Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1570 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Συναυτουργία.




Περίληψη:
Ναρκωτικά. Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Έννοια αυτών. Συναυτουργία. Απόρριψη ισχυρισμών για κατοχή ναρκωτικών προς ιδία χρήση και ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 §§ 2α και 2δ ΠΚ. Νόμιμο και ορισμένο σχετικών ισχυρισμών. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και μη ορθή εφαρμογή του νόμου.




Αριθμός 1570/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Καραγιάννη, περί αναιρέσεως της 11/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας.

Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 26 Ιανουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 714/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β και ζ του νόμου 1729/1987, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 (ήδη άρθρο 20 παρ. 1 περ. β κα ζ του κ.ν.ν. 3459/2006) τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ'αυτό ποινές, όποιος, εκτός των άλλων περιπτώσεων, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος της αγοράς ναρκωτικών ουσιών δεν είναι αναγκαία η ρητή μνεία και αναφορά σε συγκεκριμένη περίπτωση κατηγορίας ότι συμφωνήθηκε και τίμημα, γιατί ο νομικός όρος "αγορά" είναι τόσο εύχρηστος στην πράξη και έχει ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια, ώστε υποδηλώνει οπωσδήποτε και συνομολόγηση τιμήματος, γιατί χωρίς τέτοιο δεν μπορεί να νοηθεί αγορά. Περαιτέρω η κατοχή ναρκωτικών ουσιών ως έγκλημα πραγματώνεται με τη φυσική εξουσίασή τους από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τις διαθέτει πραγματικά. Ακόμα, όσον αφορά την κατά συναυτουργία τέλεση των ως άνω εγκλημάτων (άρθρο 45 ΠΚ, που υπάρχει όταν περισσότεροι από ένα εκτελούν τα εγκλήματα αυτά από κοινού, με τον όρο δε αυτό εκφράζεται αντικειμενικώς μεν ότι περισσότεροι από ένας συνέπραξαν στην τέλεσή της, υποκειμενικώς δε ότι οι περισσότεροι αυτοί είχαν κοινό δόλο, δηλαδή τέλεσαν το έγκλημα ή τα εγκλήματα ύστερα από συναπόφαση), για την αιτιολόγηση της απόφασης αρκεί να αναφέρονται σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση σε καθένα από τα εγκλήματα αυτά ως συναυτουργός. Δεν είναι όμως αναγκαίο να διαλαμβάνεται στην καταδικαστική απόφαση η διακεκριμένη συμμετοχική δράση του καθενός συναυτουργού με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένες υλικές ενέργειες. Ειδικότερα συγκατοχή ναρκωτικής ουσίας υπάρχει όταν υφίσταται μεταξύ των δραστών κοινός δόλος φυσικής εξουσίασης της συγκεκριμένης ποσότητας, η οποία πρέπει να είναι σαφώς προσδιορισμένη και να υφίσταται η δυνατότητα σε όλους τους συναυτουργούς (δράστες) άσκησης της φυσικής εξουσίασης αυτής με τη δυνατότητα διαθέσεως και διαπιστώσεως οποτεδήποτε της υπάρξεως αυτής. Τέλος, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του Π.Κ. "αν οι περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μια και μόνο ποινή, για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 11/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στα αστυνομικά όργανα του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών ... περιήλθον ανώνυμες καταγγελίες ότι ο κατηγορούμενος Χ, μαζί με τον ΑΑ, κατέχει και διακινεί σε τοξικομανείς στη θέση "..." του ΔΔ. ... ναρκωτικά. Κατόπιν των πληροφοριών αυτών οι αστυνομικοί μετέβησαν στην ως άνω θέση που τους είχε υποδειχθεί προς παρακολούθηση. Στις 10.5.2006, απογευματινές ώρες, οι αστυνομικοί αντιλήφθηκαν τους ανωτέρω, οι οποίοι μετέβησαν με το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου Χ στην ως άνω τοποθεσία, αποβιβάστηκαν και έκρυψαν κάτω από κλαριά κάποιο αντικείμενο. Μετά την αποχώρηση του κατηγορουμένου και του ΑΑ, οι ενεδρεύοντες αστυνομικοί προέβησαν σε διερεύνηση του χώρου και βρήκαν μία νάυλον σακούλα η οποία περιείχε τρεις επιμέρους συσκευασίες, περιέχουσες ινδική κάνναβη βάρους 790, 524 και 268 γραμματίων αντίστοιχα. Την επομένη (11.5.2006) και περί ώρα 10η βραδινή επανήλθαν ο κατηγορούμενος μαζί με τον ΑΑ στην ως άνω τοποθεσία που είχαν κρύψει τις παραπάνω ποσότητες ινδικής κάνναβης και όταν κινήθηκαν προς τη συγκεκριμένη θέση, οι αστυνομικοί, οι οποίοι συνέχιζαν την φύλαξη του χώρου, τους συνέλαβαν. Μετά την σύλληψη των ανωτέρω, άγνωστο άτομο τηλεφώνησε στο Τμήμα Ασφαλείας ... και υπέδειξε σημείο, κοντά στην ως άνω τοποθεσία που συνελήφθησαν οι κατηγορούμενοι, όπου βρισκόταν κρυμμένη ηρωίνη. Πράγματι τα αστυνομικά όργανα μετέβησαν στην υποδειχθείσα τοποθεσία και στην ρίζα μίας ελιάς βρήκαν θαμμένη μία νάυλον σακούλα που περιείχε ποσότητα ηρωίνης, βάρους 277 γραμμαρίων και μία ζυγαριά ακριβείας. Ο κατηγορούμενος, εξεταζόμενος, μετά τη σύλληψη του, στην Αστυνομική Διεύθυνση ... (Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών), παραδέχθηκε ότι είχε αγοράσει και κατείχε, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του (πρωτοδίκως) ΑΑ, τις παραπάνω - ναρκωτικές ουσίες (ινδική κάνναβη και ηρωίνη). Επίσης, απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως άλλωστε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ομολόγησε ότι οι ανευρεθείσες ποσότητες ινδικής κάνναβης και ηρωίνης, καθώς και η ζυγαριά ακριβείας ανήκαν σ' αυτόν και στον ΑΑ από κοινού, ισχυρισθείς ότι είχαν τις ποσότητες αυτές για δική τους χρήση. Ο ισχυρισμός όμως αυτός του κατηγορουμένου ελέγχεται ως αναληθής, απορρίφθηκε δε και από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον πρόκειται για πολύ μεγάλες ποσότητες για να καλύπτουν αποκλειστικά και μόνο τις ανάγκες δύο ατόμων (κατηγορουμένου και ΑΑ), εκ των οποίων μάλιστα ο κατηγορούμενος είναι απλός χρήστης και όχι τοξικομανής, ενώ, εξάλλου, όπως κατέθεσαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και οι μάρτυρες αστυνομικοί, η ποσότητα των ναρκωτικών, οι κινήσεις του κατηγορουμένου και ο τρόπος δράσεώς του, μαρτυρούν ότι τις παραπάνω ποσότητες ο κατηγορούμενος τις είχε αγοράσει και τις κατείχε, από κοινού με τον ΑΑ, με σκοπό να τις διαθέσει περαιτέρω σε τρίτους, έναντι τιμήματος. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ως πρωτοδίκως ο ως άνω κατηγορούμενος για τις πράξεις της αγοράς και κατοχής από κοινού, κατ' εξακολούθηση, των παραπάνω ποσοτήτων ναρκωτικών, με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος Χ στο ... και σε άλλους άγνωστους τόπους, κατά το χρονικό διάστημα από 18.6.2005 έως 11-5-2006, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, έκανε χρήση ινδικής κάνναβης, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για την πράξη αυτή".
Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος των αξιοποίνων πράξεων της κλοπής από κοινού με τον ΑΑ ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση, της κατοχής από κοινού με τον ως άνω αναφερόμενο ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους και της χρήσης ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση και μετ' απόρριψη του ισχυρισμού περί του ότι είναι τοξικομανής και δη τις κατεχόμενες απ' αυτόν ποσότητες ναρκωτικών είχε για δική του αποκλειστική χρήση και περί της συνδρομής στο πρόσωπο των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α και δ του ΠΚ, και του επιβλήθηκε η συνολική ποινή της καθείρξεως των 10 ετών και 1 μηνός και η χρηματική ποινή των 25.000 ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1 και 98 παρ. 1 ΠΚ, 4 παρ. 1 και 3 πιν. Α αρ. 5 και 6, 5 παρ. 1 και ζ και παρ. 2 και 12 παρ. 1 του ν. 1729/1987, όπως τα άρθρα 5 και 12 του νόμου αυτού αντικ. με άρθρα 10 και 14 του ν. 2161/1993, το δε άρθρο 12 στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 και 4 του ν. 3189/2003 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν: α) ισχυρισμός του αναιρεσείοντος του ότι ήταν τοξικομανής και όχι χρήστης ναρκωτικών ουσιών, στηριζόμενο το Δικαστήριο της ουσίας για την απόφασή του αυτή και στην από 5-7-2006 έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης του ιατροδικαστή ..., και β) ο ισχυρισμός ότι κατείχε την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών για δική του χρήση, ενόψει της μεγάλης ποσότητας αυτών (1.582 γραμμάτια αποξηραμένης ινδικής κάνναβης, επιμερισμένη σε τρεις συσκευασίες, και 277 γραμμάρια ηρωΐνης, του τόπου φύλαξης αυτών και της κατοχής ζυγού ακριβείας). Επίσης είναι απορριπτέες ως αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) ως προς την έλλειψη αιτιολογίας λόγω του μη επακριβούς προσδιορισμού του τόπου της χρήσεως απ'αυτόν των ναρκωτικών ουσιών, που μπορεί να είναι διάφορος εν μέρει των τόπων της αγοράς τους και της κατοχής τους, επιπλέον δε δεν επηρεάζεται η τοπική αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων (Τριμελούς και Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας) με την αναφορά διαφόρων τόπων της περιφέρειας όμως των Δικαστηρίων της Καλαμάτας ως τόπων τέλεσης των εγκλημάτων από τον αναιρεσείοντα β) ως προς το χρόνο της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών από τον αναιρεσείοντα, προσδιοριζόμενα σε μία ημερομηνία (11-5-2006), που είναι η ημέρα που συνελήφθη και κατελήφθη να κατέχει τις ως άνω διάφορες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, ενώ ο χρόνος της αγοράς τους είναι προγενέστερος και εκτείνεται από την 1-1-2006 έως την 11-5-2006 και όχι μόνο στην ημερομηνία της κατοχής τους, αφού η αγορά των ναρκωτικών ουσιών από τον αναιρεσείοντα προηγήθηκε της κατοχής και υπήρξε σταδιακή, γ) ως προς την αναφορά τιμήματος (1000 ευρώ) για την αγορά της ινδικής κάνναβης όχι όμως και των 277 γραμμαρίων ηρωΐνης, για την οποία είναι άγνωστο το ύψος του τιμήματος αυτού όχι και η μη καταβολή αυτού, αφού δεν καθίσταται από το λόγο αυτό αόριστη η σχετική κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος, όπως έχει προαναφερθεί στην αρχή της παρούσας για τη θεμελίωση του εγκλήματος της αγοράς ναρκωτικών. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης ο αναιρεσείων δια των συνηγόρων του προέβαλε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί συνδρομής στο πρόσωπο αυτού (αναιρεσείοντος) των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της επίδειξης από αυτόν ειλικρινούς μετάνοιας και επιδίωξης να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α και δ του ΠΚ αντίστοιχα), επικαλέσθηκε δε για τη θεμελίωσή τους τα εξής: "Προβάλλω στο Δικαστήριό σας τον παρακάτω αυτοτελή ισχυρισμό τον οποίο αναπτύσσω και προφορικά. "Στο πρόσωπό μου πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι ελαφρυντικές περιπτώσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ του ΠΚ και συνεπώς να μου αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά: α) του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ. 2α και β) της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθρο 84 παρ. 2δ). Ο ισχυρισμός μου αυτός είναι βάσιμος και ευπρόσωπος ερείδεται δε στην πάγια νομολογία των ποινικών δικαστηρίων ιδίως του Αρείου Πάγου, στις απόψεις λόγω όλων των θεωρητικών της ποινικής επιστήμης αλλά και σε αδιάσειστα πραγματικά - ουσιαστικά στοιχεία και έγγραφα της δικογραφίας στην παρούσα ποινική δίκη. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: Α. - Η θέσπιση της διάταξης (84 παρ. 2 Π.Κ.), που διατυπώθηκε από τον Ν. Χωραφά, στοχεύει στην θεμελίωση λόγων μείωσης της ποινής, εφ' όσον συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, που καθορίζονται ενδεικτικά και οδηγούν το Δικαστή σε ηπιότερη μεταχείριση του δράστη. Δηλαδή, αξιολογώντας την προσωπικότητα του δράστη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, να μειώνει αυτήν, κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π. Κ. Παγίως δε γίνεται δεκτό ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις έχουν εφαρμογή σε κάθε έγκλημα οποιασδήποτε βαρύτητας και σε κάθε εγκληματία (βλ. Α.Π. 267/1995). Ως εκ τούτου είναι προφανώς ορθές οι αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, που αναγνωρίζουν ελαφρυντικά σε δράστες αξιόποινων πράξεων μεγαλύτερης απαξίας και βαρύτητας (π.χ. ανθρωποκτονία από πρόθεση ή υπόθεση "17 Νοέμβρη" κ.λ.π.) σε σχέση με την παρούσα υπόθεση (βλ. Α.Π. 1091/2002, Α.Π. 842/1999, Εφ.ΑΘ. 699/2003, υπόθεση "17 Ν"). Αρκεί να εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η τεκμηρίωση του αιτούμενου ελαφρυντικού. Β.1.- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2α' ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το ότι: "Ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο έντιμος βίος ανάγεται σε όλες τις μορφές της ζωής: ατομική, επαγγελματική, οικογενειακή και κοινωνική και απαιτείται συμπεριφορά σύμφωνη με τους νόμους και τους κανόνες της ηθικής. Βεβαίως ο νομοθέτης δεν αξιώνει "άσπιλη" ζωή αλλά απλώς "έντιμη", αφού δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί "άτιμη" η ζωή ενός δράστη που υπέπεσε σε μια τυπική παράβαση μικρής κοινωνικής σημασίας (βλ. Μανωλεδάκης Γενική Θεωρία Π.Δ., τ.β', Λ. Λυμπερόπουλος Π.Χρ. ΜΗ', 97 και ιδίως Α.Π. 1091/2002 Αρμενόπουλος 2003, 254).
Συνεπώς ο έντιμος βίος απαιτεί θετική συμπεριφορά, αποδεικνυόμενη με συγκεκριμένα περιστατικά και δεν αναιρείται από τυχόν καταδίκες μικρής κοινωνικής σημασίας και απαξίας. Ισχυρίζομαι ευπρόσωπα και αληθινά ότι στα 27 χρόνια της ζωής μου και έως την 11/05/2006 που έγινε η ανόητη και ολέθρια πράξη μου, έζησα έντιμη προσωπική, επαγγελματική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Η παραδοχή αυτή θεμελιώνεται στα παρακάτω στοιχεία και γεγονότα: α) Μεγάλωσα με μεγάλες στερήσεις, όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια μου, από τη μητέρα μου, καθ' ότι ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε παντελώς από την βρεφική μου ηλικία, ζώντας αρμονικά με την οικογένεια μου (μητέρα και 2 αδέλφια). Με πολύ κόπο και δυσκολίες τελείωσα το Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο, με διαγωγή κοσμιοτάτη και πήρα πτυχίο Ηλεκτρολόγου. Υπηρέτησα κανονικά τη στρατιωτική μου θητεία, αφοσιωμένος στο καθήκον και στην πατρίδα με συνέπεια και εντιμότητα, χωρίς να δώσω αφορμή με οποιαδήποτε αρνητική συμπεριφορά (βλ. σχετικά έγγραφα). β) Εργάστηκα κανονικά από το 2000 έως τις αρχές του 2003 στη σιρματουργεία "ΑΦΟΙ ... Ε.Π.Ε." (...) και από τον Μάρτιο του 2003 έως τη σύλληψη μου (11-10-2006) εργάστηκα επίσης συνεχώς και με ασφάλιση στο Σ/Μ "lidl" στην ..., χωρίς να δημιουργήσω οποιοδήποτε πρόβλημα στους εργοδότες μου ή στους συναδέλφους μου, όντας άψογος και συνεπής στην εργασία μου. Γεγονός πού αναγνωρίζεται από την κατάθεση της Προϊσταμένης του "Lidl" στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. βεβαιώσεις εργοδοτών, καρτέλες ενσήμων Ι.Κ.Α. ...). γ) Δεν απασχόλησα ποτέ τις Διωκτικές Αρχές για παράνομες ή ανήθικες πράξεις, ως δράστης ή ως ύποπτος, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ποινικό μου μητρώο, το οποίο είναι ΛΕΥΚΟ και δείχνει ότι δεν ήμουν παραβατικό άτομο. Η μοναδική παράβαση μου (χρήση ουσιών μέχρι την ημέρα της σύλληψής μου για την παρούσα υπόθεση) και για την οποία επικρίνω τον εαυτό μου δεν αίρει τον πρότερο έντιμο χαρακτήρα μου, αφού: ί) είναι ήσσονος σημασίας καθ' ότι ως χρήστης έβλαψα μόνο τον εαυτό μου και κανέναν άλλο, ii) το αδίκημα της χρήσης ουσιών αντιμετωπίζεται από τον ποινικό νομοθέτη με πολύ "ήπιες" ποινές, ακόμα και "ατιμώρητο". iii) δεν έχω τιμωρηθεί ποτέ μέχρι σήμερα, όπως προκύπτει και από το ποινικό μου μητρώο, iν) η νομολογία, ιδίως του Αρείου Πάγου, αναγνωρίζει την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου ακόμα και σε περιπτώσεις δραστών με πρότερη καταδίκη σε πιο απαξιωτικά αδικήματα (π.χ. κλοπή) (βλ. προσκομιζόμενη Α.Π. 1091/2002 με την οποίο, αναγνωρίστηκε σε δράστη ανθρωποκτονίας από πρόθεση ελαφρυντική περίσταση πρότερου έντιμου βίου, παρότι αυτός είχε πριν καταδικαστεί για κλοπή σε φυλάκιση 5 μηνών ...), ν) στη δικαστηριακή πρακτική και του παρόντος Δικαστηρίου πολύ συχνά αναγνωρίζεται το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου σε κατηγορούμενους με ίδιες κατηγορίες (κακουργηματική κατοχή) όταν είναι χρήστες αλλά έχουν λευκό ποινικό μητρώο. δ) Ο έντιμος βίος μου συνεπικουρείται και από την με ημερομηνία 14-1-2008 βεβαίωση των Δ. Φ. ..., που σημειώνει την καλή διαγωγή μου κατά τους (20) και πλέον μήνες της κράτησης μου, αφού: ουδέποτε τιμωρήθηκα πειθαρχικά και είχα καλή συμπεριφορά. Γεγονός που επιβεβαιώνει τον ήπιο και φιλήσυχο χαρακτήρα μου.
2.- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 β' ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το ότι: "ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Κατά την έννοια αυτή το ελαφρυντικό παρέχεται "αν αποδειχθεί ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και δεν αρκεί η ρηματική μεταμέλεια κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά απαιτείται να είναι έμπρακτη και με τη θέληση του. Δηλαδή να συνοδεύεται από πράξεις ή ενέργειες που μαρτυρούν ότι αυτός πράγματι επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του". Τέτοια έμπρακτη συμπεριφορά έχει ενδεικτικά θεωρηθεί ότι αποτελούν μεταξύ άλλων πράξεις όπως: α) η ομολογία της συμμετοχής του υπαιτίου στην πράξη, η αποκάλυψη των συμμέτοχων και η μη υπαναχώρηση από τις ομολογίες του (βλ. υπόθεση "77 Ν." Εφ. Αθ. 699/2003), β) η απεξάρτηση και γενικότερα η αποκοπή και απόρριψη των ναρκωτικών ουσιών ως τρόπος ζωής από πρώην χρήστες όπως εγώ (βλ. διατάξεις και πνεύμα άρθρου 31 του Ν. 3459/2006 περί ναρκωτικών). Στην παρούσα υπόθεση επικαλούμαι τα παρακάτω περιστατικά, πράξεις και ενέργειες, από τα οποία προκύπτει και αποδεικνύεται η ειλικρινής μετάνοια μου και η έμπρακτη επιδίωξη μου να άρω και να μειώσω τις συνέπειες από την ανόητη και καταστροφική εμπλοκή μου με τις ναρκωτικές ουσίες. α) Ομολόγησα αμέσως μετά τη σύλληψή μου τις πράξεις μου στους Αστυνομικούς, εξεταζόμενος στο Τ.Α. ..., αυθόρμητα, παραδέχθηκα την αγορά και κατοχή τους και το ίδιο έπραξα και ενώπιον του κ. Ανακριτή ... . Η ομολογία μου ήταν ειλικρινής, περιέγραψα αναλυτικά τα περιστατικά, συνεργάστηκα και απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις που μου έθεσαν οι Αρχές με τη θέληση μου, χωρίς να μου ασκηθεί σωματική ή ψυχολογική βία. Η ειλικρινής ομολογία μου επιβεβαιώνεται από τις καταθέσεις των (3) αστυνομικών μαρτύρων στην παρούσα υπόθεση, β) Αποκάλυψα με ευθύτητα το πρόσωπο από το οποίο αγοράσαμε την ποσότητα του 1,5 περίπου κιλού κάνναβης, περιγράφοντας αναλυτικά όλες τις ενέργειες, τα γεγονότα και τα στοιχεία που διέθετα. Δεν υπαναχώρησα από την αληθινή αυτή ομολογία μου τόσο για τον εαυτό μου όσο και για τον προμηθευτή μας, ανεξάρτητα από την αθωωτική για αυτόν απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την οποία, σέβομαι απολύτως και την επίκληση από αυτόν του άρθρου 211ΑΚΠ.Δ. γ) Με τη βοήθεια, ιδίως των γιατρών και των υπηρεσιών του Νοσοκομείου "κρατουμένων ..., αλλά και των Δ.Φ. ... έδωσα μια δύσκολη και επίμονη μάχη, για να απεξαρτηθώ από τις ναρκωτικές ουσίες, ιδίως την ηρωίνη, πράγμα που πέτυχα. Ειδικότερα, παρά τα ισχυρά στερητικά σύνδρομα που εκδηλώθηκαν αμέσως μετά τη σύλληψή μου (12-5-06, βλ. έγγραφο Γ.Ν. ...), σιγά σιγά, λαμβάνοντας με υπόδειξη των θεραπόντων γιατρών υποκατάστατα φάρμακα, κατάφερα αποκοπώ εντελώς από όλες τις ουσίες και είμαι πλέον από καιρό "καθαρός", δ) Δυστυχώς η χρήση ηρωίνης μου προκάλεσε ηπατίτιδα C, εξαιτίας της οποίας ταλαιπωρούμαι επί πολλούς μήνες, νοσηλευόμενος σε διάφορα νοσηλευτικά ιδρύματα, όντας κρατούμενος (βλ. υπ' αριθμ. ... ιατρική γνωμάτευση νοσοκομείου κρατουμένων ...). Αυτό το αδιαμφισβήτητο και πολύ σοβαρό γεγονός για τη ζωή μου, πέραν των κινδύνων και της μεγάλης ταλαιπωρίας μου, είχε και ως πρόσθετη συνέπεια να μην μπορώ να εργαστώ στη φυλακή επαρκώς για ευνόητους λόγους, παρά την μεγάλη επιθυμία μου. Ωστόσο, όντας κρατούμενος και με αυτήν την πολύ σοβαρή ασθένεια, προσπαθώ επίμονα να αλλάξω ζωή και ενδιαφέροντα, ώστε όταν αποφυλακισθώ να είμαι χρήσιμος, σωστός και φιλήσυχος πολίτης.
Συνεπώς τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν φρονώ ότι θα πρέπει να οδηγήσουν στην αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2α' και, δ' στο πρόσωπο μου και στην επιβολή ελαττωμένης ποινής κατ' άρθρο 83 Π.Κ. σε συνδυασμό και με τις διατάζεις του άρθρου 79 Π.Κ.".
Όμως, οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν θεμελιώνονται στα πιο πάνω συναφώς επικληθέντα από τον αναιρεσείοντα περιστατικά, καθόσον: α) δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση των πράξεων, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά και β) για τη στοιχειοθέτηση της περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' του Π.Κ., πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επεζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, μη αρκούσης ούτε της ομολογίας για την τέλεση αυτών μετά τη σύλληψή του και τη βεβαιότητα αποκάλυψης της εγκληματικής δραστηριότητάς του από το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών μέσων ούτε και της αποκάλυψης του πωλητού των ναρκωτικών ουσιών προς αυτόν, δηλονότι του ΒΒ, η οποία όμως δεν επαληθεύθηκε από την ποινική διαδικασία (βλ. 17η σελίδα προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί των ανωτέρω δύο αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος που ήταν αόριστοι, εκ περισσού δε με ειδική και πλήρη αιτιολογία απέρριψε αυτούς ως αβάσιμους (βλ. 17η σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως και όλοι οι πρόσθετοι (1ος έως 7ος) επ' αυτής λόγοι, με τους οποίους, κατ' εκτίμησή τους, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (τόσο ως προς την ενοχή του για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς και κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους όσο και ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του) και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των προαναφερομένων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Ακόμη είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η), με την παραδοχή από το Δικαστήριο της ουσίας ότι οι κατεχόμενες από τον αναιρεσείοντα ναρκωτικές ουσίες προορίζονταν για περαιτέρω διάθεση σε τρίτους, χωρίς να προσδιορίζονται ο χρόνος της τοιαύτης διάθεσης και τα πρόσωπα που θα αποκτούσαν ναρκωτικές ουσίες από τον αναιρεσείοντα. Και τούτο διότι δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών η προς περαιτέρω διάθεση ή προς ιδίαν αποκλειστική χρήση κατοχή αυτών από το δράστη, ούτε επιπλέον απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης η αναφορά σ'αυτή ότι ο δράστης και κάτοχος της ναρκωτικής ουσίας προόριζε αυτή για δική του αποκλειστική χρήση. Μόνο αν υποβληθεί πλήρης και ορισμένος αυτοτελής ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο για προμήθεια ή κατοχή ναρκωτικών ουσιών προς ιδίαν αποκλειστική χρήση, οφείλει το δικαστήριο να διαλάβει στην απόφασή του την ως άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη αυτού. Το τελευταίο συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στη 16η σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης, για την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ως κατ' ουσίαν αβασίμου.
Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής από 26-1-2009 πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15 Απριλίου 2008 αίτηση του Χ και τους πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή