Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1227 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδής βεβαίωση.




Περίληψη:
Στοιχεία των εγκλημάτων της ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν. Ανεπαρκής αιτιολογία ως προς το υποκειμενικό στοιχείο των εγκλημάτων στην καταδικαστική απόφαση. Παραδοχή σχετικών αιτήσεων αναίρεσης και αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.




Αριθμός 1227/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Ζευκιλή και 2) ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Χιώκο, περί αναιρέσεως της 1051/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15.1.2008 δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως και στο από 3.3.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων της πρώτης αναιρεσείουσας, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 229/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της υπ' αριθ. 1051/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης οι δύο συγκατηγορούμενοι και δι' αυτής καταδικασθέντες σε δεύτερο βαθμό: 1) .... και 2) .... άσκησαν η μεν πρώτη αυτών την από 21.1.2008 αίτηση αναίρεσης και τους από 3.3.2008 πρόσθετους επ' αυτής (αίτησης αναίρεσης) λόγους, ο δε δεύτερος την από 15.1.2008 αίτηση αναίρεσης. Οι παραπάνω αιτήσεις και πρόσθετοι λόγοι, που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να συνεκδικασθούν και να συνεξετασθούν (άρθρα 128 και 509 παρ. 2 ΚΠΔ). Κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ του ΠΚ και δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο, που έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σ' αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και δ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και θέληση να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ "αν περισσότερες πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων". Ειδικότερα τα στοιχεία του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος είναι α) η ταυτότητα των επί μέρους πράξεων. Οι πράξεις αυτές, που μπορεί μερικές να είναι τετελεσμένες και άλλες σε απόπειρα, πρέπει να είναι ομοειδείς και να προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και β) η ταυτότητα του δόλου, δηλονότι πρέπει να υπάρχει και εσωτερικός σύνδεσμος, ήτοι "ταυτότητα της απόφασης" του δράστη που εξ αρχής καταλαμβάνει το σύνολο των μερικοτέρων πράξεων. Ακόμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ, β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα, συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1051/2007 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης καταδίκασε τους δύο κατηγορουμένους - ήδη αναιρεσείοντες, σε φυλάκιση 12 μηνών τον καθένα αυτών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία, για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση την πρώτη αυτών και την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση τον δεύτερο αυτών, που τέλεσαν την 5.7.2002, την 11.9.2002 και την 2.1.2003. Ως αιτιολογία της αποφάσεώς του, το δικαστήριο διέλαβε τα εξής: ".......αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση (η πρώτη) και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή (ο δεύτερος), που αποδίδονται σ' αυτούς με το κατηγορητήριο και περιγράφονται στο διατακτικό της παρούσας. Ειδικότερα, στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο οδηγήθηκε από τις σαφείς και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων .... και ...., από τις οποίες προκύπτουν όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους. Τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αναιρούνται από τις απολογίες των κατηγορουμένων, την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της αποδεικτικής διαδικασίας. Επομένως, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι κατά το διατακτικό". Η αιτιολογία, όμως, αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, αφού δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για τα εγκλήματα για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι δύο κατηγορούμενοι, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει εξ ολοκλήρου το σκεπτικό. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου αμφοτέρων των αιτήσεων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, παρελκούσης δε μετά ταύτα της εξέτασης των λοιπών λόγων τους, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλες δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 1051/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή