Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 580 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α., Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Απόφαση με την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη και απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για αρνητική υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Ορθή επίδοση της εκκαλουμένης ως άγνωστης διαμονής όταν ο κατηγορούμενος έχει δηλώσει στο μηνυτή ελλιπή διεύθυνση κατοικίας (οδό με αριθμό πέραν της υφισταμένης αρίθμησης) -.




Αριθμός 580/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, περί αναιρέσεως της 506/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 529/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται κατά το άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠοινΔ την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των ως άνω άρθρων 154 και 156, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Και ναι μεν η διεύθυνση πρέπει, προκειμένου για πόλεις, να εξειδικεύεται με την αναγραφή τόσο της οδού, όσο και του αριθμού, όπου βρίσκεται η κατοικία, στην οποία αναζητήθηκε εκείνος προς τον οποίο έγινε η επίδοση, πλην, αν η διεύθυνση κατοικίας είναι ανακριβής ή ελλιπής, γιατί π.χ. ο κατηγορούμενος δήλωσε κάποτε στον μηνυτή οδό με αριθμό πέραν της υφισταμένης αριθμήσεως της συγκεκριμένης οδού και, συνεπώς, ανύπαρκτο, ο τελευταίος πάλι θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, εφόσον δεν πρόκειται για πολύ μικρό δρόμο και δε μπορεί ο αριθμός να διαγνωσθεί ευχερώς από το όργανο επίδοσης με επί τόπου μετάβασή του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση, ο έλεγχος, όμως, του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 506/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 4902/2008 του ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από το συνήγορό του, κατά της υπ' αριθ. 46705/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, ερήμην, για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ` εξακολούθηση και κατά συναυτουργία σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι "ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής δίωξης και της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι και τις 27.5.08 οπότε και συνελλήφθη προς εκτέλεσή της, καθώς είχε αναζητηθεί στην οδό ... 'άνευ αριθμού' και ως αγνώστου διαμονής, ενώ είχε γνωστή διαμονή στην οδό ... στην ..., γεγονός που γνώριζε η Εισαγγελία Πλημμελημάτων Αθηνών, όπως προκύπτει από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του είχε επιδώσει", δηλαδή είχε προβάλει, με την έφεσή του, ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως "άγνωστης διαμονής". Δεν αναφέρει, όμως, στην έφεση αυτή ο κατηγορούμενος αν την ανωτέρω φερόμενη ως τελευταία γνωστή κατοικία της είχε δηλώσει κατά οποιοδήποτε τρόπο στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διαλαμβάνονται, για την απόρριψη της εφέσεως, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, κατά λέξη, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, εναντίον του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση, η οποία φέρεται με το κατηγορητήριο, ότι έλαβε χώρα από αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από 18.6.1996 έως 25.7.1996. Καταδικάσθηκε δε αυτός απών ως άγνωστης διαμονής με την υπ' αριθ. 46705/16.5.2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Οι κατηγορούμενοι ΑΑ και Χ βρέθηκαν από το μηνυτή, στον οποίο και ομολόγησαν τη διαπραχθείσα πλαστογραφία και παρέδωσαν σ' αυτόν τις από 5.12.1996 υπεύθυνες δηλώσεις τους, οι οποίες αναγνώσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της εκκαλουμένης (σελ. 4η), διαλαμβάνοντας όλα τα στοιχεία τους, όπως ότι ο κατηγορούμενος διέμενε στην οδό ... αριθ. ... . Όπως, όμως, προκύπτει από την από 23.1.2001 βεβαίωση τού αρχιφύλακα ..., η εν λόγω οδός ... μετονομάσθη σε οδό ... και ο αριθμός ... είναι ανύπαρκτος, διότι η οδός αυτή αριθμείται από 1 έως 91. Ο κατηγορούμενος διά του συνηγόρου του ισχυρίζεται, ότι στην από 30.11.2001 προανακριτική του απολογία, που προσκομίζει, άλλωστε, δήλωσε ως διεύθυνση της κατοικίας του την οδό ... . Τούτο δεν είναι αληθές, διότι η εν λόγω απολογία του δεν υπάρχει στην ποινική δικογραφία, δεν έγινε για τη συγκεκριμένη υπόθεση και αφορά άλλη υπόθεση, η οποία σχετίζεται με την αξιόποινη πράξη της απλής χρεοκοπίας τούτου. Περαιτέρω, προκύπτει, ότι η ανωτέρω καταδικαστική απόφαση επιδόθηκε ορθώς στο Δήμαρχο Αθηναίων στις 18.4.2003 και, ειδικότερα, στην αρμόδια υπάλληλο ..., όπως προκύπτει από το από 18.4.2003 σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως τού ..., Αρχιφύλακα του Α.Τ. ..., ως άγνωστης διαμονής, δεδομένου, ότι αυτός απουσίαζε από τον τόπο τής κατοικίας του, αναζητηθείς δε, δεν βρέθηκε εκεί στη γνωστή κατοικία του, ούτε κανένα άλλο πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στο άρθ. 156§1 εδ. α' ΚΠοινΔ. Κατά τής αποφάσεως δε αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε το ένδικο μέσο της εφέσεως, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 4902/5.6.2008 έκθεση, στην οποία αυτός διαλαμβάνει τα ακόλουθα σχετικά με όλα τα παραπάνω θέματα: "... Διότι ουδέποτε έλαβε γνώση τής ποινικής δίωξης και της προσβαλλομένης αποφάσεως μέχρι τις 27.5.2008, οπότε και συνελήφθην προς εκτέλεσή της, διότι από παραδρομή αναζητήθηκα στην οδό ... "άνευ αριθμού" ως αγνώστου διαμονής καθώς είχε αναζητηθεί στην οδό ... "άνευ αριθμού", ενώ είχε γνωστή διαμονή στην ..., ..., γεγονός που γνώριζε η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών, όπως προκύπτει και από άλλα κλητήρια θεσπίσματα". Σύμφωνα με το ανωτέρω περιεχόμενο, στην έκθεση διαλαμβάνονται δύο λόγοι εφέσεως και συγκεκριμένα αυτός, με τον οποίο παραπονείται για την ενοχή και ο δεύτερος, ο οποίος αναφέρεται στην άκυρη επίδοση της εκκαλουμένης. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ακυρότητα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ανεξάρτητα από αυτά, η επίδοση έλαβε χώρα εγκύρως ως άγνωστης διαμονής, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Στην έκθεση δε της εφέσεως δεν περιέχεται λόγος ανώτερης βίας, εξαιτίας της οποίας ο κατηγορούμενος και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπροθέσμως το ένδικο μέσο της εφέσεως εκθέτοντας προς τούτο τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, χωρίς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, να αρκεί το γεγονός, ότι δεν είχε λάβει γνώση της αποφάσεως. Απλώς αυτός μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως, που, όμως, δεν αποτελεί επίκληση λόγου ανώτερης βίας. Οι κατά την επ' ακροατηρίου δε συμπληρώσεις της εκθέσεως εφέσεως με την προσθήκη λόγου ανώτερης βίας και της παραβιάσεως της διεθνούς συνθήκης είναι ανεπίτρεπτες, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, χωρίς, εξάλλου, να παραβιάζεται το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καμία αμφιβολία περί αυτού, ώστε να ερευνηθεί και να ερμηνευτεί υπέρ του εκκαλούντος κατηγορουμένου, δεδομένου, ότι από δική του παράλειψη στερήθηκε του δικαιώματος αυτού και, συνεπώς, δεν συντρέχει απολύτως καμία περίπτωση παραβιάσεως τής παραπάνω διατάξεως τού άρθ. 6 § 1 ΕΣΔΑ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα από τον κατηγορούμενο έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της".
Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, εξέτασε το νομότυπο της επίδοσης της εκκαλουμένης στον αναιρεσείοντα ως άγνωστης διαμονής και ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, έκρινε ότι αυτός ήταν άγνωστης διαμονής, αφού δήλωσε στο μηνυτή διεύθυνση ανύπαρκτη και δη ότι διέμενε σε οδό που είχε ήδη μετονομασθεί και σε αριθμό πέραν της αριθμήσεως της οδού, ότι νομίμως του επιδόθηκε η εκκαλουμένη και ότι αυτός δεν άσκησε έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 περ. Η' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η ως άνω απόφαση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δη γιατί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του ως εκπρόθεσμη χωρίς, προηγουμένως, να ερευνήσει τη διαδικαστική προϋπόθεση της εγκυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης και χωρίς να προβεί σε κατάγνωση του ακύρου αυτής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, και τα υποστηριζόμενα με τον συναφή δεύτερο λόγο αναιρέσεως για παραβίαση των αρχών της "δίκαιης δίκης", κατά παράβαση των άρθρων 28 του Συντάγματος και 6§1 της "Ε.Σ.Δ.Α.", ιδρύοντα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510§1 περ. Η' του ίδιου Κώδικα, στηρίζονται στην ίδια πιο πάνω, που κρίθηκε ουσιαστικά αβάσιμη, προϋπόθεση της "γνωστής" με την εκτεθείσα έννοια κατοικίας του και, γι` αυτό, είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από υπ' αριθ. 128/30.3.2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 506/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή