Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόλυση υφ' όρο, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
Περίληψη:
Απόλυση υπό όρο. Νομοθετική ρύθμιση του θεσμού. Τροποποιήσεις του άρθρου 105 του ΠΚ από 1.1.1951 και εντεύθεν. Ευεργετικός υπολογισμός λόγω εργασίας. Ευεργετικός υπολογισμός την ποινής των υπερηλίκων καταδίκων ή των υπερβάντων το 65ο έτος της ηλικίας τους. Ερμηνεία των παρ. 2 και 6 του άρθρου 105 του ΠΚ. Οι υπερήλικες που υπερέβησαν το 70ο έτος αρκεί η έκτιση του 1/5 της ποινής. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1169/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 97/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Με κατηγορούμενο τον ...
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 20/08.04.2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 540/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 133/09/09.04.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 ΚΠΔ, την 20/09 αίτηση αναιρέσεως του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητά την αναίρεση του 97/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο, απέρριψε έφεση του κρατουμένου καταδίκου ... κατά του 1012/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Πειραιώς, που είχε απορρίψει και αυτό με τη σειρά του αίτηση του Δ/ντή της Δικαστικής Φυλακής ...για την υφ' όρο απόλυσή του, η οποία είναι τυπικά παραδεκτή και ουσιαστικά βάσιμη για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτηση αναιρέσεως, στο περιεχόμενο της οποίας εξ ολοκλήρου αναφέρομαι.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α-Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η 20/09 αίτηση αναιρέσεως του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του 79/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Β-Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο τούτο βούλευμα. Και
Γ-Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, προς νέα συζήτηση της υποθέσεως.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 105 του ΠΚ, όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για φυλάκιση τα δύο πέμπτα της ποινής τους, β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη τα τρία πέμπτα της ποινής τους, γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη τουλάχιστον είκοσι (20) έτη. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη (παρ. 1). Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη τα είκοσι, έτη περιορίζονται σε δεκαέξι, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαέξι ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής. Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους κατάδικους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες... (παρ. 2). Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το ν. 2058/1952. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων, ή σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαέξι ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι έτη... (παρ. 6). Η διάταξη της άνω παραγράφου 2 έλαβε τη μορφή της αυτή μετά την τροποποίηση της αντίστοιχης αρχικής (που ίσχυσε από 1-1-1951 - έναρξη ισχύος του ΠΚ) με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 και την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 5 εδ. β' του ν. 2408/ 1996 και το άρθρο 24 του ν. 3346/ 2005, ενώ η παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 2058/1952, που αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2207/1994, αντικαταστάθηκε με το άνω περιεχόμενο και προστέθηκε ως παρ. 6 του άρθρου 105 του ΠΚ με το άρθρο 1 παρ. 5γ του ν. 2408/ 2006. Κατά τη διάταξη της άνω παραγράφου 5 του άρθρου 25 του ν. 2058/2002 "περί μέτρων ειρηνεύσεως" στην αρχική της μορφή "δια την χορήγησιν της υφ' όρον απολύσεως κατά τας διατάξεις του άρθρου 105 και επόμ. Ποιν. Κωδικός ως εκτιθείσα ποινή θεωρείται η ευεργετικώς κατά τον παρόντα νόμον υπολογισθείσα, δεν δύναται όμως ο κατάδικος να τύχει της υφ' όρον απολύσεως εφόσον δεν εξέτισε πράγματι το ήμισυ της εις αυτόν επιβληθείσης ή δια χάριτος μετριασθείσης ποινής". Η παράγραφος αυτή, μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 4 παρ. 3 του άνω ν. 2207, όριζε ότι για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και επόμ. του ΠΚ, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το νόμο αυτό, δεν μπορεί όμως να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση αν δεν εξέτισε πραγματικά τα δύο πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δέκα οκτώ έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων ή επί ισόβια κάθειρξης των δέκα οκτώ ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι δύο έτη... Ως ευεργετικός κατά το νόμο αυτό υπολογισμός της ποινής που θεωρείται ότι εκτίθηκε για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, είναι ο υπολογισμός της ποινής λόγω της εργασίας του καταδίκου στη φυλακή (παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2058, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του ν. 410/ 1076 και με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2207/1994 που αντικ. στη συνέχεια με το ν. 2479/1997). Από την άνω διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 105 του ΠΚ, όπως αυτή διαχρονικά μορφοποιήθηκε και ισχύει, προκύπτει ότι ο ευεργετικός υπολογισμός της ποινής του καταδίκου λόγω εργασίας του στη φυλακή ή εκτός φυλακής θεσμοθετήθηκε και ισχύει από το 1952 μέχρι και σήμερα. Μάλιστα για το ζήτημα του ευεργετικού υπολογισμού των ημερών της ποινής λόγω εργασίας προέβλεπε και το ΝΔ/4-7-1933, που είχε κυρωθεί με τον ν. 5973/1933. Αντιθέτως, ο ευεργετικός υπολογισμός της ποινής για την υπό όρο απόλυση των υπερηλίκων, είτε εκείνων των κατάδικων που έχουν συμπληρώσει το 67° έτος και ήδη, δια του ν. 3346/ 2005, το 65 έτος της ηλικίας τους, το πρώτον εισήχθη στην παρ. 2 του άρθρου 105 του ΠΚ μόλις το έτος 1996 δια του ν. 2408/2006. Έτσι ο νομοθέτης, από λόγους επιεικείας, θεσμοθέτησε τον ευεργετικό υπολογισμό της ποινής του καταδίκου υπερήλικα από μόνο το γεγονός της ηλικίας του και όρισε με το εδάφιο 4 της παρ. 2 του άρθρου 105 του ΠΚ ότι "μετά τη συμπλήρωση του 65° έτους της ηλικίας του καταδίκου κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής". Τον ευεργετικό αυτό υπολογισμό της ποινής για τους άνω υπερήλικες κατάδικους ο νομοθέτης δεν εξήρτησε από την παραμονή τους στο σωφρονιστικό κατάστημα για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείτο προ της εισαγωγής του ευεργετικού αυτού υπολογισμού. Ειδικότερα, η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 105 του ΠΚ, όπως από αυτή προκύπτει, αναφέρεται στις τυπικές προϋποθέσεις της απόλυσης υπό όρο μόνο των υπερηλίκων καταδίκων, είναι πλήρης στη ρύθμιση του θέματος αυτού, αφού ορίζει, εκτός του ευνοϊκού μέτρου λόγω της συμπλήρωσης των 70 ετών του καταδίκου και τον ευεργετικό υπολογισμό λόγω της ηλικίας του μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους, υπολογιζόμενης εκάστης ημέρας παραμονής του στο σωφρονιστικό κατάστημα ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής και εκάστης ημέρας εργασίας του ως μισής, ήτοι συνολικά σε 2,5 ημέρες εκτιόμενης ποινής, ακόμη δε θεσμοθέτησε και ευνοϊκότερο υπολογισμό αν αυτός προκύπτει από άλλες διατάξεις. Έτσι ο νομοθέτης συνειδητά και συστηματικά ρύθμισε με την παράγραφο αυτή την υπό όρο απόλυση των υπερηλίκων καταδίκων, αφού τον ευεργετικό υπολογισμό λόγω εργασίας το είχε ρυθμίσει από το 1952 με το άρθρο 25 του ν. 2058/1952 και εξακολούθησε να τον ρυθμίζει με την παράγραφο 6 του άρθρου 105 του ΠΚ, όπου για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης του καταδίκου απαιτείτο πραγματική έκτιση ορισμένου μέρους της ποινής (1/2, 2/5), ήδη δε του 1/3 πραγματικής εκτίσεως. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 105 του ΠΚ ερμηνευόμενη στο σύνολό της και ως ρυθμίζουσα συστηματικά και πλήρως την υπό όρο απόλυση μόνο των υπερηλίκων καταδίκων εμφανίζεται ως ειδική απέναντι σε εκείνη της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου (105), που ρυθμίζει άλλο ευεργετικό υπολογισμό, ήτοι των ημερών εργασίας, που προσιδιάζει άλλωστε σε όλους του άλλους κατάδικους, αφού οι τελευταίοι έχουν περισσότερες δυνατότητες προς εργασία. Έτσι, κατά λογική αναγκαιότητα, η επέκταση εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 6 εδάφιο β', που απαιτεί την πραγματική έκτιση του ενός τρίτου της ποινής και στους υπερήλικες κατάδικους της άνω παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου, θα σήμαινε αυτονόητα την αναγωγή της διάταξης της παραγράφου 2 σε γενική διάταξη, γεγονός το οποίο ασφαλώς δεν θέλησε ο νομοθέτης. Αν τα πράγματα ήταν έτσι, θα έπρεπε η παράγραφος 6 από μόνη της να αποτελεί το μόνο περιεχόμενο ιδιαίτερης καταληκτικής παραγράφου ώστε να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις και όχι εδάφιο (εδάφιο β') μιας παραγράφου (της παραγράφου 6), ο λειτουργικός προορισμός της οποίας είναι να ρυθμίζει την υπό όρο απόλυση με τον ευεργετικό υπολογισμό των ημερών εργασίας του καταδίκου.
Συνεπώς, πρέπει να αποκλεισθεί για την υπό όρο απόλυση των υπερηλίκων η παράλληλη εφαρμογή της παραγράφου 6 εδ. β' του άρθρου 105 του ΠΚ, που απαιτεί την πραγματική έκτιση του ενός τρίτου της επιβληθείσας ποινής καθ' όσον, η ειδική ρύθμιση της παρ. 2, που δεν εξαρτά την υπό όρο απόλυση από την έκτιση κάποιου μέρους της ποινής από τους υπερήλικες, θα ήταν περιττή. Επομένως, ο κατάδικος που υπερέβη το 70ό έτος της ηλικίας του και εκτίει ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, δεν απαιτείται κατά το νόμο για να απολυθεί υπό τον όρο της ανάκλησης να παραμείνει, όπως απαιτεί το εδ. β' της παρ. 6 του άρθρου 105 του ΠΚ, στο σωφρονιστικό κατάστημα υποχρεωτικά για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο (1/3) της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής. Ο κατάδικος αυτός (υπερήλικας), εφ' όσον δεν εργάζεται στη φυλακή, μπορεί να απολυθεί υπό όρο αν εξέτισε και με συνυπολογισμό της προσωρινής του κράτησης μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του το ένα πέμπτο (2/5 : 2 = 1/5) της ποινής που του επιβλήθηκε κατ' εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του ΠΚ. Περαιτέρω, ο θεσμός της υπό όρο απόλυσης, που είναι ενσωματωμένος στις διατάξεις των άρθρων 105 επ. ΠΚ ανήκει στο χώρο των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και όχι στο χώρο των δικονομικών διατάξεων και συνεπώς επί επιεικέστερης διάταξης έχει ανάλογη εφαρμογή και μετά την αμετάκλητη καταδίκη το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 1638/1994). Έτσι, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή των σχετικών με την υπό όρο απόλυση διατάξεων, ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1ε του ΚΠΔ λόγω αναίρεσης του βουλεύματος προς εφαρμογή του επιεικέστερου κάθε φορά νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη έφεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 97/2009 βούλευμά του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του καταδίκου ... που εκτίει εννεαετή κάθειρξη, κατά του 1012/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο είχε απορρίψει την αίτηση του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής ... για την υπό όρο απόλυσή του, με την αιτιολογία ότι αυτός ενώ ήδη έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του, αφού έχει γεννηθεί στις 11-8-1938 δεν είχε εκτίσει το ελάχιστο όριο, που πρέπει να παραμείνει υποχρεωτικά στο σωφρονιστικό κατάστημα, ήτοι το ένα τρίτο της ποινής του, που ισχύει γενικά για τους ενήλικες κρατουμένους κατάδικους. Έτσι όπως έκρινε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, ερμηνεύοντας την άνω διάταξη της παρ. 2 και εφαρμόζοντας την παρ. 6 εδ. β' του άρθρου 105 του ΠΚ, έσφαλε και το προσβαλλόμενο βούλευμά του είναι αναιρετέο λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 97/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και .
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί, από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ