Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 792 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Ληστεία, Καταλογισμός.




Περίληψη:
Αόριστος λόγος αναιρέσεως και ενστάσεως ελλείψεως καταλογισμού, άλλως μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία. Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Παρά ταύτα το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο με την αιτιολογία που αναφέρει, η οποία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Απορρίπτει.





Αριθμός 792/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 102-105/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, που δεν παρέστησαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 897/2006.

Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί στο σύνολό της η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 34 του ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ. 1 του ΠΚ, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνείδησης περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό, να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη στη μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στο δράστη, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει, προκειμένου περί καταδικαστικής απόφασης, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός με την παραπάνω έννοια είναι και ο περί έλλειψης ή μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αφού, σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη ή την επιβολή μειωμένης ποινής αντιστοίχως. Για την πληρότητα όμως του ισχυρισμού αυτού, δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να επικαλεσθεί τις σχετικές μόνο διατάξεις του ΠΚ, αλλά πρέπει και να αναφέρει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, επί των οποίων θεμελιώνει κάθε περίπτωση νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνειδήσεως, ώστε ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση αυτών να κρίνει, αν συντρέχει περίπτωση έλλειψης ή ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό. Μόνη η επίκληση των παραπάνω διατάξεων του ΠΚ ή των εννοιών που αναφέρονται σ' αυτές δεν συνιστά παραδεκτή προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού περί ελλείψεως ή περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ώστε το δικαστήριο να πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσ/κης, που την εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία με πρόθεση και ληστεία και του επέβαλε ποινές ισόβιας κάθειρξης για την πρώτη και κάθειρξη δέκα ετών για τη δεύτερη. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και επικαλείται ως μόνο λόγο αναιρέσεως, ότι "δεν αιτιολογήθηκε η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του περί ελλείψεως καταλογισμού κατ' άρθρο 34 ΠΚ, ως ανίκανος να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του, ως επίσης σιγή αντιπαρήλθε το αίτημά του περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ότι ήταν μερικώς ανίκανος, σύμφωνα με την κατάθεση των ψυχιάτρων Γ1 και Γ2, ότι είχε εξάρσεις και υφέσεις κρίσεων, με έλλειψη ειρμού και κατακερματισμένο λόγο". Με τη διατύπωση αυτή ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και εντεύθεν απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν εξειδικεύονται σ' αυτόν σε τι συνίστανται και ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις στην αιτιολογία της αποφάσεως με την οποία απορρίφτηκαν οι αυτοτελείς αυτοί ισχυρισμοί του, ενώ δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς η αίτηση κατά το μέρος που αναφέρεται στην αξιολόγηση των καταθέσεων των ως άνω ψυχιάτρων είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον έτσι πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Σε κάθε όμως περίπτωση σε σχέση με τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί πλήρους άρσεως κατά το χρόνο τέλεσης των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων της ικανότητας αυτού προς καταλογισμό και περί ελαττωμένης ικανότητας αυτού προς καταλογισμό λεκτέα τα ακόλουθα? Όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε εγγράφως τον ως άνω ισχυρισμό, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά, στον οποίο, κατά το ουσιώδες μέρος του, ισχυρίζεται ότι "το κρίσιμο διάστημα του ατυχήματος ευρισκόμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, νοσηρά διατάραξη των λειτουργιών μου, με δυσλειτουργία, ύφεση της συνειδήσεως, θολότητα σκέψης, μη επαφή με την πραγματικότητα και τους κανόνες της ζωής, με συνέπεια να έχω απώλεια μνήμης και να μην αντιλαμβάνομαι το άδικο των πράξεών μου και να μην έχω συναίσθηση αυτών και να παρερμηνεύω τα τεκταινόμενα". Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, όπως προτάθηκε, χωρίς δηλαδή την επίκληση όλων των από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ απαιτουμένων ως άνω στοιχείων, καθώς και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, πλησιοχρόνων των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, είναι αόριστος και συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Παρά ταύτα το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως κατ' ουσία αβάσιμο, με την παρακάτω αιτιολογία, η οποία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Συγκεκριμένα το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσ/νίκης δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (ανωμοτί εξέταση των παραστάντων ως πολιτικώς εναγόντων, καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, Χ1, τις νυκτερινές ώρες της 30 προς 31 Ιανουαρίου 1998, στο 6° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού ... - ......., σκότωσε με πρόθεση το συμπατριώτη του ......., ετών 52. Την πράξη του αυτή την αποφάσισε και την εκτέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο επιτέθηκε κατά του ανωτέρω, χτυπώντας τον με γροθιές στο πρόσωπο και ρίχνοντάς τον με μεγάλη δύναμη στο έδαφος, όπου, αφού τον ακινητοποίησε, τραβώντας το πέτσινο μπουφάν του παθόντα προς το κεφάλι, χωρίς να το βγάλει από τους αγκώνες του, του κατέφερε στη συνέχεια, με μία πέτρα μεγέθους γροθιάς, αλλεπάλληλα δυνατά κτυπήματα στο κεφάλι. Απ' τα δυνατά αυτά κτυπήματα ο παθών υπέστη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση και δη: θλαστικό τραύμα τριών [3] εκατοστών, αριστερά μετωπιαία, κατά το τριχωτό μετά εμπιεστικού κατάγματος, θλαστικό τραύμα δεξιά μετωποκροταφικά μήκους τριών [3] εκατ. τραύμα τριών [3] εκατ. ινιακά, κάταγμα ρινικού, ζυγωματικού και κόγχου αριστερά, εκτεινόμενο έως το λιθοειδές και ρευστοποίηση της εγκεφαλικής ουσίας. Από την κρανιοεγκεφαλική αυτή κάκωση, ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός του. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος αμέσως αφαίρεσε από τον παθόντα? 1]την τσάντα του, που περιείχε το ποσό των 450.000 δραχμών και 2]απροσδιόριστης αξίας λαχεία και ξυστά, τα οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα, που ήταν και η επιδίωξη του κατά το σχέδιο που άκρως επιμελώς είχε καταστρώσει ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος, ηλικίας 42 ετών και άγαμος, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό ..... Κιλκίς, όπου φοίτησε μέχρι και τη Β' Γυμνασίου, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε για λίγο χρονικό διάστημα ως υδραυλικός. Υπηρέτησε στο στρατό για 4 μόνο μήνες, γιατί απολύθηκε ως ακατάλληλος, λόγω ψύχωσης, από την οποία προσεβλήθη. Μετά επέστρεψε στο χωριό του και ζούσε πλέον με τη μητέρα του, ασχολούμενος με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειάς του, τα δε τελευταία χρόνια δεν εργαζόταν καθόλου, εκμισθώνοντας τα οικογενειακά του κτήματα σε τρίτα πρόσωπα. Ζούσε σχετικά απομονωμένος από τους συγχωριανούς του και επανειλημμένα είχε εισαχθεί για ολιγοήμερη νοσηλεία στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης, λόγω της παραπάνω ασθένειάς του, για την οποία του χορηγήθηκε μικρή αναπηρική σύνταξη, η οποία ήταν και το μοναδικό του εισόδημα. Έκανε χρήση οινοπνευματωδών ποτών, με συνέπεια να του δημιουργεί μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, λόγω του πενιχρού του εισοδήματος. Ο παθών ήταν έγγαμος, συμπατριώτης του κατηγορουμένου και ασχολούνταν με την πώληση λαχείων και άλλων τυχερών παιγνιδιών, τόσο στην πόλη, όσο και στην ευρύτερη περιοχή του ..... Κάθε βράδυ επέστρεφε στην ....., που απέχει 7 χιλιόμετρα από το ....., συνήθως πεζός και ενίοτε με το αυτοκίνητο κάποιου συγχωριανού του. Πάντοτε μετέφερε μέσα σε μία δερμάτινη τσάντα και αρκετά χρήματα, προερχόμενα από την πώληση των λαχείων. Το γεγονός αυτό της μεταφοράς χρημάτων το γνώριζε καλώς ο κατηγορούμενος, ο οποίος πιεζόμενος επιτακτικά από την ανάγκη εύρεσης χρημάτων συνέλαβε τη σκέψη και αποφάσισε στη συνέχεια σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τον σκοτώσει, προκειμένου να αφαιρέσει απ' αυτόν τα χρήματα που έφερε μαζί του, με τον προαναφερόμενο τρόπο. Στη συνεχεία και δη: μετά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων ο κατηγορούμενος μετέφερε τον παθόντα σε απόσταση 5 μέτρων περίπου από το άκρο του οδοστρώματος και τον εγκατέλειψε στο εκεί ευρισκόμενο κοίλωμα -νεροφάγωμα- του εδάφους, βάθους 1,80 μ., αφού τον κάλυψε μερικώς με πέτρες και χώμα. Μετά από αυτά μετέβη στο σπίτι του, όπου αμέσως έβγαλε τα κηλιδωμένα από το αίμα του θύματος παντελόνι και μπουφάν του, τα οποία έπλυνε για να φύγει το αίμα. Την ίδια νύκτα επανήλθε στο σημείο που το είχε τοποθετήσει και με ένα φτυάρι που παρέλαβε μαζί του, έριξε μεγάλη ποσότητα χωμάτων πάνω σ' αυτό, καλύπτοντάς το πλήρως. Στις ενέργειες αυτές προέβη λόγω του ότι φοβήθηκε μήπως ευρεθεί το θύμα, δεδομένου ότι είχε καλυφθεί μερικώς. Στις ίδιες ενέργειες προέβη ο κατηγορούμενος μετά από ένα μήνα περίπου και δη: όταν περνώντας από το ίδιο σημείο διαπίστωσε ότι είχε μερικώς αποκαλυφθεί το θύμα, λόγω παράσυρσης των χωμάτων από προηγηθείσες βροχές. Τελικά το θύμα βρέθηκε τυχαία από γεωργοκτηνοτρόφο της περιοχής στις 23-3-1993, σε προχωρημένη σήψη, με εκτεταμένες κακώσεις, που προκλήθηκαν από ζώα και δη: κατά το δεξιό κάτω άκρο το οποίο είχε αποχωρισθεί τελείως από το υπόλοιπο σώμα. Όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς και από την απολογία του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, από τις χωρίς όρκο εξετάσεις των πολιτικώς εναγόντων επιβεβαιώνεται κατά τρόπο σαφή η από τον κατηγορούμενο τέλεση των ανωτέρω πράξεων σε βάρος του θύματος, αφού, μεταξύ των άλλων, κατέθεσαν, τόσο για τις μεταβάσεις με φτυάρι του κατηγορουμένου στο χώρο όπου βρέθηκε το θύμα, όσο και για το ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε πλήρως και λεπτομερώς τη διάπραξη των ως άνω εγκλημάτων με τον προαναφερόμενο τρόπο και για τον ανωτέρω σκοπό, αφού κατάστρωσε κατάλληλο προς τούτο σχέδιο και δη: α] με τη συλλογή πληροφοριών: 1] για το χρόνο, που το θύμα επιστρέφει στο σπίτι του, 2] για το ότι αυτό φέρει επάνω του αρκετά χρήματα, καθώς και λαχεία - ξυστά κτλ και β] για τον εφοδιασμό του με κατάλληλα μέσα για τη διάπραξη των εγκλημάτων του και δη: φτυάρι και δύο σκυλιά, τα οποία επιτέθηκαν αρχικά στο θύμα κατά παρότρυνση του κατ/νου, και κατέστησαν αδύνατη την οποιαδήποτε πράξη άμυνας του ανύποπτου θύματος έναντι του κατηγορουμένου, ο οποίος επιτέθηκε σ' αυτόν εντελώς αιφνιδιαστικά, προσχεδιασμένα και με πρωτοφανή βιαιότητα. Ωσαύτως, ο μάρτυρας κατηγορίας ....... κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι είδε το πρωί [10.30], ημέρα Κυριακή, τον κατηγορούμενο με ένα φτυάρι στο δρόμο, όπου μετέπειτα βρέθηκε το θύμα, καθώς και φτυαριές στον ένδικο τόπο, προσθέτοντας ότι ο κατ/νος δεν είχε κάποιο λόγο να φέρει φτυάρι, αφού την αγροτική περιουσία του δεν την καλλιεργούσε ο ίδιος, γιατί την είχε νοικιάσει. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε και ότι ο κατηγορούμενος δημιουργούσε σε όλους στο χωριό προβλήματα, και ότι είχε μαχαιρώσει και τον αδελφό του. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προέκυψαν κατά τρόπο πειστικό και από την πρώτη από 27-3-1998 απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του τακτικού Ανακριτή Κιλκίς, που ανεγνώσθη, κατά την οποία ομολόγησε πλήρως την τέλεση των ανωτέρω πράξεών του. Στην εν λόγω απολογία του παρέθεσε και εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο, τα μέσα, το σκοπό και τις συνθήκες τέλεσης αυτών. Είναι γεγονός ότι στη συνέχεια ο κατηγορούμενος και δη: 1] στην από 22-5-1933 συμπληρωματική απολογία του ενώπιον του ιδίου Ανακριτή και 2] στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού αρνήθηκε το περιεχόμενο της αρχικής του ανακριτικής απολογίας και ισχυρίστηκε γενικώς και όλως αορίστως ότι δεν έχει καμία σχέση με την τέλεση των παραπάνω πράξεών του. Όμως η άρνηση του δεν είναι πειστική και δεν ανατρέπει τα ανωτέρω, και ειδικά την πρώτη ανακριτική απολογία, όπου λεπτομερώς εξιστόρησε και συνομολόγησε την τέλεση των πράξεών του, χωρίς να πιεσθεί από κανέναν και χωρίς να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ψυχικής ή σωματικής υγείας. Τα όσα δε ισχυρίστηκε στην πρώτη του απολογία [ανακριτική] είναι σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, από τα οποία αποδείχθηκε πλήρως η από τον κατηγορούμενο τέλεση των προαναφερομένων πράξεων.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο τέλεσης των ανωτέρω πράξεων είχε την ικανότητα προς καταλογισμό. Αυτό αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι κατέθεσαν, μεταξύ των άλλων, ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο που αποφάσισε και εκτέλεσε τις ανωτέρω πράξεις είχε πλήρη ικανότητα προς καταλογισμό και δη: είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του και ενήργησε σύμφωνα με την αντίληψή του. Ειδικότερα, ο πατέρας του θύματος Ψ3 επ' αυτού κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι "ο κατηγορούμενος είναι ο δολοφόνος, δεν πάσχει από σχιζοφρένεια, είναι τετραπέρατος, ήξερε ότι ο γιος μου επέστρεφε στο χωριό με τα πόδια και μπορούσε να τον συναντήσει και τον παρακολουθούσε συνέχεια επί 2 μήνες, ήξερε τι έκανε και τα προμελέτησε όλα λεπτομερέστατα και έφαγε τα λεφτά που του πήρε στη ..... σε διάφορες ταβέρνες". Αλλά και ο αδελφός του θύματος επιβεβαίωσε τα ανωτέρω, αφού κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι "δεν είναι γιατρός, αλλά πιστεύει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε ψυχολογικά προβλήματα, είναι πανέξυπνος και πανούργος και ο τρόπος της συμπεριφοράς του έδειχνε άνθρωπο με πολύ μυαλό, ενώ ο Διοικητής της ασφάλειας του είπε ότι ο κατηγορούμενος στην αναπαράσταση του είπε 10 φορές τα ίδια πράγματα, για το πως έγινε το κακό και ότι ο κατηγορούμενος είναι πανέξυπνος". Η κατάσταση αυτή του κατηγορουμένου και δη: ότι ήταν ικανός προς καταλογισμό αποδεικνύεται και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και ειδικά από την από ....... έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού - νευρολόγου - ψυχιάτρου Κ.Τ. ......, ο οποίος καταλήγει με άκρως αιτιολογημένο τρόπο στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του και ενήργησε σύμφωνα με την αντίληψή του. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται: 1] από την από ....... έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Γ1, ιατρού-ψυχιάτρου, ο οποίος αποφαίνεται αντιθέτως και δη: ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε την ικανότητα προς καταλογισμό, ενόψει των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων, που πλήρως πιστοποιούν την ικανότητα του κατηγορουμένου προς καταλογισμό και 2] από την από ..... ψυχιατρική γνωμάτευση του ψυχίατρου Γ2, για τους ως άνω προαναφερόμενους λόγους, και δη: για το ότι προέκυψε η ικανότητα του κατηγορουμένου για καταλογισμό των ως άνω πράξεων κατά τον ένδικο ως άνω χρόνο. Επομένως ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ανικανότητας προς καταλογισμό και περί περιορισμένης ικανότητας προς καταλογισμό πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος. Κατ' ακολουθία όλων αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος των πράξεων: 1] της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και 2] της ληστείας και να απορριφθούν τα αιτήματά του περί χορηγήσεως ελαφρυντικών και δη: 1] του προτέρου εντίμου βίου, 2] της καλής διαγωγής και 3] της ειλικρινούς μετανοίας, ως αόριστα, δεδομένου ότι δεν εκτίθενται τα αναγκαία προς τούτο πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για την στοιχειοθέτησή τους. Άλλωστε, τα εν λόγω αιτήματα τυγχάνουν απορριπτέα, ως και κατ' ουσία αβάσιμα, αφού αποδείχθηκε αφενός μεν ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση των άνω πράξεων δεν έζησε έντιμη εν γένει ζωή, αφού προέκυψε ότι ήταν πάντα επιθετικός και αίτιος δημιουργίας προβλημάτων στους συγχωριανούς του, λόγω και της φυγοπονίας του και επιπλέον έχει ήδη καταδικαστεί και σε άλλες αξιόποινες πράξεις και δη: για απειλές κατά συρροή, παράνομη οπλοφορία, απειλή κτλ, όπως αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα αναγνωσθέντα έγγραφα και δη: από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου του, που ανεγνώσθη στο σημείο αυτό, αφετέρου δε δεν επέδειξε καλή διαγωγή μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων, αφού η επικαλούμενη στη φυλακή καλή διαγωγή του δεν αρκεί για την χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού, δεδομένου ότι απαιτείται καλή διαγωγή για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στην κοινωνία. Επίσης και το τελευταίο αίτημα του κατηγορουμένου [της ειλικρινούς μετανοίας] είναι αβάσιμο κατ' ουσία, αφού, από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος δεν μεταμελήθηκε για τις ως άνω πράξεις του. Αντίθετα μάλιστα προσπάθησε, παρά την ανωτέρω αρχική απολογία του, να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να δημιουργήσει προβλήματα ως προς την ορθή διαλεύκανση της σοβαρής ένδικης υπόθεσης, προκειμένου να αποφύγει την τιμωρία του για την τέλεση των ανωτέρω πράξεών του και να την αποδώσει σε άλλους. Τέλος, το αίτημα του κατηγορουμένου για εγκλεισμό του στο ψυχιατρικό κατάστημα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής [ΔΑΦΝΙ] πρέπει να απορριφθεί, ενόψει της παραπάνω κρίσης περί της ικανότητας του κατηγορουμένου για καταλογισμό για την τέλεση των ως άνω πράξεων". Με αυτά που δέχτηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όσον αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί ελλείψεως, άλλως περί μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά και ειδικότερα, η αναφορά αξιολόγησης εκάστου και της συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και αποκλείουν την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση των διατάξεων των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης κατά τα άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
Μετά από αυτά, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-3-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 102-105/2006 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή