Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής.
Περίληψη:
Στοιχεία για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, ιδίως επί τμήματος μείζονος ακινήτου. Αναιρετικός έλεγχος αοριστίας της αγωγής κατά το αρθρ. 559 αρ.1 (νομική) και 8 ή 14 (ποσοτική ή ποιοτική αοριστία)του ΚΠολΔ. Κρίση ότι η αγωγή είναι ορισμένη. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 8, 11 και 19 του άρθρου 559, αβάσιμοι (επικυρώνει ΕφΘεσσ 1141/2010).
Αριθμός 1186/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Σ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεώνη Μπελτάου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Γ. του Γ. και 2) Α. Γ. του Γ., κατοίκων ... . Ο 1ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιορδάνη Χατζηαντωνιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/7/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 250/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1141/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση των αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21/12/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανάργυρος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούς πρακτικά, ο πρώτος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία είχε ορισθεί μετά από αναβολή από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 6-3-2013, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. 11181/15-2-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Εδέσσης ..., την οποία ο αναιρεσείων προσκομίζει και επικαλείται, ο τελευταίος επέδωσε στον αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω αρχική δικάσιμος προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δε η αναβολή εκ του πινακίου επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων (άρθρ. 575, 226 παρ. 4 εδ. γ' και δ' ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, πρώτου αναιρεσιβλήτου.
ΙΙ. Η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για την θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια, ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται, για να είναι ακριβής η περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του, να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του κατά τρόπον ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα ή το εμβαδόν του, εάν δε το ακίνητο φέρεται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποιο συγκεκριμένο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει το επίδικο τμήμα. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με την παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπον ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθμ. καταθέσεως 125/16-7-2008 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Εδέσσης οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι εξέθεσαν ότι οι ίδιοι είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός οικοπέδου, εμβαδού 414,21 τ.μ., που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης της ..., στην περιοχή "...", στο 55ο οικοδομικό τετράγωνο και στην οδό Έδεσσας-Αριδαίας, και συνορεύει βόρεια με πρόσοψη 9,95 γρ.μ., με οδό Έδεσσας- Αριδαίας, σε πλευρά 19,20 γρ.μ. με ακίνητο συνιδιοκτησίας των ιδίων (εναγόντων) και του εναγομένου, και σε πλευρά 2,90 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ., νότια σε πλευρά 11,97 γρ.μ., 4,79 γρ., 12,94 γρ.μ. και 3,30 γρ.μ. με χείμαρρο Προφήτη Ηλία, ανατολικά σε πλευρές 12,50 γρ.μ. και 12,50 γρ.μ. με ακίνητο συνιδιοκτησίας επίσης των ιδίων (εναγόντων) και του εναγομένου και σε πλευρά 3,58 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας αδελφών Δ. Γ. και δυτικά σε πλευρά 17,63 γρ.μ. και 11,00 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ., ότι το ως άνω οικόπεδο περιήλθε στην συγκυριότητά τους, κατά τα παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά, από κληρονομία του πατέρα τους Γ. Γ. του Δ. δυνάμει της .../10-4-2008 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Έδεσσας Αθανασίας Χατζή που μεταγράφηκε νόμιμα, με την οποία οι ίδιοι αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία του δικαιοπαρόχου τους, ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα τους Γ. Γ. περιήλθε το ως άνω οικόπεδο από κληρονομία της μητέρας του και αληθούς κυρίας του ακινήτου Θ. Π., η οποία απεβίωσε στις 14-1-1957 και με την υπ' αριθμ. .../12-12-1953 δημόσια διαθήκη της εγκατέστησε κληρονόμο μεταξύ άλλων στο εν λόγω ακίνητο τον υιό της και πατέρα τους (εναγόντων), την κληρονομία δε αυτή αποδέχθηκαν οι ίδιοι για λογαριασμό του δικαιοπαρόχου τους με την προαναφερόμενη νόμιμα μεταγεγραμμένη .../10-4-2008 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ότι το πιο πάνω οικόπεδο αποτελούσε μαζί με γειτονικό οικόπεδο, έκτασης 480 τ.μ., ένα ενιαίο ακίνητο, συνολικής εκτάσεως 894,21 τ.μ. που ανήκε κατά κυριότητα στην απώτερη δικαιοπάροχό τους Θ. Π., από το οποίο η τελευταία μεταβίβασε κοινά, αδιαίρετα και ισομερώς με το νομίμως μεταγεγραμμένο .../12-8-1953 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Έδεσσας Πέτρου Μάσσα το περιγραφόμενο κατά θέση και όρια διαιρετό οικοπεδικό τμήμα έκτασης 480 τ.μ., στον πατέρα τους Γ. Γ. και στη δικαιοπάροχο του εναγομένου Μ. Σ., ενώ το υπόλοιπο ακίνητο έκτασης 414,21 τ.μ., παρέμεινε στην κυριότητα της Θ. Π. και περιήλθε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στους ίδιους, ότι περί το έτος 2006 ο εναγόμενος, που είναι συγκύριος του ως άνω όμορου προς ανατολάς οικοπέδου των 480 τ.μ., αυθαίρετα και παράνομα κατέλαβε ένα τμήμα από το οικόπεδο των 414,21 τ.μ., εμβαδού 122,08 τ.μ., που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του (οικοπέδου) και συνορεύει βόρεια με πρόσοψη 9,95 γρ.μ. με οδό Έδεσσας- Αριδαίας, νότια σε πλευρά 10,05 γρ.μ. με λοιπό τμήμα του μείζονος οικοπέδου των 414,21 τ.μ., ανατολικά σε πλευρά 12,50 γρ.μ. με ακίνητο συνιδιοκτησίας ιδίων (εναγόντων) και του εναγομένου και δυτικά σε πλευρά 11,93 γρ.μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ., στο οποίο τμήμα κατασκεύασε σκάλα, φύτεψε άνθη και τοποθέτησε διάφορα αντικείμενα, αποβάλλοντας τους ιδίους από τη νομή και κατοχή του τμήματος αυτού, το οποίο και αρνείται να τους αποδώσει. Η ως άνω περιγραφή του επιδίκου ακινήτου στην ένδικη διεκδικητική αγωγή, κατά την οποία το επίδικο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του μείζονος ακινήτου, με τα αναφερόμενα όρια και τις πλευρικές διαστάσεις ως προς το κάθε όριο, είναι πλήρης, και δεν γεννάται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του. Το Εφετείο απορρίπτοντας σχετικόν λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος για αοριστία της αγωγής ως αβάσιμο, καθόσον στην αγωγή, όπως το περιεχόμενό της προεκτίθεται, γίνεται πλήρης περιγραφή του επίδικου οικοπεδικού τμήματος, με προσδιορισμό της θέσης, της έκτασης, των ορίων και των πλευρικών του διαστάσεων, ανεξαρτήτως της μη ενσωματώσεως στο δικόγραφό της του τοπογραφικού διαγράμματος , το οποίο οι ενάγοντες αναφέρουν στην αγωγή, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλ. μη κηρύξεως απαραδέκτου, και επομένως οι σχετικοί πρώτος και εν μέρει δεύτερος, από τη διάταξη αυτή (όπως και ο δεύτερος εκτιμάται), λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη αποδείξεις μη προσαχθείσες και συγκεκριμένα απαλλοτριωτική πράξη η οποία ουδέποτε προσκομίστηκε με επίκληση, δεχόμενο εσφαλμένα ότι εκτός των ρυμοτομουμένων τμημάτων του μείζονος ακινήτου με την 19/1978 πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού οικοπέδων της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών Νομαρχίας Πέλλας, υφίστανται και άλλα ρυμοτομούμενα τμήματά του. Ο λόγος αυτός, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το δικαστήριο στήριξε την σχετική κρίση του στα αναφερόμενα στο υπ' αριθμ. .../1953 συμβόλαιο, και δεν έλαβε υπόψη απαλλοτριωτική πράξη που δεν είχε προσκομισθεί, με επίκληση, από τους αναιρεσιβλήτους.
IV. Ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (ΟλομΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκρατούν (ΑΠ 1363/2008). Τέλος, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με το υπ' αριθμ. .../12-8-1953 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Εδέσσης Πέτρου Μάσσα, που μεταγράφηκε νόμιμα, η Θ. Π., κυρία του περιγραφομένου ακινήτου, εμβαδού 894,21 τ.μ., που βρίσκεται στην Έδεσσα, μεταβίβασε στην απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας Μ. Σ. και στον άμεσο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Γ. Γ. κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα το αναφερόμενο τμήμα, εμβαδού 480 τ.μ. του μείζονος ακινήτου, και συνεπώς, δέχεται το Εφετείο, το υπόλοιπο τμήμα, εμβαδού 414,21 τ.μ., του ακινήτου, του οποίου περαιτέρω τμήμα αποτελεί το επίδικο, εμβαδού 122,08 τ.μ., ουδέποτε μεταβιβάστηκε και παρέμεινε στην κυριότητα της απωτέρης, ως άνω, δικαιοπαρόχου των διαδίκων, ότι ακολούθως το επίδικο, ως τμήμα του μη μεταβιβασθέντος τμήματος των 414,21 τ.μ., περιήλθε κατά κυριότητα στους αναιρεσιβλήτους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του πατέρα τους Γ. Γ., γιο της αρχικής κυρίας του μείζονος ακινήτου Θ. Π., ο οποίος απεβίωσε χωρίς διαθήκη την 18-10-2004 και στον οποίο είχε περιέλθει το επίδικο με την αναφερόμενη δημόσια διαθήκη της μητέρας του, αφού οι αναιρεσίβλητοι με την υπ' αριθμ. .../10-4-2008 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθαν. Χατζή που μεταγράφηκε νόμιμα αποδέχθηκαν, μεταξύ των άλλων, αφενός για λογαριασμό του πατέρα τους την επαχθείσα σ' αυτόν ως άνω κληρονομία της μητέρας του και γιαγιά τους Θ. Π., ως προς το ανωτέρω ακίνητο των 414,21 τ.μ., και αφετέρου την επαχθείσα στους ιδίους κληρονομία του πατέρα τους ως προς το ίδιο ακίνητο, ότι το επίδικο τμήμα δεν περιλαμβάνεται στον υπ' αριθμ. .../9-11-1972 τίτλο κυριότητας (μεταγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο) με τον οποίο ο αναιρεσείων απέκτησε άλλο τμήμα, εμβαδού 240 τ.μ., του αρχικού μείζονος ακινήτου, πέραν του προρρηθέντος τμήματος των 414,21 τ.μ. που περιήλθε ως ανωτέρω στους αναιρεσιβλήτους, και ότι επομένως, δέχεται το Εφετείο, ο αναιρεσείων δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (ανωτέρω συμβόλαιο αγοράς), αλλ' ούτε και με πρωτότυπο, με χρησικτησία, τρόπο, αφού ο αναιρεσείων και η δικαιοπάροχός του δεν είχαν ποτέ το επίδικο τμήμα στη νομή τους, το πρώτον δε το έτος 2004 ο αναιρεσείων προέβαλε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου τμήματος και το κατέλαβε, αποβάλλοντας από αυτό τους αναιρεσιβλήτους. Υπό τις παραδοχές αυτές, συνοπτικώς εδώ αναφερόμενες, βάσει των οποίων το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων για το επίδικο ως άνω ακίνητο (τμήμα) των 122 τ.μ., απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος, το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της ταυτότητας του επιδίκου (τμήματος), με τα αναφερόμενα στην αγωγή και ανωτέρω (υπό
ΙΙ) θέση και όρια, τον τρόπο της περιελεύσεώς του κατά κυριότητα στους αναιρεσιβλήτους, όχι δε στον αναιρεσείοντα, και τον χρόνο καταλήψεως του επιδίκου από τον τελευταίο (έτος 2004), συναρτώμενον με τον χρόνο της χρησικτησίας που είχε επικαλεστεί ο αναιρεσείων, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 1033, 1045, 1710 επ. 1724, 1813, 1846, 1193, 1198 του ΑΚ), έλαβε δε υπόψη (το Εφετείο) και απέρριψε, εκτός των άλλων, και τους σχετικούς δεύτερον, τρίτο και τέταρτο λόγους της εφέσεως του αναιρεσείοντος. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους δεύτερον (εν μέρει), τέταρτο, πέμπτο και έκτο από τους αριθμούς 19 και 8 (όχι και 11 και 20) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα, ενώ απαραδέκτως κατά τα λοιπά στρέφεται με τους ίδιους λόγους κατά της ανέλεγκτης, ως ανωτέρω (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ουσιαστικής κρίσεως (εκτίμηση αποδείξεων) του δικαστηρίου.
V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου δεύτερου αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-12-2011 αίτηση του Χ. Σ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1141/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του δεύτερου αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ