους τρεις συγκατηγορουμένους τους προκειμένου να πορισθούν εισόδημα κατά τρόπο σταθερό για να διαπράττουν κλοπές β)ότι, διέπραξε τις στο σκεπτικό και διατακτικό αναφερόμενες κλοπές, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό πορισμού μονίμου πορισμού μονίμου και σταθερού εισοδήματος, και γ)ότι είχε ροπή προς διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος, ενόψει της επανειλημμένης επί μακρό χρόνο τέλεσής του, διαλαμβάνει όλα τα αξιούμενα από τις παραπάνω διατάξεις στοιχεία προς θεμελίωση της κακουργηματικής μορφής της κλοπής, τελεσθείσας κατά τους από την περίπτωση δ' και ε' του άρθρου 374 του ΠΚ προβλεπόμενους τρόπους. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 74 παρ.1 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2408/1996 "Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή, εντασσόμενη στην υποδιαίρεση ΙΙΙ του τετάρτου κεφαλαίου του ΠΚ με τον τίτλο Μέτρα Ασφαλείας, προκύπτει ότι ο καταδικασθείς αλλοδαπός που βρίσκεται παρανόμως στο ελληνικό έδαφος υπόκειται σε απέλαση, η οποία ως ασφαλιστικό μέτρο αποτελεί άμεση συνέπεια της τελέσεως εγκλήματος, έστω και σε βαθμό πλημμελήματος, διότι θεωρείται ότι η παραμονή του εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβιώσεως. Και ναι μεν η διάταξη δεν καθορίζει βάσει ποίου ουσιαστικού κριτηρίου διατάσσεται η απέλαση. Ωστόσο, επειδή η επικινδυνότητα του δράστη αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή κάθε περιοριστικού μέτρου ασφάλειας, η απέλαση διατάσσεται όταν το Δικαστήριο, εκτιμώντας την όλη προσωπικότητα του καταδικασθέντος, καθώς και τις συνθήκες τα αίτια, τον σκοπό και τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, κρίνει ότι ο καταδικασθείς αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, λόγω του ότι κρίνεται επιρρεπής στη διάπραξη νέων εγκλημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο διέταξε την απέλαση του κατηγορουμένου από τη χώρα μετά την έκτιση της ποινής του αιτιολογώντας την περί τούτου κρίση, με το να διαλάβει στο αιτιολογικό αυτής τις παραδοχές που προαναφέρθηκαν στη προηγούμενη σκέψη από τις οποίες προκύπτει αναντίρρητα ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου οι προϋποθέσεις οι οποίες κατά τ' ανωτέρω κρίνονται αναγκαίες για την απέλαση του, ήτοι την ιδιότητά του ως αλλοδαπού και την επικινδυνότητα αυτού, για την δημόσια τάξη, η οποία συνάγεται από τις παραδοχές και των τριών επιβαρυντικών περιστάσεων οι οποίες αυτοτελώς θεμελιώνουν την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της κλοπής και δη της από κοινού με άλλους συγκατηγορουμένους, οι οποίοι είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές με κοινό δόλο, επανειλημμένης διάρρηξης σωρείας σταθμευμένων αυτοκινήτων, και της αφαίρεσης από τη κατοχή των ιδιοκτητών τους, μεγάλου αριθμού κινητών πραγμάτων, προς πορισμό εισοδήματος, έχοντας αποκτήσει ροπή για την τέλεση των εγκλημάτων αυτών ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του την από το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για την εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Συνεπώς ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναίρεσε ίων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 14-7-2008 και 15-7-2008 αιτήσεις του Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στη φυλακή ..., για αναίρεση της 1467/2008 απόφασης του Β' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ