Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 121 / 2012    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Σωματική βλάβη από αμέλεια, Νόμος δυσμενέστερος.




Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο και παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 Ν. 2224/1994 από αμέλεια – αμέλεια με συνδρομή των όρων της ΠΚ 15 – για τη μη αποτροπή ορισμένου αποτελέσματος από τον υπόχρεο, απαιτείται ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, η οποία μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος – ανεξάρτητα από την ευθύνη του Α' Μηχανικού για τη λήψη μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών στο μηχανοστάσιο του πλοίου κατ’ άρθρο 77 του Δ 806/1970, που αποτελεί «Κανονισμό εργασίας επί ελλ. φορτηγών πλοίων», υπάρχει παράλληλη ευθύνη και του πλοιάρχου του πλοίου, ο οποίος κατ’ άρθρο 4 του αυτού ΒΔ/τος δικαιούται για την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων να διατάξει και να επιβάλλει τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων, τα οποία επιβάλουν η ναυτική τέχνη, εμπειρία, οι νόμοι και οι κανονισμοί. Αβάσιμος ο λόγος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και νόμιμη η καταδίκη του για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο και παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 2224/1994 του αναιρεσείοντος πλοιάρχου, λόγω παράλληλης ευθύνης και αυτού προς τον Α΄ Μηχανικό. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 121/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Τ. του Π., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Κατσούλη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 210/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.

Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 459/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρ. 314 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών" και, κατά τη διάταξη του άρ. 28 του ίδιου Κώδικα, "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρ. 15 του ΠΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Περαιτέρω, η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση για τον πλοίαρχο ελληνικού φορτηγού πλοίου καθορίζεται με το Β.Δ. 806/1970, με θέμα: "Κανονισμός εργασίας επί ελλ.φορτηγ.πλοίων 800 κ. και άνω", το οποίο, στο άρθρο 4 με τον τίτλο "περί του πλοιάρχου" και στο ειδικότερο κεφάλαιο "εξουσία και ευθύνη εν γένει", ορίζει τα ακόλουθα: "1. Ο πλοίαρχος είναι ο κυβερνήτης και διοικητής του πλοίου. 2. Έχει εξουσίαν επί παντός επιβαίνοντος. 3. Είναι υπεύθυνος δια την καλήν διοίκησιν και την ασφάλειαν του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου ως και δια την εν αυτώ ευταξίαν, δικαιούμενος χάριν της ασφαλείας τούτων ή εν περιπτώσει ανάγκης, όπως, εν παντί χρόνω, διάταξη και επιβάλη παν ό,τι η ναυτική τέχνη, η ειδική αυτού πείρα και οι νόμοι και οι κανονισμοί επιβάλλουν, δυνάμενος, εφ' όσον κρίνει τούτο αναγκαίον, να ζητήση την γνώμην του Α' μηχανικού και του Υποπλοιάρχου. Η ενάσκησις της εξουσίας ταύτης απόκειται εις την απόλυτον κρίσιν του πλοιάρχου υποχρέου εις λογοδοσίαν και κατάχρησιν εξουσίας μόνον ενώπιον των αρμοδίων Αρχών. 4. Είναι υπεύθυνος απέναντι του Κράτους δια την καλήν και ακριβή τήρησιν των περί εμπορικής ναυτιλίας διατάξεων και δια την εκτέλεσιν των διαταγών των αρμοδίων Αρχών, απέναντι δε του πλοιοκτήτου και παντός ενδιαφερομένου δια παν ό,τι γίνεται εν τω πλοίω και αφορά τα συμφέροντα αυτών. 5. Οφείλει να εξασφαλίζη την τήρησιν των νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών και την εκτέλεσιν των διαταγών των αρμοδίων ημεδαπών και αλλοδαπών Αρχών και των διαταγών του, μη καλυπτόμενος δια των ευθυνών τας οποίας υπέρχουν απέναντι αυτού οι υφιστάμενοι του, υπέχων ευθύνην εάν παράλειψη να δώση τας επιβαλλόμενος εις εκάστην περίπτωσιν διαταγάς." Εξάλλου, με το άρθρο 25 του Ν. 2224/1994, που έχει τίτλο "ποινικές κυρώσεις" στην παράγραφο 1 αυτού, ορίζονται τα εξής: "Κάθε εργοδότης, κατασκευαστής ή παρασκευαστής, εισαγωγέας ή προμηθευτής, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας του νόμου αυτού και των κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων από αμέλεια οι παραπάνω δράστες τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή". Τέλος, περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς του προβάλλει την αιτίαση ότι από τους "Κανονισμούς εργασίας επί εμπορικών πλοίων" με τους οποίους ρυθμίζονται με κάθε λεπτομέρεια τα υπηρεσιακά καθήκοντα των εργαζομένων στα πλοία (ώστε κάθε παράβαση αυτών να αποτελεί τουλάχιστον, πειθαρχικό παράπτωμα- τέτοιο δε "κανονισμό" αποτελεί το Β.Δ. της 30.11/16.12.1970), δεν προκύπτει καμιά παράβαση ή παράλειψη τήρησης κανόνα ασφαλείας επί του πλοίου, από αυτόν (πλοίαρχο) είτε από υφιστάμενό του, που να συνετέλεσε, έστω και εμμέσως, στο συμβάν της παροχής της συγκεκριμένης λάμπας-μπαλαντέζας φωτισμού στον παθόντα ναυτικό, με συνέπεια την επελθούσα σωματική του βλάβη, από την αναφερόμενη ηλεκτρική διαρροή. Ότι η εργασία, που ο παθών εξετέλεσε στο πλοίο, ήταν στον απόλυτο τομέα αρμοδιότητας του Α' μηχανικού, αφού η ευθύνη για τη λήψη των εκάστοτε ενδεικνυόμενων μέτρων φωτισμού και ασφάλειας είναι, από το νόμο, ανατεθειμένη στον Α' Μηχανικό, το γεγονός δε ότι ο Πλοίαρχος είναι ο κυβερνήτης και διοικητής του πλοίου και ο γενικός υπεύθυνος για την ασφάλεια του πλοίου, ουδόλως συνεπάγεται την ποινική ευθύνη αυτού (πλοιάρχου), για την πιθανώς αμελή συμπεριφορά του Α' Μηχανικού. Και ότι για τον άνω παθόντα ναυτικό, εργαζόμενο στο πλοίο, εσφαλμένα και παρά το νόμο αποδόθηκε στον Πλοίαρχο (αναιρεσείοντα) ευθύνη για σωματική του βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο (ΠΚ 315 παρ.1) και παράβαση του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 2224/1994 και για το λόγο αυτό, πρέπει, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ώστε να απαλλαγεί αυτός, ως Πλοίαρχος του πλοίου, από κάθε κατηγορία. Όπως προκύπτει από το εφαρμοζόμενο στην παρούσα περίπτωση, Β.Δ. 806/1920, με θέμα "Κανονισμός εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων, 800 κ. και άνω" για τις αρμοδιότητες και ευθύνη του Α' Μηχανικού ορίζονται τα ακόλουθα: Στο άρθρο 66 παρ.1 : "Ο Α' Μηχανικός είναι υπεύθυνος διά την συντήρηση και καλήν λειτουργίαν των κινητηρίων μηχανών, των βοηθητικών μηχανημάτων, των λεβήτων και λοιπών μέσων παραγωγής της προσωπικής δυνάμεως, ψυκτικών μηχανών και των λοιπών εγκαταστάσεων εντός του μηχανοστασίου και λεβητοστασίου και υπέρ και υπ' αυτά, του μηχανισμού πηδαλίου και πάσης εν γένει μηχανικής και ηλεκτρικής εγκαταστάσεως ευρισκομένης οπουδήποτε του πλοίου, των παντός είδους σωληνώσεων και στεγανών θυρών του πλοίου, των εξαρτημάτων, τεμαχίων και αμοιβών εν γένει αυτών, εξαιρέσει των ραδιοτηλεγραφιών μηχανημάτων και εγκαταστάσεων, υποχρεούμενος να έχει πάντα ταύτα εις κατάστασιν αμέσου και ασφαλούς λειτουργίας." Με το άρθρο 68 παρ.1, εκτός άλλων, έχει καθήκοντα να: "... γ)Εξετάζει τα εργαλεία τα αναγκαίουντα διά την εκτέλεσιν πάσης φύσεως εργασίας δυναμένης να εκτελεσθή εν τω πλοίω διά του προσωπικού μηχανής". Τέλος, με το άρθρο 77, με τον τίτλο "ευθύνη για το προσωπικό της μηχανής", εκτός άλλων, με την παρ.3 "Ευθύνεται διά την ληψίν των εκάστοτε ενδεικνυομένων μέτρων αερισμού, φωτισμού και ασφαλείας εν γένει της εργασίας εις τρόπον ώστε οι κατά την διάρκειαν της ημέρας ή της νυκτός εργαζόμενοι να προφυλλάσσωνται πλήρως εκ παντός κινδύνου, δυναμένου να προέλθη εκ δηλητηριωδών αερίων ως και εκ θραύσεως, εμπλοκής, αποσυνδεσεως ή πλημμελούς εν γένει λειτουργίας των μηχανών, μηχανημάτων και εξαρτημάτων της δικαιοδοσίας του." Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 210/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρέσειων κηρύχθηκε ένοχος της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο της παράβασης του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 2224/1994 από αμέλεια και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Τ. την 19-7-2004 υπηρετούσε ως πλοίαρχος στο Δεξαμενόπλοιο (Δ/Ξ) Σ... με αριθμό νηολογίου Πειραιά ..., που ανήκει στην εταιρία με την επωνυμία "ELESTON CORPORATION" η οποία κατά τον ίδιο χρόνο εκπροσωπούνταν από το μη διάδικο στην παρούσα δίκη δεύτερο κατηγορούμενο Β. Χ.. Στο ανωτέρω πλοίο εργαζόταν και ο υπήκοος Φιλιππίνων S. E. με την ειδικότητα του καθαριστή. Την 19-7-2004, ενώ το Δ/Ξ Σ... έπλεε από Λιβύη με προορισμό το λιμάνι Immingham της Μ. Βρετανίας ο πρώτος μηχανικός του πλοίου Ι. Β. έδωσε εντολή στον S. E. και στο μηχανοδηγό Μ. Φ. να καθαρίσουν μία μικρή δεξαμενή (τάγγι) του πλοίου από υπολείμματα λαδιού. Σε εκτέλεση της εντολής αυτής ο S. E. κατέβηκε στη δεξαμενή διαμέσου ανθρωποθυρίδας και από το άνοιγμα της ο μηχανοδηγός Β' Μ. Φ. κρέμασε μία μπαλαντέζα με λαμπτήρα, για να φωτίζεται το εσωτερικό της δεξαμενής, το δάπεδο της οποίας θα; καθάριζε ο πρώτος. Προτού απομακρυνθεί ο Μ. Φ., άκουσε τον S. E. να φωνάζει και να του ζητά να απομακρύνει την αναμμένη μπαλαντέζα, πράγμα που έκανε. Τις φωνές του S. E. άκουσε και ο Μηχανικός Β' του πλοίου Ι. Λ., που προσέτρεξε ρωτώντας τον "τι συνέβη" και εκείνος απάντησε "... δεν θέλω την μπαλαντέζα, δώσε μου καλύτερα ένα φακό" και ότι "με χτύπησε ρεύμα, δώσε μου καλύτερα ένα φακό να συνεχίσω". Όμως αν και ο S. E. εφοδιάστηκε με φακό, δεν παρέμεινε στη δεξαμενή, διότι ο Μηχανικός Β Ί. Λ. ζήτησε από αυτόν να εξέλθει απ' αυτήν. Ευθύς μετά την έξοδο του ο S. E. άρχισε να χάνει τις δυνάμεις του, εμφάνισε σπασμούς στα άνω και κάτω άκρα του σώματός του και τελικά έχασε τις αισθήσεις του. Αμέσως παρασχέθηκαν σ' αυτόν οι πρώτες βοήθειες στο ιατρείο του πλοίου και ακολούθως αναλήφθηκαν από τον πρώτο κατηγορούμενο ενέργειες για την παροχή ιατρικής βοήθειας στη ξηρά. Συγκεκριμένα επικοινώνησε με τον Ερυθρό Σταυρό για την παροχή ιατρικών βοηθειών στον παθόντα και κατόπιν συνεννοήσεων της πλοιοκτήτριας εταιρίας μεταφέρθηκε ο παθών ναυτικός αυθημερόν με γαλλικό ελικόπτερο του Ναυτικού στο Νοσοκομείο De la Cavalle Banche στο Brest Γαλλίας για νοσηλεία. Σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 93.18/1497/19-7-2004 ιατρική έκθεση του ιατρού Ζ.-Z. P. "Ο ανωτέρω ναυτικός καθάριζε μία δεξαμενή και καθ' όν χρόνο κρατούσε έναν φακό και ερευνούσε το μέρος υπέστη ένα παρατεταμένο ηλεκτρικό σοκ λόγω βραχυκυκλώματος. Κατ' αρχάς ο ναυτικός έχασε τις αισθήσεις του και μετά ταύτα παρέμεινε σε λιποθυμική κατάσταση. Τα άλλα μέλη το πληρώματος του χορήγησαν οξυγόνο και εκτέλεσαν μαλάξεις στην καρδιά...Οι εξετάσεις έδειξαν μυϊκή βλάβη ενδεικτική ηλεκτρικού σοκ ...". Στο ως άνω νοσοκομείο ο παθών ναυτικός νοσηλεύθηκε αρχικά από τις 19-7-2004 έως τις 20-7-2004, όπως προκύπτει από το με χρονολογία 20-7-2004 πρακτικό νοσηλείας "για επιτήρηση μετά από ηλεκτροπληξία από ηλεκτρικό τόξο με αρχή απώλεια αισθήσεων" και ειδικότερα "ως θύμα ηλεκτροπληξίας από ηλεκτρικό τόξο (220 Volts) στις 19-7-2004", αμέσως δε μετά από τις 20-7-2004 έως τις 21-7-2004, όπως προκύπτει από το με χρονολογία 21-7-2004 έγγραφο της καρδιολογικής κλινικής του εν λόγω νοσοκομείου "για τη συνέχιση παρακολούθησης για ηλεκτροπληξία από ηλεκτρικό τόξο με αρχική απώλεια αισθήσεων και παύση αναπνοής, για την οποία χρειάσθηκε σύντομη ανάνηψη".
Συνεπώς αποδεικνύεται ότι ο παθών ναυτικός υπέστη ηλεκτροπληξία και ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι αυτός υπέστη κλειστοφοβικό σοκ είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Η ηλεκτροπληξία οφείλεται στη δημιουργία ηλεκτρικού τόξου (220 Volts), που προήλθε από την επαφή του παθόντος με ακατάλληλη με συσκευή (λάμπα με μπαλαντέζα), που είχε ισχύ μεγαλύτερη των 24 Volts σε συνδυασμό με τις επικρατούσες στη δεξαμενή συνθήκες (υγρασία, έλλειψη αέρα). Τούτο προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, σύμφωνα με την οποία "δόθηκαν εντολές να χρησιμοποιούνται μπαλαντέζες ισχύος 24 Volts". Στο ατύχημα του παθόντος αποδείχθηκε ότι δεν συνετέλεσε έλλειψη ατομικού εξοπλισμού από μέρους του παθόντος, με ευθύνη του πλοιάρχου του πλοίου, δηλαδή με γάντια και ειδική στολή, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι ο παθών ήταν εφοδιασμένος με τον εξοπλισμό αυτό, που είχε διαθέσει σ' αυτόν το πλοίο, για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας. Το ατύχημα του παθόντος δεν θα είχε συμβεί αν ο πρώτος κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του πλοιάρχου του πλοίου, είχε μεριμνήσει για τη χορήγηση στον παθόντα καθαριστή κατάλληλης συσκευής φωτισμού για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας. Όμως, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, που ο πρώτος κατηγορούμενος όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κατά τις περιστάσεις και ήταν υπόχρεος λόγω της ιδιότητας του ως κυβερνήτη και διοικητή του πλοίου, δεν μερίμνησε για τη χορήγηση στον παθόντα ασφαλούς μέσου φωτισμού, ώστε να αποφευχθεί περίπτωση ηλεκτροπληξίας κατά την εκτέλεση της εργασίας του και χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους εφοδίασαν τον καθαριστή του πλοίου S. E. με ακατάλληλη συσκευή φωτισμού, με συνέπεια να υποστεί ηλεκτροπληξία και να επέλθει σ' αυτόν σωματική βλάβη, αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος δεν προέβλεψε. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι δεν ευθύνεται για το ατύχημα του παθόντος, για το λόγο ότι την ευθύνη στο μηχανοστάσιο έχει ο μηχανικός, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο, διότι, πέραν της κατ'άρθρο 77 παρ. 3 του Β.Δ. 806/1970 ευθύνης του Α' Μηχανικού, υφίσταται κατ'άρθρο 4 παρ. 3 του ίδιου Β.Δ/τος ευθύνη του πλοιάρχου ως κυβερνήτη και διοικητή του πλοίου ευθύνη αυτού για την ασφάλεια των επιβαινόντων, "δικαιούμενος(ου) χάριν της ασφαλείας τούτων ή εν περιπτώσει ανάγκης, όπως εν παντί χρόνω διατάξη και επιβάλη παν ό,τι η ναυτική τέχνη, η ειδική αυτού πείρα και οι νόμοι και οι κανονισμοί επιβάλλουν, δυνάμενος εφ'όσον κρίνει τούτο αναγκαίον, να ζητήση την γνώμην του Α' μηχανικού και του Υποπλοιάρχου" (εδάφ. α'), κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου "Οφείλει να εξασφαλίζει την τήρησιν των νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών και την εκτέλεσιν των διαταγών των αρμοδίων ημεδαπών και αλλοδαπών Αρχών και των διαταγών του, μη καλυπτόμενος δια των ευθυνών τας οποίας υπέχουν απέναντι αυτού οι υφιστάμενοί του, υπέχων ευθύνην εάν παράλειψη να δώση τας επιβαλλόμενας εις εκάστην περίπτωσιν διαταγάς", δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση να εφοδιαστεί ο παθών με την κατάλληλη συσκευή φωτισμού. Επομένως πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων, που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, δηλαδή της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο και της παράβασης του άρθρου 25 παρ.1 Ν. 2224/1994 από αμέλεια". Στη συνέχεια, το δικάσαν Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων και ειδικότερα, του ότι: "Στον Πειραιά, στις 19-7-2004, όντας υπόχρεος εκ του επαγγέλματος του, από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, προξένησε σωματική κάκωση σ' άλλον, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και πιο συγκεκριμένα, όντας αυτός πλοίαρχος του Δ\Ξ Σ... νηολογίου Πειραιά, που ανήκε στην κυριότητα της πλοιοκτήτριας εταιρίας "ΕLETSON CORPORATION", δεν χορήγησε από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις συνθήκες εργασίας εν προκειμένω, αφού ο παθών εργαζόταν ως καθαριστής στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο βρισκόταν εν πλω από Λιβύη για το λιμάνι Ιmmingham Μ. Βρετανίας, και κατά τον προαναφερόμενο χρόνο εκτελούσε εργασίες καθαρισμού υπολειμμάτων λαδιού εντός μικρής δεξαμενής, κατάλληλο μηχανολογικό εξοπλισμό, δηλαδή ασφαλή συσκευή φωτισμού (λάμπα με μπαλαντέζα ισχύος 24 Volts), ώστε να αποφευχθεί ο τραυματισμός του ένεκα ηλεκτροπληξίας από ηλεκτρικό τόξο, αλλά εφοδίασε αυτόν με συσκευή φωτισμού ισχύος περισσότερων Volts, με συνέπεια να δημιουργηθεί ηλεκτρικό τόξο και να χάσει τις αισθήσεις του, να παύσει η αναπνοή του για μερικά λεπτά και να μην μπορεί να κινήσει τα τέσσερα μέλη του για χρονικό διάστημα 2-3 ωρών. " Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του αφενός, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 94 παρ.1, 314 παρ.1α, 315 παρ.1 ΠΚ 25 παρ.1 του Ν. 2224/1994 και 4 του Β.Δ. 806/1970, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως : α)όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής και αυτής του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 2224/1994 για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε και δικαιολογούν την εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, β)την αμέλεια του κατηγορουμένου, η οποία είναι όπως κρίθηκε από το δικάσαν Εφετείο, μη συνειδητή, γ)τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία, που αποτελούν τον αιτιώδη σύνδεσμο της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του αποτελέσματος του τραυματισμού του παθόντος εργαζομένου ναυτικού και δ)προσδιορίζεται η ποινή της υποχρέωσης του κατηγορουμένου προς αποτροπή του αποτελέσματος της σωματικής κάκωσης, προσδιορίζεται δε ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πήγαζε η υποχρέωσή του αυτή. Συγκεκριμένα, ως προς την αιτίαση αυτή της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των σχετικών με τις υποχρεώσεις των πλοιάρχων για τη λήψη μέτρων ασφαλείας επί των φορτηγών πλοίων, για να αποτρέπονται τραυματισμοί και ατυχήματα, ορθά το Δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 4 του Β.Δ. 806/1970, δεχθέν ότι ανεξάρτητα από την ευθύνη του Α' μηχανικού για τη λήψη μέτρων ασφαλείας, κατά την εκτέλεση εργασιών στο μηχανοστάσιο του πλοίου, ευθύνη που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 77 του αυτού Β.Δ., υπάρχει παράλληλη ευθύνη και του πλοιάρχου του πλοίου, ο οποίος δικαιούται για την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων να διατάξει και να επιβάλλει τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων, τα οποία επιβάλλουν η ναυτική τέχνη η εμπειρία, οι νόμοι και οι κανονισμοί. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το μεν η πλημμέλεια της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας το δε της εσφαλμένης ερμηνεία και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, πλήττεται απαραδεκτώς η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Φεβρουαρίου 2011 (υπ'αριθμ.πρωτ.20/16-2-2011 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς) αίτηση του Γ. Τ. του Π. για αναίρεση της με αριθμό 210/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Δεκεμβρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή