Θέμα
Νομή, Οριζόντια ιδιοκτησία.
Περίληψη:
Μεταβίβαση οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) κατά (κυριότητα και) νομή από οικοπεδούχο για λογαριασμό και της εργολήπτριας εταιρείας σε τρίτον. Αποβολή από την νομή εκ μέρους της εργολάβου. Αγωγή νομής του αγοραστή δεκτή. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 1 και 19, και 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Λόγος από τον αρ. 8, απαράδεκτος, ως αναφερόμενος σε αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς – πράγματα μη ουσιώδη. [Επικυρώνει ΕφΑθ/ΜετΕδρΧαλκ 41/2011].
Αριθμός 615/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Ν. Μ. και Σία Ο.Ε." που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Α. Μ. του Ν., κατοίκου ... . Ο 2ος ατομικά και ως εκκαθαριστής της 1ης παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Προδρομίδη.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Π. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Αλμπανίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/9/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 41/2011 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/5/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 18/12/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976 και 977 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα, σχετικώς με την κτήση της νομής επί πράγματος με ειδική διαδοχή: α) Σε πράγμα, που βρίσκεται στη νομή κάποιου η νομή αποκτάται από άλλον με παράδοση του πράγματος στον αποκτώντα, η οποία γίνεται με τη βούληση τού έως τώρα νομέα, β) Η συμφωνία τού έως τώρα νομέα με τον αποκτώντα περί της από αυτόν τον δεύτερο κτήσεως της νομής αρκεί για την κτήση της νομής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο δεύτερος είναι σε θέση να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, γ) Παράδοση στον αποκτώντα υπάρχει και όταν συμφωνηθεί ανάμεσα σε αυτόν και στον έως τώρα νομέα ότι τρίτος, που τυχαίνει να βρίσκεται στην κατοχή του πράγματος με βάση ορισμένη μίσθωση ή άλλη έννομη σχέση με τον έως τώρα νομέα, θα παραμείνει στην κατοχή του πράγματος με βάση την ίδια σχέση, που βέβαια θα έχει πλέον ως υποκείμενο, τον τρίτο και τον αποκτώντα (στη θέση τού έως τώρα νομέα), σ' αυτή δε την περίπτωση έναντι του τρίτου μεταβιβάζεται η νομή στον αποκτώντα αφότου γνωστοποιηθεί αυτό στον τρίτο από τον έως τώρα νομέα. Παρέπεται ότι αν μεταξύ τού έως τώρα νομέα και του αποκτώντος δεν συμφωνηθεί τίποτα σχετικά με την κατοχή του τρίτου ή αν η αντίστοιχη γνωστοποίηση προς τον τρίτο δεν λάβει χώρα, ο αποκτών δεν μπορεί να αντιτάξει τη νομή του επί του πράγματος έναντι του τρίτου και γι' αυτό δεν είναι σε θέση να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα. Από δε το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 158, 361, 369 και 973 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι η συμφωνία για τη μεταβίβαση της νομής ακινήτου, η οποία δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που περιοριστικά μνημονεύονται στο άρθρο 973 του πιο πάνω Κώδικα, δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 369 ΑΚ, ούτε και σε μεταγραφή, κατ' εφαρμογή των άρθρων 1033 και 1198 του ίδιου Κώδικα, αλλά αποτελεί αφηρημένη ή αναιτιώδη δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα ή την ανυπαρξία της αιτίας, εκτός εάν, κατά τη βούληση των μερών, το κύρος της συμφωνίας περί μεταβιβάσεως της νομής εξαρτήθηκε από την αιτία που την υπαγόρευσε, το τελευταίο δε διατυπώθηκε από αυτά ως αίρεση της δικαιοπραξίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 410, 411,513 επ., 681 επ. και 974 επ. του ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει να ανεγείρει, κατά το σύστημα της αντιπαροχής, πολυώροφη οικοδομή σε οικόπεδο του πρώτου, ο οποίος υπόσχεται ότι, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, θα μεταβιβάσει προς τον εργολάβο ή τον τρίτο που θα υποδείξει αυτός ως αγοραστή διαιρετού χώρου (συνήθως με προσύμφωνο), είναι μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, κατά την οποία ο εργολάβος και μόνον αυτός δικαιούται να ζητήσει από τον υποσχεθέντα (οικοπεδούχο) την εκπλήρωση της παροχής στον τρίτο (αγοραστή διαμερίσματος).
Συνεπώς ο τρίτος δεν έχει ευθεία απαίτηση κατά του υποσχεθέντος, εκτός αν υπάρχει ρητή βούληση των συμβαλλομένων (οικοπεδούχου-εργολάβου) ή υπάρξει εκχώρηση της απαίτησης του εργολάβου κατά του οικοπεδούχου ή ο τρίτος ενασκήσει πλαγιαστικά τα δικαιώματα του εργολάβου, όταν αυτός αμελεί (ΟλΑΠ 350/1982, ΟλΑΠ 1237/1982). Νομέας εξακολουθεί κατά τη διάρκεια της ανέγερσης της πολυώροφης οικοδομής να είναι ο οικοπεδούχος, στο όνομα του οποίου, βάσει της ως άνω ενοχικής σχέσης, ασκεί την κατοχή στο όλο ακίνητο ο εργολάβος, εκτός αν με νεότερη έστω άτυπη σύμβαση μεταβιβαστεί η νομή διαιρετού χώρου που περιέρχεται στον εργολάβο ως αντάλλαγμα, μαζί με τα αναλογούντα σ' αυτόν ποσοστά συννομής εξ αδιαιρέτου στο έδαφος, προς τον εργολάβο ή τον υποδεικνυόμενο παρ' αυτού τρίτο. Συνήθως η μεταβίβαση της νομής παρά των οικοπεδούχων γίνεται με το συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας, με την σύμπραξη και του οικοπεδούχου. Τα ανωτέρω ισχύουν σε κάθε περίπτωση που με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου, που περιέχει οριστική σύμβαση μόνο για την εργολαβία (κατασκευή της πολυώροφης οικοδομής), αναλαμβάνεται η υποχρέωση του οικοπεδούχου για μεταβίβαση, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, κατά κυριότητα και νομή ορισμένων ποσοστών εξ αδιαιρέτου στο έδαφος μετά των συσταθησομένων συγκεκριμένων διαιρετών χώρων (διαμερισμάτων) προς τον εργολάβο ή τους τρίτους που αυτός θα υποδείξει. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 980 και 982 ΑΚ προκύπτει ότι όταν η νομή ασκείται μέσω άλλου προσώπου, ήτοι αντιπροσώπου νομής, ο τελευταίος θεωρείται απλός κάτοχος και τεκμαίρεται ότι όσο διατηρεί την κατοχή την ασκεί στο όνομα του νομέα, αν δε αυτός θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή, δεν την αποκτά πριν λάβει γνώση της αντιποιήσεως ο μέχρι τότε νομέας. Υπάρχει δε αντιποίηση όταν ο κάτοχος εξωτερικεύσει τη θέλησή του να έχει εφεξής το πράγμα όχι για τον νομέα, αλλά για τον εαυτό του ή για κάποιον τρίτο, η δε απώλεια της νομής δεν επέρχεται για τον νομέα πριν πληροφορηθεί τη μεταστροφή του βουλήσεως του αντιπροσώπου του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχτηκε τα ακόλουθα: Mε το υπ' αριθμ. .../30-10-1986 πωλητήριο συμβόλαιο-αυτοσύμβαση του συμβολαιογράφου Αντωνίου Καρρά, που μεταγράφηκε νόμιμα, και εις εκτέλεση του προηγηθέντος υπ' αριθμ. .../23-12-1981 προσυμφώνου πωλήσεως, η Ι. Μ.-οικοπεδούχος, πώλησε και μεταβίβασε στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο κατά κυριότητα και νομή τα αναφερόμενα στα συμβόλαια αυτά δύο διαμερίσματα-οριζόντιες ιδιοκτησίες της ανεγερθείσης από την πρώτη αναιρεσείουσα-εργολήπτρια εταιρεία με το σύστημα της αντιπαροχής πολυώροφης οικοδομής στο βρισκόμενο επί της οδού ..., στη θέση "Καραμπαμπά" Δροσιάς Χαλκίδος, οικόπεδο της πωλήτριας, τα οποία (διαμερίσματα) περιήρχοντο στην εργολήπτρια εταιρεία ως μέρος της εργολαβικής αμοιβής της και των οποίων την πώληση προς τρίτους είχε αναλάβει η οικοπεδούχος βάσει της σχετικής εργολαβικής σύμβασης, ένα δε από τα πωληθέντα αυτά διαμερίσματα, ήτοι εκείνο του τρίτου ορόφου της οικοδομής, υπό τα στοιχεία Γ-2 και με εμβαδόν 46,56 τ.μ., είναι το επίδικο, το οποίο, κατά τη συμφωνία των μερών, έπρεπε να παραδοθεί στον αναιρεσίβλητο - αγοραστή από την εργολήπτρια εταιρεία με αποπερατωμένα τα ψιλά επιχρίσματα και τοποθετημένα τα εξωτερικά κουφώματα. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Κατά το χρόνο υπογραφής του ανωτέρω πωλητηρίου συμβολαίου νομέας του επιδίκου διαμερίσματος ήταν η οικοπεδούχος Ι. συζ. Ι. Μ., ενώ η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία ήταν απλή κάτοχος του διαμερίσματος αυτού, βάσει της προαναφερθείσας εργολαβικής σύμβασης και της σύμβασης εκχωρήσεως που επακολούθησε. Μέχρι και του παραπάνω χρόνου υπογραφής του πωλητηρίου συμβολαίου δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία είχε εκδηλώσει πρόθεση αντιποιήσεως της νομής της οικοπεδούχου επί του επιδίκου διαμερίσματος, ούτε ότι είχε γίνει γνωστοποίηση τέτοιας προθέσεως στην οικοπεδούχο. Ούτε αποδείχθηκε περαιτέρω ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ της οικοπεδούχου και της πρώτης εναγομένης εργολήπτριας για μεταβίβαση στην τελευταία της νομής των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που, κατά το προσύμφωνο και το εργολαβικό συμβόλαιο, θα περιέρχονταν σ' αυτήν ως εργολαβικό αντάλλαγμα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επίδικο διαμέρισμα. Από την υπ' αριθμ. .../1-8-1985 πράξη παρατάσεως προθεσμίας παραδόσεως, που επικαλούνται οι εναγόμενοι, δεν προκύπτει ρητή ή έστω σιωπηρή συμφωνία με την οικοπεδούχο να νέμεται η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια στο εξής τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα περιέρχονταν σ' αυτήν ως εργολαβικό αντάλλαγμα για δικό της πλέον λογαριασμό, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και το γεγονός ότι μεταξύ της οικοπεδούχου και της εργολήπτριας είχαν ήδη ανακύψει διαφωνίες και έριδες για την καθυστέρηση αποπεράτωσης της οικοδομής και των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, αλλά και για ελλείψεις και κακοτεχνίες του ήδη εκτελεσθέντος έργου.
Συνεπώς κατά το χρόνο υπογραφής του παραπάνω πωλητηρίου συμβολαίου νομέας του επιδίκου διαμερίσματος εξακολουθούσε να είναι η παραπάνω οικοπεδούχος, στο όνομα της οποίας, βάσει της ως άνω εργολαβικής σύμβασης, ασκούσε την κατοχή επ' αυτού η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια. Η τελευταία παρέμεινε στην κατοχή του επιδίκου διαμερίσματος και μετά την υπογραφή του ως άνω πωλητηρίου συμβολαίου και τη μεταβίβαση της νομής του διαμερίσματος αυτού στον ενάγοντα αγοραστή από τη νομέα οικοπεδούχο, βάσει της ίδιας πιο πάνω εργολαβικής σύμβασης και της διαλαμβανόμενης στο συμβόλαιο αυτό συμφωνίας ότι το πωλούμενο διαμέρισμα θα παραδοθεί από την εργολήπτρια στον ενάγοντα αγοραστή με αποπερατωμένα τα ψιλά επιχρίσματα και τοποθετημένα τα εξωτερικά κουφώματα, σύμφωνα με του όρους της γενικής συγγραφής υποχρεώσεων, βάσει των οποίων αυτή είχε την υποχρέωση να κατασκευάσει την όλη οικοδομή, όπως είχε συμφωνηθεί με το προσύμφωνο. Μάλιστα η συμφωνία αυτή γνωστοποιήθηκε στην πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία (...). Επομένως ο ενάγων απέκτησε, βάσει των παραπάνω συμφωνιών, τη νομή του επιδίκου διαμερίσματος (...), έκτοτε δε (ο ενάγων) νεμόταν το επίδικο διαμέρισμα δια μέσου της πρώτης εναγομένης εργολήπτριας εταιρίας ως αντιπροσώπου του, η οποία το κατείχε, βάσει της προαναφερθείσας εργολαβικής σύμβασης, χωρίς να έχει εκδηλώσει τουλάχιστον μέχρι και του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2005 πρόθεση να νέμεται το διαμέρισμα αυτό για δικό της αποκλειστικά λογαριασμό και κυρίως χωρίς να έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή της αυτή στον ενάγοντα, ώστε ο τελευταίος να απωλέσει τη νομή του. Άλλωστε οι εναγόμενοι δεν πρόβαλαν πρωτοδίκως με τις προτάσεις τους, ούτε δε και τώρα προβάλλουν με την έφεσή τους, αυτοτελή ισχυρισμό περί απωλείας της νομής του ενάγοντος στο επίδικο διαμέρισμα από κάποιον νόμιμο λόγο, αλλά ισχυρίστηκαν μόνο ότι ο ενάγων ουδέποτε απέκτησε τη νομή του διαμερίσματος με το παραπάνω πωλητήριο συμβόλαιο και ότι νομέας του διαμερίσματος αυτού υπήρξε η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία από του μηνός Ιουλίου 1982, αντιποιούμενη τη νομή της οικοπεδούχου, άλλως από 1-8-1985 που καταρτίσθηκε η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. .../1-8-1985 πράξη παρατάσεως της προθεσμίας παράδοσης των οριζοντίων ιδιοκτησιών της οικοπεδούχου. Επιπρόσθετα ο ενάγων δήλωνε το επίδικο διαμέρισμα στο έντυπο Ε9 των φορολογικών του δηλώσεων των ετών 1997 και 2005 και στο έντυπο Ε2 των ετών 1997, 2000 και 2005, ενώ στις 5-10-1999 προέβη και σε δήλωση του επιδίκου διαμερίσματος στο Εθνικό Κτηματολόγιο και έλαβε Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) 121626612002/0/9. Κατά το μήνα Ιανουάριο του 2006 οι εναγόμενοι, ενώ μέχρι τότε δεν είχαν προβεί σε καμία εργασία αποπεράτωσης του επιδίκου διαμερίσματος, το οποίο παρέμενε ημιτελές, στο στάδιο των ψιλών επιχρισμάτων και με τοποθετημένα τα εξωτερικά κουφώματα, δηλαδή στο στάδιο που ήταν παραδοτέο στον ενάγοντα, με βάση τα προαναφερόμενα συμβόλαια (προσύμφωνο και οριστικό συμβόλαιο πώλησης), άρχισαν την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών μέσα σ' αυτό για την αποπεράτωσή του, αντιποιούμενοι τη νομή του ενάγοντος. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε από ένοικο της πολυκατοικίας ο ενάγων, ο οποίος μετέβη αμέσως στο επίδικο διαμέρισμα και τοποθέτησε στην πόρτα εισόδου αυτού πινακίδα, στην οποία αναγραφόταν το όνομα και το επώνυμό του και ότι απαγορεύεται η είσοδος σ'αυτό. Την πινακίδα αυτή διόρθωσε ο δεύτερος εναγόμενος ως προς το επώνυμο του ενάγοντος και έγραψε πάνω από αυτό το δικό του επώνυμο. Κατόπιν τούτων ο ενάγων άσκησε κατά των εναγομένων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας (...) την από 14-3-2006 αίτησή του για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής. Η τελευταία αυτή αίτηση έγινε δεκτή με την 439/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, που κατέστη τελεσίδικη με την 159/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που απέρριψε την ασκηθείσα κατ' αυτής έφεση, και ο ενάγων [και ήδη αναιρεσίβλητος και τότε αιτών] αναγνωρίστηκε προσωρινά νομέας του επίδικου διαμερίσματος και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι [και ήδη αναιρεσείοντες και τότε καθ' ων η αίτηση] να του αποδώσουν τη νομή αυτού". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ήταν νομέας του επίδικου διαμερίσματος κατά το χρόνο της προσβολής της νομής του με αποβολή, που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του με τις προαναφερθείσες ενέργειες των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, και κατόπιν τούτου δέχτηκε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974 και 977 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της νομής του επιδίκου από τον αναιρεσίβλητο, ο οποίος το νεμόταν διά μέσου της πρώτης αναιρεσείουσας εργολήπτριας εταιρείας ως αντιπροσώπου του, που απλώς το κατείχε βάσει της αναφερόμενης εργολαβικής σύμβασης. Επομένως, ο πρώτος, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙ.- Ο κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμον έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από τον νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό τους περί ιδίου δικαιώματος νομής επί του επίδικου διαμερίσματος και ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε τη νομή του διαμερίσματος αυτού. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι μέχρι και του χρόνου υπογραφής του πωλητηρίου συμβολαίου στις 30-10-1986 δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη αναιρεσείουσα εργολήπτρια εταιρεία είχε εκδηλώσει πρόθεση αντιποιήσεως της νομής τής οικοπεδούχου επί του επίδικου διαμερίσματος ούτε ότι είχε γίνει γνωστοποίηση τέτοιας προθέσεως στην οικοπεδούχο και ότι άλλωστε οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες δεν πρόβαλαν αυτοτελή ισχυρισμό περί απωλείας της νομής του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου στο επίδικο διαμέρισμα από κάποιον νόμιμο λόγο, αλλά ισχυρίστηκαν μόνο ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε τη νομή του διαμερίσματος με το συμβόλαιο και ότι νομέας του επιδίκου υπήρξε η πρώτη αναιρεσείουσα. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτόν προσβάλλεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος (άρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. -Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους με επίκληση, τα οποία έχει το δικαστήριο υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ (ΑΠ 643/2001). Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφασή του ποια αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή τη σχέση και επιρροή εκάστου στα προς απόδειξη θέματα, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Επίσης, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' δεν θεμελιώνεται όταν με αυτόν προβάλλεται μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το έγγραφο από το οποίο συνάγεται κατά τον λόγο αναιρέσεως εξώδικη ομολογία.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθ. 11 περ. γ' άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη παρά τον νόμο τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες με επίκληση προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε τη νομή του επιδίκου, και ειδικότερα α) την από 12-1-1990 αγωγή του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία ο τελευταίος αποδέχεται ότι η πρώτη αναιρεσείουσα αρνείται να του παραδώσει το επίδικο και τα κλειδιά εισόδου σ' αυτό από τότε που αυτός το αγόρασε και ζητεί να αναγνωριστεί η κυριότητά του και να διαταχθεί η απόδοσή του σ' αυτόν, και έτσι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την περιεχόμενη στο έγγραφο αυτό εξώδικη ομολογία του αναιρεσιβλήτου, την οποία επικαλέστηκαν, και β) την υπ' αριθμ. 462/1988 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας. Από την υπάρχουσα, όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση, κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα", καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα παραπάνω έγγραφα, και δη και το υπό στοιχείο α' έγγραφο, από το οποίο συνάγεται κατά τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως εξώδικη ομολογία, χωρίς να είναι αναγκαίο να κάνει χωριστεί μνεία του καθενός από αυτά. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος.
ΙV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου,, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). -
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-5-2011 αίτηση της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Ν. Μ. και Σία Ο.Ε." κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 41/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών/Μεταβατική Έδρα Χαλκίδος. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ