Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Καταδολίευση δανειστών, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι.
Περίληψη:
Άμεση συνέργεια σε καταδολίευση δανειστή. Λόγοι έλλειψη ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ.
Δ' και Α'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα.
Αριθμός 1500/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαΐου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Παναγιωτόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 9802/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Χ. Ι. Κ., κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λιάπη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιουνίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 397 του Π.Κ. "ο οφειλέτης, που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη. Όμοια τιμωρείται, όποιος επιχειρεί κάποια από τις πράξεις αυτές υπέρ του οφειλέτη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών, απαιτείται, αντικειμενικά, η ολική ή μερική ματαίωση της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και εκείνος της απαλλοτριώσεως οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη με την κατασκευή ψεύτικης δικαιοπραξίας, όπως είναι και η εικονική, δηλαδή αυτή που δεν γίνεται στα σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά (αρθρ. 138 παρ. 1 Α.Κ.), υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του οφειλέτη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της υπάρξεως απαιτήσεως εναντίον του από συγκεκριμένη νομική αιτία και τη θέληση ή την αποδοχή της ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με έναν από τους παραπάνω τρόπους, πράγμα το οποίο συμβαίνει, οσάκις το κατά τα άνω αποκρυβέν ή απαλλοτριούμενο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ή οσάκις τα εναπομένοντα μετά τη γενόμενη απόκρυψη ή απαλλοτρίωση περιουσιακά στοιχεία, εν όψει της αξίας τους, δεν επαρκούν για την ολοσχερή ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης και στην εκτέλεση της πράξης αυτής (κύριας πράξης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχτηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοιά του, αλλά και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 9802/2016 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την απολογία του δεύτερου κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατ/νος, ο οποίος ήταν πρώην σύζυγος της θυγατέρας της πολιτικώς ενάγουσας Μ. χήρας Ι. Κ., δυνάμει του υπ' αριθμό ...30-03-1999 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμ/φου Νέας Ερυθραίας Ε. Κ., αγόρασε τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης ακίνητα πολυκατοικίας που βρίσκεται στο ... και επί της οδού .... Το τίμημα για την αγορά αυτή ανήλθε στο ποσό των 36.000.000 δρχ εκ του οποίου 27.000.000 δρχ καταβλήθηκαν από την πολιτικώς ενάγουσα και εγκαλούσα, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 9.000.000 δρχ από προϊόν δανείου που έλεβε ο πρώτος κατ/νος από την τράπεζα "...". Συμφώνησαν δε μεταξύ τους ότι μετά την πενταετία, κατά την οποία απαγορευόταν η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου για την μεταβίβαση της κυριότητας των εν λόγω ακινήτων, εάν ο πρώτος κατ/νος δεν κατέβαλε ολόκληρο το ποσό φόρου, να υπογράψει αυτός οριστικό συμβόλαιο μεταβίβασης των 3/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων στη θυγατέρα της πολιτικώς ενάγουσας και σύζυγό του. Η δε εγγραφή των ακινήτων στο όνομά του έγινε αποκλειστικά για φορολογικούς λόγους, αφού η πραγματική τους βούληση ήταν να πάρει η θυγατέρα της πολιτικώς ενάγουσας τα 3/4 εξ αδιαιρέτου και ο ίδιος το 1/4 αυτών. Στις 30-03-1999 ο πρώτος κατ/νος έστειλε επιστολή στην πολιτικώς ενάγουσα, όπου αναγνώριζε ότι η ίδια κατάβαλε το πιο πάνω ποσό και υποσχέθηκε να υπογράψει άμεσα προσύμφωνο μεταβίβασης των 3/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων στην θυγατέρα της, με την οποία παντρεύτηκαν το 2000 και έκτοτε ζούσαν στο διαμέρισμα επιφάνειας 76,82 τ.μ. της πιο πάνω πολυκατοικίας. Στο διαμέρισμα αυτό ζούσαν μαζί μέχρι το 2005, οπότε και διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση και ο πρώτος κατ/νος μετοίκησε σε άλλη οικία, ενώ η θυγατέρα της πολιτικώς ενάγουσας και ο υιός της εξακολουθούν να μένουν σε αυτό. Και ενώ το προσύμφωνο μεταβίβασης των 3/4 εξ αδιαιρέτου ουδέποτε έγινε, η πολιτικώς ενάγουσα από το 2004 ζητούσε από τον πρώτο κατ/νο να μεταβιβάσει την κυριότητα των επίδικων ακινήτων στη θυγατέρα της, αφού του κατέβαλλε το ποσό του μέχρι τότε δανείου, το οποίο θα αναλάμβανε η ίδια να εξοφλήσει. Εξάλλου, με την από 22-07-2005 εξώδικη διαμαρτυρία που επιδόθηκε στον πρώτο κατ/νο, η πολιτικώς ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε όταν ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να πωλήσει τα επίδικα ακίνητα, έτσι ώστε να λάβει ο καθένας το ποσό που του αναλογούσε στη συμβολή του για την αγορά τους και τον κάλεσε να έρθουν σε διαπραγμάτευση προκειμένου να μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στη θυγατέρα της, αναλαμβάνοντας η ίδια την εξόφληση του δανείου. Ο δεύτερος κατ/νος είναι σύντροφος της μητέρας του πρώτου κατ/νου και τον γνωρίζει επί σειρά ετών. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δάνειζε τον πρώτο κατ/νο με διάφορα ποσά και στο πλαίσιο αυτό ο τελευταίος αποδέχθηκε στις 31-08-2005 έξι (6) συν/κές ποσού 10.000 ευρώ εκάστη και συνολικά 60.000 ευρώ, πλην όμως δεν προέκυψε για ποιο λόγο ο πρώτος κατ/νος έπαιρνε τόσα χρήματα, ενώ είχε σταθερή δουλειά και δεν χρωστούσε σε δάνεια ή κάρτες, εκτός του στεγαστικού δανείου, και δεν διαβιούσε πολυτελή βίο. Επίσης, ο δεύτερος κατ/νος ισχυρίστηκε ότι είχε δανείσει άλλα 12.000 ευρώ. Ωστόσο, ο δεύτερος κατ/νος για τα επικαλούμενα ως άνω δάνεια προς τον πρώτο κατ/νο δεν προσκόμισε αποδείξεις είσπραξης του τελευταίου, ούτε κίνηση τραπεζικών του λογαριασμών ή σχετικά παραστατικά από τράπεζες από τα οποία να αποδεικνύονται οι εν λόγω καταβολές. Κατά τους ισχυρισμούς του επίσης τα χρήματα που δάνεισε στον πρώτο κατ/νο ξεκίνησαν προ του 2000, οι καταβολές ήταν σε μετρητά, τα ποσά κυμαίνονταν από 5.000 έως 10.000 ευρώ, ενώ η συμφωνία που είχαν κάνει ήταν ότι ο πρώτος κατ/νος θα του τα επέστρεφε σε αόριστο χρόνο. Ωστόσο, ο δεύτερος κατ/νος δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί οι καταβολές αυτές δεν γίνονταν διατραπεζικά, πώς θυμούνταν το ακριβές οφειλόμενο ποσό μετά από τόσα χρόνια και ενώ δεν είχαν υπογράψει αποδείξεις, έτσι ώστε ο πρώτος κατ/νος να αποδεχθεί τις πιο πάνω συν/κες, γιατί προηγουμένως αυτός (ο δεύτερος κατ/νος) δεν ζητούσε προ εξασφάλισή του συν/κες και για ποιο λόγο ο πρώτος κατ/νος χρειαζόταν τα χρήματα αυτά και που εν τέλει τα χρησιμοποίησε. Για τις ανωτέρω οφειλές του πρώτου κατ/νου εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. ...2006 και .../2006 διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα και εγγράφηκαν στις 23-06-2006 και 20-10-2006 δύο προσημειώσεις επί των επίδικων ακινήτων. Για τις προσημειώσεις αυτές η πολιτικώς ενάγουσα δεν γνώριζε τίποτα. Ακολούθως ο πρώτος κατ/νος με το υπ' αριθμ. .../23-06-2008 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Β. Σ. πώλησε και μεταβίβασε τα επίδικα ακίνητα στο δεύτερο κατ/νο έναντι ποσού 107.092 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 76.700 ευρώ συμψηφίστηκε με τις ως άνω οφειλές του από τις προαναφερόμενες διαταγές πληρωμής, ποσό 14.382 ευρώ καταβλήθηκε σε μετρητά και ποσό 16.000 ευρώ πιστώθηκε με την προϋπόθεση να εξαλειφθούν οι ως άνω προσημειώσεις. Η πιο πάνω αγοραπωλησία έγινε γνωστή στην πολιτικώς ενάγουσα στις 25-07-2008, οπότε έλαβε γνώση της από 16-07-2008 εξώδικης δήλωσης του πρώτου κατ/νου με την οποία της γνωστοποιούσε τη μεταβίβαση και την καλούσε (όπως και τη θυγατέρα της) να του παραδώσουν τη χρήση του διαμερίσματος. Σύμφωνα δε με την υπ' αριθμό 2460/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε τελεσίδικα επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας του δεύτερου κατ/νου κατά της πολιτικώς ενάγουσας ότι η πιο πάνω αγοραπωλησία ήταν εικονική και έτσι αυτή απορρίφθηκε. Επίσης, με την υπ' αριθμ. 1280/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής του δεύτερου κατ/νου κατά της πολιτικώς ενάγουσας ομοίως κρίθηκε ότι η εν λόγω αγοραπωλησία ήταν εικονική και αυτή απορρίφθηκε. Κατόπιν των ανωτέρω στοιχείων το Δικ/ριο κρίνει ότι η μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων από τον πρώτο στον δεύτερο κατ/νο έγινε μόνο φαινομενικά, καθόσον ο τελευταίος δεν τα είχε επισκεφθεί ποτέ, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατ/νος του όφειλε χρήματα, ούτε ότι έλαβε ο πρώτος κατ/νος κάποιο χρηματικό ποσό για την αγορά των επίδικων ακινήτων. Για το λόγο αυτό άλλωστε, παρότι η αγωγή του απορρίφθηκε σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας, ο δεύτερος κατ/νος δεν έχει ασκήσει αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του πρώτου κατ/νου για τα υποτιθέμενα δάνεια που του έδωσε. Ήτοι, αποδείχθηκε ότι οι κατ/νοι δεν είχαν σοβαρή συναλλακτική πρόθεση, αλλά μόνον πρόθεση να ματαιώσουν την ικανοποίηση της αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε καταβάλει το μεγαλύτερο ποσό για την αγορά των ακινήτων και η αξίωσή της που η ικανοποίησή της ματαιώθηκε εκ του ως άνω συμβολαίου μεταξύ των κατ/νων ανερχόταν τλχ στο ποσό των 100.000 ευρώ. Ο δεύτερος δε κατ/νος γνωρίζοντας ότι ο πρώτος κατ/νος ήθελε να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας και έχοντας τη βούληση να τον συνδράμει κατά την εκτέλεση της πράξης της καταδολίευσης δανειστή, δέχθηκε και συνεβλήθη μαζί του ως δήθεν υποψήφιος αγοραστής των επίδικων ακινήτων. Κατόπιν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις της καταδολίευσης δανειστών και της άμεσης συνέργειας σε καταδολίευση δανειστών, αντίστοιχα". Στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον πρώτο κατηγορούμενο και αυτουργό της πράξεως Δ. Η. ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα, την 23 Ιουνίου 2008, ως οφειλέτης με πρόθεση ματαίωσε ολικά την ικανοποίηση του δανειστή του, απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη και ψεύτικες δικαιοπραξίες. Ειδικότερα, με το υπ' αριθμ. .../23-6-200 πωλητήριο οριζοντίων ιδιοκτησιών του Συμβ/φου Αθηνών Β. Σ., αυτός τώλησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο δεύτερο κατηγορούμενο Α. Σ., μεταξύ άλλων, μία αποθήκη του υπογείου ορόφου πολυκατοικίας ευρισκόμενης επί της οδού ..., στο ..., συνοικία ..., εμβαδού 6.60 τ.μ., ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, πάνω από το ισόγειο -πυλωτή της ίδιας πολυκατοικίας, εμβαδού 76,82 τ.μ. και μία ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, εμβαδού 10,12 τ.μ., ανήκουσα κατ' αποκλειστική χρήση στο ανωτέρω διαμέρισμα, αντί τιμήματος 107.082 ευρώ και αντικειμενικής αξίας της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. 91.213,51 ευρώ, χωρίς η ανωτέρω σύμβαση πώλησης - μεταβίβασης της κυριότητας και νομής των εν λόγω ακίνητων να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον είναι εικονική εν γνώσει των κατηγορουμένων. Με την ενέργειά του δε αυτή, ο προαναφερόμενος ματαίωσε, όπως είχε πρόθεση, την ικανοποίηση απαίτησης της εγκαλούσας Μ. χας Ι. Κ. έναντί του, συνολικού ύψους 100.000 ευρώ περίπου, προερχόμενης από το τίμημα που είχε καταβάλει για την αγορά των ανωτέρω ακινήτων". Ακολούθως δε, κήρυξε ένοχο άμεσης συνέργειας στην ως άνω καταδολίευση δανειστή τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, με το εξής διατακτικό: "Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της κύριας πράξης της καταδολίευσης δανειστών. Ειδικότερα, ενώ γνώριζε την ύπαρξη της προαναφερόμενης απαίτησης της εγκαλούσας κατά του συγκατηγορουμένου του και την καταδολιευτική πρόθεση αυτού, συνέπραξε ως αντισυμβαλλόμενος στην πιο πάνω αναφερόμενη εικονική πώληση των οριζοντίων ιδιοκτησιών και με τον τρόπο αυτό τον συνέδραμε άμεσα κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξης που αυτός διέπραξε, κατά τα προδιαλαμβανόμενα". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πλημμελήματος της άμεσης συνέργειας σε καταδολίευση δανειστή, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, τις οποίες προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας αξιολόγησε στο σύνολό τους χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας του τί προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο ή προσδιορισμού της αποδεικτικής βαρύτητας του κάθε αποδεικτικού μέσου, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 εδ. α', 27, 46 παρ. 1 περ. β' και 397 παρ.1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και ως εκ τούτου δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται και προσδιορίζεται με σαφήνεια ποια ήταν η απαίτηση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του οφειλέτη της και πρώην γαμβρού της Δ. Η. που ματαιώθηκε, από πού προερχόταν αυτή και σε τι ποσό ανερχόταν όταν έγινε η εικονική καταδολιευτική δικαιοπραξία, αναφέρεται σ' αυτήν ότι η εικονική μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων, ουσιαστικά ενός διαμερίσματος μετά αποθήκης στο υπόγειο και θέσης στάθμευσης στην πυλωτή, έγινε για να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, παραδοχή από την οποία προκύπτει ότι δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία ο πρώην γαμβρός της, αναφέρει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήταν επί χρόνια ο σύντροφος της μητέρας του πρώην γαμβρού της και ως εκ τούτου γνώριζε ότι ο τελευταίος δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία και θέλοντας να τον βοηθήσει να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξιώσεως της εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας από τα επίδικα ακίνητα που είχαν αγορασθεί κατά τα 3/4 με δικά της χρήματα, για να στεγασθεί αυτός μαζί με την θυγατέρα της όταν παντρεύτηκαν, συμβλήθηκε μαζί του εικονικά ως αγοραστής των επίδικων ακινήτων με τίμημα που καταβλήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του με συμψηφισμό ποσών που δήθεν του όφειλε από δάνεια που του είχε δώσει στο παρελθόν και τα οποία δεν αποδεικνύονταν από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, γεγονός από το οποίο προκύπτει ο δόλος του να συνδράμει τον υιό της επί χρόνια συντρόφου του στην καταδολίευση της δανείστριας πρώην πεθεράς του και συνακόλουθα και η γνώση του ότι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του γαμβρού της εγκαλούσας, από το οποίο μπορούσε να ικανοποιηθεί η αξιώσή της, ήταν τα ως άνω επίδικα ακίνητα. Κατά συνέπεια ο δόλος και η γνώση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ότι με την εικονική μεταβίβαση σ' αυτόν ο συγκατηγορούμενος του και υιός της επί χρόνια συντρόφου του προέβαινε σε καταδολίευση της δανείστριας του και πρώην πεθεράς του, προκύπτει από τα στοιχεία της πράξεώς του και από τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η ενοχή του από την προσβαλλόμενη απόφαση (επίκληση ανύπαρκτης απαίτησής του από ανύπαρκτα δάνεια και εικονική αγορά των μοναδικών περιουσιακών στοιχείων του συγκατηγορουμένου του για εξόφληση της ανύπαρκτης απαίτησής του). Άλλωστε, με σαφήνεια δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, συνέπραξε ως αντισυμβαλλόμενος στην εικονική αγοραπωλησία των οριζοντίων ιδιοκτησιών, ενώ γνώριζε την ύπαρξη της προαναφερόμενης απαίτησης της εγκαλούσας κατά του συγκατηγορουμένου του και την καταδολιευτική πρόθεση του τελευταίου, από την παραδοχή δε ότι γνώριζε την καταδολιευτική πρόθεση του συγκατηγορουμένου του, προκύπτει ότι η απόφαση δέχεται ότι γνώριζε ότι δεν υπήρχαν άλλα περιουσιακά στοιχεία στον συγκατηγορούμενο του, για να ικανοποιηθεί απ' αυτά η αξίωση της εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας. Ενόψει τούτων, οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., με τις οποίες αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παραβιάσεως, με ασαφείς, ελλειπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 26 παρ.1 εδ. α', 27, 46 παρ. 1 περ. β' και 397 παρ.1 του Π.Κ., είναι αβάσιμες.
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του Ν. 2172/1993, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα όμως αυτή, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος και όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68, 82, 84 και 87 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία αποκτά εκείνος που δικαιούται κατά το αστικό δίκαιο να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Τέτοιο δικαίωμα ειδικότερα για χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του Α.Κ. έχει όποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) υπέστη αμέσως ζημία ή ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και όχι αυτός που ζημιώθηκε έμμεσα από την πράξη αυτή. Ακόμη, ναι μεν επί της ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ. καταδολιεύσεως το δικαίωμα του δανειστή εξαντλείται στη διάρρηξη της γενομένης προς βλάβη του απαλλοτριώσεως, πλην όμως, ο περιορισμός αυτός, δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία επιπλέον εκείνων που απαιτούνται για την εφαρμογή των περί καταδολιεύσεως των δανειστών του άρθρου 939 του Α.Κ., όπως όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 397 του Π.Κ.. Έτσι, αφού για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 914 και 939 του Α.Κ. απαιτείται υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αμελείας) και παράνομη συμπεριφορά του ζημιώσαντος, συνισταμένη σε πράξη ή παράλειψη αυτού και περιέχουσα παράνομη επέμβαση σε αλλότριο δικαίωμα ή συμφέρον που προστατεύεται από την παραβιασθείσα διάταξη, υπό την έννοια αυτή, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που προσβάλλει δικαίωμα και δημιουργεί αξίωση προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. ή αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, συνιστά και η πράξη του οφειλέτη, ο οποίος, θέλοντας να ματαιώσει την ικανοποίηση απαιτήσεως του δανειστή του προβαίνει σε εικονική απαλλοτρίωση της περιουσίας του ή σε απαλλοτρίωσή της χωρίς ισότιμο ή αξιόχρεο αντάλλαγμα. Κατά συνέπεια, επί εγκλήματος καταδολιεύσεως δανειστών, που προβλέπεται από το άρθρο 397 του Π.Κ., άμεσα ζημιούμενος και εντεύθεν νομιμοποιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τυγχάνει προεχόντως ο δανειστής του οφειλέτη εκείνου, από την ενέργεια του οποίου, με την παράνομη και υπαίτια απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ματαιώθηκε ολικά ή εν μέρει η ικανοποίηση της απαιτήσεώς του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της υπ' αριθ. 78829/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επί εφέσεως κατά της οποίας εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η εγκαλούσα Μ. χήρα Ι. Κ., δανείστρια του οφειλέτη της και αυτουργού της πράξεως της καταδολιεύσεως δανειστών που τελέστηκε σε βάρος της με την άμεση συνέργεια του αναιρεσείοντος, η οποία είχε υποβάλει και τη σχετική έγκληση και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα, ζήτησε δε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως ποσού 45 ευρώ από τον κάθε κατηγορούμενο, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις της καταδολιεύσεως δανειστών και της άμεσης συνέργειας σε καταδολίευση δανειστών, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη συζήτηση της εφέσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εμφανίστηκε πάλι η ίδια ως άνω εγκαλούσα και δήλωσε ότι παρίσταται και κατ' έφεση ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δε Δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε με τις παραδοχές του ότι αυτή είχε απαίτηση περίπου 100.000 ευρώ κατά του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος από χρήματα που του είχε δώσει για να αγοράσει τα επίδικα ακίνητα και ότι σε βάρος της στρεφόταν η καταδολίευση δανειστών, η οποία τελέστηκε από τον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος, με την άμεση συνέργεια του τελευταίου, για να ματαιωθεί η ικανοποίηση της ως άνω απαιτήσεώς της. Κατά συνέπεια, αυτή, ως άμεσα ζημιούμενη δανείστρια από την σε βάρος της καταδολίευση δανειστών, νομιμοποιούταν να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και δεν επήλθε καμία απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας από την σύννομη παράστασή της. Επομένως, ο περί του εναντίου δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παράνομης παράστασης της εγκαλούσας ως πολιτικώς ενάγουσας, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-6-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 1-7-2016, για αναίρεση της 9802/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ