Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2226 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδοχές μισθωτού.




Περίληψη:
Διαφορές αποδοχών για παροχή εργασίας (εφαρμογή μονώσεων) εν μέρει σε πλοία (εφαρμογή ΣΣΕ για απασχολούμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιώς) και εν μέρει σε κτίρια, χωρίς η μία μορφή απασχόλησης να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κυρία έναντι της άλλης. Αναιρετικοί λόγοι για επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος, παραβίαση ουσιαστικής διάταξης, μη λήψη υπόψη δικαστικής ομολογίας, μη κήρυξη απαραδέκτου και ανεπαρκή αιτιολογία (ΚΠολΔ 559 αρ.1, 9, 11, 14 και 19). Αβάσιμοι.




Αριθμός 2226/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Γ. Δ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Π. Χ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) του πληρεξούσιου δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 4870/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 831/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-3-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 23-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 9 περ. β' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1102/2003). Και, τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για "παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου", για να είναι ορισμένος, πρέπει να αναφέρει με σαφήνεια τη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, καθώς και το νομικό σφάλμα της αποφάσεως κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου (ΑΠ 1544/2002).
2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του εισαγωγικού δικογράφου (ΚΠολΔ 561 παρ. 2), ο ενάγων, εκκαλών και ήδη αναιρεσίβλητος, με την ένδικη, από 29-12-2008 αγωγή, εκθέτει ότι, την 1-5-2003, προσλήφθηκε από την εναγομένη, εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα, που διατηρεί ατομική επιχείρηση μονώσεων πάσης φύσεως, επιστρώσεως δαπέδων και εμπορίας μονωτικών υλικών, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί ως τεχνίτης μονωτής στα έργα, που η επιχείρηση αυτή αναλαμβάνει. Ότι έκτοτε και μέχρι την 3-4-2008, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς, πρόσφερε εργασία κατά κύριο λόγο σε μονώσεις πλοίων, στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (Ν/Ζ) Πειραιώς και, σπανίως, σε μονώσεις κτιρίων. Ότι σε όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, η εναγομένη, κατά τον υπολογισμό των αποδοχών του, παρέλειψε να εφαρμόσει τις ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται στη Ν/Ζ Πειραιώς. Ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα για τον ενάγοντα αφ' ενός να λαμβάνει ημερομίσθιο μικρότερο από το προσήκον και αφ' ετέρου να υπολογίζονται επί έλαττον τα δώρα εορτών, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι, πέραν αυτών, ο ενάγων πρόσφερε καθημερινά τρεις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, για την οποία ουδέν έλαβε. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων προσδιόρισε, κατά χρονικά διαστήματα και σε ετήσια βάση, από την πρόσληψη μέχρι την αποχώρησή του, τη διαφορά μεταξύ του καταβαλλόμενου και του προσήκοντος ημερομισθίου σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς και, με βάση τη διαφορά αυτή, προχώρησε στον υπολογισμό των αιτημάτων του για δεδουλευμένα ημερομίσθια, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και για αποζημίωση υπερωριακής εργασίας, εμμένοντας στο βασικό ισχυρισμό ότι είχε, καθημερινά, υπερωριακή απασχόληση και έπρεπε, πάντοτε, να αμείβεται σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και πέραν των ως άνω αναφερομένων σχετικά με το αντικείμενο της επιχείρησης της εναγομένης, την ειδικότητα, το χρόνο πρόσληψης και αποχώρησης του ενάγοντος και το, πράγματι, καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, περιστατικά τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, τα ακόλουθα ουσιώδη: Ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας με την εναγομένη, απασχολήθηκε τόσο σε μονώσεις κτιρίων όσο και σε μονώσεις πλοίων. Ότι ο ισχυρισμός του ότι εργάσθηκε κυρίως σε μονώσεις πλοίων ελέγχεται ως ανακριβής, διότι η συμμετοχή του σε συνεργεία της επιχείρησης της εναγομένης, τα οποία διενεργούσαν μονώσεις κτιρίων, υπήρξε ποσοτικά αξιόλογη και όχι περιστασιακή. Ότι, αν και επί του ζητήματος αυτού οι καταθέσεις των εκατέρωθεν μαρτύρων είναι αντίθετες, το δικαστήριο [ήτοι το Μονομελές Εφετείο] οδηγείται στην ως άνω κρίση συνεκτιμώντας αφ' ενός τα έγγραφα, τα οποία είχαν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο και προσκομίσθηκαν από την εναγομένη (τιμολόγια για την παροχή υπηρεσιών προς πελάτες χερσαίων εργασιών, πίνακες προσωπικού, καταστάσεις ταμείων, άδειες εκτελέσεως εργασιών χειριστή με χρήση φλόγας) και αφ' ετέρου το πασίδηλο για την περιοχή του Πειραιά γεγονός ότι, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ο κύκλος εργασιών στη Ν/Ζ ήταν περιορισμένος. Ότι ο ενάγων απασχολήθηκε σε επισκευές πλοίων κατά το έτος 2003 επί 70 ημέρες, κατά το έτος 2004 επί 94 ημέρες, κατά το έτος 2005 επί 143 ημέρες, κατά το έτος 2006 επί 115 ημέρες, κατά το έτος 2007 επί 138 ημέρες και κατά το έτος 2008 επί 44 ημέρες, χωρίς να αμειφθεί σύμφωνα με τους όρους των ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς. Ότι κατά την παροχή εργασίας σε μονώσεις πλοίων χρειάσθηκε να απασχοληθεί πέραν του νομίμου ωραρίου επί 2 ώρες ημερησίως, κρίση που στηρίζεται στο, επίσης, πασίδηλο γεγονός ότι οι επισκευές πλοίων πρέπει, συνήθως, να περατώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα, πράγμα που επιβάλλει την επί πλέον απασχόληση των εργαζομένων. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας υπολόγισε την αμοιβή, που οφειλόταν στον ενάγοντα για τις ως άνω ημέρες εργασίας κατά τους όρους των ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς (δεδουλευμένα ημερομίσθια, επιδόματα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας), αφαίρεσε από τα αναλογούντα ποσά, τις αμοιβές που είχαν καταβληθεί αντιστοίχως, ήτοι για τις ίδιες ημέρες εργασίας και πρόσθεσε την αποζημίωση, που οφειλόταν για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις ίδιες ημέρες, μόνο σε μονώσεις πλοίων. Τελικώς, εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία η αγωγή είχε απορριφθεί στο σύνολό της και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 39.246,03 ευρώ.
3. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, με συνοπτική μεν, αλλά πλήρη και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογία, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο διαφορές αποδοχών και αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης μόνο στην έκταση, κατά την οποία έκρινε βάσιμους τους ισχυρισμούς του για παροχή εργασίας σε μονώσεις πλοίων, καθώς και εργασίας επί πλέον του νομίμου ωραρίου, ήτοι σε έκταση πολύ μικρότερη από την αναφερόμενη στην αγωγή, με την οποία ζητείται υπολογισμός του συνόλου των δεδουλευμένων αμοιβών αυτού σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιώς και αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση τριών ωρών ημερησίως, για όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας. Από το γεγονός δε ότι το δικαστήριο της ουσίας έκανε τους σχετικούς υπολογισμούς με διαφορετική μέθοδο (ήτοι, ημέρες εργασίας επί ημερομίσθιο σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς μείον καταβληθέντα καθ' ομολογία του ενάγοντος και χωρίς ειδική αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους σε οικοδομικές εργασίες), σε σχέση με εκείνη, την οποία ο ενάγων παραθέτει στην αγωγή (ημέρες εργασίας επί διαφορά μεταξύ ημερομισθίου σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς και ημερομισθίου που καταβλήθηκε), δεν υποδηλώνει επιδίκαση απαιτήσεων περισσοτέρων από εκείνες, που είχαν ζητηθεί. Επομένως, οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ήτοι ότι το δικαστήριο της ουσίας επιδίκασε περισσότερα από τα αιτηθέντα και διέλαβε ανεπαρκή αιτιολογία ως προς την κατανομή του χρόνου εργασίας αφ' ενός σε μονώσεις πλοίων στη Ν/Ζ Πειραιά και αφ' ετέρου σε μονώσεις κτιρίων, καθώς και ως προς την παροχή υπερωριακής εργασίας και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 9 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Ακόμη, οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι, αφ' ενός διότι δεν προσδιορίζονται οι διατάξεις που φέρονται ως παραβιασθείσες και σε τι συνίσταται η παραβίαση και αφ' ετέρου διότι πλήττονται συγκαλυμμένα οι ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου (ΚΠολΔ 561 παρ. 1). Ειδικότερα, ως προς την αποδιδόμενη παραβίαση του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία φέρεται επελθούσα κατά την εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αφαίρεση, από τις νόμιμες αποδοχές, εκείνων που αντιστοίχως είχαν καταβληθεί σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους σε οικοδομικές εργασίες, παρατηρείται ότι δεν επρόκειτο περί ισχυρισμού, προβληθέντος εκ μέρους των διαδίκων, αλλά περί αυτεπαγγέλτου ενεργείας του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο υπολόγισε και αφαίρεσε οίκοθεν τα αντιστοίχως καταβληθέντα, προκειμένου να ανεύρει το αληθές ύψος των διαφορών, τις οποίες ζητούσε ο αναιρεσίβλητος και οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο της ουσιαστικής του έρευνας.
4. Επειδή, με το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ή 19 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το δικαστήριο της ουσίας επιδίκασε το συνολικό ποσό των 39.246,03 ευρώ με το νόμιμο τόκο "από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εντός του οποίου κάθε επί μέρους του ανωτέρω συνολικού ποσού ήταν καταβλητέο", αν και τα κονδύλια για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων και αποζημίωση λόγω υπερωριακής απασχόλησης είχαν υπολογισθεί σε ετήσια βάση. Παρατηρείται, όμως, ότι η διατύπωση αυτή, κατά το μέρος που, πράγματι, θα μπορούσε να δυσχεράνει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως (κάτι που δεν συμβαίνει για τις διαφορές για δώρα εορτών, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, ήτοι για παροχές, για τις οποίες καθορίζεται εκ του νόμου το χρονικώς απώτατο σημείο καταβολής), δεν αποτελεί ζήτημα αναιρετικού ελέγχου, αλλά συμπληρώσεως ή ερμηνείας [όχι διορθώσεως] της εκδοθείσας απόφασης κατά τη διαδικασία των άρθρων 315 επ. ΚΠολΔ. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
5. Επειδή, με τον πέμπτο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 14 ή 11 περ. γ' ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο τον πρώτο από τους λόγους της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο επιχειρείτο μεταβολή της βάσεως της αγωγής ή, άλλως, παρέλειψε να λάβει υπ' όψη την ομολογία του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος στην αγωγή ανέφερε το μέρος του ημερομισθίου που είχε λάβει και ζητούσε την επιδίκαση μόνο της διαφοράς. Παρατηρείται, όμως, ότι με τον πρώτο λόγο της έφεσης αναπτυσσόταν επιχειρηματολογία ως προς τον τρόπο υπολογισμού των διαφορών, που αποτελούσαν αντικείμενο της αγωγής, προς αντίκρουση των παραδοχών του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δια των οποίων, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Και περαιτέρω, σύμφωνα με τις ήδη εκτεθείσες παραδοχές του Μονομελούς Εφετείου (βλ. παραπάνω, αρ. 2), κατά τον υπολογισμό των διαφορών που επιδικάσθηκαν στον αναιρεσίβλητο αφαιρέθηκαν από τις νόμιμες αποδοχές εκείνες που, πράγματι, είχαν καταβληθεί προς αυτόν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, σύμφωνα με τις συλλογικές κανονιστικές ρυθμίσεις για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε οικοδομικές εργασίες και με τα όσα αυτός, ως ενάγων, είχε παραθέσει στην αγωγή. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7-3-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 831/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Νοεμβρίου 2014..
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 15η Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή