Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού διαχρονικά. Ανάκληση προπαρασκευαστικής απόφασης. Απόρριψη ισχυρισμού κατηγορούμενου για ελαφρυντικές περιστάσεις. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και για αναιτιολόγητη απόρριψη ισχυρισμών κατηγορουμένου και ανάκληση προπαρασκευαστικής απόφασης του Δικαστηρίου. Απόρριψη όλων των λόγων αυτών ως αβασίμων.
Αριθμός 1393/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή- Εισηγητή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Σφήκα, περί αναιρέσεως της 1651/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1753/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 23-11-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 1651/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 474 ΚΠΔ). Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαίτιου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 από το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεως του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά τις διατάξεις του ν. 2523/1997 (άρθρο 23 παρ. 1), το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιουμένου χρέους, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους) και τα (2.000.000) δρχ., όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα (2.000.000) και (3.000.000) δρχ., και γ) ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δρχ. Κατά το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών), που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004, και αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά το μέρος που, οι νέες αυτές διατάξεις, δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία, για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι, ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών, ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο και ήδη τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων αναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμιά από τις ως άνω κατηγορίες, αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Επίσης, με τη νέα αυτή ρύθμιση του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004, η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2004: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεως του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου πόσου συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέστηκαν πριν την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια τα χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποίαν πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. (Ολ ΑΠ 1/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αρ. 1651/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κερκύρας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (όσον αφορά την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας) : "Σε βάρος του κατηγορουμένου βεβαιώθηκαν: 1) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 3.005,13 ευρώ, ως πρόστιμο αμέσων φόρων, του οικονομικού έτους 1997, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των λοιπών φόρων και χρεών γενικών, κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 30-9-1997, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 3.290,62 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 6.295,75 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 2) Ομοίως με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 3.349,34 ευρώ, ως φόρο κληρονομιάς, που ανήκει στην κατηγορία των λοιπών φόρων και χρεών γενικών, του οικονομικού έτους 1986, το οποίο ήταν καταβλητέο σε οκτώ (8) τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 30-06-1998 και η τελευταία στις 31-12-1999, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 3.010,99 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 6.360,33 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 3) Ομοίως με την υπ' αριθμ.... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 105,78 ευρώ, ως τέλη κυκλοφορίας, που ανήκουν στην κατηγορία των λοιπών φόρων και χρεών γενικών, του οικονομικού έτους 2000, το οποίο ήταν καταβλητέο σε δύο (2) εξαμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 31-03-2000 και η τελευταία στις 29-09-2000, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 50,85 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 156,78 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 4) Ομοίως με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 105,70 ευρώ, ως τέλη κυκλοφορίας( κατηγορία των λοιπών φόρων και χρεών γενικών) του οικονομικού έτους 2001, το οποίο ήταν καταβλητέο σε δύο (2) εξαμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 31-03-2000 και η τελευταία στις 28-09-2001, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 31,77 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 137,70 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 5) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 1.387.953,94 ευρώ, ως πρόστιμο ΚΒΣ-απόφαση περαίωσης, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των λοιπών φόρων και χρεών γενικών, του οικονομικού έτους 1999, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 31-12-2001, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 324.781,23 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 1.712.735,17 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 6) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 836 ευρώ, ως φόρο κληρονομιάς, που ανήκει στην κατηγορία των λοιπών φόρων και χρεών γενικών, του οικονομικού έτους 2002, το οποίο ήταν καταβλητέο σε δύο (2) μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 29-04-2002 και η τελευταία στις 31-7-2002, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 94,08 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 930,05 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 7) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 130 ευρώ, ως βεβαίωση από ποινικά (λοιποί φόροι και χρέη γενικά) του οικονομικού έτους 2002, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 31-07-2002. με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 16,77 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 146,77 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 8) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 134 ευρώ, ως βεβαίωση από ποινικά (λοιποί φόροι και χρέη γενικά) του οικονομικού έτους 2002, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 30-09-2002, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 13,77 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 147,31 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 9) Με την υπ' αριθμ. ...Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 346 ευρώ, ως βεβαίωση από ποινικά(λοιποί φόροι και χρέη γενικά) του οικονομικού έτους 2002, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 29-11-2002, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 23,87 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 369,87 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 10) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ...ς, ποσό 419,17 ευρώ, ως έξοδα διοικητικής εκτέλεσης (λοιποί φόροι και χρέη γενικά) του οικονομικού έτους 2002, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 29-11-2002, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 18,86 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 438,03 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 11) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 313,29 ευρώ, ως βεβαίωση από ποινικά (λοιποί φόροι και χρέη γενικά) του οικονομικού έτους 2002, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 31-12-2002, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 16,92 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 330,21 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών, 12) Με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 445.647,30 ευρώ, ως πρόστιμο από ΦΠΑ το οποίο ανήκει στην κατηγορία των παρακρατούμενων-επιρριπτόμενων φόρων, του οικονομικού έτους 2002. το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 31-1-2003, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 6.684,71 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 452.332,01 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών και 13) Με την υπ' αριθμ. ...βεβαίωση της Α' Δ.Ο.Υ. ..., ποσό 1.244.302,98 ευρώ, ως ΦΠΑ, που ανήκει στην κατηγορία των παρακρατούμενων-επιρριπτόμενων φόρων, του οικονομικού έτους 2002, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο εφάπαξ στις 31-1-2003, με συνέπεια η συνολική οφειλή του για τη συγκεκριμένη αιτία και με συνυπολογισμό συνεισπραττόμενης προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 18.664.54 ευρώ να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 1.262.967,52 ευρώ, κατά την ημέρα σύνταξης του παραπάνω πίνακα χρεών. Αυτός όμως ηθελημένα δεν τα κατέβαλε.... Όμως για τις λοιπές μερικότερες πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και αφορούν τα υπ' αριθμ. (5), (12) και (13) παραπάνω χρέη, αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο, εκτός των μέτρων που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος λόγω παραγραφής του εγκλήματος για μερικότερα χρέη και της κήρυξης του αθώου για άλλα μερικότερα χρέη λόγω του ότι η πράξη γι' αυτό κατέστη ανέλεγκτη, κήρυξε ένοχο αυτόν για τα χρέη που αναφέρονται στις υπ' αριθμ. ... βεβαιώσεις της Α' ΔΟΥ ... και του επέβαλε μετ' απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α, δ και ε του ΠΚ, ποινή φυλάκισης 20 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία τόσο ως προς το ύψος την χρεών και το χρόνο που κατέστησαν αυτά ληξιπρόθεσμα (31-12-2001 και 31-1-2003) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση το άνω έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 παρ. 1 και 98 του ΠΚ, 25 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 1882/1990 όπως αντικαταστάθηκε με το 23 παρ. 1 και 2 του ν. 2523/1997, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 5 του ν. 2943/2001 και 34 του 3220/2004 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρας και έγγραφα) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την κατάθεση της μάρτυρα κατηγορίας Κ, υπαλλήλου της Α' ΔΟΥ .... Επομένως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 548 ΚΠΔ, η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο της ουσίας ανακάλεσε την υπ' αρ. 30/2009 προηγούμενη προπαρασκευαστική-αναβλητική απόφασή του με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον ειδικότερα ως προς μεν τις προσφυγές του ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων δεν υπήρξε καμμία πρόοδος ως προς την εξέλιξη των υποθέσεων αυτών, επιδεικνύοντας σχετική αδράνεια ο κατηγορούμενος για την επίσπευση της συζήτησης αυτών, ως προς δε την εκκρεμή υπόθεση στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με κατηγορούμενους, εκτός άλλων, και τον αναιρεσείοντα, η δίκη εκείνη αφορούσε το έγκλημα της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ως και το έγκλημα της έκδοσης εικονικών και πλαστών τιμολογίων ενώ στην προκείμενη δίκη το έγκλημα είναι η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το δημόσιο που προήλθαν από διάφορες αιτίες και το αποτέλεσμα της δίκης εκείνης δεν αποτελούσε πρόδηλα αναγκαίο προδικαστικό ζήτημα για την προκείμενη δίκη (Βλ. 3η σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως ο σχετικός λόγος της κρινόμενης αίτησης περί ανάκλησης της παρεμπίπτουσας απόφασης που είχε διαταχθεί η αναβολή της δίκης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για κρείσσονες αποδείξεις, κατά παράβαση των άρθρων 59 παρ. 1 και 171 παρ. 1 γ του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα, αλλά και χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για τέλεση της πράξεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε βρασμό ψυχικής ορμής ή για ανυπαρξία καταλογισμού ή ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ή για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου της ουσίας, ο εκπροσωπών τον αναιρεσείοντα-τότε εκκαλούντα συνήγορός του, μετά την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου, ζήτησε κατά λέξη "να αναγνωριστούν στον εντολέα του τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α, δ και ε του ΠΚ" (Βλ. σελ. 12 της προσβαλλόμενης απόφασης), χωρίς κάποια αναφορά περιστατικών που μπορούσαν να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς αυτούς του κατηγορουμένου ούτε και με αναφορά στα έγγραφα που προσκόμισε και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Το Δικαστήριο της ουσίας με ιδιαίτερη αιτιολογία ως προς την αοριστία και εντεύθεν το απαράδεκτο των αυτοτελών αυτών ισχυρισμών, τους απέρριψε με ξεχωριστή διάταξη. Έτσι ενεργώντας το Δικαστήριο της ουσίας δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη των ως άνω αορίστων αυτοτελών ισχυρισμών του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από όλα τα ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενης αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Νοεμβρίου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1651/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ