Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Πραγματογνωμοσύνη, Δικηγόροι.
Περίληψη:
Καταδίκη για πλαστογραφία (νόθευση) μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση. Νόθευση από κατηγορούμενο-δικηγόρο: α) πρωτοτύπου, β) επικυρωμένου φωτοαντιγραφικού ποινικής αποφάσεως. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ορθώς εφάρμοσε τις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Απορριπτέοι λόγοι: άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ. Απορριπτέες αιτιάσεις για ακυρότητα αποδεικτικών επιδόσεως βουλεύματος, καθώς και για ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Λοιπές αιτιάσεις πλήττουν ουσία υπόθεσης. Απορρίπτει.
Αριθμός 1772/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη αυτοπροσώπως, περί αναιρέσεως της 1654/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.2.2005 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 5.10.2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1218/2005.
Αφού άκουσε Τον αυτοπροσώπως παραστάντα αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 161 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, εκείνος που ενεργεί την επίδοση οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, σημειώνεται ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα κλπ. Υπογράφεται δε το αποδεικτικό αυτό από το πρόσωπο προς το οποίο παραδόθηκε το επιδοθέν έγγραφο και από εκείνον που ενήργησε την επίδοση. Ως υπογραφή νοείται η ιδιόχειρη γραφή του ονόματος και του επωνύμου, χωρίς να αποκλείεται η συγκοπή συλλαβών, εφόσον αυτή συνηθίζεται από τον υπογράφοντα, δεν μεταπίπτει σε μονογραφή και δεν αποκλείει τη διακρίβωση της ταυτότητάς του. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι η έλλειψη της υπογραφής του προσώπου που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου στο συνταχθέν απ' αυτό αποδεικτικό καθιστά τούτο άκυρο με εντεύθεν συνέπεια την ακυρότητα της επιδόσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1654/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό,απορρίφθηκαν οι αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την πρόοδο της δίκης (κατ' άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ), εκ του λόγου ότι στα αποδεικτικά επιδόσεως του υπ' υπ' αριθ. 1871/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στον ίδιο και τον αντίκλητο δικηγόρο του ελλείπουν τα στοιχεία υπογραφής του επιδόσαντος οργάνου με την εξής αιτιολογία: "Από την επισκόπηση των από .... αποδεικτικών επιδόσεως του ...., επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, που ευρίσκονται στη δικογραφία, προκύπτει ότι αντίγραφο του υπ' αριθμ. 1871/21-8-2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που απέρριψε την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθμ. 26/2002 κλητηρίου θεσπίσματος, που τον καλούσε να δικαστεί απευθείας στο ακροατήριο, έχει επιδοθεί από τον άνω επιμελητή τόσο στον ίδιο, στην οδό ......., όπου είναι το γραφείο του, όσο και στον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Μπαγιώργα, στην οδό...... (στον τελευταίο με θυροκόλληση νομίμως). Στα εν λόγω δύο αποδεικτικά επιδόσεως αναφέρεται το επιδίδον όργανο με το ως άνω ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του, στο τέλος δε του αποδεικτικού και υπό την ένδειξη "Ο Επιδούς" έχει τεθεί ιδιοχείρως η υπογραφή του από τον επιδόσαντα. Έτσι, ουδεμία αμφιβολία προκαλείται ως προς τα στοιχεία ταυτότητας και της ιδιότητας του άνω επιδόσαντος επιμελητή, επειδή δεν αναφέρεται και το ονοματεπώνυμο αυτού (επιδόσαντος) κάτω από την υπογραφή του, αφού αρκεί το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό περιλαμβάνεται στο αποδεικτικό επιδόσεως. Περαιτέρω, και συναφώς με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι ποτέ δεν του επιδόθηκε το προαναφερόμενο βούλευμα, από την επισκόπηση του ως άνω αποδεικτικού επιδόσεως του προαναφερομένου βουλεύματος στον κατηγορούμενο, σημειωτέον δεν προσβάλλεται για πλαστότητα, και δη τη συμπλήρωση των εις αυτό (αποδεικτικό) εντύπων κενών ιδιοχείρως από το δικαστικό επιμελητή και τη θέση της υπογραφής του υπό την ένδειξη "Ο Επιδούς", που έχουν γραφεί με το ίδιο χρώμα (γαλάζιο) μελάνης, όπως και η υπάρχουσα υπογραφή υπό την ένδειξη "Ο Λαβών", προκύπτει ότι το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο, ενώ η κάτω από την ένδειξη "Ο Λαβών" του αποδεικτικού επιδόσεως αναγραφή του ονόματος "......", η αναγραφή της λέξεως "δεν" μεταξύ των εντύπων λέξεων "και επειδή" και "βρήκα" κλπ, καθώς και η γραφή μετά την έντυπη φράση "βρήκα τον ίδιο έδωσα το πιο πάνω βούλευμα στον" τα γράμματα και της λέξης "του", έχουν γραφεί με διαφορετικής απόχρωσης μελάνη από άλλο άτομο. Επομένως, οι αντιρρήσεις του κατηγορουμένου στην πρόοδο της δίκης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογημένα απέρριψε τις ανωτέρω αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, και συγκεκριμένα από τα από .... αποδεικτικά επιδόσεως του ......, επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, προκύπτει ότι αντίγραφο του υπ' αριθ. 1871/21.8.2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που απέρριψε την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθ. 26/2002 κλητηρίου θεσπίσματος, που τον καλούσε να δικαστεί απευθείας στο ακροατήριο, έχει επιδοθεί από τον άνω επιμελητή τόσο στον ίδιο, στην οδό ......, όπου είναι το γραφείο του, όσο και στον πιο πάνω αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Μπαγιώργα, στην οδό ...... (στον τελευταίο με θυροκόλληση νομίμως). Στα εν λόγω δύο αποδεικτικά επιδόσεως αναφέρεται το επιδίδον όργανο με το πιο πάνω ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά του, στο τέλος δε του αποδεικτικού και υπό την ένδειξη "Ο Επιδούς" έχει τεθεί ιδιοχείρως η υπογραφή του από τον επιδόσαντα. Με βάση τα ανωτέρω, δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας και την ιδιότητα του άνω επιμελητή που ενήργησε τις εν λόγω επιδόσεις, επειδή δεν αναφέρεται και το ονοματεπώνυμο αυτού κάτω από την ιδιόχειρη υπογραφή του, αφού αρκεί το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό αναφέρεται, κατά τα ανωτέρω, στα άνω αποδεικτικά επιδόσεως, εντεύθεν δε οι ειρημένες επιδόσεις του πιο πάνω βουλεύματος προς τον αναιρεσείοντα και τον αντίκλητο δικηγόρο του είναι έγκυρες. Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που προχώρησε στην πρόοδο της δίκης, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως της εξουσίας και επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι της αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος αντέλεξε στην εξέταση του μάρτυρα κατηγορίας Γ1, για το λόγο ότι "δεν έλαβε γνώση της από τον Εισαγγελέα κλητεύσεως του μάρτυρα αυτού στο ακροατήριο για να εξετασθεί". Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε με παρεμπίπτουσα απόφασή του την άνω αντίρρηση του αναιρεσείοντος, με την εξής αιτιολογία: "Από την επισκόπηση των από ..... δύο αποδεικτικών επιδόσεως του επιμελητή Δικαστηρίου Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών (......), που βρίσκονται στη δικογραφία και αναγνώσθηκαν, προκύπτει ότι την παραπάνω ημεροχρονολογία και περί ώρα 15.00, ο εν λόγω επιμελητής πήγε στο επί της οδού ......, γραφείο του κατηγορουμένου για να επιδώσει σ' αυτόν και στο συστεγαζόμενο δικαστικό του αντίκλητο Ιορδάνη Τσοπάνογλου, Δικηγόρο, τον υπ' αριθ. 1130/03 συμπληρωματικό κατάλογο μαρτύρων (στον οποίο περιλαμβάνονταν ο πιο πάνω μάρτυρας κατηγορίας) και επειδή δεν βρήκε τον κατηγορούμενο στο γραφείο του, ούτε τον άνω δικαστικό αντίκλητό του, ούτε άλλο από τα πρόσωπα του άρθρου 155 παρ. 2 ΚΠοινΔ, κόλλησε τον παραπάνω συμπληρωματικό κατάλογο στην πόρτα του άνω γραφείου του επί παρουσία του μάρτυρα Γ2, επιμελητή δικαστηρίου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ο οποίος (μάρτυρας) και υπέγραψε κάτω από την ένδειξη "Ο Μάρτυς". Επομένως, η πιο πάνω αντίρρηση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση, αιτιολογημένα απέρριψε την άνω αντίρρηση του αναιρεσείοντος και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2, 320 παρ. 2, 321 παρ.1 στοιχ. δ', ε' και 4 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του Εισαγγελέα, που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο αυτής. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Η σφραγίδα και η υπογραφή του Εισαγγελέα, στην περίπτωση που το κλητήριο θέσπισμα αποτελείται από περισσότερο του ενός φύλλα, αρκεί να υπάρχουν στο τέλος του τελευταίου φύλλου και σε κάθε ουσιώδη παραπομπή, όχι όμως και κάτω από τα παρατιθέμενα στο τέλος αυτού αναγνωστέα έγγραφα, αφού ακόμη και η μη αναγραφή αυτών στο κλητήριο θέσπισμα δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 31 παρ. 2, 105 παρ. 2 και 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης εξετάσεώς του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή ανώμοτης καταθέσεως που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Συνακόλουθα η κατά παράβαση της απαγορεύσεως αυτής αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος της πιο πάνω καταθέσεώς του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠοινΔ και θεμελιώνει έτσι τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 1/2004 και 2/1999). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αξιοποίηση-εκτίμηση-αξιολόγηση ενός πορίσματος, το οποίο εκτίμησε και τη μαρτυρική κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου, δεν εμπίπτει στις ανωτέρω διατάξεις, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αυτοτελές και ανεξάρτητο από την εν λόγω κατάθεση αποδεικτικό μέσο και δη έγγραφο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίστηκε και προέβαλε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, συνιστάμενη α) στο ότι δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το δόλο του, β) στην έλλειψη υπογραφής του Εισαγγελέα στα αναγνωστέά έγγραφα και γ) στο ότι κατά τη σύνταξή του λήφθηκε υπόψη το από 2-5-2001 πόρισμα προκαταρκτικής εξέτασης, στο οποίο περιλαμβάνονται μαρτυρικές καταθέσεις του. Η αντίρρησή του αυτή απορρίφθηκε με την 9107/2003 απόφαση, ενώ στη συνέχεια προτάθηκε η εν λόγω ακυρότητα ως λόγος εφέσεως και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το από 11-2-2002 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που επιδόθηκε νόμιμα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, κλητεύθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση. Το κλητήριο αυτό θέσπισμα αποτελείται από ένα φύλλο. Στο πρώτο μέρος του φύλλου, που περιέχεται η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο, δεν υπάρχει υπογραφή και σφραγίδα. Στο δεύτερο μέρος του φύλλου, που περιέχει την αξιόποινη πράξη και τα άρθρα του ΠΚ, υπάρχει η υπογραφή του Εισαγγελέα και η σφραγίδα, ενώ στο πρώτο μέρος υπάρχει η υπογραφή του Εισαγγελέα και η σφραγίδα σε μία παραπομπή. Επίσης το άνω κλητήριο θέσπισμα περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο αναιρεσείων, και δεν ήταν απαραίτητο να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το δόλο αυτού, δεδομένου ότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως που του αποδίδεται. Με βάση δε τα προαναφερθέντα, η υπάρχουσα σφραγίδα και υπογραφή του Εισαγγελέα καλύπτουν όλο το περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ η αξιοποίηση του άνω πορίσματος της προκαταρκτικής εξετάσεως για τη σύνταξη του κατηγορητηρίου δεν συνεπάγεται καμιά ακυρότητα και κατά συνέπεια όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β' ΚΠοινΔ, της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που αναφέρονται στην πιο πάνω πλημμέλεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή, η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή την εξάλειψη, ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, αδιαφόρου όντος αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1654/2004 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με την υπ' αριθ. 26413/1997 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο Χα και η σύζυγός του Χβ καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, έγκλημα φερόμενο ότι τελέστηκε από κοινού, συνιστάμενο στο ότι, ύστερα από κοινή αυτών συναπόφαση, παρέστησαν ψευδώς ότι το ακίνητου που πουλήθηκε στον ......, ήταν ελεύθερο παντός βάρους, ενώ στην πραγματικότητα ήταν βεβαρυμένο με υποθήκη υπέρ του δανειστή ......., τον οποίον κατ' αυτόν τον τρόπο ζημίωσαν. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε η δεύτερη την υπ' αριθ. 1903/1.4.1997 έφεση, ενώ ο τότε συγκατηγορούμενός της Χα, που δικάστηκε ερήμην γιατί δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, δεν είχε ασκήσει έφεση μέχρι την 30.3.01 (ημέρα Παρασκευή). Επί της εφέσεως της Χβ, η οποία, σημειωτέον, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών είχε διορίσει ως συνήγορό της τον κατηγορούμενο, ο οποίος την εκπροσώπησε και στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠοινΔ), εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1772-1773/7.2.2000 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία η εκκαλούσα αθωώθηκε, επειδή, κατά τα δεκτά γενόμενα, ο ενυπόθηκος δανειστής δεν υπέστη ζημία από την πώληση του ενυποθήκου ακινήτου, αφού αυτό μεταβιβάζεται στο νέο κτήτορα βεβαρυμένο. Η απόφαση του Εφετείου δεν περιείχε στο διατακτικό της διάταξη περί επεκτάσεως του αθωωτικού αποτελέσματος και στον μη ασκήσαντα έφεση συναυτουργό της, Χα, αλλ' ούτε και στο σκεπτικό της διαλάμβανε αυτή (απόφαση) σκέψη για επεκτακτικό αποτέλεσμα. Την 1.4.2001, ημέρα Κυριακή, ο Χα, όταν εμφανίστηκε στο Α/Τ Κολωνού (όπου η κατοικία του), σε εκπλήρωση των περιοριστικών όρων που του είχαν επιβληθεί με το υπ' αριθ. 58/01 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας για την υπό όρους απόλυσή του από τις φυλακές, όπου εξέτιε ποινή φυλάκισης με καταδικαστικές αποφάσεις για καθυστέρηση καταβολής εργοδοτικών εισφορών στο ΙΚΑ, συνελήφθη, με βάση την προαναφερομένη σε βάρος του (ερήμην) καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ο Χα επικοινώνησε αμέσως με τον κατηγορούμενο, με τον οποίον συνδεόταν από παλιά και ήταν νομικός του σύμβουλος, και ο τελευταίος (κατηγορούμενος), με τη σειρά του, επικοινώνησε με τον συστεγαζόμενο συνεργάτη του Ιωάννη Τσοπάνογλου, επίσης δικηγόρο, και του ζήτησε να μεριμνήσει ώστε την επομένη (2.4.01, Δευτέρα) να λάβει αντίγραφο της αποφάσεως του Εφετείου, χωρίς να του αναφέρει τον αριθμό της, διότι δεν τον γνώριζε. Την επομένη 2.4.01, ο κατηγορούμενος έλαβε από τον Χα την με ίδια ημερομηνία αναγνωσθείσα εξουσιοδότηση, με την οποία έδωσε στον κατηγορούμενο την εντολή να ασκήσει έφεση κατά της υπ' αριθ. 26413/97 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και περαιτέρω "να ενεργήσει πάντα τα νόμιμα, όπως και προς συμπλήρωσιν, δια του επεκτατικού αποτελέσματος της υπ' αριθ. 1772-1773/2000 αποφάσεως (αθωωτικής) και δι' αυτόν", όπως διαλαμβάνεται στην εξουσιοδότηση αυτή. Από την τελευταία αυτή περικοπή της εξουσιοδότησης προκύπτει, ως πρόσθετο στοιχείο, ότι η εν λόγω απόφαση και συγκεκριμένα το συνταχθέν και από τον Προεδρεύοντα Εφέτη και τη Γραμματέα της έδρας υπογραφέν πρωτότυπο αυτής, δεν περιείχε διάταξη, περί επεκτάσεως του αθωωτικού της αποτελέσματος και στον Χα και για τη συμπλήρωση αυτής ακριβώς της παραλείψεως (με την κατ' άρθρο 469 ΚΠοινΔ βεβαία, νόμιμη διαδικασία) εδίδετο από τον τελευταίο η εντολή και περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος, όταν στις 2.4.2001 εδίδετο σ' αυτόν η, ως άνω, εντολή, είχε ήδη στην κατοχή του αντίγραφο της αποφάσεως αυτής του Εφετείου, το οποίο (αντίγραφο αυτό) είχε λάβει από τον προαναφερόμενο συνεργάτη του Ιορδάνη Τσοπάνογλου, στον οποίο χορηγήθηκε αυτό από το Αρχείο του Εφετείου. Έχοντας ο κατηγορούμενος στην κατοχή του το άνω ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του πρωτοτύπου της άνω αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μετέβη στις 2.4.2001, στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, Τμήμα Εκτελέσεων, και ζήτησε την αποφυλάκιση του Χα, αίτημα όμως που δεν έγινε δεκτό, επειδή η απόφαση δεν περιείχε διάταξη επεκτάσεως του αθωωτικού αποτελέσματος και σ' εκείνον. Τότε ο κατηγορούμενος, προκειμένου να επιτύχει την άμεση απόλυση του Χα, πράγμα που αποκλειόταν αν ακολουθούσε τη διαδικασία συμπλήρωσης της απόφασης, κατά το άρθρο 469 εδ. δ' ΚΠοινΔ, τελών εν γνώσει της μη υπάρξεως στην άνω απόφαση διάταξης περί επεκτατικού αποτελέσματος και στον εντολέα του Χα, αποφάσισε να νοθεύσει το εκ του πρωτοτύπου της άνω αποφάσεως ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο που είχε στα χέρια του, με σκοπό να παραπλανήσει τα αρμόδια όργανα (Εισαγγελέα Τμήματος εκτελέσεως του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών) και να διατάξουν την αποφυλάκιση του Χα. Έτσι, στο άνω επίσημο φωτοαντίγραφο της υπ' αριθ. 1772-1773/2000 (αποφάσεως) που είχε χορηγηθεί, όπως από αυτό προκύπτει, στον δικηγόρο Ιορδάνη Τσομπάνογλου στις 2.4.2001, κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης του κατηγορουμένου, που ήταν ο παραστάς στη δίκη δικηγόρος, πρόσθεσε, στις 3.4.2001, στο μεν σκεπτικό της τη φράση: "Όπως αθώος πρέπει να κηρυχθεί ο συμμέτοχος Χα" και στο διατακτικό της τη φράση: "Επεκτείνει αποτέλεσμα Χα (469 ΚΠοινΔ)". Στη συνέχεια με, απλή (ανεπικύρωτη) φωτοτυπία του νοθευμένου αυτού αντιγράφου, μετέβη στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών - Τμήμα Εκτελέσεως και ζήτησε την αποφυλάκιση του Χα, λόγω της περιεχομένης πλέον σ' αυτό διατάξεως επεκτατικού αποτελέσματος με τη φράση, που ο ίδιος είχε προσθέσει. Ο επιληφθείς εισαγγελικός λειτουργός ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του9 προσκομίσει επίσημο αντίγραφο της αποφάσεως και σχετική εντολή του (αρμοδίου) Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Ύστερα από αυτό, αποφασισμένος να επιτύχει το σκοπό του, ο κατηγορούμενος και επειδή η νόθευση, που είχε αυτός κάνει στο επικυρωμένο από το πρωτότυπο της απόφασης (επίσημο) φωτοαντίγραφο, που κατά τα άνω είχε χορηγηθεί στον Ιορδάνη Τσοπάνογλου, ήταν έκδηλα εμφανής, μετέβη ο ίδιος (κατηγορούμενος) στο Αρχείο του Εφετείου Αθηνών, στις 4.4.2001 και ζήτησε από τον Ζ1 (μάρτυρα κατηγορίας) επικυρωμένο αντίγραφο της εν λόγω αποφάσεως. Ο υπάλληλος, αφού κράτησε την ταυτότητα του κατηγορουμένου, του παρέδωσε τον τόμο στον οποίον περιεχόταν και η εν λόγω απόφαση για να την φωτοτυπήσει, γιατί τότε δεν υπήρχε στο Τμήμα του Αρχείου υπηρεσιακό φωτοτυπικό μηχάνημα και οι δικηγόροι έβγαζαν φωτοτυπίες στο φωτοτυπικό μηχάνημα του Δικηγορικού Συλλόγου στο Εφετείο. Ο κατηγορούμενος αποχώρησε με τον τόμο για την έκδοση φωτοτυπίας και επανήλθε μετά πάροδο 15-20 λεπτών περίπου. Μέσα στο διάστημα αυτό, ο κατηγορούμενος νόθευσε το πρωτότυπο της απόφασης με την προσθήκη στο τέλος του σκεπτικού της φράσης: "Όπως αθώος πρέπει να κηρυχθεί ο συμμέτοχος Χα", στο δε διατακτικό αυτής τη φράση: "Επεκτείνει αποτέλεσμα Χα (469 ΚΠοινΔ), στη συνέχεια έβγαλε φωτοτυπία της νοθευμένης πλέον αποφάσεως και επέστρεψε τον τόμο στο Αρχείο, όπου ο υπάλληλος Ζ1 επικύρωσε τη φωτοτυπία δίχως να αντιληφθεί τη νόθευση στο πρωτότυπο της απόφασης. Το εν λόγω φωτοαντίγραφο χορηγήθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο, όπως προκύπτει από την σ' αυτό σχετική επισημείωση του δικαστικού γραμματέα. Από την αντιπαραβολή των δύο φωτοαντιγράφων, και συγκεκριμένα, εκείνου που είχε χορηγηθεί στον Ιορδάνη Τσοπάνογλου, όπως νοθεύτηκε, και εκείνου που χορηγήθηκε, κατά τα ανωτέρω στον κατηγορούμενο, διαπιστώνεται ότι στο μεν πρώτο ο Χα αναγράφεται ως "Χα", ενώ στο δεύτερο ως "Χα". Περαιτέρω, στο πρώτο (στο διατακτικό) αναγράφεται: "άρθ. 469 ΚΠοινΔ", ενώ στο δεύτερο δεν αναγράφεται η λέξη: "άρθ." προ του αριθμού 469. Έτσι, είναι προφανές ότι τα δύο αυτά φωτοαντίγραφα δεν εκδόθηκαν από το ίδιο πρωτότυπο. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος εξέδωσε επικυρωμένο φωτοαντίγραφο εκ του εις χείρας του κατά τα ανωτέρω ληφθέντος από αυτόν επισήμου φωτοαντιγράφου και μετέβη με αυτό στο Τμήμα Εκτελέσεων της Εισαγγελίας Εφετών και κάνοντας χρήση αυτού, πέτυχε την παρά του παραπλανηθέντος από την επίδειξη του αναφερομένου επισήμου αντιγράφου της απόφασης, Προϊσταμένου υπαλλήλου ......., σύνταξη του υπ' αριθ. 18030/4.4.2001 εγγράφου του Εισαγγελέα Εφετών προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τις δικές του νόμιμες ενέργειες, προκειμένου να αποφυλακισθεί ο Χα. Το εν λόγω έγγραφο υπεγράφη αμέσως, από τον επίσης παραπλανηθέντα, με την επίδειξη του αυτού αντιγράφου της απόφασης, Εισαγγελέα Υπηρεσίας (κατ' εκείνη την ημέρα) της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Κων. Νίκας και παραδόθηκε αμέσως στον κατηγορούμενο, ο οποίος στη συνέχεια πήγε και το παρέδωσε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών (Τμήμα Εκτελέσεων) για εκτέλεση. Το έγγραφο όμως αυτό δεν εκτελέσθηκε και επεστράφη στην Εισαγγελία Εφετών, την 6.4.2001, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σπ. Μουζακίτη. Με τα πιο πάνω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει αβίαστα ότι ο κατηγορούμενος, αν και ως δικηγόρος γνώριζε ότι για να έχει η άνω αθωωτική για την ασκήσασα έφεση Χβ (απόφαση) επεκτατικό αποτέλεσμα και στον μη ασκήσαντα έφεση (μέχρι τότε) συναυτουργό της Χα, θα έπρεπε να αποφανθεί το Δικαστήριο συναφώς και να περιλαμβάνεται έτσι στην απόφασή του σχετική διάταξη, σε περίπτωση δε που παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα θα έπρεπε να ακολουθήσει τη διαδικασία της συμπλήρωσης της απόφασης κατ' άρθρο 469 εδ. τελευταίο ΚΠοινΔ, αυτή, άλλωστε, ήταν και η εντολή που δόθηκε σ' αυτόν από τον Χα, εν τούτοις ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε τα ανωτέρω με πρόθεση και με σκοπό να παραπλανήσει τα αρμόδια όργανα περί της αληθείας των βεβαιουμένων στα, ως άνω, νοθευμένα από αυτόν έγγραφα περί γεγονότων, που έχουν έννομες συνέπειες, θέτοντας με τον τρόπο αυτό σε κίνδυνο την πίστη, την ασφάλεια και την ακεραιότητα των εγγράφων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δικαστική απόφαση. Με τα πιο πάνω πλήρως αποδειχθέντα περιστατικά, πρέπει ν' απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου περί διενέργειας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διότι η διενέργεια αυτής δεν θα οδηγούσε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε διαφορετικό του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος συναφώς με την τέλεση από τον κατηγορούμενο της αποδιδομένης σ' αυτόν αξιόποινης πράξης, αλλ' απλώς θα καθυστερούσε τη δίκη.
Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος πλαστογραφίας (νόθευσης) μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία (3) έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των 26 παρ. 1α, 27, 98 και 216 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, αφού τα δεκτά γενόμενα πιο πάνω περιστατικά συνιστούν νόθευση εγγράφων, δια της χρήσεως των οποίων μπορούσε να παραπλανηθεί άλλος περί του ότι η υπ' αριθ. 1772-1773/2000 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών επεξέτεινε το αποτέλεσμα της εφέσεως και στον ειρημένο Χα και τον κήρυξε αθώο της πράξεως της απάτης, ενώ, εξάλλου, κατά τις ίδιες παραδοχές της αποφάσεως υπάρχει και χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων από τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι χρησιμοποίησε αυτά στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών και στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών για να επιτύχει την αποφυλάκιση του ανωτέρω Χα. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται επαρκώς, αφενός μεν ο δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στην τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως, και δη η γνώση της νοθεύσεως των πιο πάνω εγγράφων, αφετέρου δε ο σκοπός του να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους ως προς το προαναφερόμενο γεγονός. Επίσης, με την, κατά τα προεκτεθέντα, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, καθόσον αναφέρει τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες ήχθη στο απορριπτικό πόρισμά του. Οι ειδικότερες δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο Α) δεν απάντησε στο αίτημά του α) να κληθούν και να εξετασθούν ως μάρτυρες οι ...., ..... και ..... και β) να αναγνωσθεί και να συνεκτιμηθεί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία η υπ' αριθ. 9555/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι απορριπτέες ως ερειδόμενες επί αναληθούς προϋποθέσεως, καθόσον από την επισκόπηση των πρακτικών της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκαν τέτοια αιτήματα, και Β) σιωπηρώς απέρριψε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του α) περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό, ένεκεν καρδιολογικής παθήσεως, ισχαιμικών κρίσεων μετά συμπτωμάτων απωλείας συνειδήσεως και β) επικουρικώς περί άρσεως του αδίκου της πράξεως λόγω συγκρούσεως καθηκόντων, είναι αόριστες και εντεύθεν απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5.10.2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Φεβρουαρίου 2005 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5.10.2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, τον Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 1654/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008. Και
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ