Θέμα
Ψευδής καταμήνυση, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
Περίληψη:
Ψευδής Ανώμοτη Κατάθεση- Ψευδής Καταμήνυση.
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης 1ου Κατηγ/νου Δημ. Βεργή, κύρια και συμπληρωματική, ως ανυποστήρικτη , λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, του 2ου αναιρεσείοντος Θεοδ. Στάμου για έλλειψη ακρόασης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 636/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων:
1) Δ. Β. του Ε., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Λάρισας, που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2) Θ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βίκτωρα - Ιωσήφ Γεκιλή, περί αναιρέσεως της 8199/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης και στην από 6 Απριλίου 2015 συμπληρωματική αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος καθώς επίσης και στην από 3 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης μετά των από 14 Απριλίου 2015 προσθέτων λόγων αυτής του δευτέρου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 204/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παρασταθέντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε: α) να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις ως ανυποστήρικτες του πρώτου αναιρεσείοντος και β) να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης μετά των προσθέτων λόγων αυτής του δευτέρου αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά δε το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 3-3-2015 αποδεικτικό επιδόσεως της Σ. Κ., γραμματέως του Κ.Κ. Λάρισας, όπου κρατείται ο αναιρεσείων, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στα χέρια του, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 6/5/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 9/2/2015 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού, όπως και η από 6-4-2015 αναφερόμενη υπ’ αυτού ως συμπληρωματική έκθεση αναιρέσεως, απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη μεν, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει από σχετική βεβαίωση ότι καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο του Εφετείου Αθηνών στις 21-1-2015, και αν ήθελεν εκτιμηθεί ως πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, πάλι και αυτοί πρέπει να απορριφθούν, ομού ως παραπάνω μετά της αιτήσεως, ως ανυποστήρικτοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
Β. Από τη διάταξη του άρθρου 225 του ΠΚ, περί ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, ορίζεται ότι τιμωρείται "1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους: α) όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, β) όποιος δηλώνει πως είναι έτοιμος να δώσει στο δικαστήριο ψευδή όρκο, που όμως δεν έδωσε, γιατί ο αντίδικος τον δέχτηκε σαν δοσμένο.2. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν εξετάζεται από κάποια αρχή ή από εξουσιοδοτημένο όργανό της ή όταν αναφέρεται σ’ αυτήν, εκθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον κάποιας αρχής και αρνείται επίμονα να δώσει τη μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι διαπράττει ψευδή ανώμοτη κατάθεση εκείνος, που, ενώ εξετάζεται χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεμελίωση απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ και ότι τα ενόρκως ή χωρίς όρκο κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή. Η ύπαρξη δε τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι υπαίτιος της πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως, είναι εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Έτσι, για τη θεμελίωση της άνω αξιόποινης πράξης απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση με την έννοια της βεβαιότητας ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Γ ια την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 8199/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων Θ. Σ. καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για ψευδή καταμήνυση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών για κάθε πράξη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα για τρία έτη. το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως στο αιτιολογικό του ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά κατά πιστή αντιγραφή:
"Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Δ. Β., εκπρόσωπος του πολιτικού κόμματος " Ε. Ο.", αγόρασε τμηματικά το έτος 1991 μία έκταση συνολικού εμβαδού 44.000 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στη θέση "..." ... Αττικής, για την οποία έχει ανακύψει μακροχρόνια δικαστική διαμάχη μεταξύ αυτού και του Ελληνικού Δημοσίου και ειδικότερα με την αρμόδια υπηρεσία του Δασαρχείου ... Αττικής, στο οποίο υπάγεται, καθόσον, από τα έγγραφα της υπηρεσίας αυτής προκύπτει, ότι το δάσος ..., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ως άνω έκταση, έχει κτηματογραφηθεί και χαρακτηρισθεί ως δημόσιο διακατεχόμενο δάσος. Στη δικαστική διαμάχη έχει εμπλακεί και η Ε.Υ.Δ.Α.Π., δεδομένου ότι τμήμα της επίμαχης έκτασης φαίνεται να ανήκει στην ίδια, αφού αποτελούσε τμήμα της απαλλοτριωθείσας έκτασης για τη δημιουργία από την τότε ΟΥΛΕΝ του φράγματος της τεχνητής λίμνης του Μαραθώνος. Ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Σ., στο Μαραθώνα Αττικής, στις 29.3.2007, κατέθεσε στον Πταισματοδίκη Μαραθώνα το από 27.3.2007 υπόμνημα αναφορά, στο οποίο ανέφερε καταρχήν, ότι από το έτος 1992 και εντεύθεν είναι μόνιμος φύλακας-κηπουρός της ως άνω έκτασης που τη χαρακτηρίζει ως "οικολογικό πάρκο", στην οποία περιλαμβάνονται δύο δεξαμενές νερού και προϋφιστάμενος οικίσκος, τον οποίο "οι Ο. χρησιμοποιούν και ως Γραφείο του Ο. Πάρκου", με την προσθήκη σ’ αυτόν τουαλέτας και αποθήκης αγροτικών προϊόντων. Στην συνέχεια δε ανέφερε, ότι η εγκαλούσα Δ. Κ. - Γ., υπάλληλος ΕΥΔΑΠ, παρήγγειλε με την από 24.3.2005 παραγγελία της, τη σύνταξη της από 4.10.2005 έκθεσης αυτοψίας των υπαλλήλων του Δασονομείου ... Αττικής, Γ. Π., η οποία είναι κατά περιεχόμενο ψευδής και έχει προσαρτηθεί στο ...4.10.2005 έγγραφο, που εξέδωσε ο Διευθυντής Δασών Ανατολικής Αττικής, Α. Κ., χρήση δε αυτής έκανε ο Προϊστάμενος του Δασαρχείου Αττικής, Δ. Ν., εκδίδοντας τα ... και ...15.10.2005 πληροφοριακά έγγραφα, με σκοπό την παραπλάνηση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον συγκατηγορούμενό του Δ. Β.. Αφορμή για την υποβολή του ως άνω υπομνήματος αναφοράς, αποτέλεσε το γεγονός, ότι, πράγματι, η εγκαλούσα Δ. Κ. - Γ., με την ιδιότητα της υπαλλήλου της Ε.Υ.Δ.Α.Π., ως προϊσταμένη στο τμήμα περιουσίας αυτής και αρμόδια για την αλληλογραφία με το δασαρχείο, επειδή ο πρώτος κατηγορούμενος, ενόψει της αντιδικίας που υπήρχε μεταξύ του συγκατηγορουμένου του Δ. Β. και του Δημοσίου, αλλά και της Ε.Υ.Δ.Α.Π., σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίμαχης έκτασης, δεν επέτρεπε στους αρμοδίους υπαλλήλους της Ε.Υ.Δ.Α.Π. να έχουν πρόσβαση στην ως εν λόγω έκταση και να προβαίνουν στη συντήρηση των δύο δεξαμενών που χρησιμοποιούνται για λόγους πυρόσβεσης, προέβη στην ως άνω παραγγελία προς το Δασονομείο ... Αττικής, προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος στο συγκεκριμένο τμήμα του ακινήτου που φαίνεται ότι ανήκει στην Ε.Υ.Δ.Α.Π., για να διαπιστωθεί αν αυτό αποτελεί δασική ή μη έκταση, αφού ο χαρακτήρας της ευρύτερης έκτασης, στην οποία, κατά τα προαναφερόμενα, περιλαμβάνεται και το εν λόγω τμήμα, ως δασικής ή μη δασικής, αποτελεί το εριστό σημείο μεταξύ των αντιδίκων μερών αποφασιστικής σημασίας για το ιδιοκτησιακό του καθεστώς. Η εγκαλούσα προέβη στην ως άνω ενέργεια κατόπιν εντολής των προϊσταμένων της και σε εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων, κατόπιν δε της ως άνω παραγγελίας, ο Γ. Π., που υπηρετούσε ως δασοφύλακας στο δασονομείο ..., διενήργησε έλεγχο στο εν λόγω ακίνητο, στις 14.9.2005 και κατέθεσε μήνυση κατά αμφοτέρων των κατηγορουμένων Θ. Σ. και Δ. Β. για κατάληψη δημόσιας διακατεχόμενης δασικής έκτασης 200 τ.μ. περίπου και στις 30.9.2005 διενεργήθηκε, με τη σύμπραξή του, αυτοψία από τη Δασονόμο της ίδιας υπηρεσίας Β. Σ., η οποία και συνέταξε την από 4.10.2005 επίμαχη έκθεση, ενώ στη συνέχεια ο Δασάρχης ..., Δ. Ν., εξέδωσε την ...15.11.2005 πρόσκληση για κατεδάφιση αυθαιρέτου κατασκευής και την ...15.11.2005 κλήτευση προηγούμενης ακρόασης, απευθυνόμενες σε αμφοτέρους τους κατηγορουμένους. Η αρνητική αυτή εξέλιξη της συγκεκριμένης υποθέσεως δυσαρέστησε τον δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Β., ο οποίος ήδη είχε ασκήσει την από 30.4.1999 αναγνωριστική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αιτούμενος να αναγνωρισθεί κύριος ακινήτων που βρίσκονται στην ως άνω περιοχή ... στην ευρύτερη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αττικής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίμαχη έκταση μετά των υφισταμένων σ’ αυτήν οικίσκου και ποιμνιοστασίου. Έτσι άρχισε να υποβάλλει σειρά εγκλήσεων κατά των προαναφερομένων υπαλλήλων, αλλά και του Α. Κ., διευθυντή Δασών Ανατολικής Αττικής, της Κ. Τ. και Ε. Σ., υπαλλήλων του Δασαρχείου ... και κατά της εγκαλούσας, για τις υπηρεσιακές τους ενέργειες, που είχαν οδηγήσει στο ως άνω αποτέλεσμα της υποβολής εναντίον του και εναντίον του συγκατηγορουμένου του Θ. Σ., μήνυσης για καταπάτηση δημόσιας δασικής έκτασης, εκχέρσωση και καλλιέργεια αυτής με σκοπό να μεταβάλλουν την κατά προορισμό δασική χρήση της σε οικοπεδική. Οι εγκλήσεις αυτές του δευτέρου κατηγορουμένου τέθηκαν οριστικά στο αρχείο κατ’ άρθρο 47 Κ.Π.Δ. μετά και την απόρριψη των σχετικών προσφυγών που άσκησε ο δεύτερος κατηγορούμενος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, με εξαίρεση την ABM Β04/4197 έγκληση επί της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των άνω Α. Κ., Ε. Σ. και της νυν εγκαλούσας Δ. Κ. - Γ., πλην όμως με την 6952/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έπαυσε οριστικά η δίωξη για την πράξη αυτή. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις των αλλεπάλληλων εγκλήσεων του δευτέρου κατηγορουμένου, οι οποίες είχαν περίπου το ίδιο περιεχόμενο, κρίθηκε ότι όλοι οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι που μηνύθηκαν από τον δεύτερο κατηγορούμενο ενήργησαν κάθε φορά σε εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Σε όλες αυτές δε, ο δεύτερος κατηγορούμενος στρεφόταν κυρίως κατά του Δασάρχη ... Α. Κ., ο οποίος, με την προαναφερόμενη ιδιότητά του και με βάση την από 18.10.2000 εισήγηση των δασολόγων Ε. Σ. και Κ. Τ., είχε εκδώσει την 7912/19.10.2000 πράξη χαρακτηρισμού ως δασικής της έκτασης των 44.000 περίπου στρεμμάτων, της οποίας φερόταν ως ιδιοκτήτης ο δεύτερος κατηγορούμενος, αναφέροντας, ότι ο εν λόγω Δασάρχης είχε εκδώσει ανακριβή σημειώματα εναντίον του, είχε παραποιήσει το χάρτη ΓΥΣ στην περιοχή και γενικά του είχε δημιουργήσει τέτοια προβλήματα που τον ανάγκασαν να εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες για την αναγνώριση της κυριότητας του στην ως άνω έκταση. Στρεφόταν όμως και εναντίον άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων πάντοτε και κατά της εγκαλούσας, τα οποία πρόσωπα θεωρούσε ως συνεργούς του Δασάρχη Α. Κ., μάλιστα είχε στραφεί και κατά της δικηγόρου της ΕΥΔΑΠ, μόνο και μόνο λόγω της προκειμένης ιδιότητάς της. Συμπράττοντας απολύτως με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Σ., εναντίον και του οποίου είχε υποβληθεί η ως άνω μηνυτήρια αναφορά για καταπάτηση δημόσιας δασικής έκτασης κλπ., από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, υπέβαλε το από 23.7.2007 υπόμνημα - αναφορά στον Πταισματοδίκη Μαραθώνα με το προαναφερόμενο περιεχόμενο. Αρχικά, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε υποβάλλει εναντίον των προαναφερομένων Γ. Π., Α. Κ., Δ. Ν., Κ. Τ., Ε. Σ. και της εγκαλούσας Δ. Κ. - Γ., την από 3.10.2005 μήνυσή του, στην οποία ανέφερε ότι ο υπάλληλος του Δασονομείου Αττικής, Γ. Π., εισήλθε την ίδια ημερομηνία (3.10.2005) στο αγρόκτημα των Ελλήνων Ο. που βρίσκεται στη θέση "...", της περιοχής Αγ. ... Αττικής και αυθαίρετα άρχισε να μετρά το παρακείμενο του υπάρχοντος οικίσκου περιβόλι, κατ’ εντολή του Δασάρχη ..., όπως δήλωσε, παρόλο που το συγκεκριμένο ακίνητο δεν είναι δασική έκταση και δεν υπάγεται στις απαγορευτικές διατάξεις του δασικού κώδικα, ενώ κατήγγειλε και ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο άγνωστοι προέβησαν στην περίφραξη τμήματος του αγροκτήματος έκτασης 2,5 στρεμμάτων και όργωσαν ένα τμήμα του. Στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης για την εξέταση των καταγγελλομένων με την ως άνω από 3.10.2005 μήνυση του πρώτου κατηγορουμένου, του ζητήθηκε να περιγράψει με σαφήνεια και πληρότητα την αξιόποινη πράξη που, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της εν λόγω μήνυσης, φερόταν να διαπράχθηκε από υπαλλήλους της Ε.Υ.Δ.Α.Π. και τότε ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη στην υποβολή του προκειμένου από 27.3.2007 εγγράφου υπομνήματος - αναφοράς με την οποία αναφέρονται ακριβώς τα εξής: " Άπαντα τα αναφερόμενα στην έκθεση αυτοψίας του Γ. Π., της από 4/10/05 που προσαρτάται στο υπ’ αρ. ...4.10.05 έγγραφο της Διευθύνσεως Περιφερείας Δασών Αν. Αττικής... το οποίο εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο Δνσης Δασών σήμερα Α. Κ., ο οποίος και έχει δικαστική διαμάχη από συνεχομένων ετών 1992, κατά του Δ. Β., καθώς όπως προκύπτει και από την προσωπική πληροφορία φίλου μου εργαζόμενου στην εταιρεία ΕΥΔΑΠ από 18.20.01 εκδόθηκε κατόπιν παραγγελίας της κ. Δ. Κ. Γ., η οποία από κοινού με τον προαναφερόμενο σημερινό Δ/ντή Διεύθυνσης Δασών κ. Κ., ενήργησαν και ενεργούν εις βάρος του Δ. Β. καθώς και του Πολιτικού Κόμματος, όπως προκύπτει και από τις παλαιότερες και τωρινές καταθέσεις της .... Η έκθεση του Γ. Π. είναι αναληθής των πραγματικών δεδομένων, ψευδής σε όλο το περιεχόμενο της, την οποία δε έκθεση έκανε χρήση και ο νέος Δασάρχης ..., όπως προκύπτει με τα υπ’ αριθμ. ... και ...15.10.05 πληροφοριακά έγγραφα του, τα οποία και εκδόθηκαν όσο της εκθέσεως Π., όσο και των πληροφοριακών εγγράφων του Δασάρχη ..., με την από 24/3/05 παραγγελία της κ. Δ. Κ. - Γ. τα οποία και εκδόθηκαν με πλάνη και με τον σκοπό την παραπλάνηση του Ποινικού Δικαστηρίου ..." Στο τέλος δε του εν λόγω υπομνήματος - αναφοράς ζητεί την ποινική δίωξη όλων των προαναφερομένων προσώπων δηλαδή των Α. Κ., Δ. Ν., των υπαλλήλων του Δασαρχείου ..., Κ. Τ. και Ε. Σ., καθώς και της εγκαλούσας, υπαλλήλου της ΕΥΔΑΠ, Δ. Κ. - Γ., με την αναφορά ότι αυτοί: "συνεργούσαν εις βάρος του Προέδρου μου Δ. Β. καθώς και του Πολιτικού Κόμματος του οποίου είμαι και τακτικό μέλος, κάνοντας χρήση της ως άνω προαναφερόμενης έκθεσης του Γ. Π.... στο Ποινικό Δικαστήριο". Από το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος - αναφοράς, με βάση το οποίο συντάχθηκε και το κατηγορητήριο με τις αποδιδόμενες στον πρώτο κατηγορούμενο πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, καθίσταται σαφές, ότι αυτός, καταγγέλλοντας τη σύνταξη ψευδούς κατά περιεχόμενο έκθεσης αυτοψίας που εκδόθηκε ύστερα από σχετική παραγγελία της εγκαλούσας, δεν αναφέρεται σε αληθές γεγονός, δηλαδή στο ότι πράγματι η τελευταία είχε προβεί στη σχετική παραγγελία, υπό την ιδιότητά της ως υπαλλήλου της ΕΥΔΑΠ, για τη διενέργεια αυτοψίας, αλλά ουσιαστικά, με τον επαναλαμβανόμενο όρο παραγγελία, αποδίδει στην εγκαλούσα, ότι αυτή έδωσε εντολή προς τον συντάξαντα την εν λόγω έκθεση αυτοψίας, Γ. Π., να προβεί στην ενέργεια της σύνταξής της με ψευδές περιεχόμενο, συμπράττοντας με τον ίδιο, αλλά και με τον Α. Κ. και με τους άλλους εγκαλουμένους εις βάρος του συγκατηγορουμένου του Δ. Β., με σκοπό όλων των μηνυομένων, περιλαμβανομένης και της εγκαλούσας, στην οποία και αναφέρεται επανειλημμένα ονομαστικά, την παραπλάνηση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον συγκατηγορούμενό του Α. Β.. Το ως άνω από 27.3.2007 έγγραφο υπόμνημα - αναφορά του πρώτου κατηγορουμένου κατά των προαναφερομένων προσώπων, μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, τέθηκε στο αρχείο με την ΕΓ 58-06/176/31.7.2006 Διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εγκρίθηκε με την 10306/22.12.2008 Πράξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, καθόσον κρίθηκε, ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των μηνυομένων από τον πρώτο κατηγορούμενο. Με βάση τα παραπάνω αποδείχθηκε, ότι τα όσα ανέφερε στο ως άνω υπόμνημα - αναφορά ο πρώτος κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας και των λοιπών μηνυομένων προσώπων, το οποίο και εγχείρησε στον Πταισματοδίκη Μαραθώνα, ήσαν ψευδή, γεγονός που ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά. Τούτο δε διότι : α) της επίμαχης από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας για παράνομη κατάληψη δημόσιας διακατεχόμενης δασικής έκτασης που διενεργήθηκε από τη Δασονόμο Αγ. ... Β. Σ., με τη σύμπραξη του δασοφύλακα Γ. Π., είχε προηγηθεί το ...16.9.2005 πρωτόκολλο μηνύσεως του τελευταίου, οι ενέργειες δε αυτές δεν έγιναν κατόπιν παραγγελίας της εγκαλούσας Δ. Κ. - Γ., με την προαναφερόμενη έννοια που αποδίδει στη λέξη "παραγγελία" ο πρώτος κατηγορούμενος, β) το περιεχόμενο της ως άνω εκθέσεως δεν ήταν ψευδές, αλλά απολύτως αληθές, και για το λόγο αυτό αμφότεροι οι κατηγορούμενοι με την 17616, 19462, 23281, 27.374 και 28.276/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν αμετάκλητα για τις αναφερόμενες στην ως άνω έκθεση αυτοψίας πράξεις της καταπάτησης δημόσιας δασικής έκτασης, που έχει εξαιρετική σημασία από τη θέση και τη σύστασή της, με σκοπό να δημιουργήσουν ανύπαρκτα δικαιώματα κατά τρόπο που να εμφανίζονται νόμιμες αξιώσεις καταφανώς αθέμιτες και της εκχέρσωσης δημόσιας δασικής έκτασης και την καλλιέργειά της στη συνέχεια, καταστρέφοντας την εκεί υπάρχουσα φυόμενη δασική έκταση από πεύκα, με σκοπό τη μετατροπή της σε οικοπεδική, δηλαδή για παράβαση των άρθρων 280 παρ. 1 ν.δ. 86/69, 71 παρ. 1 και 3 ν. 998/79. γ) η σύνταξη της ως άνω εκθέσεως δεν έγινε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στο Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως του δευτέρου κατηγορουμένου, Δ. Β., κατά της 425/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί σε κάθειρξη έξι (6) ετών για απάτη κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με προξενηθείσα ζημία άνω των 50.000.000 δραχμών. Στην εν λόγω κατ’ έφεση δίκη, εκδόθηκε η 1813/2005 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της αποδιδομένης σ’ αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξεως κατά πλειοψηφία. Την απόφαση αυτή μνημονεύει ο πρώτος κατηγορούμενος στο ως άνω υπόμνημα- αναφορά του το οποίο εγχείρισε του Πταισματοδίκη Μαραθώνα, επιχειρώντας να καταδείξει ότι παρά το σκοπό που είχαν οι ως άνω εγκαλούμενοι από αυτόν, μεταξύ των οποίων και η νυν εγκαλούσα, να χρησιμοποιήσουν την προαναφερόμενη έκθεση αυτοψίας του Γ. Π. στο ποινικό δικαστήριο, σε βάρος του δεύτερου κατηγορουμένου, ο τελευταίος αθωώθηκε. Το γεγονός όμως της αθώωσης του δευτέρου κατηγορουμένου για την ως άνω αποδιδόμενη σ’ αυτόν αξιόποινη πράξη, ουδόλως επηρεάζει τη κρίση του Δικαστηρίου, περί του ότι, μεταξύ άλλων, σκοπός της εγκαλούσας με τις ενέργειες που της αποδίδει ο δεύτερος κατηγορούμενος και οι οποίες αποδείχθηκαν ψευδείς κατά τα προαναφερόμενα, ήταν η ποινική καταδίκη του δευτέρου κατηγορουμένου. Τούτο δε διότι, αφενός μεν η από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας του Γ. Π. δεν περιλαμβανόταν στα αναγνωστέα στο ως άνω Δικαστήριο έγγραφα, όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη, ήδη αμετάκλητη απόφαση, αφετέρου δε αυτή, δεν εκδόθηκε ομόφωνα, αλλά κατά πλειοψηφία, με ισχυρή μειοψηφία ( 3-2), η οποία έκρινε, ότι ο Δ. Β. έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, ενώ, και η απαλλαγή του κατηγορουμένου έγινε, επειδή κρίθηκε, σύμφωνα με την πλειοψηφούσα γνώμη, ότι δεν προέκυψε δόλος τούτου και όχι επειδή επιβεβαιώθηκε το με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της αμφισβητούμενης έκτασης, ως ανήκουσας στον ως άνω κατηγορούμενο και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο. Αντίθετα, στο σκεπτικό της ως άνω αποφάσεως γίνεται σαφής μνεία ότι " Για το ζήτημα πάντως της κυριότητας του επιδίκου θα αποφανθούν εν τέλει τα πολιτικά δικαστήρια στα οποία το ζήτημα αυτό και εκκρεμεί". Σε σχέση δε με τα ως άνω ψευδή περιστατικά που ανέφερε ο δεύτερος κατηγορούμενος στο εν λόγω από 27.3.2007 υπόμνημα - αναφορά, με το οποίο αυτός συμπλήρωσε την από 3.10.2005 μήνυσή του, η αλήθεια ήταν ότι η εγκαλούσα ενήργησε κατόπιν εντολής των προϊσταμένων της και σε εκτέλεση του υπηρεσιακού της καθήκοντος, χωρίς ουδεμία σύμπραξη με τον συντάξαντα την από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας Γ. Π., της οποίας το περιεχόμενο ήταν αληθές, και χωρίς κανένα σκοπό να την προσκομίσει στο ποινικό δικαστήριο σε βάρος του Δ. Β.. Η γνώση του δευτέρου κατηγορουμένου ότι τα όσα παραπάνω ανέφερε σε βάρος της εγκαλούσας, ήταν ψευδή, αποδεικνύεται πλήρως εκ του γεγονότος, ότι αυτός, όντας από το έτος 1992, "φύλακας" της επίδικης εκτάσεως, όπως ο ίδιος αναφέρει, και τακτικό μέλος του κόμματος Ο., είχε πολύ στενές σχέσεις με τον Πρόεδρο τούτου δεύτερο κατηγορούμενο, Δ. Β., με τις απόψεις του οποίου ταυτίζονταν μόνιμα, επικουρώντας τον τελευταίο, εξεταζόμενος ως μάρτυρας στα δικαστήρια τούτου. Έτσι, είχε άμεση γνώση, ότι οι αλλεπάλληλες εγκλήσεις που είχε υποβάλλει ο συγκατηγορούμενός του κατά των ως άνω προσώπων, υπαλλήλων δασαρχείου, Ε.Υ.Δ.Α.Π. κλπ., μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, για ενέργειες, παρόμοιες μ’ εκείνες που τους απέδωσε και ο ίδιος με την από 3.10.2005 μήνυσή του, και το από 27.3.2007, συμπληρωματικό αυτής, υπόμνημα - αναφορά, ουδέποτε οδήγησαν σε ποινικές καταδίκες τούτων, αντίθετα μάλιστα, τέθηκαν στο αρχείο με τις σχετικές εισαγγελικές διατάξεις, όποιες δε προσφυγές κατ’ αυτών άσκησε ο κατηγορούμενος απορρίφθηκαν. Επί πλέον, παρόλο που είχε εκδοθεί επί της προαναφερόμενης αγωγής του δευτέρου κατηγορουμένου, η 3219/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία τον αναγνώριζε ως κύριο της επίδικης έκτασης, για το χαρακτήρα αυτής ως δασικής, συνέχισαν να εκκρεμούν αντιρρήσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής κατά του με αριθμό 853/1994 εγγράφου του Δασάρχη ... ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Ανατολικής Αττικής, με το οποίο η επίδικη έκταση είχε χαρακτηρισθεί ως μη δασική. Παράλληλα δε, είχαν ήδη εκδοθεί το 10503/15.11.2005 έγγραφο του Δασάρχη ..., με το οποίο προτείνεται η κήρυξη ως αναδασωτέας της έκτασης, για την οποία υποβλήθηκε η μήνυση κατά αμφοτέρων των κατηγορουμένων από τον υπάλληλο του Δασονομείου Αγ. ... Γ. Π., κατά τα προαναφερόμενα, η από 29.3.2006 αναφορά της υπαλλήλου του Δασαρχείου ... Μ. Π., 1810/9.6.2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής για την κήρυξη της ανωτέρω έκτασης ως αναδασωτέας και η ...19/27.6.2006 Δασική Απαγορευτική Διάταξη του Δασάρχη .... Όλα τα παραπάνω ήταν σε γνώση του πρώτου κατηγορουμένου, όπως ήταν και σε γνώση του ότι οι εμπλεκόμενοι με τις εν λόγω υποθέσεις αρμόδιοι υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα, απλώς ενεργούσαν με τον τρόπο που όφειλαν να ενεργήσουν, όπως τους επέβαλε το υπηρεσιακό τους καθήκον, παρόλα αυτά όμως ο ίδιος συνέχισε να στρέφεται εναντίον τους, και απέδωσε ψευδώς στην εγκαλούσα τα προαναφερόμενα περιστατικά με προφανή σκοπό να προκαλέσει την ποινική της καταδίωξη, πράγμα που άλλωστε αιτήθηκε με το ως άνω υπόμνημα - αναφορά του, όπως ήδη εκτέθηκε. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας, των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης που του αποδίδονται, απορριπτομένων ως αβασίμων των αυτοτελών ισχυρισμών, τους οποίους προσκόμισε ο ίδιος εγγράφως στο Δικαστήριο, οι οποίοι κυρίως αποτελούν ισχυρισμούς αρνητικούς της κατηγορίας. Ειδικότερα, επί των ισχυρισμών αυτών, εκτός των όσων ήδη εκτέθηκαν επισημαίνονται και τα ακόλουθα: Ο πρώτος κατηγορούμενος επικαλείται την έλλειψη δόλου του στις ως άνω αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, ισχυριζόμενος, ότι η επίδικη έκταση ήταν χαρακτηρισμένη ως μη δασική, με το προαναφερόμενο 853/18.12.1994 έγγραφο του Δασάρχη και σύμφωνα με σχετική νομολογία του ΣτΕ, ο επόμενος Δασάρχης, πολύ δε περισσότερο οποιοσδήποτε δασικός υπάλληλος, δεν είχε δικαίωμα να ανακαλέσει την ως άνω πράξη χαρακτηρισμού, χωρίς αιτιολογία, και έτσι η προαναφερόμενη ανάκληση με την 1505/2001 απόφαση του ΣτΕ ακυρώθηκε, με αποτέλεσμα να ισχύει ο αρχικός χαρακτηρισμός της ως μη δασικής κατά το χρόνο συντάξεως της ως άνω από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας του ως άνω Γ. Π., την οποία χαρακτηρίζει ως μη νόμιμη, διότι η επίδικη έκταση δεν ήταν δασική, ούτε δημόσια, το δε Δασαρχείο ... ήταν αναρμόδιο κατά τόπο για να επιληφθεί της υποθέσεως και επί πλέον αυτή στρεφόταν και κατά του ίδιου που ήταν "απλά ο κηπουρός του κτήματος", ενώ σ’ αυτό υπήρχαν ταμπέλλες που την προσδιόριζαν ως "ιδιοκτησία κόμματος Ο.. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός βάλλει κατά της εγκυρότητας της εκδόσεως της επίμαχης έκθεσης Γ. Π., για λόγους που αφορούν τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία και θα ήταν αρμόδια για την τυχόν ακύρωσή της, συντρεχουσών των αναγκαίων προϋποθέσεων, ήδη δε εκτέθηκε ότι κατά του ως άνω 853/18.12.1994 εγγράφου του Δασάρχη ..., και μετά την έκδοση της 1505/2001 αποφάσεως του ΣτΕ εκκρεμούν αρμοδίως αντιρρήσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής για το χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης ως δασικής. Επίσης, με την αναφορά του ότι ήταν απλός κηπουρός του κτήματος, ο πρώτος κατηγορούμενος βάλλει κατά της παραπομπής και του ίδιου στα ποινικά δικαστήρια για καταπάτηση δημόσιας δασικής έκτασης, εκχέρσωσης και μετατροπής αυτής σε οικοπεδική έκταση, ζητήματα που έχουν κριθεί αμετάκλητα από τα ποινικά δικαστήρια, με την καταδίκη αμφοτέρων των κατηγορουμένων για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και δεν αφορούν το παρόν Δικαστήριο. Επικαλείται επί πλέον ο πρώτος κατηγορούμενος, ότι η πράξη για την οποία κατήγγειλε την εγκαλούσα, "δεν αποτελεί αντικειμενικά αξιόποινη πράξη", ισχυρισμός που εκτιμάται ότι κατατείνει στην προσπάθεια του να αποδείξει, ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως το οποίο του αποδόθηκε, αφού η μη αξιόποινη πράξη δεν είναι δυνατό να προκαλέσει την ποινική καταδίωξη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται. Στα πλαίσια του ισχυρισμού του αυτού, ο κατηγορούμενος αναφέρει, ότι το να ζητήσει οποιοσδήποτε πολίτης, που δεν είναι υπάλληλος του δασαρχείου να κριθεί αν μια έκταση είναι δασική ή μη, είναι θεμιτή και ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως δασικής από αναρμόδιο πρόσωπο, δηλαδή από μη δασικό υπάλληλο, αποτελεί απλώς μη διωκόμενη αξιολογική κρίση. Λησμονεί όμως ο κατηγορούμενος ότι στην προκειμένη περίπτωση, με την μήνυση και αναφορά - υπόμνημά του, δεν έκανε λόγο για έλλειψη νομιμότητας της ως άνω εκθέσεως αυτοψίας, ούτε ανέφερε ότι η εγκαλούσα είχε δικαίωμα να ζητήσει τη διενέργεια αυτοψίας σε έκταση που η ίδια θεωρούσε δασική, αλλά απέδωσε, μεταξύ άλλων, στην εγκαλούσα, ότι συνεργώντας τόσο με τον συντάξαντα αυτήν, όσο και με τους λοιπούς εγκαλουμένους από τον ίδιο, παρήγγειλε την έκδοση ψευδούς εκθέσεως αυτοψίας, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει σε βάρος του συγκατηγορουμένου του Δ. Β. στα ποινικά δικαστήρια, δηλαδή, ανέφερε περιστατικά σε βάρος της εγκαλούσας, τα οποία είχαν πλήρως τη δυνατότητα να οδηγήσουν στην ποινική της καταδίωξη, πράγμα που επεδίωκε κατά τα προεκτιθέμενα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, ο πρώτος κατηγορούμενος, με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, συνεχίζει ουσιαστικά να υποστηρίζει την αλήθεια των όσων κατήγγειλε σε βάρος της εγκαλούσας με τη μήνυση και το συμπληρωματικό αυτής υπόμνημα - αναφορά του, παρότι αυτά τέθηκαν στο αρχείο με την προαναφερόμενη εισαγγελική διάταξη, και ενώ κάνει μνεία για το δικαίωμα κάθε πολίτη να ζητήσει από το Δασαρχείο να προβεί σε αυτοψία για να κριθεί αν κάποιο ακίνητο είναι δασικό ή μη, αναφερόμενος στην εγκαλούσα, εξακολουθεί να ομιλεί περί δικαιώματος αυτής να "παρακινήσει το Δασαρχείο να ασχοληθεί με το επίμαχο κτήμα" και ότι αυτός την κατήγγειλε για, κατά τον ίδιο, μη αξιόποινη πράξη, δηλαδή "για την παρακίνηση του Δασαρχείου σε αυτοψία". Στη συνέχεια εξακολουθεί να βάλλει κατά της καταθέσεως της εγκαλούσας ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αποδίδοντάς της ψευδή κατάθεση σχετικά με τα ζητήματα του αν η επίδικη έκταση ανήκε στην ΕΥΔΑΠ, συνεχίζοντας να επιχειρεί να αποδείξει ότι αυτό δεν συμβαίνει και ότι ουδέποτε η έκταση αυτή των 238 τ.μ. απαλλοτριώθηκε υπέρ της ΕΥΔΑΠ. Αναφέρεται δε και σε οικία που βρίσκεται μέσα στην επίδικη έκταση, ισχυριζόμενος ότι αυτή αποτελεί το πατρικό του σπίτι, επικαλούμενος πρόθεση να το διεκδικήσει μαζί με τα αδέλφια του, περιστατικά, τα οποία, ανεξάρτητα από τη μη απόδειξη της βασιμότητάς τους, δικαιολογούν το προσωπικό του ενδιαφέρον για το χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης έκτασης ως δασικής και δημόσιας ή μη και την καταγγελία από τον ίδιο όλων των αρμοδίων υπαλλήλων που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη υπόθεση. Τέλος, αφού σημειωθεί, ότι και με το έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών του, ο πρώτος κατηγορούμενος συνεχίσει να ανακυκλώνει περιστατικά που έχουν πλειστάκις κριθεί, καταφερόμενος εκ νέου κατά της εγκαλούσας, παράλληλα υποστηρίζει, ότι το έγγραφο της αναφοράς - υπομνήματός του το κατάθεσε ως εξηγήσεις της μήνυσης που είχε υποβάλλει εναντίον του το δασαρχείο και επομένως αποτελούσε άμυνα και όχι αδικαιολόγητη επιθετική ενέργεια, λησμονώντας και πάλι, ότι το επίμαχο έγγραφο κατατέθηκε όχι για τους λόγους που αναφέρει, αλλά όταν ζητήθηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις της μήνυσης που είχε υποβάλλει ο ίδιος κατά της εγκαλούσας και των λοιπών προαναφερομένων προσώπων, ουδόλως δε αποτελούσε άμυνά του, αλλά σαφή έκθεση αποδιδόμενων ψευδών περιστατικών σε βάρος των υπ’ αυτού εγκαλουμένων, με άμεση επιδίωξη την ποινική καταδίωξη τούτων, μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, η οποία απλώς ενεργούσε με βάση το υπηρεσιακό της καθήκον και τις εντολές των προϊσταμένων της. Όσον αφορά το δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Β., από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι αυτός, στην Αθήνα, στις 3.5.2007, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας αρχής να ενεργεί ένορκη εξέταση, δηλαδή ενώπιον της Πταισματοδίκη του 11ου Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών, ανέφερε μεταξύ άλλων επί λέξει τα εξής : " Στην εναντίον μου ποινική δίκη που θα διεξαγόταν στην 7.10.2005, ενώπιον του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, ο μηνυόμενος Π., από κοινού με το νέο Δασάρχη ..., Ν., εξέδωσαν στις 4.10.2005 ψευδή έκθεση αυτοψίας του ως άνω ακινήτου, μη αναφέροντας τα πραγματικά δεδομένα. Της έκθεσης αυτής έκαναν χρήση δολίως ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, το οποίο και δεν την έλαβε υπόψη του, δυνάμει της 1813/11.10.2005 αθωωτικής για εμένα απόφασής του. Η ανωτέρω παράνομη έκθεση προσαρτήθηκε στο Πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής με το αρ. ...10.4.2006 από το Δασάρχη ..., το οποίο και ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 67/14.3.2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μαραθώνα, μετά την άσκηση σχετικής ανακοπής κατ’ αυτού του Πρωτοκόλλου από εμένα και το μηνυτή... Κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά του ως άνω Πρωτοκόλλου, ερώτησα τον κο Π. εάν εγνώριζε την ύπαρξη προϋφισταμένου του έτους 1940 οικίσκου και του περιβολιού και του ζήτησα να δηλώσει ποιος του υπέδειξε να συντάξει την εν λόγω έκθεση αυτοψίας. Εκείνος μου απάντησε ότι έλαβε άνωθεν τηλεφώνημα και πιθανολογώ ότι έγινε εκ μέρους του απελθόντος Δασάρχη, με τον οποίο είχαμε αντιδικία από το έτος 1992 και αυτός επεδίωξε τη δίωξή μου από τις αρχές για λόγους εμπάθειας, συντάσσοντας και νέες πράξεις χαρακτηρισμού εις βάρος της ιδιοκτησίας μου, μετά πολλαπλών πληροφοριακών ψευδών εγγράφων, κοινοποιηθέντων στην υπηρεσία μου, τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη από τα πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια...". Η ένορκη αυτή μαρτυρική κατάθεση του δευτέρου κατηγορουμένου στον ως άνω τόπο και χρόνο, έγινε στα πλαίσια της υποστήριξης της ως άνω από 3.10.2005 μήνυσης που είχε υποβάλλει ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως αυτή συμπληρώθηκε και διευκρινίσθηκε με το από 27.3.2007 υπόμνημα - αναφορά του ίδιου. Τα παραπάνω δε περιστατικά που ανέφερε σε βάρος των εγκαλουμένων από τον πρώτο κατηγορούμενο προσώπων, ήσαν ψευδή, πράγμα το οποίο γνώριζε ο δεύτερος κατηγορούμενος, για τους λόγους που εκτέθηκαν αναλυτικά παραπάνω, στα πλαίσια της έρευνας της κατηγορίας, που αποδόθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο, στους οποίους και αναφέρεται το Δικαστήριο, καθώς η ως άνω έκθεση αυτοψίας δεν ήταν ψευδής, ούτε προϊόν συνέργειας μεταξύ των αρμοδίων υπαλλήλων με σκοπό να βλάψουν τον δεύτερο κατηγορούμενο, δεν προσκομίσθηκε στο Α’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, η κατά πλειοψηφία αθωωτική απόφαση που εκδόθηκε για τον ίδιο, αφορούσε μόνο την έλλειψη δόλου του και δεν απέλυε το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ούτε το χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης ως δασικής ή μη, και όλες οι σχετικές αναφερόμενες ενέργειες των εν λόγω υπαλλήλων, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, έγιναν από αυτούς στα πλαίσια των καθηκόντων τους, χωρίς εμπάθεια σε βάρος του δευτέρου κατηγορουμένων, εναντίον των οποίων άλλωστε ο τελευταίος είχε στραφεί πλειστάκις στο παρελθόν με μηνύσεις και αναφορές, που τέθηκαν στο αρχείο, κατά τα προαναφερόμενα.
Συνεπώς και ο δεύτερος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα που του αποδίδεται, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 8199/2014 απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω δύο εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Θ. Σ., τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 , 94, 225 και 229 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσεως.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, κύριους και πρόσθετους, του αναιρεσείοντος: α) στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθεται τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και ποία είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο αιτιολογικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση αυτού, με την έννοια της βεβαιότητας, για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Μαραθώνα Αττικής ψευδώς καταμήνυσε με το από 27-3-2007 κατατεθέν υπόμνημά του- αναφορά, σχετικά με την έκθεση αυτοψίας του δασικού υπαλλήλου Δασονομίου ... Γ. Π., ότι είναι δήθεν κατά περιεχόμενο ψευδές, στρεφόμενος σε βάρος της εγκαλούσας Δ. Κ., υπαλλήλου της ΕΥΔΑΠ και λοιπών δασικών υπαλλήλων, που ενεργούσαν νόμιμα στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και ενήργησαν αυτοψία σε διαφιλονικούμενη δημόσια δασική έκταση, για να επιτύχει να διωχθούν αυτοί για παράβαση καθήκοντος ή για ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, αναφορά που είχε σκοπό να παραπλανήσει το Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, σε εκκρεμούσα ποινική κακουργηματική κατηγορία σε βάρος αυτού (αναιρεσείοντος) και του συγκατηγορουμένου του Δ. Β. και η οποία αναφορά τέθηκε αρμοδίως από τις εισαγγελικές αρχές στο αρχείο, ενώ αυτός και ο συγκατηγορούμενός του Δ. Β. καταδικάστηκαν αμετάκλητα για τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις καταπάτησης δημόσιας δασικής έκτασης, β) αιτιολογείται επαρκώς ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε από δόλο και όχι προς άμυνά του ως κατηγορούμενου και προς προστασία ιδίου ιδιοκτησιακού δικαιώματος, όπως αιτιολογείται και η γνώση του κατηγορουμένου ότι ήταν εντελώς ψευδή όσα διέδωσε και κατέθεσε για τους εγκαλούντες σε βάρος τους, με την υποβολή της άνω ψευδούς αναφοράς- μηνύσεώς του, και ότι γνώριζε ότι μπορούσε, όπως και είχε σκοπό, να προκαλέσει την ποινική τους καταδίωξη, παραθέτοντας αρκετά πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση του αυτή(βλ. σελ. 22 γ έως 23 α αιτιολογικού), ενόψει και του ότι τα ψευδώς καταγγελθέντα αφορούσαν γεγονότα συμβάντα, ικανά να εμπλέξουν ποινικά την εγκαλούσα και τους αρμόδιους δασικούς υπαλλήλους και τα καταγγελλόμενα ήταν ικανά να προκαλέσουν την ποινική δίωξη της εγκαλούσας Δ. Κ., γ) η εκ μέρους του αναιρεσείοντος αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών και οι αιτιάσεις και ισχυρισμοί ότι δεν είχε δόλο, ότι η από 4-10-2005 έκθεση του δασολόγου Π. που κρίνει το κτήμα δασικό είναι ψευδής, ότι η επίδικη έκταση ήταν χαρακτηρισμένη μη δασική, ότι δεν κρίθηκε η υπόθεσή του ορθά και αντικειμενικά και ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι αναγνωσθείσες συναφείς δικαστικές αποφάσεις των λοιπών ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων και ότι η επίδικη έκταση δεν ανήκει στην ΕΥΔΑΠ Παγίων, μη συντελεσθείσας της απαλλοτρίωσης, αλλά ανήκει στην ιδιοκτησία του κόμματος των Ο. και ότι με την αναφορά του απλώς παρακινούσε το Δασαρχείο να προβεί σε αυτοψία και δε μπορούσε αντικειμενικά να διωχθεί ποινικά η εγκαλούσα Δ. Κ. ή οι άλλοι δασικοί υπάλληλοι, συνιστούν άρνηση των κατηγοριών και ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, δ) αιτιολογείται επαρκώς, ότι με την παραπάνω αναφορά - υπόμνημά του, που δε συνιστά απλώς μη διωκόμενη αξιολογική κρίση και αίτημα να κριθεί απλώς μία έκταση αν είναι δασική ή όχι, ο κατηγορούμενος σκόπευε, αλλά και ήταν δυνατόν να προκληθεί η ποινική δίωξη της εγκαλούσας υπαλλήλου( για παράβαση καθήκοντος), αφού σαφώς και κατηγορηματικά απέδιδε στην εγκαλούσα δόλο με την παραγγελία της για έκδοση ψευδούς βεβαίωσης στην διενεργούμενη έκθεση αυτοψίας του αρμόδιου δασικού υπαλλήλου του Δασαρχείου ..., ε) από τα επισκοπούμενα πρακτικά προκύπτει ότι όλοι οι προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, που παραστάθηκε αυτοπρόσωπα χωρίς συνήγορο, ισχυρισμοί, αναφερόμενοι παραπάνω υπό στοιχ. γ’ , χαρακτηριζόμενοι από τον ίδιο ως αυτοτελείς( βλ. σελ. 3,4,5,6,7,8,9,10,11, 12,13,14 και 15 πρακτικών προσβαλλόμενης αποφάσεως), δεν συνιστούν νομίμους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και υπερασπιστικά επιχειρήματα και απαντώνται από το Δικαστήριο επί της ουσίας με τις άνω παραδοχές της ενοχής των δύο συγκατηγορουμένων, στ) η αιτίαση και πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο δεν τον άφησε να αναπτύξει ελεύθερα και δεν έλαβε υπόψη του τους άνω προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του και τα κατατεθέντα τρία υπομνήματά του με τα συνημμένα σε αυτά δημόσια έγγραφα και ότι η διευθύνουσα τη δίκη Εφέτης δεν τον άφησε να απολογηθεί ελεύθερα και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς, παραβιάζοντας τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν έχει καταχωρηθεί, κατ’ άρθρο 333 και 335 ΚΠΔ, κάποια δήλωση ή σχετική διαμαρτυρία αυτού ή προσφυγή αυτού στο δικαστήριο, για αντιδικονομική συμπεριφορά της προεδρεύουσας Εφέτη, ενώ προκύπτει ότι ο κατηγορούμμενος απολογήθηκε κανονικά και εκτενώς(βλ. σελ. 20 πρακτικών). Επομένως, οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, από τα άρθρα 171, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, 6 παρ..1,3 ΕΣΔΑ, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, έλλειψη ακρόασης, παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, μη δίκαιη δίκη, ελλιπής, ασαφής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μη ορθή εφαρμογή του άρ. 14 του Ν. 998/1979, μη απάντηση και αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Η γενόμενη εκ μέρους του αναιρεσείοντος προσβολή των πρακτικών του δικαστηρίου της ουσίας (σελ. 19, 20), που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως πλαστών, για κάποιες ανακριβείς σε βάρος του καταχωρήσεις σε αυτά, που κατ’ αυτόν ουδέποτε συνέβησαν ή ειπώθηκαν και καταχωρήθηκαν αντίθετα,(στην απολογία του και στην κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης για την δασική ή μη δασική ιδιότητα της επίδικης έκτασης), χωρίς να έχει ζητήσει νομίμως και εμπροθέσμως, κατά τη προβλεπόμενη διαδικασία των άρθρων 145 επ. ΚΠΔ τη διόρθωση των πρακτικών αυτών, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον ο αναιρεσείων δεν κατονομάζει ευθέως τον πλαστογράφο, δηλώνει ότι δεν καταλογίζει δόλο στον γραμματέα της έδρας και δεν επικαλείται αποδεικτικά μέσα και στοιχεία για την πλαστότητα αυτή.
Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη κρίση για την έκταση σε βάρος του δεδικασμένου, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου διότι έκρινε ανυπόστατη διοικητική πράξη την επίμαχη έκθεση αυτοψίας σαν αληθή, είναι απορριπτέος ως παντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον δεν γίνεται επίκληση αμετάκλητης ποινικής αποφάσεως και δεν αναφέρονται σαφή πραγματικά περιστατικά μη ύπαρξης δεδικασμένου από ανυπόστατη διοικητική πράξη, που δήθεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 57 επόμ. του ΚΠΔ, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 62 ΚΠΔ, ορίζεται ότι απόφαση πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή, αποτελεί όμως γι’ αυτόν στοιχείο που το εκτιμά ελεύθερα μαζί με άλλες αποδείξεις , κατά τα άρθρα 177 και 178.
Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως, κύριους και πρόσθετους, αιτιάσεις και λόγοι, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, τις ουσιαστικές παραδοχές του εφετείου, ήτοι την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη από 3-2-2015 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 14-4-2015 προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα .(άρθρο 583 παρ.1 ΚΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α.
Απορρίπτει την από 9 - 2 - 2015 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως και τη συμπληρωματική από 6-4-2015 αίτηση αναίρεσης του Δ. Β. του Ε. περί αναιρέσεως της με αρ. 8199/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ Β.
Απορρίπτει την από 3-2-2015 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως του Θ. Σ. του Κ., μετά των από 14-4-2015 προσθέτων λόγων αυτής, περί αναιρέσεως της με αρ. 8199/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ