Θέμα
Υπεξαγωγή εγγράφων.
Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφου δημόσιας διαθήκης (άρθρο 222 ΠΚ). Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Αριθμός 551/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ. - Μ. Π. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπανδρουλάκη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 27675, 31317/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Α. Β., που δεν παρέστη και 2) Μ. Ζ. του Π., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαρίλαο Κοψαχείλη.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Νοεμβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1231/2012.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 222 του ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, με προστατευόμενο αντικείμενο το έγγραφο, ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό της βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι απλώς διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Απαιτείται δε υπερχειλής, άμεσος δόλος, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι δεν είναι κύριος ή αποκλειστικά κύριος του εγγράφου και τη θέληση απόκτησης κ.λπ. τούτου. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, απόκρυψη λογίζεται κάθε πράξη ή παράλειψη από την οποία ο δικαιούχος στερείται διαρκώς ή πρόσκαιρα της δυνατότητας αποδεικτικής χρήσης του εγγράφου, ενώ ως καταστροφή νοείται η εξαφάνισή του, ώστε το έγγραφο να μην δύναται να παράσχει ούτε άμεση, ούτε έμμεση απόδειξη. Ως προς την παρεμπόδιση της χρήσης ως αποδεικτικού μέσου, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Ενεργητικό υποκείμενο είναι κάθε τρίτο πρόσωπο, που δεν είναι κύριος του εγγράφου, ιδιώτης ή και υπάλληλος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη, και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη κατά τα παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρ.170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής και όχι οι ισχυρισμοί περί μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως του διωκόμενου εγκλήματος, διότι οι τελευταίοι συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, και δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί ειδικά και πανηγυρικά επί των αρνητικών αυτών ισχυρισμών, αφού απαντά σε αυτούς με το γενικό περί ενοχής αιτιολογικό του.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 31317/2012 αποφάσεώς του σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του με αριθμό .../24.9.2003 εγγράφου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Ζαφείροπούλου ο Σ. Β. κατέλιπε δημόσια διαθήκη, με την οποία κληροδότησε στην Α. Β., κόρη του, ένα διαμέρισμα, επιφανείας 75 μ2, το οποίο βρίσκεται επί της οδού ..., στην ... . Μετά το θάνατο του ανωτέρω διαθέτη, που έλαβε χώρα στις 6 Οκτωβρίου του 2004, η προαναφερθείσα δημόσια διαθήκη δημοσιεύτηκε με τη καταχώρηση της στα με αριθμό 6214/10.12.2004 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Λίγες ημέρες μετά, στις 15 Δεκεμβρίου του 2004, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με την οποία, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζήτησε να της δοθεί παραγγελία για να λάβει από τη συμβολαιογράφο, ενώπιον της οποίας δηλώθηκε η βούληση του διαθέτη, αντίγραφο της προαναφερθείσας διαθήκης. Η αίτηση της πρώτης κατηγορουμένης έγινε δεκτή και την επομένη ημέρα, δηλαδή στις 16 Δεκεμβρίου του 2004, μετέβη στο γραφείο της συμβολαιογράφου για να ζητήσει αντίγραφο της διαθήκης. Κατά την ολιγόλεπτη παραμονή της μέσα στο προσωπικό γραφείο της συμβολαιογράφου η πρώτη κατηγορουμένη αφαίρεσε το πρωτότυπο της με αριθμό .../24.9.2003 δημόσιας διαθήκης του Σ. Β., την οποία τηρούσε στο αρχείο της η συμβολαιογράφος Μαρία Ζαφειροπούλου, ενώπιον της οποίας συντάχθηκε (άρθρο 1724 Α.Κ.). Το γεγονός αυτό δεν έγινε αντιληπτό ούτε από τη συμβολαιογράφου, ούτε από τη γραμματέα της, οι οποίες δεν είχαν οπτική επαφή με την πρώτη κατηγορούμενη, όταν η πρώτη κατηγορούμενη βρέθηκε για λίγα λεπτά μόνη της στο προσωπικό γραφείο της συμβολαιογράφου, το χρονικό διάστημα που η συμβολαιογράφος βγήκε έξω από αυτό για να υπογράψει το αντίγραφο της διαθήκης, που είχε ήδη χαρτοσημάνει και σφραγίσει η βοηθός της Θ. Α., ευρισκόμενη στο χώρο υποδοχής, και για να χαιρετήσει τον πελάτη της Α. Τ., ο οποίος είχε στο μεταξύ εισέλθει στον ως άνω χώρο. Η πράξη της όμως αυτή έγινε αντιληπτή από τον τελευταίο, ο οποίος, λόγω της θέσης του στο δωμάτιο υποδοχής, έβλεπε προς το προσωπικό γραφείο της συμβολαιογράφο. Ωστόσο ο ανωτέρω δεν ανέφερε το γεγονός αυτό ούτε στη συμβολαιογράφο, ούτε στη βοηθό της, διότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο του εγγράφου και αν η πρώτη κατηγορούμενη δικαιούταν να το πάρει. Όταν, όμως, μετά από μήνες, σε επίσκεψη του στο γραφείο της συμβολαιογράφου του αναφέρθηκε το γεγονός της απώλειας της διαθήκης, είπε στη συμβολαιογράφο τι ακριβώς είχε πέσει στην αντίληψη του την ημέρα εκείνη. Τα ανωτέρω κατατεθέντα περιλαμβάνονται στην ένορκη κατάθεση του Ι. Τ. ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Η εξέταση του μάρτυρα αυτού δεν ήταν δυνατή στο δικαστήριο τούτο, διότι στο μεταξύ αυτός αποβίωσε στις 6 Μαρτίου του 2012, δηλαδή πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης. Ακόμη και η ίδια η συμβολαιογράφος δεν αντιλήφθηκε την απώλεια αυθημερόν, αλλά μόνο την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 17.12.2004, όταν πήγε στο γραφείο της, οπότε κατά την τακτοποίηση, μεταξύ άλλων, και του φακέλου της διαθήκης, διαπίστωσε, παρά την επισταμένο έλεγχο του περιεχομένου των φακέλων του γραφείου της, ότι αυτή δεν υπήρχε μέσα σ' αυτόν. Μία ή δύο ημέρες μετά η πρώτη κατηγορούμενη, προκειμένου να διασκεδάσει οποιαδήποτε υποψία για το πρόσωπο της, επικοινώνησε με τη συμβολαιογράφο τηλεφωνικά, ισχυριζόμενη ότι το αντίγραφο της διαθήκης που της χορηγήθηκε ήταν ελλιπές, διότι της έλειπε ένα φύλλο, και ότι θα περνούσε από το γραφείο της εκ νέου για να της χορηγήσει πλήρες αντίγραφο, αφού προηγουμένως θα φρόντιζε να λάβει νέα εισαγγελική παραγγελία. Η συμβολαιογράφος συμπέρανε ότι η απώλεια του πρωτοτύπου της διαθήκης οφείλεται στην αφαίρεση του από την πρώτη κατηγορούμενη και όχι σε δική της αμελή φύλαξη της, αφού στο μεταξύ είχε ψάξει τους φακέλους του γραφείου της, τόσο από την όλη συμπεριφορά της πρώτης κατηγορουμένης (ήταν εριστική μαζί της και έφυγε βιαστικά, αφού πήρε το αντίγραφο της διαθήκης) όσο και από τον εκφοβισμό που λίγες ημέρες νωρίτερα δέχθηκε τηλεφωνικά από άνδρα, που της συστήθηκε ως γιος του διαθέτη Σ. Β., ο οποίος της είπε ότι με αυτό που έκανε θα τρέχει για χρόνια στα δικαστήρια. Για το λόγο αυτό στις 21 Δεκεμβρίου του 2004, υπέβαλε έγγραφη αναφορά για το γεγονός αυτό στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου εισερχομένων εγγράφων 72.940/21.12.2004. Σκοπός της πρώτης κατηγορουμένης, η οποία είχε ήδη αγοράσει το διαμέρισμα επί της οδού ... από το δεύτερο κατηγορούμενο Ι. Β. με το με αριθμό .../2004 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Θεώνης Καφίρη, ήταν να βλάψει τη συμβολαιογράφο, που έχει κατά νόμο την ευθύνη φύλαξής της, αφού ανήκει στο αρχείο της, και την Α. Β., στην οποία το κληροδότησε ο διαθέτης με την πιο πάνω δημόσια διαθήκη. Η πρώτη κατηγορούμενη με την παραπάνω πράξη της, δηλαδή την απόκρυψη της δημόσιας διαθήκης του Σ. Β. ήθελε κατ' αρχάς να αποτρέψει την περιέλευση, με κληρονομική διαδοχή που στηρίζεται στη διαθήκη αυτή, του διαμερίσματος, επί της οδού ..., στην Α. Β., προκαλώντας έτσι στην τελευταία περιουσιακή βλάβη ίση με την αξία του διαμερίσματος. Ο δε σκοπός της αυτός ήταν αντικειμενικά δυνατός αφού θα εξέλιπε το μοναδικό δημόσιο έγγραφο, στο οποίο η Α. Β. θα μπορούσε να θεμελιώσει το κληρονομικό της δικαίωμα στο διαμέρισμα και έτσι αυτό θα καθίστατο μέρος της περιουσίας της πρώτης κατηγορουμένης, με δικαιοπάροχο αυτής το δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος επικαλέστηκε κτήση αυτού με κληρονομική διαδοχή, στηριζόμενη στην από 2.8.2003 ιδιόχειρη διαθήκη του Σ. Β., προγενέστερη χρονικά της δημόσιας διαθήκης του ιδίου. Όμως η τελευταία δημόσια διαθήκη είχε ήδη δημοσιευτεί λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 10 Δεκεμβρίου του 2004, με τη καταχώρηση αντιγράφου της στα με αριθμό 6214/10.12.2004 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γεγονός που δεν γνώριζε τότε η πρώτη κατηγορούμενη. Η άγνοια της αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο της από 15.12.2004 αίτησης που υπέβαλε η πρώτη κατηγορούμενη στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής "... Επειδή ήδη η αδελφή του ανωτέρω δικαιοπαρόχου μου Α. Β. - Π. διατείνεται ότι υπάρχει έτερη δημόσια διαθήκη, η οποία φυλάσσεται στο γραφείο της συμβολαιογράφου Μ. Ζ. του ως άνω θανόντος Σ. Β. και ότι από το περιεχόμενο της διαθήκης αυτής προκύπτει ότι ο δικαιοπάροχος μου δεν είναι ο αποκλειστικός κύριος του ως άνω διαμερίσματος ....". Επιπλέον η πρώτη κατηγορούμενη ήθελε να βλάψει ηθικά τη συμβολαιογράφο Μαρία Ζαφειροπούλου, σε βάρος της οποίας υπέβαλε στις 30 Δεκεμβρίου του 2004 έγγραφη καταγγελία, απευθυνόμενη στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με βάση την οποία ασκήθηκε σε βάρος της τελευταίας ποινική δίωξη για ψευδή βεβαίωση, πράξη που φέρεται ότι έλαβε χώρα στις 24 Σεπτεμβρίου του 2003, ημερομηνία σύνταξης της με αριθμό .../24.9.2003 δημόσιας διαθήκης του Σ. Β., καταλογίζοντας της ότι δέχθηκε να συνταχθεί ενώπιον της, αν και γνώριζε ότι ο διαθέτης δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα. Όσον αφορά την κατηγορία αυτή, ύστερα από τη διενέργεια προανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το με αριθμό 3736/2007 Βούλευμα του αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της συμβολαιογράφου Μ. Ζ., Βούλευμα που κατέστη τελεσίδικο ύστερα από την έκδοση του με αριθμό 1357/2008 απορριπτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο έκρινε επί εφέσεως που άσκησε η πρώτη κατηγορούμενη. Από τα ανωτέρω κρίνεται ότι η πρώτη κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης για την οποία κατηγορείται". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλημάτος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 και 222 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης.
Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως της αναιρεσείουσας: α) αναφέρονται στο αιτιολογικό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαγωγής της δημόσιας διαθήκης από το γραφείο της αρμόδιας κατά το νόμο για την κατοχή και φύλαξή της συμβολαιογράφου, β) από το σύνολο των παραδοχών του αιτιολογικού, σε συνδυασμό με το διατακτικό, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και συνιστούν ενιαίο σύνολο, προκύπτει ότι επαρκώς αιτιολογείται ο δόλος της κατηγορουμένης και δη ότι με την υπεξαγωγή αποσκοπούσε στην αχρήστευση του εγγράφου της δημόσιας διαθήκης ως αποδεικτικού μέσου, αφού αναφέρεται ότι η κατηγορουμένη με την αφαίρεση και απόκρυψη του πρωτοτύπου της δημόσιας διαθήκης από το γραφείο της συμβολαιογράφου, που είχε κατά νόμο την ευθύνη φύλαξής της στο αρχείο της, είχε σκοπό να βλάψει την ανωτέρω συμβολαιογράφο, την οποία και καταμήνυσε αργότερα στην εισαγγελία Αθηνών, την ίδια ημερομηνία σύνταξης ενώπιόν της την 16-12-2004, της δημόσιας διαθήκης, για ψευδή βεβαίωση στην ίδια διαθήκη, ότι ο διαθέτης είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε, αυτή δε (η κατηγορουμένη) ήταν αγοράστρια του διαμερίσματος, που με τη διαθήκη αυτή ο διαθέτης κληροδοτούσε στη θυγατέρα του Α. Β., από τον πωλητή Ι. Β., υιό του διαθέτη, ο οποίος και στήριζε το δικαίωμά του στο ίδιο αυτό διαμέρισμα σε άλλη προηγούμενη από 2-8-2003 ιδιόγραφη διαθήκη του ιδίου διαθέτη πατέρα του Σ. Β.. Το γεγονός ότι η εν λόγω δημόσια διαθήκη, με αντίγραφο αυτής, δημοσιεύθηκε νομίμως την 10-12-2004, προ της υπεξαγωγής της, στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, πράγμα που αγνοούσε η κατηγορουμένη, με έννομα αποτελέσματα και ακολούθησε αποδοχή της κληρονομίας και μεταγραφή της κληρονόμου πολιτικώς ενάγουσας, δεν αναιρεί την ύπαρξη βλάβης και δε σημαίνει μη στοιχειοθέτηση της υπεξαγωγής της δημόσιας αυτής διαθήκης, αφού η με τη δημόσια διαθήκη κληρονόμος πολιτικώς ενάγουσα Α. Β., έχουσα το δικαίωμα επίδειξης και παροχής αντιγράφου από τη συμβολαιογράφο του πρωτοτύπου της υπεξαχθείσας διαθήκης, δε μπορούσε να ικανοποιήσει το δικαίωμά της αυτό, στερήθηκε του δικαιώματός της για χρήση του πρωτοτύπου ως αποδεικτικού μέσου και ασφαλώς θα είχε δικαστική εμπλοκή και δικαστικά έξοδα, σε ενδεχόμενη αμφισβήτηση της γνησιότητας και εγκυρότητας της διαθήκης αυτής, ήδη αμφισβητηθείσας, ως καταμηνυθείσας της συμβολαιογράφου από την ίδια την κατηγορουμένη για ψευδή βεβαίωση στη διαθήκη αυτή, της οποίας το πρωτότυπο ήταν εξαφανισμένο από την ίδια την κατηγορουμένη, ενώ η ήδη καταμηνυθείσα συμβολαιογράφος υφίστατο σαφώς και άμεσα και ηθική βλάβη ως συμβολαιογράφος από την υπεξαγωγή της διαθήκης, της οποίας είχε την ευθύνη φύλαξης στο αρχείο της. Ήτοι ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, "ότι δεν στοιχειοθετείται το παρόν έγκλημα του άρθρου 222 του ΠΚ, διότι η φερόμενη ως δικαιούχος επίδειξης και λήψης αντιγράφου του υπεξαχθέντος εγγράφου διαθέτης, παρά την τυχόν υποτιθέμενη υπαρκτή γενόμενη απόκρυψη της δημοσίας αυτής διαθήκης, δε στερήθηκε της δυνατότητας χρησιμοποίησης της διαθήκης αυτής ως αποδεικτικού εγγράφου, λόγω της δημοσιεύσεως αντιγράφου της διαθήκης αυτής", δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός και παρά ταύτα, με τις παραπάνω παραδοχές απαντήθηκε από το δικαστήριο, το οποίο με την προπαρατεθείσα εμπεριστατωμένη και επαρκή αιτιολογία δέχθηκε ότι στοιχειοθετείται τόσον η αντικειμενική, όσον και η υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και έτσι δεν υφίσταται έλλειψη ακρόασης της κατηγορουμένης. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β, Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω έλλειψης ακροάσεως και μη απάντησης στον προαναφερθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ), ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με χρονολογία 6-11-2012 αίτηση - δήλωση της Χ. - Μ. Π. του Θ., για αναίρεση της με αρ. 31317/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Μ. Ζ. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ