Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 220 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Εξακολουθούν έγκλημα.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί ως εντολοδόχο. Λαμβάνεται η αξία του συνόλου μερικότερων πράξεων ελλείψει αιτιολογίας (;;). Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 220/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντοντος - κατηγορουμένου: Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Χαλιακόπουλο, περί αναιρέσεως της 882/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Μαρτίου 2007 και 2 Ιουλίου 2007 αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1274/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρ. 375 Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 375 αντικατάστ. με το άρ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 ως εξής "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθ. 98 Π.Κ., όπως αυτή συμπληρώθηκε με το αρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999, σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα, υπό την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση ότι οι μερικότερες πράξεις έλαβαν χώρα μετά την 3.6.1999, όταν δηλαδή άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999 (Ολ. Α.Π. 5/2002). Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τα οποία έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 882/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και δυο (2) μηνών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτόν ως εντολοδόχο, κατ' εξακολούθηση και υπεξαγωγή εγγράφων, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 ετέλεσε τις αποδιδόμενες εις αυτόν πράξεις της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και της υπεξαγωγής εγγράφων. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, ως λογιστής της ατομικής επιχείρησης παρασκευής τυροπιτών και συναφών ειδών της Ψ1, στην Αθήνα και επί της οδού ...... αρ. ......., κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάιο 2000 έως το μήνα Οκτώβριο 2001, εισέπραξε από την άνω Ψ1 σταδιακά και σε μη εξακριβωθείσες ημερομηνίες συνολικά το ποσό των 3.400.000 δραχμών, προκειμένου να αγοράσει για λογαριασμό της από το Ι.Κ.Α. ένσημα των ασφαλισμένων εις αυτό υπαλλήλων της επιχείρησής της Γ1, Γ2 και Γ3, κατά την σχετική συμφωνία των. Όμως ο άνω κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη της εγκαλούσης Ψ1, και κατά παράβαση της δοθείσης εις αυτόν εντολής, δεν προέβη εις την αγοράν των ενσήμων του Ι.Κ.Α., αλλά κατεκράτησε το άνω ποσό και το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, που το είχε εμπιστευθεί η ανωτέρω λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Περαιτέρω, ο αυτός κατηγορούμενος, όταν περί τις αρχές Οκτωβρίου 2001, απεκαλύφθη η ανωτέρω παράνομη δραστηριότητά του, κατόπιν αιφνιδιαστικού ελέγχου του ΣΔΟΕ εις την επιχείρηση της εγκαλούσης, ούτος απέκρυψε την καρτέλλα ενσήμων Ι.Κ.Α. της υπαλλήλου της τελευταίας Γ2 και δεν την απέδωσε, καίτοι επανειλημμένως του εζητήθη, και τούτο με σκοπό να βλάψει αμφότερες αυτές (βλ. και κατάθεση εγκαλούσης). Ο κατ/νος αρνείται τις κατηγορίες, ισχυριζόμενος γενικώς και αορίστως, ότι δεν έλαβε χρήματα από την εγκαλούσα, ως εντολοδόχος αυτής, πλην ουδόλως πείθει, λαμβανομένου υπόψη ότι η εγκαλούσα καταθέτει ότι του έδινε χρήματα, γεγονός όπερ γνωρίζει και η (αδελφή της) Γ2, προς δε και ο (μάρτυς) Ζ1, ο οποίος καταθέτει ότι ήτο παρών ο κατηγορούμνος όταν πήγε να αναλάβει (ως) νέος λογιστής της εγκαλούσης και, όταν ρώτησε τον κατηγορούμενο γιατί το έκανε, αυτός απήντησε ότι έτσι ήθελε (βλ. κατάθεση Ζ1 σήμερα) και συνεχίζει ότι ξέρει ότι ο κατ/νος παραδέχθηκε την οφειλή του προφορικά (β. κατάθεσή του). Μετά ταύτα, πρέπει ο κατηγορούμενος, ως άνω, να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων αυτών".
Μετά αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο ως εντολοδόχο, κατ' εξακολούθηση, πράξη ως προς την οποία και μόνον προσβάλλεται η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1, 2 εδ. α Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών, σημειουμένου μόνο, σε σχέση με τις κατ' ιδίαν αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι, ορθώς η προσβαλλόμενη έλαβε υπόψη της το σύνολο των μερικοτέρων πράξεων και όχι κάθε μια από αυτές ξεχωριστά προς εκτίμηση της συνολικής αξίας του αντικειμένου της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως, αφού όλες οι μερικότερες πράξεις αυτής τελέσθηκαν μετά την 3.6.1999, όταν άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, το ότι δε ο αναιρεσείων, με τις μερικότερες πράξεις του, απέβλεπε στο συνολικό αποτέλεσμα (υπεξαίρεση συνολικού ποσού 3.400.000 δραχμών), αυτό σαφέστατα προκύπτει από την παραδοχή ότι η εγκαλούσα έδινε κάθε φορά χρήματα στον αναιρεσείοντα, προκειμένου αυτός να αγοράσει ένσημα του ΙΚΑ για τους ασφαλισμένους υπαλλήλους της επιχείρησής της, αυτός δε, ποτέ δεν προέβαινε σε ανάλογη αγορά, αλλά πάντοτε παρακρατούσε τα επί μέρους χρηματικά ποσά, με συνέπεια, το σύνολο της παράνομης ιδιοποίησης, να φθάσει στο ύψος των 3.400.000 δραχμών.
Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγος των συνεκδικαζομένων από 30.3.2007 και 2.7.2007 αιτήσεων αναίρεσης, της δεύτερης ούσης συμπληρωματικής της πρώτης (η πρώτη ασκήθηκε πριν την καταχώριση της προσβαλλόμενης στο ειδικό βιβλίο, η δε δεύτερη μετά την καταχώριση και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ. 583 παρ. 1 ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 30.3.2007 και 2.7.2007 αιτήσεις του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 882/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008.






Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή