Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραβίαση κανόνων οικοδομικής.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, για παράβαση των κανόνων οικοδομικής, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 123/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Κουρή, περί αναιρέσεως της 2634/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Θεοδοσίου.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1315/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντος και της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 286 παρ. 1 του ΠΚ όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης, με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι πρόκειται έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως και ανήκει στα εγκλήματα για την αντικειμενική υπόσταση των οποίων ως τετελεσμένων, απαιτείται κατά νόμο ως στοιχείο η επέλευση ορισμένου αποτελέσματος, ήτοι στην πρόκληση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου. Στην έννοια της ενέργειας περιλαμβάνεται και η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, διότι εκείνος που παραλείπει να ενεργήσει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες, ενεργεί παρά τους κανόνες τους κοινώς αναγνωρισμένους, ήτοι τους τεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται και ακολουθούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση από εκείνους που ασχολούνται με έργα οικοδομικά ή κατεδάφισης και τους οποίους τηρούν με την πεποίθηση ότι είναι σωστοί. Μεταξύ των υποκειμένων του εγκλήματος του άρθρου 286 ΠΚ, είναι και ο διευθύνων το οικοδομικό έργο, όπως ο επιβλέπων μηχανικός ή αρχιτέκτων, ο συντάξας τους στατικούς υπολογισμούς, καθώς και εκείνος που διευθύνει την εκτέλεση του έργου και δίδει οδηγίες και διαταγές υποχρεωτικές για εκείνους που εκτελούν αυτές. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση όπου η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Δεν αποτελούν, επίσης, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 2634/2007 απόφαση, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του και ειδικότερα ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατά την ανέγερση πολυκατοικίας στην οδό .... στα ..... στις 9-4-2003, οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας ο πρώτος ως ιδιοκτήτης και εργολάβος και ο δεύτερος ως υπεύθυνος - επιβλέπων μηχανικός, από αμέλεια δεν ενήργησαν σύμφωνα με τους κοινά αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες ασφάλειας των γειτονικών κτιρίων, που πρέπει να τηρούνται κατά την κατασκευή κάθε κτιρίου. Ειδικότερα, κατά την εκτέλεση των διαφόρων εργασιών στην οικοδομή αυτή για την κατεδάφιση μεσοτοίχου, εκσκαφή και κατασκευή των θεμελίων από οπλισμένο σκυρόδεμα, δεν έλαβαν τα ενδεικνυόμενα προστατευτικά μέτρα, για να μην προκαλέσουν κίνδυνο από στατική και δομική άποψη στην γειτονική οικοδομή της εγκαλούσας Ψ, με την κατασκευή μεταλλικών ικριωμάτων κατά μήκος των όψεων και των ορίων με τις όμορες οικοδομές, την κατασκευή τοίχων αντιστήριξης για την αποφυγή καθίζησης του εδάφους κ.λ.π. Εξαιτίας αυτής της αμελούς συμπεριφοράς τους, προκλήθηκαν αποκολλήσεις τοίχων, πτώσεις και εκτεταμένες ρωγματώσεις σε πολλά σημεία της γειτονικής οικοδομής της εγκαλούσας, από τις οποίες μπορεί να προκύψει βλάβη σε άνθρωπο. Η ανωτέρω κατάσταση επικινδυνότητας από δομική και στατική άποψη στην οικοδομή της εγκαλούσας, που προκλήθηκε από την περιγραφείσα αμελή συμπεριφορά των κατηγορουμένων κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών, προκύπτει από την από ... έκθεση επικίνδυνης οικοδομής της Υπηρεσίας Πολεοδομίας του Δήμου ... και την από 29-7-2003 αναθεωρητική έκθεση της ίδιας Υπηρεσίας, καθώς και την από 12-1-2005 τριτοβάθμια έκθεση επικίνδυνης οικοδομής της Δ/νσης ΠΕΧΩ Αττικής, που αναγνώστηκαν, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ψ (εγκαλούσας) και Α, το περιεχόμενο των οποίων (εκθέσεων) δεν αναιρείται από αντίθετα βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της ανωτέρω πράξης που τους αποδίδει το κατηγορητήριο". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση που εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, της πράξεως της παραβίασης των κανόνων της οικοδομικής και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 15, 26 παρ.1, 28 παρ.1, 51, 53, 79 και 286 του Π.Κ., που εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Δικαστήριο της ουσίας, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά, ενώ, αναφέρει και αιτιολογεί την ύπαρξη της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του, να παρεμποδίσει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και τον επιτακτικό κανόνα από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή, κατά το άρθρο 15 του ΠΚ. Η υποχρέωση του δε αυτή πηγάζει από τους γενικώς παραδεδεγμένους τεχνικούς κανόνες, οι οποίοι είναι γενικώς γνωστοί και εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση των εν λόγω έργων, από προπαιδευμένους και έμπειρους τεχνικούς. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες το επελθόν αποτέλεσμα, οφείλεται στην παράλειψή του αναιρεσείοντος, ως επιβλέποντος μηχανικού, κατά τη διάρκεια των εργασιών εκσκαφής των θεμελίων της οικοδομής, να λάβει τα προσήκοντα μέτρα αντιστήριξης του τοίχου της γειτονικής οικοδομής, όπως, επίσης αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία, από την ως άνω παράλειψή του προκλήθηκαν αποκολλήσεις του τοίχου, πτώσεις και εκτεταμένες ρωγματώσεις σε πολλά σημεία της όμορης οικοδομής, από τις οποίες υπήρχε σοβαρή πιθανότητα μελλοντικής βλάβης της υγείας ανθρώπου. Επίσης, από την αντιπαραβολή του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, γίνεται φανερό ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του, στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται αναμφισβήτητα και αναφέρονται ρητώς όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, συνεπώς και αυτές των μαρτύρων Β και Γ, και όχι μόνο σε ορισμένα από αυτά, όπως αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει ο αναιρεσείων, προκύπτουν τα αντίθετα από όσα δέχθηκε το Δικαστήριο σχετικώς με τα πιο πάνω, απαραδέκτως προβάλλονται, διότι ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το Τριμελές Εφετείο κατέληξε στην περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, και όλα τα αναγνωσθέντα, κατά τα αναφερόμενα στα πρακτικά, έγγραφα, επομένως και το με αριθ. πρωτ. ΠΕΧΩ 6868/Φ.5-3/12-1-2004, έγγραφο που αναφέρει ο αναιρεσείων, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά και αξιολόγηση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας ως πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμό 2634/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας, εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ