Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1340 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένης ως αβάσιμη. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης: 1. Η απόφαση πολυμελούς δικαστηρίου που παραπέμπει στο αρμόδιο ανώτερο δικαστήριο, επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος. Κατά της εκδιδομένης από τον εισαγγελέα κλήσης παραπομπής στο ακροατήριο, μετά από απόρριψη σχετικής έφεσης του κατηγορουμένου, κατά της απόφασης που τον παραπέμπει στο αρμόδιο για το κακούργημα πλέον καθ' ύλην δικαστήριο, δεν χωρεί πλέον νέα προσφυγή και αν ακόμα δεν έχει διενεργηθεί κυρία ανάκριση δεν είναι αναγκαίο η υπόθεση να διαβιβασθεί στον Εισαγγελέα προκειμένου να παραγγελθεί κυρία ανάκριση και να ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου, για την αποδιδόμενη σ' αυτόν βαρύτερη κακουργηματική πράξη, κατά άρθρα 246 παρ.3, 270 και 308 ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 818/2011). 2. Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' (πρώην Θ') ΚΠΔ, με βάση τον οποίον μπορούσε να αναιρεθεί απόφαση για τη μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου έχει καταργηθεί με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003 (ΑΠ 79/2011, 571/2010).




ΑΡΙΘΜΟΣ 1340/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Σ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ντάλτα, περί αναιρέσεως της 2718/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ε. Π., κάτοικο ..., η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο και 2) Μ. Ν.-Μ. του Κ., κάτοικο ..., που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κιαουλιά
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιανουαρίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 178/2013.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παραστάντων διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από 24-1-2013 αίτηση - δήλωση της Σ. Μ. για αναίρεση της 2718/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του ΚΠΔ το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάση της δίκης. Ήτοι πριν από την έναρξη της συζητήσεως εξετάζεται εάν η εισαχθείσα σ' αυτό υπόθεση, όπως εκτίθεται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή όταν εισήχθη με απ' ευθείας κλήση στο κλητήριο θέσπισμα, υπάγεται κατά τα άρθρα 110 έως 115 ΚΠΔ στην καθύλην αρμοδιότητά του. Μετά την έναρξη της συζητήσεως η καθύλην αρμοδιότητα εξετάζεται με βάση τα δεδομένα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έτσι, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, εάν κατά την πρόοδο της δίκης, από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, κατά την κρίση του, τελέσεως κακουργήματος αντί πλημμελήματος που εισήχθη, θα πράξει κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ ότι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. ’ρα αν προκύπτουν στο ακροατήριο επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας για κακούργημα, χωρίς να δεσμεύεται από τον δοθέντα στην πράξη χαρακτηρισμό από τον εισαγγελέα κατά την άσκηση της ποινικής διώξεως, θα χαρακτηρίσει την πράξη ως κακούργημα, θα κηρυχθεί αναρμόδιο και θα παραπέμψει την υπόθεση ανάλογα, στο ΜΟΔ ή στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Η απόφαση που παραπέμπει στο αρμόδιο ανώτερο δικαστήριο, επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και η εισαγωγή σε δίκη γίνεται με κλήση του εισαγγελέα που πρέπει να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα . Όταν δε η παραπεμπτική απόφαση υπόκειται σε έφεση και ασκηθεί έφεση επί του ζητήματος της αναρμοδιότητας, η επί της εφέσεως απορριπτική απόφαση επέχει αυτή θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και τότε ο κατηγορούμενος παραπέμπεται να δικαστεί στο αρμόδιο δικαστήριο για κακούργημα, δυνάμει τελεσιδίκου αποφάσεως που η τελευταία επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και η οποία θα πρέπει απλώς να αναφέρεται στην επιδιδόμενη στη συνέχεια κλήση του κατηγορουμένου από τον εισαγγελέα προς εμφάνισή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Ήτοι η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, χωρίς δυνατότητα έρευνας της ύπαρξης ή όχι σοβαρών ενδείξεων, γιατί αυτές θεωρούνται δεδομένες. Περαιτέρω, το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο καθύλην, ενεργεί ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, η απόφαση δε αυτή υπόκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης (άρθρο 462, 463, 487 ΚΠΔ), όχι πλέον και της αναίρεσης κατ'άρθρο 504 παρ. 2 ΚΠΔ, μετά την κατάργηση του άρ. 482 ΚΠΔ, δια του άρ. 34 περ.γ' του ν. 3904/2010. Κατά της εκδιδόμενης κλήσης παραπομπής στο ακροατήριο δεν χωρεί πλέον νέα προσφυγή του κατηγορουμένου και αν δεν έχει ακόμα διενεργηθεί κυρία ανάκριση εισάγεται στο ακροατήριο και δεν είναι αναγκαίο προηγούμενα η υπόθεση να διαβιβασθεί στον εισαγγελέα προκειμένου να παραγγελθεί κυρία ανάκριση και να ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου, για την αποδιδόμενη σ' αυτόν βαρύτερη πλέον κακουργηματική πράξη, κατά άρθρα 246 παρ. 3, 270 και 308 ΚΠΔ, ούτε να ασκηθεί συμπληρωματική δίωξη, χωρίς να παραβιάζονται από την παράλειψη αυτή τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου (βλ. ΑΠ 818/2011). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι όταν οποιοδήποτε πολυμελές ποινικό δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση που έχει παραπεμφθεί ενώπιόν του, επειδή από τη συζήτηση προέκυψε βαρύτερος χαρακτηρισμός της πράξης, οπότε το έγκλημα υπάγεται στην καθύλην αρμοδιότητα ανωτέρου δικαστηρίου, ήτοι η αποδοχή βαρύτερης μορφής εκείνης της κατηγορηθείσας - διωχθείσας από τον εισαγγελέα πράξης και χωρίς σχετική δίωξη, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, ενώ κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο και των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κυρίας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προταθεί αλλά ούτε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, για τη διερεύνηση σχετικού λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, παραπέμφθηκε με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικαστεί για τα πλημμελήματα της απάτης και της πλαστογραφίας. Με την 59939/21-10-2011 απόφασή του το άνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθύλην για την κατηγορία της πλαστογραφίας, κρίναν ότι συντρέχει η πράξη αυτή σε βαθμό κακουργήματος και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Κατά της ως άνω απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η προαναφερόμενη κατηγορουμένη άσκησε την από 31-11-2011 με αρ. 4029/2011 έφεση η οποία δικάσθηκε από το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το τελευταίο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 12138/22-12-2011 απόφασή του, με την παραδοχή ότι πράγματι η αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη-εκκαλούσα αξιόποινη πράξη είναι κακούργημα, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ανωτέρω έφεση της κατηγορουμένης. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών η κατηγορούμενη άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με τη με αρ. 842/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου ως απαράδεκτη και έτσι η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη παραπέμφθηκε με την ΒΩΤ 1738/11-6-2011 επιδοθείσα σε αυτή κλήση του εισαγγελέα Εφετών για να δικαστεί στο αρμόδιο καθύλην Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, στο οποίο η κατηγορουμένη πρόβαλε ακυρότητα της παραπάνω κλήσης και ακυρότητα λόγω μη τήρησης της προδικασίας κυρίας ανάκρισης, γιατί δεν αναφέρονταν σε αυτή τη κλήση της η παραπεμπτική απόφαση και γιατί δεν είχε προηγηθεί κυρία ανάκριση και απολογία αυτής σε Ανακριτή, ενώ στην κλήση αυτή αναφέρεται η πρωτόδικη παραπεμπτική απόφαση(53266,56659,59939/2011), που επικυρώθηκε από το Εφετείο, που απέρριψε ως αβάσιμη σχετική έφεση της κατηγορουμένης. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την 4920/2012 απόφασή του απέρριψε την ως παραπάνω προβληθείσα ένσταση της κατηγορουμένης και στη συνέχεια κήρυξε ένοχη αυτή ηθικής αυτουργίας σε πράξη υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (συμβολαιογραφικά ειδικά πληρεξούσια) και απάτης κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία, υπό εντολοδόχου, με ζημία της εγκαλούσας Ε. Π., υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ενώπιον του επιληφθέντος σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν εφέσεως της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η εκκαλούσα πρόβαλε εκ νέου τον ίδιο ως παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό ακυρότητας της κλήσης, που άσκησε και με ειδικό λόγο έφεσης, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αρ. 2718/2012 απόφασή του απέρριψε ομοίως με την ίδια ως παραπάνω αιτιολογία τις ενστάσεις αυτές, κρίνασα επί πλέον ότι η γενόμενη στο πρωτοβάθμιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων παραπομπή είχε καταστεί αμετάκλητη και η επιδοθείσα στην κατηγορουμένη κλήση που ανέφερε τον αριθμό της πρωτόδικης και επικυρωθείσας από το Εφετείο παραπεμπτικής απόφασης ήταν έγκυρη. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν, κατά πλειοψηφία (4-1), οι προβληθέντες ως παραπάνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας κατηγορουμένης με την παρακάτω αιτιολογία: "Κατά το άρθρ. 321 § § 2,4 Κ.Π.Δ. η κλήση για την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (κατ' άρθρ. 320 του ίδιου κώδικα), ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα κατά τα λοιπά, πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήτριο θέσπισμα ... Η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Αφετέρου, κατά το άρθρ. 120 § § 1 και 2 Κ.Π.Δ. το Δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ' ύλη αρμοδιότητά του σε κάθε στάση της δίκης, όταν δε, κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή ενεργεί ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρ. 313 Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι όταν οποιοδήποτε πολυμελές ποινικό Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση που έχει παραπεμφθεί σ' αυτό επειδή από τη συζήτηση προέκυψε βαρύτερος χαρακτηρισμός της πράξης, οπότε το έγκλημα υπάγεται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα ανώτερου Δικαστηρίου, οφείλει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του και να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο που αυτό κρίνει ως αρμόδιο, η δε σχετική απόφασή του επέχει θέση, στην περίπτωση αυτή, παραπεμπτικού βουλεύματος, και υπόκειται στα ένδικα μέσα που προβλέπονται γι' αυτό (ΑΠ 290/2010, ΑΠ 1310/2009, ΑΠ 2454/2003). Αν ασκηθεί επιτρεπόμενο ένδικο μέσο κατά της απόφασης περί παραπομπής, δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο παραπομπής πριν από το αμετάκλητο (βλ. και άρθρ. 314 ΚΠΔ). Η απόφαση περί παραπομπής κοινοποιείται στον τυχόν απόντα κατά την απαγγελία της κατηγορούμενο μαζί με κλήση του εισαγγελέα (άρθρ. 320), κατά δε της κλήσης αυτής δεν επιτρέπεται προσφυγή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η κατηγορουμένη, είχε αρχικά παραπεμφθεί στο ΣΤ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών για να δικαστεί για τις πράξεις α) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατά συρροή, με χρήση, β) πλαστογραφίας από κοινού με χρήση και κατά μόνας κατ' εξακολούθηση με χρήση, και γ) απάτης κατ' εξακολούθηση το Δικαστήριο αυτό, κατά την ακροαματική διαδικασία, έκρινε ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας είχε τελεστεί σε βαθμό κακουργήματος και γι' αυτό με την υπ' αριθ. 59939/21-10-2011 απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής η κατηγορουμένη άσκησε έφεση, την οποία όμως το Εφετείο (Β' Τριμ. Κακ.) με την υπ' αριθ.12138/2011 απόφαση του απέρριψε κατ' ουσία, αφού δέχτηκε ότι ορθά η ως άνω πράξη της πλαστογραφίας χαρακτηρίστηκε ως κακούργημα και ορθά παραπέμφθηκε στο εν λόγω Δικαστήριο, επίσης δε, διαβίβασε τη δικογραφία στην Εισαγγελία Εφετών για την εισαγωγή της υπόθεσης στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου η κατηγορουμένη άσκησε αναίρεση που όμως απορρίφθηκε με την υπ' αρ. 842/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, για το λόγο ότι ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν δικαιούταν στην άσκησή της μετά την κατάργηση του άρθρ. 482 Κ.Π.Δ. με το άρθρ. 34 περ. γ' του ν.3904/2010, οπότε η υπ' αριθ. 59939/2011 παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατέστη αμετάκλητη. Συνακόλουθα η από 11-6-2012 κλήση που επιδόθηκε στην κατηγορουμένη για την εκδίκαση της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν έγκυρη αφού ανέφερε τον αριθμό της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης, δεν ήταν δε απαραίτητο να αναφέρει και τον αριθμό της εφετειακής απόφασης όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η κατηγορουμένη. Επίσης, εφόσον η παραπεμπτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, ορθά τούτο αποφάνθηκε για την αναρμοδιότητά του και ορθά παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο και δεν χρειαζόταν (άρθρ. 120 § 2 Κ.Π.Δ.), διενέργεια κύριας ανάκρισης (βλ. ως άνω νομολογία του Αρείου Πάγου). Επομένως πρέπει να απορριφθεί η ένσταση της κατηγορουμένης για ακυρότητα της διαδικασίας, να παύσει όμως από τούδε οριστικά η ποινική δίωξη για τα εγκλήματα (πλημμελήματα) της ηθικής αυτουργίας σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως που φέροντας ότι τελέστηκαν στις 18-8-04, 4-9-04 και 23-9-04 και της απάτης, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 28-9-04, λόγω του ότι από τον χρόνο της τέλεσης τους μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου πέρασε χρονικό διάστημα οκτώ ετών (άρθρ. 111 § 3, 113 § 3 ΠΚ, 370 περ. β' ΚΠΔ), και επομένως οι πράξεις αυτές παραγράφηκαν". Η παραπάνω αιτιολογία απόρριψης είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ορθή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και λόγω μη διάταξης και μη διενέργειας κυρίας ανάκρισης, που έπρεπε κατ'αυτήν να διαταχθεί λόγω της κακουργηματικής μορφής της πράξεως, δεν παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης κατά την προδικασία και δεν εχώρησε απόλυτη ακυρότητα κατ' αυτήν (προδικασία) και ο εν λόγω συναφής πρώτος λόγος αναίρεσης,( όπως ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και ορθότερα υπερβάσεως εξουσίας, κατ' αυτεπάγγελτο έρευνα), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ορθά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών παρέπεμψε την κατηγορουμένη για την φέρουσα χαρακτήρα κακουργήματος αξιόποινη πράξη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως αρμοδίου καθύλην κατ' εφαρμογή των άρθρων 119 και 120 παρ.2 του ΚΠΔ, οι οποίες ρητά και αδιακρίτως επιβάλλουν την παραπομπή αυτή και χωρίς την ενέργεια προηγουμένως κυρίας ανάκρισης ή απολογίας (ανακριτικής) του κατηγορουμένου, η δε παραπομπή αυτή, μετά έκδοση απορριπτικών αποφάσεων σχετικής εφέσεως και αναιρέσεως από το Τριμελές Εφετείο και τον ’ρειο Πάγο αντίστοιχα, κατέστη αμετάκλητη και έτσι, η εισαγωγή και εκδίκαση της κακουργηματικής αυτής κατηγορίας, ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία, ενώπιον του Τριμελούς και στη συνεχεία ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δεν πάσχει καμία ακυρότητα. Η παραπεμπτική δε ως άνω απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, χωρίς δυνατότητα έρευνας της ύπαρξης ή όχι σοβαρών ενδείξεων, γιατί αυτές θεωρούνται δεδομένες. Περαιτέρω, το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο, ενεργεί ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, η απόφαση δε αυτή, η συγκεκριμένη 59939/21-10-2011 παραπεμπτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, υπέκειτο(τότε) στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (άρθρο 462, 463, 487 και 504 παρ. 2 ΚΠΔ), τα οποία η κατηγορουμένη άσκησε και τα οποία απορρίφθηκαν κατά τα παραπάνω. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 αρ. 1 του ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση", ενώ κατά την παρ. 3 εδ. α' του ιδίου άρθρου 216 όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999, "αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 - 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ." Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. [ Το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε ως άνω στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ενώ το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με το άρ. 25 του ν. 4055/2012]. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξεως και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μεταθέσεως στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι, ή ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλ΅ένη εκτί΅ηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλ΅ένη εκτί΅ηση εγγράφων, η εσφαλ΅ένη αξιολόγηση των καταθέσεων των ΅αρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της ΅εταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 2718/2012 απόφασής του, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πλειοψηφία, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει και ειδικότερα από τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, και την απολογία της κατηγορουμένης και από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη στον …στις 18-8-2004 και 4-9-2004 και στην …στις 23-9-2004 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χρησιμοποιώντας πειθώ, φορτικότητα και ψυχολογική πίεση με τη συνεχή παρουσία της, έπεισε μια γυναίκα μεσήλικα, τα στοιχεία της οποίας δεν εξακριβώθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία, να διαπράξει το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος. Ειδικότερα, αφού προηγουμένως με τον ίδιο τρόπο κατά τις ως άνω ημερομηνίες είχε πείσει την ίδια γυναίκα να διαπράξει το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατά συρροή, με το να παραστήσει εν γνώσει ψευδώς στη συμβολαιογράφο Πειραιώς Μ. Ν. - Μ. (ανωτέρω α' μάρτυρα και πολιτικώς ενάγουσα) ότι ονομάζεται Ε. Π. του Κ. και της Α., ότι είναι σμήναρχος υγειονομικού στο Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, κάτοικος ..., οδός ... (που στην πραγματικότητα είναι η διεύθυνση της κατηγορουμένης), με αριθμό δελτίου ταυτότητας ... και ΑΦΜ ... της Δ.Ο.Υ. Ν. Ψυχικού, και ότι επιθυμεί να παρέχει ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα για τραπεζικές συναλλαγές και κατάρτιση δανειακών συμβάσεων με τράπεζες προς την εντολοδόχο κατηγορουμένη, παρέπεισε την εν λόγω συμβολαιογράφο και την εξαπάτησε να προβεί στη σύνταξη τριών ειδικών πληρεξουσίων, που καταρτίστηκαν τα δύο πρώτα στο συμβολαιογραφείο της και το τρίτο στην Ηλιούπολη Αττικής, και έκδοση αντιγράφων τους, στα οποία πέτυχε να βεβαιωθούν αναληθή περιστατικά, και συγκεκριμένα δικαιοπρακτική δήλωση προερχόμενη δήθεν από την αληθινή Ε. Π. (εγκαλούσα και επίσης πολιτικώς ενάγουσα), γνωστή της κατηγορουμένης, στην οποία είχε σε προγενέστερο χρόνο παραδώσει τα προαναφερόμενα στοιχεία της, δηλαδή φωτοαντίγραφο της στρατιωτικής ταυτότητάς της επικυρωμένο από την υπηρεσία της και εκκαθαριστικά της Εφορίας για λίγες ημέρες, προκειμένου η κατηγορουμένη να μπορέσει να διαπραγματευθεί για τον εαυτό της αλλά στο όνομα της εγκαλούσας κάποια μικρά προσωπικά-καταναλωτικά δάνεια, και ειδικότερα ότι αυτή (Π.) α) στο υπ' αριθ. .../18-8-2004 πληρεξούσιο δήθεν παρέχει ως εντολέας στην εντολοδόχο κατηγορουμένη την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνει ενώπιον οποιασδήποτε Τράπεζας στην ελληνική επικράτεια σε είσπραξη δίγραμμων τραπεζικών επιταγών, ανάληψη από καταθετικούς και δανειακούς λογαριασμούς της εγκαλούσας, όπως τον δανειακό λογαριασμό της στην τράπεζα EUROBANK με αριθμό ... και να υπογράφει αιτήσεις δανείων, να συνάπτει δανειακές συμβάσεις και να εκταμιεύει τα εγκεκριμένα ποσά, β) στο υπ' αριθ. .../4-9-2004 πληρεξούσιο ομοίως ότι της παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να υπογράψει στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας σύμβαση καταναλωτικού δανείου ποσού μέχρι 30.000 € με την Τράπεζα Πειραιώς, με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Τράπεζα, και να εισπράξει η ίδια (κατηγορουμένη) ως εντολοδόχος το ποσό του δανείου, και γ) στο υπ' αριθ. .../23-9-2004 πληρεξούσιο ομοίως ότι της παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να υπογράψει στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας τη σύμβαση της εκταμίευσης εγκριθέντος προσωπικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, ποσού 9.000 € από οποιοδήποτε υποκατάστημα της Τράπεζας EUROBANK και να εισπράξει η κατηγορουμένη, ως εντολοδόχος, το ποσό του δανείου, έγγραφα τα οποία χρησιμοποίησε μετά η κατηγορουμένη στις αντίστοιχες τράπεζες στην Αθήνα για να εξαπατήσει τους υπαλλήλους τους σχετικά με τα ανωτέρω αναληθή περιστατικά, που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες εις βάρος της εγκαλούσας ως οφειλέτριας από τα εν λόγω δάνεια, (οι πράξεις δε αυτές, ως πλημμελήματα, έχουν ήδη παραγραφεί, κατά τα άνω, λόγω παρόδου οκταετίας), στη συνέχεια η κατηγορουμένη παρέπεισε με τον ως άνω τρόπο την ίδια άγνωστη στην ανάκριση και στο Δικαστήριο γυναίκα να θέσει κατ' ελεύθερη απομίμηση στα πρωτότυπα έγγραφα ειδικά πληρεξούσια, αυθαίρετα και χωρίς εντολή και έγκριση της εγκαλούσας, στη θέση της εντολέως, την υπογραφή της (Ε. Π.), παρουσιάζοντας έτσι ότι δήθεν η εγκαλούσα εκδήλωσε μονομερώς η ίδια ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου τη δήλωση βουλήσεώς της σε κάθε ειδικό πληρεξούσιο με έγκυρη και απρόσβλητη εντολή και πληρεξουσιότητα προς την κατηγορουμένη, όπως προαναφέρθηκε, πριν από την υπογραφή των εγγράφων αυτών από τη συμβολαιογράφο, η οποία στη συνέχεια, εξαπατηθείσα, έθεσε σ' αυτά εν αγνοία της τη γνήσια υπογραφή της. Στις πράξεις δε αυτές της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση η ανωτέρω γυναίκα προέβη με σκοπό να παραπλανήσει τη συμβολαιογράφο και εν συνεχεία τους αρμόδιους υπαλλήλους των τραπεζών EUROBANK και Πειραιώς, με τη χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων για το ότι δήθεν η εγκαλούσα εκδήλωσε έγκυρα την ανωτέρω δήλωση βουλήσεως της προς τις αντίστοιχες αναφερόμενες τράπεζες, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες εις βάρος της εγκαλούσας, ως συναλλαχθείσας με τις εν λόγω τράπεζες βάσει των ως άνω πληρεξουσίων εγγράφων και των εντολών που περιείχαν, δια της κατηγορουμένης ως εντολοδόχου. Περαιτέρω, η κατηγορουμένη προέβη στη χρήση των πλαστών εντολών και υφαρπαχθέντων ως άνω ειδικών πληρεξουσίων λαμβάνοντας επικυρωμένα αντίγραφα από την ως άνω συμβολαιογράφο και παρουσιάζοντάς τα στις αντίστοιχες Τράπεζες για τραπεζικές συναλλαγές της, και ειδικότερα α) αντίγραφο του υπ' αριθ. .../18-8-2004 πληρεξουσίου προσκόμισε στην τράπεζα EUROBANK ΑΕ και υπέγραψε την από 21-9-2004 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ποσού 7.000 € ως πληρεξούσια της φερόμενης ως εντολίδας της - δανειολήπτριας Ε. Π., β) αντίγραφο του υπ' αριθ. .../4-9-2004 πληρεξουσίου προσκόμισε στην Τράπεζα Πειραιώς και υπέγραψε, με την ίδια ιδιότητα, την από 6-9-2004 σύμβαση δανείου και γ) αντίγραφο του υπ' αριθ. .../23-9-2004 πληρεξουσίου προσκόμισε στην τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS ΑΕ και υπέγραψε με την ως άνω ιδιότητα την από 28-9-2004 σύμβαση προσωπικού - καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας της EUROBANK - MASTERCARD για δάνειο ποσού 9.000 €. Με τις πράξεις της αυτές η άγνωστη γυναίκα είχε σκοπό να προσπορίσει στην κατηγορουμένη, βλάπτοντας τρίτον, παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο ποσό των 31.000 €, αφού από το δάνειο των 30.000 € ποσό 15.000 € δόθηκε σε εξόφληση ισόποσου παλαιότερου δανείου της εγκαλούσας, δηλαδή το συνολικό όφελος της κατηγορουμένης και η αντίστοιχη ζημιά της εγκαλούσας ανήλθε στο ποσό των (7.000 + 15.000 + 9.000) " 31.000 €, που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 €. Από την επανειλημμένη τέλεση των ανωτέρω πράξεων και την υποδομή που είχε διαμορφώσει η συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά και η κατηγορουμένη, που χρησιμοποίησε τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα, προκύπτει σκοπός της δεύτερης για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της πρώτης προς διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Περαιτέρω, στον …στις 10-11-2004 με πρόθεση προκάλεσε στη Δ. Π., που ήταν υπάλληλος της ως άνω συμβολαιογράφου Μαρίας Ν. - Μ., την απόφαση να τελέσει το έγκλημα της πλαστογραφίας, πράξη που τέλεσε η υπάλληλος αυτή εξαιτίας της πειθούς και φορτικότητας που της άσκησε η κατηγορουμένη, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι της παρείχε επί πολλά χρόνια οικονομική βοήθεια, έναντι μελλοντικής μεταβίβασης σ' αυτήν (κατηγορουμένη) ακίνητης περιουσίας την οποία η Δ. Π. είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Συγκεκριμένα, η Δ. Π., έχοντας στην κατοχή της, ως υπάλληλος της ανωτέρω συμβολαιογράφου, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της τελευταίας και σε ηλεκτρονική μορφή το προαναφερόμενο υπ' αριθ. .../23-9-2004 ειδικό πληρεξούσιο, που ήταν προϊόν υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, όπως προκτέθηκε, με δόλο, αφού το χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα, κατάρτισε πρώτα σε ηλεκτρονική μορφή κειμένου και με τον ίδιο αριθμό και ημερομηνία, νέο εξαρχής ειδικό πληρεξούσιο, στο οποίο ανέγραψε αναληθώς ότι παρουσιάστηκε στην ως άνω συμβολαιογράφο η εγκαλούσα Ε. Π., με τα προαναφερόμενα στοιχεία ταυτότητας και ιδιότητες και δήλωσε ότι διορίζει ειδική πληρεξούσια και αντίκλητό της την κατηγορουμένη, προς την οποία παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να υπογράφει στο όνομα και για λογαριασμό της (εγκαλούσας) ως πρωτοφειλέτη, τη σύμβαση εκταμίευσης οποιουδήποτε εγκριθέντος προσωπικού τοκοχρεωλυτικού δανείου από οποιοδήποτε κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας, με τις προϋποθέσεις χορήγησης τέτοιων δανείων από αυτήν, καθώς και άλλες εντολές που αναφέρονται στο διατακτικό, στο τέλος του κειμένου έγραψε τις λέξεις "Η εντολέας", "Η συμβολαιογράφος", και αφού εκτύπωσε σε λευκό χαρτί το νέο αυτό πληρεξούσιο, αυθαίρετα και χωρίς την εντολή της παραπάνω συμβολαιογράφου, με δόλο έθεσε ιδιοχείρως α) στο άνω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας αποτύπωμα της σφραγίδας της συμβολαιογράφου με τη διεύθυνσή της, τους αριθμούς τηλεφώνου και φαξ και τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, β) χαρτοσήμανση στο αριστερό περιθώριό της και μετά σφράγισε το έγγραφο με αποτύπωση της επίσημης στρογγυλής σφραγίδας της συμβολαιογράφου 1) στη χαρτοσήμανση της πρώτης σελίδας, 2) μεταξύ των δύο φύλλων του εγγράφου, 3) στο δεξιό κάτω άκρο της δεύτερης σελίδας του θέτοντας και δυσανάγνωστη μονογραφή της ίδιας συμβολαιογράφου, και 4) στο τέλος του κειμένου στην τέταρτη σελίδα του εγγράφου, θέτοντας συγχρόνως αυθαίρετα χειρόγραφη δυσανάγνωστη υπογραφή της ως υπογραφή της συμβολαιογράφου, και αφού έθεσε αποτύπωμα της σφραγίδας του ακριβούς αντιγράφου της ίδιας συμβολαιογράφου, ανέγραψε τη λέξη "αυθημερόν" και κάτω από τη λέξη "Η εντολέας" έγραψε τη λέξη "(υπογρ.)". Με τη μέθοδο αυτή κατάρτισε το εν λόγω πλαστό αντίγραφο ειδικού πληρεξουσίου για να παρουσιάσει έτσι ότι τούτο δήθεν συντάχθηκε, υπογράφηκε και εκδόθηκε από την ως άνω συμβολαιογράφο στα πλαίσια των καθηκόντων της για να χρησιμοποιηθεί στην Αγροτική Τράπεζα (αντί της EUROBANK στην οποία αφορούσε το πληρεξούσιο - υπόδειγμα), στην πράξη δε αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τους αρμόδιους υπαλλήλους της τράπεζας αυτής σχετικά με τα ως άνω γεγονότα, παριστώντας τους ότι το πληρεξούσιο αυτό ήταν δήθεν έγκυρο και εκδόθηκε νόμιμα από την ανωτέρω συμβολαιογράφο, κατ' εντολή προσωπικά της εγκαλούσας, γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες αστικές και ποινικές συνέπειες τόσο εις βάρος της συμβολαιογράφου για ψευδή βεβαίωση από υπάλληλο, κατ' αρθρ. 242§2 ΠΚ, όσο και εις βάρος της εγκαλούσας Ε. Π. ως εντολέα της κατηγορουμένης. Εν συνεχεία χρησιμοποίησε αυτό το πλαστό έγγραφο αφού αντίγραφό του απέστειλε στην Αγροτική Τράπεζα στον Πειραιά, όπου η κατηγορουμένη ηθική αυτουργός, ως εντολοδόχος της Ε. Π., κατάρτισε στις 10-11-2004 την υπ' αριθ. .../10-11-2004 σύμβαση δανείου, ποσού 9.000 € για δήθεν προσωπικές ανάγκες της εντολέως εγκαλούσας, πράγματι όμως για προσωπικές ανάγκες της κατηγορουμένης. Για την ανωτέρω πράξη της η Δ. Π., ως συγκατηγορούμενη της παρούσας κατηγορουμένης, καταδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη από την τελευταία, υπ' αριθ. 4920 - 4921/2012 απόφασή του σε φυλάκιση ενός έτους (με τριετή αναστολή), ποινή που δεν υπόκειται σε έφεση, με συνέπεια η απόφαση αυτή να καταστεί αμετάκλητη ως προς την εν λόγω καταδικασθείσα. Το παραπάνω ποσό των 9.000 € η κατηγορουμένη εκταμίευσε από την Αγροτική Τράπεζα, αφού παρέστησε ψευδώς στον αρμόδιο υπάλληλο και διευθυντή του καταστήματός της στον Πειραιά Δ. Τ. ότι δήθεν είναι νόμιμη εντολοδόχος της εγκαλούσας Ε. Π., επέδειξε δε και παρέδωσε σ' αυτόν και αντίγραφο του ως άνω υπ' αριθ. .../23-9-2004 (δεύτερου) ειδικού πληρεξουσίου, εμφανίζοντάς το ότι εκδόθηκε νόμιμα από τη συμβολαιογράφο Μ. Ν. - Μ. για τραπεζικές συναλλαγές με την ως άνω (Αγροτική) Τράπεζα, αποκρύπτοντας το αληθινό γεγονός ότι ήταν προϊόν πλαστογραφίας αυτής και της Δ. Π., και έτσι τον παρέπεισε να συμβληθεί μαζί της καταρτίζοντας την ανωτέρω υπ' αριθ. .../10-11-2004 σύμβαση δανείου για προσωπικές ανάγκες, ποσού 9.000 € εξοφλητέο σε 60 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το οποίο της παρέδωσε προκαταβολικά και άμεσα, με χρέωση εις βάρος της εγκαλούσας. Έτσι η κατηγορουμένη με πρόθεση έβλαψε την περιουσία της εγκαλούσας, που κινδύνεψε να μειωθεί τουλάχιστον κατά το ποσό αυτό, το οποίο η Αγροτική Τράπεζα εν συνεχεία, τον Μάρτιο του 2006, απαίτησε και διεκδίκησε από αυτήν λόγω μη εξυπηρέτησής του μέχρι τότε, με αντίστοιχη ωφέλεια της κατηγορουμένης. Όμως η τελευταία εξόφλησε η ίδια το εν λόγω ποσό στην παραπάνω τράπεζα, στις 29-3-2006, πριν δηλαδή από την υποβολή της από 6-12-2006 μήνυσης της Ε. Π. κατ' αυτής, όπως συνάγεται από την υπό ίδια ημερομηνία εντολή είσπραξης της εν λόγω Τράπεζας, που προσκόμισε η κατηγορουμένη στο ακροατήριο και αναγνώστηκε, και επίσης συνομολόγησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εγκαλούσας -πολιτικώς ενάγουσας, και επομένως εξαλείφθηκε το αξιόποινο της πράξης αυτής, της απάτης, εφόσον διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος (αρθρ. 393§2 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το αρθρ. 34 του ν. 3904/2010, και εφαρμόζεται ως ευμενέστερη για την κατηγορουμένη διάταξη, κατ' αρθρ. 2 ΠΚ). Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται στην απολογία της ότι δεν υπήρξε παρένθετο πρόσωπο (η αναφερόμενη παραπάνω άγνωστη γυναίκα) κατά την κατάρτιση των τριών πρώτων από τα παραπάνω ειδικά πληρεξούσια (υπ' αριθ. .../18-8-2004, .../4-9-2004 και .../23-9-2004 απευθυνόμενο προς την τράπεζα EUROBANK), αλλά ότι η ίδια η Ε. Π. εμφανίστηκε στη συμβολαιογράφο και ζήτησε τη σύνταξή τους, ο ισχυρισμός της όμως αυτός είναι αβάσιμος, εφόσον τούτο προκύπτει αφενός από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας συμβολαιογράφου στο ακροατήριο τόσο του παρόντος όσο και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και στις προηγούμενες δίκες στο Πλημμελειοδικείο και στο Εφετείο επί της κρινόμενης υπόθεσης, όπως συνάγεται από τις αντίστοιχες αποφάσεις (59939/21-10-2011 του ΣΤ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 12138/2011 του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, 6784/2009 του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς) που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, και αφετέρου από την κατάθεση της μάρτυρος Ε. Α. στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως περιέχεται στα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης, αλλά και από την υπ' αριθ. πρωτ. 3316/3-8-2006 ένορκη βεβαίωση της Δ. Π. στην Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που επίσης αναγνώστηκαν στο ακροατήριο. Επίσης η ίδια κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται έγκλημα πλαστογραφίας σε σχέση με την κατάρτιση των ανωτέρω τριών ειδικών πληρεξουσίων εφόσον αυτά μεν αποκτούν την εν λόγω ιδιότητα μόνο αφότου υπογραφούν από την συμβολαιογράφο που τα συνέταξε, ενώ μόνο με την υπογραφή τους στη θέση της εντολέως από την υποτιθέμενη (κατ' αυτήν) άγνωστη γυναίκα ή και από την αληθινή Ε. Π. (που κατά την άποψη της κατηγορουμένης αυτή πράγματι εμφανίστηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου για την παροχή των εν λόγω εντολών) πριν από την υπογραφή τους από τη συμβολαιογράφο παραμένουν απλά ιδιωτικά έγγραφα και η άγνωστη γυναίκα δεν προέβη σε κατάρτιση πλαστού εγγράφου και δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας κατ' αρθρ 216 1 ΠΚ, κατ' ακολουθία δε, δεν στοιχειοθετείται ούτε η τέλεση της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία από μέρους της κατηγορουμένης, όπως της αποδίδεται. Και αυτός όμως ο ισχυρισμός της είναι αβάσιμος, αφού τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν το περιεχόμενο των ως άνω πληρεξουσίων, που όπως προεκτέθηκε αποτελούν προϊόντα του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης την οποία τέλεσε κατά τα άνω η άγνωστη γυναίκα, συμπίπτουν και με τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν το περιεχόμενο της πλαστογραφίας, μεταξύ δε των εγκλημάτων αυτών (υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και πλαστογραφίας) υπάρχει αληθής πραγματική συρροή, και συνεπώς πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν. Επομένως, αφού απορριφθούν οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί της κατηγορουμένης, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος που της αποδίδεται, όπως εκτίθεται αναλυτικά στο διατακτικό, να γίνει όμως δεκτό ότι μέχρι την τέλεσή της η κατηγορουμένη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, όπως και ότι για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη της συμπεριφέρθηκε καλά (άρθρ. 84 § 2 α' και ε' Π.Κ.) και να απαλλαγεί από κάθε ποινή (πράγμα που ισοδυναμεί με το να κηρυχθεί αθώα) για την πράξη της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος που φέρεται ότι τελέστηκε στον …στις 10-11-2004, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, κατά τα άνω". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 2718/2012 απόφασή του, την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, των πλαστών εντολών και υφαρπαχθέντων ειδικών πληρεξουσίων με την μορφή ειδικών συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με όφελος αυτής και αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας, υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, για το οποίο κακούργημα καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα , με αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, σε φυλάκιση τριών ετών. Αναφέρει επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 46 παρ.1 α, 51, 53, 98 και 216 αρ. 1, 3 του ΠΚ ( και όχι του άρ. 220 ΠΚ), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών ή διατάξεων και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, τα δε επίμαχα πληρεξούσια, που υπέγραψε στη θέση της εντολέως η με ηθική αυτουργία της αναιρεσείουσας εμφανισθείσα και εξαπατήσασα τη συμβολαιογράφο ως δήθεν Σμήναρχος Ε. Π., άγνωστη γυναίκα, ήταν σαν έγγραφα πρόσφορα να επιφέρουν έννομες συνέπειες στην τράπεζα που χρησιμοποιήθηκαν.
Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, α) οι αναγνωσθείσες εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, γνωμοδότησης, κριτικής αξιολόγησης και γραφολογικής διερεύνησης του γραφολόγου Ν. Κ. και της Β. Σ. και της τεχνικής συμβούλου Χ. Τ., δεν έχουν τη μορφή ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, κατ'άρθρο 178 περ.γ και 183 ΚΠΔ, αλλά απλών εγγράφων, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο κατ' άρθρο 364 ΚΠΔ, με α/α 16,52,54,55,56,57 και 58, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου. Από τη ρητή αναφορά στα αναγνωσθέντα έγγραφα στο προοίμιο του προπαρατεθέντος αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των εγγράφων, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου (και), κατά συνέπεια, και των άνω εκθέσεων ως εγγράφων, προκύπτει σαφώς ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν και τα αποδεικτικά αυτά μέσα ως απλά έγγραφα και δε συνάγεται αμφιβολία ότι έχουν ληφθεί υπόψη και αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους. Όσον αφορά δε την αναγνωσθείσα από Φεβρουαρίου 2011 έκθεση δικαστικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος γραφολόγου Π. Φ., όπως από αυτήν προκύπτει, το πόρισμά της δε συμπίπτει με τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, μη αποδεκτούς από το αιτιολογικό, καθόσον ο άνω πραγματογνώμων αποφαίνεται μεν ότι οι υπογραφές της συμβολαιογράφου Μ. Ν.- Μ. επί των τριών πληρεξουσίων είναι γνήσιες και δη οι υπογραφές αυτής, αλλά περαιτέρω αντίθετα αποφαίνεται ότι στα τρία πληρεξούσια οι υπογραφές στη θέση "η εντολέας" των τριών ειδικών πληρεξουσίων, δεν ήταν της Ε. Π., διαπιστώθηκαν πολλές και θεμελιώδεις διαφορές και κατά συνέπεια οι υπάρχουσες υπογραφές είχαν τεθεί από τρίτα πρόσωπα και η υπογραφή της πολιτικώς ενάγουσας Ε. Π. είχεν πλαστογραφηθεί, πόρισμα σύμφωνο με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ώστε να μη χρήζει ιδιαίτερης αντίκρουσης και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκε και η έκθεση αυτή, παρά τη μη ειδική αναφορά του αιτιολογικού σε αυτήν, β) από το σύνολο των παραδοχών και ιδία από την ειδική αναφορά του ονόματος της πολιτικώς ενάγουσας συμβολαιογράφου Μ. Ν.- Μ. στο αιτιολογικό,(βλ. σελ. 60, 62, 63 απόφασης), προκύπτει βεβαιότητα ότι συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο και η χωρίς όρκο κατάθεση αυτής στο ακροατήριο, παρά τη μη ειδική αναφορά αυτής της κατάθεσης στο παραπάνω προοίμιο του αιτιολογικού, γ) δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας από την αναφορά στο προοίμιο του αιτιολογικού ότι λήφθηκαν υπόψη και "καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης , ενώ από τα πρακτικά προκύπτει ότι δεν εξετάστηκαν μάρτυρες υπεράσπισης στο ακροατήριο, καθόσον η αναφορά αυτή οφείλεται σε προφανή παραδρομή του δικαστηρίου και σε μη διαγραφή της σχετικής περικοπής από τα χρησιμοποιούμενα έντυπα σχέδια, δ) το Εφετείο τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι συντρέχουν, ορθά υπήγαγε στον κανόνα δικαίου του άρθρου 216 παρ. 1,3 ΠΚ, και όχι σε εκείνον του άρθρου 220 ΠΚ, η δε αναφορά και σε περιστατικά ηθικής αυτουργίας σε πράξεις υφαρπαγής ψευδών βεβαιώσεων, των συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, έγινε εκ περισσού και λόγω της ύπαρξης σχετικής κατηγορίας για την οποία, με την ίδια απόφαση και έπαυσε η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, και δε σημαίνει διεύρυνση του αξιοποίνου σε βάρος της κατηγορουμένης, ούτε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, αφού η ηθική αυτουργία και η πλαστογραφία έγινε κατά τις παραδοχές στη συνέχεια μετά την υφαρπαγή των ψευδών βεβαιώσεων - πληρεξουσίων και ε) από τη μη παράθεση στο σώμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως(στη σελ. 73) των άρθρων των ποινικών διατάξεων, και δη των άρθρων 13 στοιχ. στ', 46 παρ.1 α, 98 και 216 παρ.1,3 του ΠΚ, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση που καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό η αναιρεσείουσα, που αναφέρεται κατά λέξη " επειδή οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος η κατηγορουμένη προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα .... κενό. ", που προφανώς οφείλεται σε παραδρομή, δε συνάγεται έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας, όπως αβάσιμα αιτιάται η αναιρεσείουσα, με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεως, αφού σαφώς συνάγεται από το αιτιολογικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε πλήρως αιτιολογημένα για την παραπάνω αξιόποινη πράξη ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, που αναφέρεται ρητά και συγκεκριμένα τόσο στο αιτιολογικό, όσο και στο διατακτικό και όχι για κάποια άλλη πράξη. ’λλωστε ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η'(πρώην Θ') ΚΠΔ, ΅ε βάση τον οποίον ΅πορούσε να αναιρεθεί απόφαση για τη ΅η παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νό΅ου έχει καταργηθεί ΅ε το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003 (ΑΠ 79/2011,571/2010). Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-1-2013 αίτηση - δήλωση της Σ. Μ. του Σ., για αναίρεση της με αρ. 2718/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Μ. N.- Μ., εκ ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Νοεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή