Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Εφέσεως απαράδεκτο, Δικαστηρίου σύνθεση.
Περίληψη:
Αναίρεση αποφάσεως που απέρριψε την έφεση, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, με την επίκληση των λόγων: α) της απόλυτης ακυρότητας, γιατί δεν προκύπτει, ότι οι δικαστές που έλαβαν μέρος στη σύνθεση του Δικαστηρίου κληρώθηκαν ή διορίστηκαν και β) της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού, ότι ήταν γνωστής διαμονής. Δεν επάγεται ακυρότητα το γεγονός ότι στην απόφαση δεν αναγράφεται ότι η σύνθεση προήλθε από κλήρωση (ΑΠ 867/2007). Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1155/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ινέγλη, περί αναιρέσεως της 14147/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2076/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο άρθρο 17 υπό στοιχείο Β' του ν. 1756/1988, που περιλαμβάνει τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, ορίζονται στην παρ. 1 "σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση" και στην παρ. 3 "ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα ... στην εισαγγελία εφετών α) ... β) όλων των αντεισαγγελέων από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών εφετείων", ενώ στην παρ. 4 "με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός". ... Τέλος, στην παρ. 10 ορίζεται "Η μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως". Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναφέρεται ότι οι δικαστές που συμμετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που δίκασε τη συγκεκριμένη υπόθεση, έλαβαν μέρος μετά από κλήρωση, που έγινε σύμφωνα με τον Οργανισμό των Δικαστηρίων, ή διορίστηκαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, με αποτέλεσμα οι παραλείψεις αυτές να δημιουργούν θέμα κακής συνθέσεως του δικάσαντος δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ. Όμως, εκτός από το ότι δεν υπάρχει υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση, ότι η σύνθεση του δικαστηρίου προήλθε από κλήρωση και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναιρέσεως, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως. Τέτοια όμως πρόταση δεν επικαλείται ο αναιρεσείων, ούτε από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε. Επομένως, ο ως άνω σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ, όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 38 του ν. 3160/2003, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, λόγω της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ. ΑΠ 6 και 7/1994 και 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως άγνωστης διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε "γνωστή διαμονή". Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος της ανώτερης βία, ως εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως, της οποίας (ανώτερης βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλουμένης αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και εντεύθεν μη ενάρξεως καν της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ.1 και 2 του ίδιου ως άνω Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική ή και Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 του Κ.Π.Δ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Στην προκείμενη περίπτωση , με την προσβαλλόμενη 14147/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, παρόντος του αναιρεσείοντος και εκκαλούντος-κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από αυτή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της υπ' αριθμό 50380/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί για την παράβαση του Ν. 1882/1990, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών. Από τη σχετική υπ' αριθμό 1670/5-6-2007 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο τούτο, κατά την έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο εκκαλών, φερόμενος στην έφεση ως κάτοικος ..., προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, είχε προβάλει με αυτή, κατά πιστή μεταφορά, ότι "ασκεί σήμερα την έφεση καθόσον ουδέποτε έλαβε γνώση τόσο του κλητηρίου θεσπίσματος, όσο και της αποφάσεως και ήταν γνωστής διαμονής από το έτος 1990 μέχρι σήμερα ... έλαβε γνώση της απόφασης 4-5-2007 από την αστυνομία". Είχε δηλαδή προβάλει με την έφεσή του, ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και όχι λόγους ανώτερης βίας, για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και ως εκ τούτου μη γνώση από αυτόν της εκκαλούμενης αποφάσεως, περιοριζόμενος στην αόριστη αναφορά ότι η τελευταία αυτή διεύθυνση της κατοικίας του ήταν γνωστή. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών-κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την υπ' αριθμό 50380/29-11-1999 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για παράβαση του Ν. 1882/1990 σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, αλλά και στα έξοδα της δίκης ποσού δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών. Η απόφαση εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, που κλητεύθηκε ως άγνωστης διαμονής. Η εν λόγω απόφαση, όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν στο ακροατήριο, από ... αποδεικτικό επίδοσης απόφασης κατηγορουμένου άγνωστης διαμονής του ..., Επιμελητή Δικ. Εισαγγ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης, επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 11-10-2000, δια τοιχοκολλήσεως στην έδρα του δήμου ..., σαν σε κατηγορούμενο άγνωστης διαμονής, αφού αναζητήθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του στην οδό ... . Ο εκκαλών ασκεί την υπό κρίση έφεση στις 5-6-2007, όπως προκύπτει από την ανάγνωση στο ακροατήριο της σχετικής έκθεσης ασκήσεως εφέσεως, δηλαδή μετά την παρέλευση των δέκα ημερών από την ως άνω ημερομηνία επιδόσεως της εκκαλουμένης απόφασης. Από δε την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, δεν αποδείχθηκε ότι η εκπρόθεσμη άσκησή της οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ώστε να συγχωρηθεί το εκπρόθεσμο. Ειδικότερα, ο εκκαλών υποστηρίζει, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του, ότι ουδέποτε, μέχρι τις 4-5-2007 (που την πληροφορήθηκε από την Αστυνομία), έλαβε γνώση τόσο του κλητηρίου θεσπίσματος όσο και της εκκαλουμένης απόφασης και ήταν γνωστής διαμονής από το 1990 μέχρι και σήμερα, διαμένοντας στην οδό .., πρώην ..., στους ... . Όμως, όπως προκύπτει από την εκτίμηση των αποδείξεων, ο εκκαλών - κατηγορούμενος ορθώς αναζητήθηκε (πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ως άγνωστης διαμονής) στην οδό ..., που ήταν η τελευταία γνωστή του διεύθυνση. Τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο, για τα οποία καταθέτει και η μάρτυράς του, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είχε γνωστή διεύθυνση στην οδό ... κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης (και του κλητηρίου θεσπίσματος), δεν κρίνονται πειστικά, παρά τα έγγραφα που προσκομίζει ο εκκαλών, αλλά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν αποδεικνύεται ότι η παραπάνω διεύθυνση του εκκαλούντος ήταν γνωστή, κατά το χρόνο επίδοσης της απόφασης στην Εισαγγελική αρχή που παρήγγειλε την επίδοση. Και τούτο διότι τα παραπάνω έγγραφα μόνον το από 9-05-2001 υπηρεσιακό σημείωμα Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, η από 19-03-2002 Διάταξη Εισαγγελέα Πλημ/κών Θεσσαλονίκης, το με αρ. 11953/2002 απόσπασμα - απόφαση του Τριμ. Πλημ. Θεσ/νίκης και η από 6-05-1999 κλήση από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης αποτελούν έγγραφα από τα οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι διεύθυνσή του ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης, πλην όμως δεν αφορούν το κρίσιμο έτος της επίδοσης της εκκαλουμένης (2000), ενώ τα λοιπά αφορούν σχέσεις του κατηγορουμένου με τρίτους, έστω και αν αναφέρονται στο παραπάνω έτος. Μετά απ' όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, να διαταχθεί η εκτέλεση της εκκαλουμένης (αρ. 476 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ) και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα έξοδα, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ".
Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως, κατά της ως άνω αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ως εκπρόθεσμης και ως εκ τούτου απαράδεκτης αποφάσεως, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού σ' αυτήν εκτίθενται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής και διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως, το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Εφόσον δε ο εκκαλών δεν προέβαλε με την έφεση, ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή τη διεύθυνση της κατοικίας του (...) και περιορίστηκε στην αόριστη αναφορά ότι αυτή ήταν γνωστή, νομίμως αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη διεύθυνση της κατοικίας του, που αναφέρεται στη μήνυση ως τελευταία γνωστή κατοικία του, στην οδό ..., που ήταν η τελευταία γνωστή του διεύθυνση και δεν ήταν απαραίτητο να διαλάβει αιτιολογία σε σχέση με το εάν αυτός διέμενε ή όχι στην πιο πάνω διεύθυνση, ως εκ περισσού δε εξετάσθηκε για το ζήτημα αυτό και μάρτυρας στο ακροατήριο, ενώ με επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό, απέρριψε επίσης, εκ περισσού, και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής ανώτερης βίας. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ,, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-11-2007 αίτηση του ... κρατουμένου προσωρινά στις δικαστικές φυλακές ..., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμό 14147/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ