Θέμα
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Εικονικότητα σύμβασης.
Περίληψη:
Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση και σε σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή για την ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος, αν δε ο δηλών είναι άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, εικονικά είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευόμενου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αναγνώριση ακυρότητας ως σύμβασης (πώλησης). Κατάχρηση δικαιώματος. Περιστατικά.
Αριθμός 187/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Σ. του Ν. , 2) Ν. Σ. του Χ. , 3) Σ. Σ. του Χ. , 4) Ν. Σ. του Σ. , και 5) Χ. Σ. του Σ. , κατοίκων ... , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Μαυρή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Γ. συζ. Π. , το γένος Ν. Σ. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γ. Θεοδωράτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/12/1993 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 74/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 179/2009 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17/10/2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 26/9/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139, 180, 211 και 214 ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική είναι λοιπόν η δήλωση βούληση, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εικονική δε μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος, αν δε ο δηλών είναι άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευομένου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (ΑΠ 633/2006 ΕλλΔνη 47.1025-1026). Στην περίπτωση, δηλαδή, εικονικότητας μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία κατά το χρόνο ως κατάρτισής της όλων που έχουν συμβληθεί, ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δηλαδή της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται, που σημαίνει ότι δεν είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει άλλη δικαιοπραξία (ΑΠ 713/2006, ΑΠ 1247/2003). Προκειμένου, ειδικότερα, περί πώλησης, ουσιώδη στοιχεία της οποίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ, είναι το πράγμα, το τίμημα και η περί τούτων συμφωνία, η έλλειψη δε και ενός εκ των στοιχείων αυτών την καθιστά άκυρη, το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος, πρέπει να είναι αληθινό, δηλαδή η περί αυτού συμφωνία να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της σύμβασης, αφού η ενοχή προς καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή κατ' άλλο τρόπο να αποσβεσθεί, πλην όμως μπορεί το στοιχεία τούτο, κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής πρόθεσης των συμβληθέντων, να αποτελέσει, κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο περί της εικονικότητας, και έτσι, εάν η συμφωνία που αφορά το τίμημα έγινε κατά το φαινόμενο μόνο, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ.1 ΑΚ, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης της πώλησης, κατ' επέκταση δε και της εμπράγματης μεταβιβαστικής της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος, εάν αφορά ακίνητο, αφού αυτή κατ' άρθρο 1033 ΑΚ είναι αιτιώδης (ΑΠ 1994/2009 ΕλλΔνη 52.113). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710, 1813 επ., 1846, 1193, 1195 και 1199 ΑΚ προκύπτει, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράφει την περί αποδοχής δήλωσή του. Ενώ, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίζει, ότι "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ' αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ' αρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (βλ. Ολ. ΑΠ 7/2002 ΕλλΔνη 43.681-682). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στην εφαρμοστέα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Αντίθετα, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όταν οι πιο πάνω ελλείψεις αφορούν στην εκτίμηση των αποδείξεων (561 παρ.1 ΚΠολΔ) και, ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια (Ολ. ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Ο Ν. Κ. Σ. , κάτοικος εν ζωή …, πατέρας των (εναγόντων) εκκαλούντων και του πρώτου (εναγομένου) εφεσίβλητου, πενθερός της αρχικής δεύτερης εναγομένης Π. συζ. Χ. Σ. (μετά το θάνατο της οποίας υπεισήλθαν στη θέση της, ως κληρονόμοι της, οι ήδη δεύτερη και τρίτος των εφεσιβλήτων, τέκνα της, και οι τέταρτος και πέμπτη των εφεσιβλήτων, έγγονοί της), ήταν κύριος ενός ακινήτου (κτήματος), εκτάσεως 59.500 περίπου τ.μ..., το οποίο κείται εντός της ζώνης σχεδίου της πόλεως …Κεφαλληνίας, στη θέση … της περιφέρειας του Δήμου .... Ο ανωτέρω, Ν. Σ. , κατά το χρονικά διάστημα από 25 Ιουλίου έως 24 Σεπτεμβρίου 1977, που διήγε το 83ο έτος της ηλικίας του, νοσηλεύτηκε το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Κεφαλληνίας πάσχων από αρχόμενη γάγγραινα δεξιού άκρου ποδός επί σακχαρώδους διαβητικού υποστρώματος και από βαρειά καρδιακή ανεπάρκεια .... Μετά την έξοδό του από το Νοσοκομείο προσήλθε στις 4.10.1977, κατόπιν προσκλήσεώς του, ο συμβολαιογράφος Αργοστολίου Παντελής Μοντεσάντος στο ευρισκόμενο στη θέση … κρατικό παράπηγμα, όπου διέμενε ο Ν. Σ. , και συνέταξε το υπ' αριθμ. …/4.10.1977 πληρεξούσιο, δυνάμει του οποίου ο τελευταίος παρέσχε προς το γιο του Χ. Σ. , πρώτο εφεσίβλητο, την ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα "να πωλήσει και μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή προς οποιονδήποτε και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες και τίμημα ήθελε αυτός εγκρίνει" το ανωτέρω ακίνητό του. Στις 6.10.1977, δύο δηλαδή ημέρες μετά τη σύνταξη του παραπάνω πληρεξουσίου, ο πρώτος εφεσίβλητος (και ήδη πρώτος αναιρεσείων), ενεργώντας ως πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος του προαναφερόμενου πατέρα του, μεταβίβασε με το υπ' αριθμ…/6.10.1977 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αχαρνών και Αθηνών Ανδριανής συζύγου Ιωάννου Πασχίδη κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το πιο πάνω ακίνητο προς τη σύζυγό του Π. Σ. (αρχική δεύτερη εναγομένη) αντί τιμήματος 500.000 δραχμών ..... Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχτηκε ότι τα παραπάνω προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο Ν. Σ. επηρέαζαν ουσιωδώς τη διανοητική του κατάσταση, με αποτέλεσμα αυτός, κατά τη σύνταξη του ένδικου πληρεξουσίου, να μην έχει ακριβή επίγνωση του περιεχομένου και της ουσίας της επιχειρούμενης δικαιοπραξίας. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που συντάχτηκε το εν λόγω πληρεξούσιο ο Ν. Σ. είχε συνείδηση των πραττομένων και επίγνωση του ότι με αυτό χορηγεί πληρεξουσιότητα στο γιο του να μεταβιβάσει το ακίνητό του σε οποιονδήποτε τρίτο με οποιοδήποτε τίμημα .... Ενισχυτικό της πεποίθησης ότι ο Ν. Σ. είχε συνείδηση των πραττομένων ... αποτελεί και το ότι ο ίδιος ... είχε χορηγήσει στον πρώτο εφεσίβλητο γιο του Χ. Σ. , με το υπ' αριθμ…/1968 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αργοστολίου Ανδρέου-Δημητρίου Τραυλού-Τζανετάτου, μεταξύ άλλων, και την πληρεξουσιότητα "να πωλεί ακίνητα ανήκοντα στον εντολέα του, προς οποιονδήποτε αντί οποιουδήποτε τιμήματος και υπό οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες εγκρίνει ... εισπράττει τιμήματα". Δηλαδή ... είχε χορηγήσει στο γιο του Χ. Σ. το ίδιο δικαίωμα που του χορήγησε και με το επίδικο πληρεξούσιο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ... ο Ν. Σ. επανεισήχθη στο προαναφερόμενο Νοσοκομείο, ότου ... αφού υπέστη ακρωτηριασμό του ενός ποδιού του, τελικώς απεβίωσε στις 20.10.1977...". Δέχτηκε, περαιτέρω, το Εφετείο, "ότι η σύμβαση πωλήσεως, ως τέτοια, είναι εικονική, καθόσον οι συμβληθέντες σύζυγοι δεν απέβλεψαν στην πώληση του υπό κρίση ακινήτου στη δεύτερη εξ αυτών αλλά σε δωρεά του, δηλαδή σε μεταβίβαση της κυριότητάς του σ' αυτήν χωρίς αντάλλαγμα και ότι η δήλωση του πρώτου εναγομένου στο πωλητήριο συμβόλαιο ότι μεταβιβάζει την κυριότητα του διαλαμβανομένου σ' αυτό ακινήτου λόγω πωλήσεως έγινε φαινομενικά και όχι στα σοβαρά, ενώ εξάλλου αποδείχθηκε ότι για τη μεταβίβαση της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου στη δεύτερη εναγομένη, αν και αναγράφηκε ότι συμφωνήθηκε τίμημα 500.000 δραχμών, δεν καταβλήθηκε οποιοδήποτε τίμημα από αυτήν, η οποία δεν ήταν σε οικονομική θέση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό ως τίμημα, διότι ούτε ατομική περιουσία είχε ούτε επάγγελμα άσκησε ποτέ, ούτε είχε ποτέ οποιουσδήποτε χρηματικούς πόρους ή εισοδήματα, ενώ οι γονείς της είχαν πολύ περιορισμένους χρηματικούς πόρους και δεν συνέστησαν υπέρ αυτής προίκα ούτε της έδωσαν ποτέ χρήματα. Εξάλλου το αναγραφέν στο πωλητήριο συμβόλαιο τίμημα των 500.000 δραχμών ήταν δυσανάλογα μικρό σε σχέση προς την έκταση (60 στρέμματα) και τη θέση (εντός της ζώνης του σχεδίου πόλεως …) του επίδικου ακινήτου. Ενισχυτικό επίσης στοιχείο ότι η .... Σύμβαση πωλήσεως είναι εικονική και ότι υπ' αυτήν υποκρύπτεται σύμβαση δωρεάς, είναι το γεγονός ότι η συντάξασα το επίδικο συμβόλαιο συμβολαιογράφος αναφέρει σ' αυτό χαρακτηριστικά για το τίμημα ότι "κατεβλήθη πρότερον εκτός του γραφείου και της παρουσίας μου και ουχί ενώπιόν μου, ως μοι εδήλωσαν οι συμβαλλόμενοι αμφότεροι". Εξάλλου, μετά το θάνατο του τελευταίου δεν ανευρέθησαν χρήματα, όπως λογικά έπρεπε να έχει συμβεί εάν αυτός είχε εισπράξει τίμημα 500.000 δρχ. από την πώληση του άνω ακινήτου, ενώ το γεγονός ότι οι εναγόμενοι, ολίγον προ του θανάτου του, είχαν προβεί σε ανέγερση κατοικίας, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι δεν διέθεταν επαρκείς χρηματικούς πόρους ενόψει και της προπεριγραφείσης οικονομικής καταστάσεως της δεύτερης εξ αυτών για να προβούν στην αγορά του ακινήτου. Η εικονικότητα επίσης της ανωτέρω συμβάσεως πωλήσεως ενισχύεται και από το ότι οι εναγόμενοι, ενώ ήσαν κάτοικοι … όπου βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο, δεν προέβησαν στην κατάρτιση του πωλητήριου συμβολαίου σε συμβολαιογράφο του …, αλλά κατάρτισαν αυτό ενώπιον συμβολαιογράφου …, για να αποφύγουν προφανώς τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε η ενέργειά τους αυτή όταν τα υπόλοιπα τέκνα του Ν. Σ. τη μάθαιναν. Άλλωστε, αν ο τελευταίος ήθελε να πωλήσει το ακίνητό του στη δεύτερη εναγομένη, σύζυγο του γιου του, δεν θα προέβαινε σε χορήγηση πληρεξουσιότητας σ' αυτόν αλλά θα προέβαινε απευθείας ο ίδιος στην πώλησή του σ' αυτήν, για να αποφύγει και τις περιττές ενέργειες αλλά και τα έξοδα για τη σύνταξη του πληρεξούσιου εγγράφου. Τέλος, ο Ν. Σ. δεν είχε λόγο να πάρει χρήματα από τα παιδιά του, καθόσον ο ίδιος και περιουσία διέθετε αλλά και σύνταξη ελάμβανε και δωρεά νοσηλεία είχε από τον ΟΓΑ, ενώ τα έξοδα διαβίωσή τους ήτα ελάχιστα". Επιπροσθέτως, το Εφετείο δέχτηκε, ότι: "Από το περιεχόμενο του υπ' αριθμ…/1977 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου ευθέως προκύπτει ότι ο πρώτος εφεσίβλητος Χ. Σ. δεν είχε εντολή ή εξουσιοδότηση να συνάψει σύμβαση δωρεάς του επίδικου ακινήτου με τη δεύτερη εναγομένη σύζυγό του, αλλά ούτε και οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν ή επικαλούνται οποιοδήποτε συμβολαιογραφικό έγγραφο από το οποίο να προκύπτει έγκριση του Ν. Σ. της δωρεάς του ακινήτου προς τη δεύτερη εναγομένη Π. σύζ. Χ. Σ. ". Τέλος, το Εφετείο δέχτηκε, ότι: "Η ένδικη αγωγή, για την αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης συμβάσεως πωλήσεως, που καταρτίσθηκε με το …/1977 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αχαρνών και Αθηνών Ανδριανής Πασχίδη, ασκήθηκε μετά παρέλευση 16 περίπου ετών από την κατάρτιση της χωρίς κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι (εκκαλούντες) ενάγοντες να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική ενέργεια κατά των συμβληθέντων συζύγων και να αμφισβητήσουν το κύρος της πωλήσεως. Αντιθέτως, αν και γνώριζαν ότι η αδελφή τους Α. Χ. είχε ασκήσει κατά των εναγομένων την από 3.1.1983 αγωγή της που είχε ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με την υπό κρίση αγωγή (και η οποία τελικώς απορρίφθηκε αμετακλήτως το έτος 1995), δεν άσκησαν παρέμβαση υπέρ της ανωτέρω ενάγουσας αδελφής τους ούτε στον πρώτο, αλλά ούτε και στο δεύτερο βαθμό. Στις 15 Μαρτίου 1980 η αρχική δεύτερη εναγομένη Π. συζ. Χ. Σ. , μεταβίβασε, αιτία πωλήσεως, δυνάμει του υπ' αριθμ…/1980 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Νίκης Κυριακάτου-Ρασσιά έκταση 4.050 τ.μ. από το επίδικο ακίνητο των 59,5 περίπου στρεμμάτων στους αδελφούς Γ. Α. και Σ. Α. , οι οποίοι, αφού περιέφραξαν την πωληθείσα σ' αυτούς έκταση με συρματόπλεγμα ανήγειραν εντός αυτής το έτος 1988 με την …/1988 οικοδομική άδεια του Τμήματος Πολεοδομίας της Νομαρχίας Κεφαλληνίας δύο οικοδομές, κάθε μια από τις οποίες έχει έκταση 100 περίπου τετρ. μέτρων. Κατά την κατάρτιση του υπ' αριθμ…/1980 πωλητήριου συμβολαίου εμφανίσθηκε στο συμβολαιογράφο ο δεύτερος ενάγων Κ. Σ. , ο οποίος μετέσχε (στη σύμβαση) ως εκ τρίτου συμβληθείς (μαζί με τους αδελφούς του Χ. Σ. - δηλαδή τον πρώτο εναγόμενο - και Γ. Σ. ) και δήλωσε ότι αναγνωρίζει ως έγκυρη και ισχυρή την ανωτέρω σύμβαση πωλήσεως καθώς και τους τίτλους κτήσεως της πωλήτριας, δηλαδή το επίδικο …/1977 πωλητήριο συμβόλαιο και συνακόλουθα το υπ' αριθμ. …/1977 πληρεξούσιο και ότι παραιτείται παντός δικαιώματος προσβολής αυτής από οποιονδήποτε λόγο. Εξάλλου κατά το έτος 1984 μεταβίβασε με τα υπ' αριθμ… και …/27.7.1984 συμβόλαια γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα στα τέκνα του δύο ακίνητα της ιδιοκτησίας του, όμορα προς την επίδικη έκταση των εξήντα (60) στρεμμάτων, δηλώνοντας στο συμβολαιογράφο, που καταχώρισε τη σχετική του δήλωση στο συνταχθέν συμβόλαιο, ότι τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα συνορεύουν μεσημβρινώς με ιδιοκτησία αδελφών Α. , αναγνωρίζοντας, έτσι, εμμέσως (μετά την άμεση αναγνώριση στον ανωτέρω συμβολαιογραφικό τίτλο) ως έγκυρη τη σύμβαση πωλήσεως της εκτάσεως των 4.050 τ.μ. στην οποία προέβη η Π. Σ. ως κυρία της μείζονος εκτάσεως των 59,5 στρεμμάτων. Αλλά ούτε και κατά την περίφραξη της εκτάσεως από τους αδελφούς Α. και κατά την κατασκευή των οικοδομών από αυτούς προέβαλε οποιοδήποτε δικαίωμα συγκυριότητας επ' αυτής ούτε και ζήτησε να διακοπούν οι οικοδομικές εργασίες, παρά το γεγονός ότι κατοικούσε με την οικογένειά του σε οικία που βρίσκεται σε επαφή με το επίδικο ακίνητο και αντιλαμβανόταν ευχερώς την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών. Ο δεύτερος των εναγόντων Κ. Σ. ισχυρίσθηκε με τις προτάσεις του της μετ' απόδειξη συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η δήλωσή του περί αναγνωρίσεως ως ισχυρής της συμβάσεως πωλήσεως τμήματος του επιδίκου στους αδελφούς Α. καθώς και των τίτλων κτήσεως της πωλήτριας Π. Σ. είναι προϊόν απειλής "κατά τα ειδικότερα στην αγωγή διαλαμβανόμενα". Ανεξαρτήτως όμως της αοριστίας του ανωτέρω ισχυρισμού του, δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο ότι ο ανωτέρω ενάγων απειλήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο από τους εναγομένους για να προβεί στην ως άνω δήλωσή του. Αντιθέτως από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως από τους εφεσίβλητους αντίγραφο του από 22.10.1995 κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι ο ίδιος ο ενάγων είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αργοστολίου για τις αξιόποινες πράξεις της εξυβρίσεως λόγω και έργω, της απειλής και της βλασφημίας εις βάρος του πρώτου εφεσίβλητου Χ. Σ. και ότι τελικώς έπαυσε η ποινική δίωξη κατ' αυτού για τις δύο πρώτες αξιόποινες πράξεις λόγω ανακλήσεως της εγκλήσεως από τον φερόμενο ως παθόντα. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν συνάγεται σαφώς, ότι εκτός από την αδράνεια για χρονικό διάστημα 16 ετών του δεύτερου ενάγοντος Κ. Σ. να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του για αναγνώριση της ακυρότητας της συμβάσεως δωρεάς προς τη δεύτερη εναγομένη Π. Σ. (που υποκρυπτόταν υπό την εικονική σύμβαση πωλήσεως) ελλείψει σχετικής πληρεξουσιότητας του πρώτου εναγόμενου συζύγου της, συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση οι ειδικές εκείνες περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του ανωτέρω δικαιούχου και οι οποίες διαμόρφωσαν και παγίωσαν την κατάσταση, ότι δεν πρόκειται να ασκήσει αυτός το επίδικο δικαίωμά του, με αποτέλεσμα η μεταβολή της συμπεριφοράς του και η επιδίωξη ανατροπής της διαμορφωθείσας κατάστασης να προκαλεί δυσμενείς επιπτώσεις για τα συμφέροντα των υπόχρεων εναγομένων και να καθιστά την άσκηση του υπό κρίση δικαιώματος μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Ειδικότερα με τη δήλωσή του στο υπ' αριθμ…/1980 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αργοστολίου Νίκης Κυριακάτου-Ρασσιά ότι αναγνωρίζει ως ισχυρή όχι μόνον την καταρτισθείσα με αυτό σύμβαση πωλήσεως των 4.050 τ.μ. εκ της μείζονος εκτάσεως των 59,5 περίπου στρεμμάτων, αλλά και τους τίτλους κτήσεως της πωλήτριας, δηλαδή το επίδικο (εικονικό) πωλητήριο συμβόλαιο και το υπ' αριθμ…/1977 πληρεξούσιο, δημιούργησε ευλόγως την πεποίθηση στους εναγομένους ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του για αναγνώριση της ακυρότητας της συμβάσεως πωλήσεως των 59,5 στρεμμάτων στη δεύτερη εξ αυτών. Η πεποίθηση τους αυτή ενισχύθηκε και από τη μεταγενέστερη δήλωση του στα υπ' αριθμ…και …/1984 συμβόλαια γονικής παροχής ότι τα μεταβιβασθέντα στα τέκνα του ακίνητα του συνορεύουν μεσημβρινώς με την πωληθείσα στους αδελφούς Α. έκταση, καθώς και από την παράλειψή του να αντιδράσει στην περίφραξη και ανοικοδόμηση της ανωτέρω πωληθείσας έκτασης, παρότι οι ενέργειες αυτές των αγοραστών γίνονταν εν γνώσει του και υπό τα βλέμματά του. Η αναγνώριση δε της ακυρότητας της επίδικης πωλήσεως θα προκαλούσε ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα των εναγομένων και μάλιστα της δεύτερης από αυτούς, η οποία θα είναι πλέον υποχρεωμένη να αποζημιώσει με μεγάλα χρηματικά ποσά τους αγοραστές αδελφούς Α. , οι οποίοι, κατά τα προαναφερόμενα, ανοικοδόμησαν κατοικίες στην αγορασθείσα έκταση. Για το λόγο αυτό η άσκηση της υπό κρίση αγωγής από το δεύτερο ενάγοντα κρίνεται, κατ' αποδοχή της προβληθείσας ενστάσεως του άρθρου 281 Α.Κ., απορριπτέα ως καταχρηστική. Ως προς την πρώτη όμως ενάγουσα (και ήδη αναιρεσίβλητη), Ε. σύζυγο Π. Γ. , αποδείχθηκε ότι η αδράνειά της να ασκήσει επί 16 περίπου έτη την ένδικη αγωγή δεν συνοδεύθηκε και από άλλες περιστάσεις που να δημιούργησαν ευλόγως στους εναγομένους την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί η αγωγή αυτή ως προς την υπόλοιπη έκταση των 55,45 περίπου στρεμμάτων, δηλαδή πλην εκείνης των 4.050 τ.μ. που πωλήθηκε στους αδελφούς Α. . Ειδικότερα αυτή, καθόλο το χρονικό διάστημα των 16 ετών που μεσολάβησε από την κατάρτιση της επίδικης πώλησης του ακινήτου στη δεύτερη εναγομένη έως την έγερση της υπό κρίση αγωγής, δεν αναγνώρισε ως ισχυρή την πώληση των 55,45 περίπου στρεμμάτων και ως κυρία της έκτασης αυτής την ανωτέρω εναγομένη. Ως προς την πωληθείσα όμως στους αδελφούς Α. έκταση των 4.050 τ.μ. αποδείχθηκε ότι αυτή, παρά το γεγονός ότι εγνώριζε ήδη από το έτος 1980 ότι η εν λόγω έκταση είχε πωληθεί στους ανωτέρω, οι οποίοι την περιέφραξαν και κατασκεύασαν κατά το έτος 1988 με νόμιμη οικοδομική άδεια δύο κατοικίες εκτάσεως 100 περίπου τ.μ. η καθεμία, εν γνώσει της και υπό τα βλέμματά της καθόσον κατοικούσε πλησίον της εκτάσεως αυτής, δεν προέβη μέχρι το έτος 1990 σε οποιαδήποτε ενέργεια είτε προς αυτούς είτε προς τους εναγομένους (και μάλιστα προς τη δεύτερη εξ αυτών) για να σταματήσει την ανοικοδόμηση και μόνον στα τέλη Φεβρουαρίου 1990 που είχαν ήδη αποπερατωθεί οι οικοδομές άσκησε την από 21.2.1990 διεκδικητική αγωγή κατ' αυτών επί της οποίας δεν αποδείχθηκε ότι έχει εκδοθεί οριστική απόφαση μέχρι σήμερα.
Συνεπώς από την παραπάνω εκτεθείσα συμπεριφορά της δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση στους εναγομένους ότι η πρώτη ενάγουσα (και ήδη αναιρεσίβλητη) δεν πρόκειται να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή της ως προς την πωληθείσα έκταση των 4.050 τ.μ. στους αδελφούς Α. και η ανατροπή της διαμορφωθείσας και παγιωθείσας αυτής καταστάσεως θα προκαλούσε ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα των εναγομένων και μάλιστα της δεύτερης από αυτούς, η οποία θα υποχρεωθεί να καταβάλει ως αποζημίωση πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά στους αγοραστές αδελφούς Α. .
Συνεπώς η άσκηση της ένδικης αγωγής από την πρώτη ενάγουσα ως προς την ως άνω έκταση των 4.050 τ.μ. κρίνεται, κατ' αποδοχή της προβληθείσας ενστάσεως του άρθρου 281 ΑΚ, απορριπτέα ως καταχρηστική". Εξάλλου, το Εφετείο δέχτηκε και "ότι ο αποβιώσας στις 20.10.1977 Ν. Σ. κατέλιπε ως μόνους πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του Μ. (που απεβίωσε στις 13.5.1988) και τα έξι (6) τέκνα του, Χ., Κ., Μ., Α., Ε. (πρώτη ενάγουσα) και Γ. . Η μεταποβιώσασα δε ανωτέρω σύζυγός του κατέλειπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα ως άνω τέκνα της, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η πρώτη ενάγουσα θυγατέρα της. Η τελευταία με την υπ' αριθμ…/21.2.1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολαΐδος Παρασκευοπούλου-Μεταλλινού και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου στον τόμο … και αριθμό …, αποδέχθηκε την κληρονομία τόσο του πατέρα της όσο και της μητέρας της καταστάσα έτσι συγκυρία κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου και στην επίδικη έκταση των 55,45 περίπου στρεμμάτων". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι πρέπει η ένδικη αναγνωριστική ακυρότητας και συγκυριότητας ακινήτου αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, ως προς την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα και δέχτηκε την έφεση της τελευταίας κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση. Στη συνέχεια, αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, αναγνωρίζοντας "άκυρη τη δικαιοπραξία που καταρτίσθηκε με το υπ' αριθμ…/1977 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αχαρνών και Αθηνών Ανδριανής Πασχίδη κατά το μέρος της με το οποίο μεταβιβάσθηκε στην πρώτη εναγομένη Π. συζ. Χ. Σ. η υπόλοιπή (πιο πάνω) έκταση (των 55,45 στρεμμάτων περίπου) ... πλην (δηλαδή) της εκτάσεως των 4.050 τετραγωνικών μέτρων που μεταβιβάσθηκε στους αδελφούς Α. με το υπ' αριθμ…/1980 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κεφαλληνίας Νίκης Κυριακάτου - Ρασσιά" και την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα "συγκυρία κατά ποσοστό ένα έκτο (1/6) εξ αδιαιρέτου (της πιο πάνω έκτασης των 55,45 στρεμμάτων)". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΑΚ που προαναφέρθηκαν, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα α) της εικονικότητας της σύμβασης πώλησης, περί της οποίας το προεκτιθέμενο 628/6.10.1977 συμβόλαιο, β) της ακυρότητας της υπό την πώληση κρυπτόμενης δωρεάς και γ) της παραδοχής της ένστασης από την ΑΚ 281 για την έκταση των 4.050 τ.μ. και της απόρριψης της ίδιας ένστασης για την έκταση των 55,45 περίπου στρεμμάτων, ως προς την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, και, συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης δεύτερος και τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και πρώτος, τρίτος και τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζοντας τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι περιλαμβανόμενες στον πρώτο αναιρετικό λόγο ειδικότερες αιτιάσεις, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο κατέληξε στο περί εικονικότητας της πιο πάνω δικαιοπραξίας πόρισμά του από την εσφαλμένη παραδοχή του περί μη καταβολής του τιμήματος, καθώς και την εσφαλμένη εκτίμηση του γεγονότος της σύνταξης του συμβολαίου εκτός Κεφαλληνίας, αλλά και το εσφαλμένο πραγματικό επιχείρημα, ότι ο Ν. Σ. δεν είχε λόγο να πάρει χρήματα από τα παιδιά του, εφόσον δέχτηκε ότι η σχετική μεταβίβαση έγινε όχι σε παιδί του αλλά στη νύφη του, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι όλες οι αιτιάσεις ανάγονται αποκλειστικά στην αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, το από τις οποίες πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) και σε αντλούμενα από τις ίδιες επιχειρήματα των αναιρεσειόντων. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι ηττώνται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17.10.2009 αίτηση των 1) Χ. Σ. του Ν. κ.ά. για αναίρεση της 179/2009 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ