Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1241 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για κακουργηματική υπεξαίρεση και απόρριψη ως αβασίμων λόγων αναίρεσης α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, και β) για απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε.π. Απορρίπτει.




Αριθμός 1241/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο,Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Τσολάκο, για αναίρεση της 303/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Ζ και 2. Ψ, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1667/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν 2721/1999 "όποιος "ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β του άνω ν. 1721/1999 "αν η συνολική άξια υπερβαίνει, το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται, για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου η διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει, σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25. 000. 000) δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση
της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται, α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι, αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι, ιδιαίτερα μεγάλης άξιας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης
να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25. 000. 000) δραχμών. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, συμφωνά με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό.Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου, δηλαδή με τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικοτέρων πράξεων του κατ εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνό όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, η στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου ..... . Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη 303/2008 απόφασή του, δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 1999 ο κατηγορούμενος εργαζόταν ως παραγωγός ασφαλειών στην ασφαλιστική εταιρεία "...", ενώ παράλληλα παρείχε σε τρίτα πρόσωπα τις προτάσεις του και τις σχετικές γνώσεις του για επενδύσεις των χρημάτων τους σε διάφορες τοποθετήσεις (μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κτλ.). Με τους πολιτικώς ενάγοντες είχε στενές φιλικές σχέσεις από πολλά χρόνια. Κατά προτροπή του το ζεύγος των πολιτικώς εναγόντων στις 11-3-1999 αγόρασε αντί 77.000.000 δραχμών 7.470.979 μερίδια από το αμοιβαίο κεφάλαιο "Αναπτυξιακό Μετοχών εσωτερικού" και σχετικά εκδόθηκε ο υπ' αριθ. ... τίτλος με δικαιούχον τον Ζ και συνδικαιούχους την Ψ και τον υιό τους .... Στην συνέχεια με την από 7-6-1999 αίτηση προς την διαχειρίστρια του αμοιβαίου κεφαλαίου εταιρεία, που υπογράφηκε από τη Ψ και τον κατηγορούμενο, ζητήθηκε η εξαγορά όλων των μεριδίων, που αφορούσε τον ανωτέρω τίτλο η αξία του οποίου είχε ήδη ανέλθει σε 95.714.257 δραχμές και εκδόθηκε σχετικά από την Midland Bank η υπ' αριθμό ... δίγραμμη ισόποση επιταγή στο όνομα της Ψ. Η τελευταία παρέλαβε την επιταγή στις 16-6-1999 όταν προσήλθε στα γραφεία της διαχειρίστριας, του αμοιβαίου κεφαλαίου, εταιρείας επί της οδού ... στο ... ..., ύστερα από σχετική ειδοποίηση της εν λόγω εταιρίας προς τον Ζ. Αντίγραφο της δίγραμμης επιταγής, που δόθηκε στη σύζυγο του τελευταίου, διατηρήθηκε στο γραφείο της ΜIdland ΑΕΔΑΚ με την υπογραφή της Ψ, κάτω από την ένδειξη " παρελήφθη το πρωτότυπο" και με ημερομηνία 16-6-1999. Στη συνέχεια η Ψ συνοδευόμενη από τον κατηγορούμενο μετέβη στο κατάστημα Αθηνών της Midland Bank και αντικατέστησε την ανωτέρω δίγραμμη επιταγή με την υπ' αριθμό ... απλή επιταγή της Τράπεζας αυτής, που εκδόθηκε σε διαταγή της για το ποσό αυτό. Αυθημερόν, η Ψ οπισθογράφησε την απλή αυτή επιταγή και την παρέδωσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος και την εισέπραξε με κατάθεση στην ΑLΡΗΑ Τράπεζα Πίστεως. Η Ψ για άγνωστους λόγους δεν επιδίωξε μέχρι τις αρχές του Νοεμβρίου του 2001 την απόδοση εκ μέρους του κατηγορουμένου του ως άνω ποσού, που εισήλθε στον λογαριασμό με την ως άνω κατάθεση της επιταγής των 94.415.000 δραχμών. Αντίθετα προέκυψε ότι μέχρι τότε οι σχέσεις του κατηγορουμένου με το ζεύγος των πολιτικώς εναγόντων ήταν καλές. Μάλιστα υπήρξαν και άλλες συνεργασίες μεταξύ των προσώπων αυτών με αντικείμενο επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία από την εξαγορά τους απέφεραν στους πολιτικώς ενάγοντες τα ποσά των 6.481.603 και 1.630.969 δραχμών, για τα οποία εκδόθηκαν από την HWBC Bank οι υπ' αριθμ. ... και ... ισόποσες επιταγές σε διαταγή της Ψ. Τις επιταγές αυτές ποσών 6.481.603 και 1.630.969 δραχμών αντίστοιχα η Ψ τις οπισθογράφησε και τις παρέδωσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος και τις εισέπραξε στις 6-9-2000. Με τον ανωτέρω τρόπο εισήλθαν, με λογιστική μεταφορά στο λογαριασμό του στην ΑLΡΗΑ Τράπεζα Πίστεως, ως προϊόν εξοφλήσεως των οπισθογραφομένων αχρεωστήτως προς αυτόν ως άνω επιταγών συνολικά 103.826.829 δραχμές και δη: επί μέρους χρηματικά ποσά 95.714.257, 6.481.603 και 1.630.969 δραχμές. Ο κατηγορούμενος καίτοι οχλήθηκε στις αρχές Νοεμβρίου 2001 από τη Ψ να αποδώσει τα ως άνω χρηματικά ποσά στους δικαιούχους. Ζ και Ψ αρνήθηκε να τα αποδώσει. Αντίθετα παράνομα τα ιδιοποιήθηκε και τα ενσωμάτωσε οριστικά στην ατομική του περιουσία, όπως από πρόθεση επεδίωξε εξ αρχής κατά το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Όλα τα παραπάνω αποδείχθηκαν από τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας, καθώς και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, ενώ δεν αναιρούνται τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, όσο και από την απολογία του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθία όλων αυτών πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του ότι μέχρι την τέλεση της ως άνω πράξης του έζησε έντιμη εν γένει ζωή, όπως αυτό προέκυψε από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του, να του αναγνωριστεί και το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 ε' Π.Κ, αφού, δεν αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά μετά την πράξη του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντίθετα προέκυψε ότι δεν προσπάθησε με κανένα τρόπο να συμπεριφερθεί καλά τόσον στους πολιτικούς ενάγοντες, όσο και σε άλλους παθόντες για παρόμοιες πράξεις, που διέπραξε σε βάρος τους και τους απέσπασε μεγάλα χρηματικά ποσά. Ειδικότερα από τα, πολλών εκατομμυρίων, ποσά δεν επέστρεψε κανένα ποσό προς τους παθόντες και επιπλέον με αβάσιμους ισχυρισμούς και επιχειρήματα προσπαθεί να αποσείσει την ευθύνη του για την τέλεση των ως άνω σοβαρών πράξεων σε βάρος των ως άνω παθόντων.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας ένοχο υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και επέβαλε σ' αυτόν δεχόμενο το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, φυλάκιση τριών (3) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27, 375 παρ. 1 εδ. α' και 2 εδ. α' του ΠΚ, τις οποίες οθρά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση α) η στην κατοχή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου περιέλευση των επί μέρους χρηματικών ποσών 95.714.257, 6.481.603 και 1.630.969 δρχ και συνολικά του ποσού των 103.826.829 δρχ με την παραδοχή ότι εισήλθαν τα ποσά αυτά στον λογαριασμό του στην ALPHA Τράπεζα Πίστεως, ως προϊόν εξόφλησης των προς αυτόν οπισθογραφημένων από την Ψ ισόποσων επιταγών σε διαταγή της, β) ότι το χρηματικό αυτό ποσό ήταν ξένο ανήκε δηλαδή σε άλλον εκτός από τον αναιρεσείοντα, γ) ότι ο αναιρεσίων εξωτερίκευσε τις προθέσεις του να ιδιοποιηθεί το ως άνω ποσόν με την παραδοχή ότι καίτοι οχλήθηκε σχετικά από την ανωτέρω αρνήθηκε να της τα αποδώσει και δ) ότι το ως άνω ποσό .συνολικά λαμβανόμενο, υπερέβαινε το ποσό των 73.000 Ευρώ, το οποίο προσδίδει στην αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης την κακουργηματική της μορφή. Συνακόλουθα ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 510 & 1 στοιχ. Δ συναφής αντίθετος πρώτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος . Η ειδικότερη αιτίαση ότι δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της αφού δεν προσδιορίζονται ποια αποδεικτικά μέσα δεν έλαβε υπόψη του το Εφετείο . Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέες και οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες κατ' επίφαση, υπό την επίκληση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Η κατά τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ. στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή την ικανότητα προς καταλογισμόν ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση τους, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση τους να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Έτσι είναι αυτοτελής ο ισχυρισμός περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 ε' Π.Κ. δηλαδή ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος, όταν περιλαμβάνει τα αναγκαία περιστατικά για την θεμελίωσή τους, και συγκεκριμένα έντιμη ζωή σε όλες τις άνω εκφάνσεις, εκδηλουμένη με θετική και καλή γενικά συμπεριφορά στην κοινωνία που να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη και είναι αποτέλεσμα ελευθέρας βουλήσεως και όχι φόβου ή καταναγκασμού.Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης ο αναιρεσείων ζήτησε την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ καταθέντοντας για καταχώριση στα πρακτικά, τον παρακάτω αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο και ανέπτυξε προφορικά. Μετά την τέλεση της πράξης για την οποία φέρεται ως κατηγορούμενος, ήτοι από τον Νοέμβριο του έτους 2001 μέχρι σήμερα, επέδειξε υποδειγματική συμπεριφορά και προσπάθησε να προσφέρει αυτοβούλως οιαδήποτε συνδρομή ήταν εφικτό να προσφερθεί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης χωρίς να απασχολήσει ποτέ ξανά τις διωκτικές και δικαστικές αρχές. Κατά το μετά την αποφυλάκισή του διάστημα και μέχρι σήμερα κατέβαλε και εξακολουθεί να καταβάλλει επίπονες και επίμονες προσπάθειες να ανεύρει εργασία για τη συντήρηση του εαυτού του και του ανηλίκου τέκνου του αλλά επί ματαίω, διότι όπως είναι φυσικό με δεδομένο ότι εκκρεμούν ακόμη σε βάρος του ποινικές κατηγορίες, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσληφθεί από οιαδήποτε εταιρία ή εν γένει εργοδότη για να προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως έκανε στο παρελθόν που ήταν διευθυντής σε ασφαλιστική εταιρεία και ιδιαίτερα επιτυχημένος στη δουλειά του. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός ήταν αόριστος τόσον αναφορικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αναιρεσείων παρέμεινε κρατούμενος στη φυλακή, όσο και ως προς το μετά την αποφυλάκισή του τοιούτο, αφού δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών από τα οποία να προκύπτει α) ότι η στη φυλακή επικαλούμενη, ως επιδειχθείσα καλή διαγωγή του, την οποία σε κάθε περίπτωση και δεν εξειδικεύει με επίκληση συγκεκριμένων πράξεων, αποτελούσε έκφραση ελευθέρας βούλησης και δεν ήταν προϊόν φόβου, καταναγκασμού ή και προσποίησης, και β) ότι για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, το οποίο επίσης δεν προσδιορίζεται για το ορισμένο του ως άνω ισχυρισμού, επέδειξε συμπεριφορά η οποία μαρτυρεί ότι ενστερνίσθηκε τους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης.
Συνεπώς το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψη του αορίστως διατυπωμένου ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. Παρά ταύτα πλεοναστικά το Εφετείο απέρριψε τούτον με την κατά τα προαναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη επαρκή αιτιολογία του. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' δεύτερος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ ο ίδιος λόγος με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι κατά τις παραδοχές της απόφασης το Εφετείο στηρίχθηκε για την απορριπτική του κρίση του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού μόνο στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και όχι στα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού κατά τα ανωτέρω το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει τον ως άνω αόριστο ισχυρισμό του αναιρεσείοντα.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3/10/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της 303/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή