Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1112 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Αιτιολογημένη καταδίκη για τα ανωτέρω εγκλήματα του κατηγορουμένου, ο οποίος καταμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα ότι τέλεσε σε βάρος του το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, βεβαίωσε δε και ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της μηνύσεως του, ισχυρισθείς τα περιεχόμενα σ' αυτήν ψευδή περιστατικά ενώπιον των δικαστικών προσώπων που έλαβαν γνώση αυτής. Αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι δεν αιτιολογείται ο άμεσος δόλος και ο σκοπός καταδίωξης και ότι δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 1112/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, περί αναιρέσεως της 3714/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Ανανιάδου-Τσουκαλά. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1752/2009.

Αφού άκουσε Τις πληρεξούσιες δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται: α) η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, β) ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και γ) να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Ψευδορκία διαπράττει και ο ψευδομηνυτής όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της εγκλήσεώς του ενώπιον του αρμόδιου οργάνου στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μηνύσεως ή εγκλήσεως ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της μηνύσεως ή εγκλήσεώς του, πλην όμως, γενόμενη, θεμελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς μαρτυρικής κατάθεσης. Εξάλλου κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, ενώ κατά το άρθρο 363 του ίδιου Κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυριστεί ή να διαδόσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, να είναι κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Τέλος η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 3714/2009 απόφασή του, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και η απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "O κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρούσε τουλάχιστον από το έτος 2000 επιχείρηση μηχανοργάνωσης και ηλεκτρονικών υπολογιστών και είχε αναλάβει τη μηχανοργάνωση συγκεκριμένων Δήμων του νομού ..., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κατερίνης την από 21 Απριλίου 2003 μήνυσή του κατά των υπαλλήλων της εταιρείας μηχανοργάνωσης ΔΕΛΤΑ ... ... και Ψ, όπως αυτολεξεί η μήνυση αυτή περιέχεται στο διατακτικό της παρούσης αποφάσεως, στο οποίο το Δικαστήριο κατά λέξη αναφέρεται. Με την μήνυση αυτή, όσον αφορά τον μηνυτή Ψ, τον καταμήνυσε και ζητούσε την τιμωρία του για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Με την παραπάνω μήνυσή του, ο κατηγορούμενος καταμήνυε εν γνώσει του ψευδώς τον ήδη μηνυτή, ότι τέλεσε την ως άνω αξιόποινη πράξη, με σκοπό να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρεφόταν η καταγγελία και να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, αναφέροντας για τον εν λόγω καταμηνυόμενο και ήδη μηνυτή, ότι, εκείνος, επιδιώκοντας να τον βλάψει επαγγελματικά και ηθικά, υποβαθμίζοντας τις προσφερόμενες από αυτόν υπηρεσίες πληροφορικής, ώστε να επιφέρει διακοπή των επαγγελματικών του σχέσεων με τους ΟΤΑ, διέδωσε εν γνώσει ψευδώς στους υπαλλήλους των Δήμων που αυτός παρέσχε τις υπηρεσίες μηχανοργάνωσης, ότι είναι απατεώνας, ότι αφενός μεν αδυνατεί να τους στηρίξει τεχνικά και αφετέρου ότι αισχροκερδεί σε βάρος τους, χρεώνοντας παράνομα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από εκείνα που αναλογούν στις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους ΟΤΑ και ότι η εταιρεία ΔΕΛΤΑ ... σταμάτησε τη συνεργασία μαζί του εξαιτίας των λόγων αυτών. Όμως, τα ως άνω καταμηνυόμενα, που αφορούσαν τον ήδη μηνυτή, ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος, γνώριζε την αναλήθειά τους αφενός μεν από δική του προσωπική αντίληψη των πραγμάτων και αφετέρου από την παντελή έλλειψη σχετικής πληροφορήσεως από οποιονδήποτε υπάλληλο των παραπάνω Δήμων, διότι ουδείς του μετέφερε πληροφορίες για την μηνυτή, παρά τα αντίθετα που υποστηρίζει ο κατηγορούμενος. Άλλωστε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να αναφέρει το ονοματεπώνυμο συγκεκριμένου ατόμου που του μετέφερε τις πληροφορίες του κατηγορητηρίου για τον μηνυτή. Ειδικότερα, γνώριζε από δική του προσωπική αντίληψη ότι ο μηνυτής είχε μεταβεί στα καταστήματα των παραπάνω Δήμων αποκλειστικά για να ελέγξει τα αίτια της καθυστερήσεως του έργου της μηχανοργάνωσης που είχε αναλάβει ο κατηγορούμενος και να διερευνήσει τα παράπονα που απηύθυναν οι Δήμοι προς την εταιρεία ΔΕΛΤΑ ... και ν' αποκαταστήσει την ελαττωματικότητα της λειτουργίας του συστήματος, χωρίς αρμοδιότητες να συλλέξει πληροφορίες για τον κατηγορούμενο και την ποιότητα του έργου του. Παρά ταύτα ο κατηγορούμενος, φοβούμενος ότι ο υπάλληλος αυτός της εργολάβου εταιρείας πληροφορικής θα επιρρίψει τελικά ευθύνες σε βάρος του για την υπολειτουργία του συστήματος μηχανοργάνωσης των Δήμων και προκειμένου να προλάβει την τυχόν απομπομπή του από την επαγγελματική υποστήριξη της μηχανοργανώσεως των Δήμων αυτών, στράφηκε εναντίον του για να υποβαθμίσει τις διαπιστώσεις που εκείνος φοβόταν πως θα κατέληγε. Γι' αυτό, προκειμένου να προκαλέσει αμφισβητήσεις και ν' αποκρούσει τα κατά την κρίση του μέλλοντα ν' ακολουθήσουν δυσμενή αποτελέσματα του τεχνικού ελέγχου της μηχανοργάνωσης που τον αφορούσε άμεσα, τον καταμήνυσε ψευδώς με την παραπάνω μήνυσή του για να προκαλέσει την καταδίωξή του και υποβάθμιση των τυχόν δυσμενών γι' αυτόν αποτελεσμάτων από τον έλεγχο του συστήματος μηχανοργάνωσης των Δήμων.
Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι ο κατηγορούμενος, κατά τον ως άνω και στο διατακτικό αναφερόμενο τόπο και χρόνο, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας της άνω μήνυσής του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κατερίνης και της αρμόδιας γραμματέως βεβαίωσε εν γνώσει του το ψευδές, περιεχόμενό της ως αληθινό και ότι με την εν λόγω μήνυσή του, ισχυρίσθηκε ενώπιον των ως άνω προσώπων, καθώς και ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της δικογραφίας, που ασχολήθηκαν με την δικογραφία και τα ονόματά τους αναφέρονται στις σχετικές εκθέσεις, εν γνώσει τα αναφερόμενα σ' αυτήν ψευδή, όπως αναφέρονται ανωτέρω και στο διατακτικό της παρούσης αποφάσεως, για τον ήδη εγκαλούντα Ψ γεγονότα, που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω που αποδείχθηκαν, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος και για τις τρεις πράξεις, όπως κατηγορείται". Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τα οποία καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 224 παρ. 2, 362 και 363 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρει: α) την από μέρους του κατηγορουμένου υποβολή μηνύσεως κατά του εγκαλούντος με το αναφερόμενο στο σκεπτικό περιεχόμενο, β) ότι η μήνυση αυτή που απέδιδε στον εγκαλούντα την τέλεση της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του κατηγορουμένου, ήταν ψευδής, γ) ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθειά της, τη γνώση δε αυτή τη στηρίζει το Δικαστήριο στο ότι ο κατηγορούμενος είχε προσωπική αντίληψη της αναλήθειας, δ) ότι με την υποβολή της μηνύσεως ο κατηγορούμενος είχε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του εγκαλούντος, ώστε να αποδυναμώσει τα δυσμενή για τον κατηγορούμενο αποτελέσματα του ελέγχου στον οποίο θα προέβαινε ο εγκαλών στο σύστημα μηχανοργάνωσης που εκτελούσε ο κατηγορούμενος, ε) ότι το ψευδές περιεχόμενο της μηνύσεώς του βεβαίωσε και ενόρκως ως μάρτυρας ο κατηγορούμενος εν γνώσει της αναλήθειας, ισχυριζόμενος τα ψευδή αυτά περιστατικά ενώπιον των αναφερόμενων στο σκεπτικό δικαστικών προσώπων και στ) η γνώση του κατηγορουμένου ότι τα περιστατικά αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και η θέλησή του να τα ισχυριστεί με αυτό το σκοπό. Επομένως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι δεν αιτιολογείται ο άμεσος δόλος του για τη διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων και ο σκοπός του να προκαλέσει την καταδίωξη του εγκαλούντος, είναι αβάσιμες. Περαιτέρω επικαλείται ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε την απολογία του και την κατάθεση του δεύτερου μάρτυρα υπερασπίσεως ... και αυτό το στηρίζει στο ότι δέχτηκε περιστατικά αντίθετα από εκείνα που εξέθεσε ο ίδιος στην απολογία του και κατέθεσε ο ανωτέρω μάρτυρας. Όμως στα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει το Δικαστήριο στο σκεπτικό του ότι έλαβε υπόψη, περιλαμβάνεται και η απολογία του κατηγορουμένου και οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, το ότι δε το Δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα, ανάγεται στην ουσιαστική κρίση του, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ), καθώς και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 25-11-2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 3714/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και τη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντως εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή