Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.
Περίληψη:
Κατοχή ναρκωτικών ουσιών - έννοια. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αποφάσεως, με την οποία ορθά καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για το έγκλημα της κατοχής ποσότητας 14.129,36 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης. Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προτείνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Δεν αποτελούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας καθώς και υπερασπιστικά επιχειρήματα και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτών και μάλιστα αιτιολογημένα. Απορρίπτει.
Αριθμός 1722/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' τύπου Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπακωνσταντίνου, για αναίρεση της με αριθμό 33/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αιγαίου. Το Πενταμελές Εφετείο Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1278/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Εξάλλου κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. ζ' του ν.1729/1987, όπως ισχύει, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου (1.000.000) μέχρι εκατό εκατομμύρια (100.000.000) δραχ. τιμωρείται, όποιος εκτός των άλλων, κατέχει ναρκωτικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η ινδική κάνναβη (άρθρο 4 παρ. 3 πιν. Α' αριθμ. 6 του ίδιου νόμου). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η κατοχή ναρκωτικών ουσιών πραγματώνεται με την φυσική εξουσίασή τους από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά την δική του βούληση να τις διαθέσει πραγματικά και δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών η προς περαιτέρω διάθεση ή προς ιδία αποκλειστική χρήση κατοχή αυτών από το δράστη, ούτε απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης η αναφορά σ' αυτή ότι ο δράστης και κάτοχος της ναρκωτικής ουσίας προόριζε αυτή προς εμπορία ή δική του αποκλειστική χρήση. Μόνο αν υποβληθεί πλήρης και ορισμένος αυτοτελής ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο για προμήθεια ή κατοχή ναρκωτικού προς ιδία αποκλειστική χρήση οφείλει το δικαστήριο να διαλάβει στην απόφασή του την παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 33/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αιγαίου ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε για την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, σε ποινή καθείρξεως δέκα τεσσάρων (14) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ενώ αθωώθηκε για τις πράξεις της αγοράς και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, το Δικαστήριο δέχθηκε, αναφορικά με την πράξη της κατοχής από τον αναιρεσείοντα ναρκωτικής ουσίας, ως προς την οποία ενδιαφέρει εδώ, ότι, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριό του, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη γενικά αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα εξής: 'Την 5.12.2004 ημέρα Κυριακή και περί ώρα 09.30' ο αστυνομικός ..... του Τμήματος Ασφαλείας Μυτιλήνης εντόπισε μπροστά στο Δημαρχείο Καλλονής στην άκρη του πεζοδρομίου της κεντρικής πλατείας ένα "σακβουαγιάζ", το οποίο περιείχε 14.129,36 γραμμάρια ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, επιμελώς συσκευασμένης σε 16 συσκευασίες του ενός κιλού περίπου η καθεμία. Αμέσως από το ως άνω Τμήμα Ασφαλείας οργανώθηκε επιχείρηση εντοπισμού του παραλήπτη των ναρκωτικών και τέθηκε ο χώρος υπό συνεχή και άμεση παρακολούθηση. Περί ώρα 12.25' εμφανίσθηκε από το απέναντι ρεύμα πορείας ο κατηγορούμενος οδηγώντας το υπ'αρ. κυκλ. ..... δίκυκλο μοτοποδήλατο, ο οποίος όταν έφθασε στο ύψος του "σακβουαγιάζ" διέσχισε κάθετα το οδόστρωμα και βαίνοντας με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα πλησίασε στο σημείο εκείνο, σταμάτησε στιγμιαία, άρπαξε τα "σακβουαγιάζ" και χωρίς να το ανοίξει ξεκίνησε να φύγει πάλι με μεγάλη ταχύτητα. Τότε οι αστυνομικοί του έκλεισαν το δρόμο, αυτός δε προσπαθώντας να διαφύγει έπεσε με το μοτοποδήλατό του πάνω στο περιπολικό και έτσι κατόρθωσαν οι αστυνομικοί και τον ακινητοποίησαν. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν αβίαστα ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο των δύο αστυνομικών οργάνων που συνέλαβαν τον κατηγορούμενο, σε συνδυασμό με την ανάγνωση των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας και δεν αναιρούνται από κάποιο άλλο αποδεικτικό της στοιχείο. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο του "σακβουαγιάζ", δεν μπορεί να ευσταθήσει, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων περιστατικών και ειδικότερα των ότι ο κατηγορούμενος κινήθηκε με το μοτοποδήλατό του στο αντίθετο ρεύμα, κινήθηκε με υπερβολική ταχύτητα, κυριολεκτικά "άρπαξε" το "σακβουαγιάζ" και κινήθηκε να φύγει αμέσως και ακόμη επιχείρησε να διαφύγει τη σύλληψή του πέφτοντας με το μοτοποδήλατό του πάνω στο περιπολικό της Αστυνομίας. Όλες οι πιο πάνω ενέργειες του κατηγορουμένου δείχνουν άτομο που γνώριζε πολύ καλά το περιεχόμενο του και γνωρίζοντας τις συνέπειες που θα είχε γι' αυτόν η σύλληψή του επιχείρησε να διαφύγει. Ενόψει, συνεπώς, του ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 5.12.2004 και περί ώρα 12.30' με πρόθεση κατείχε, ευρισκόμενος στο υπ' αρ. κυκλοφ. .... δίκυκλο μοτοποδήλατο την παραπάνω ποσότητα ινδικής κάνναβης στοιχειοθετείταιι αντικειμενικά και υποκειμενικά το έγκλημα της κατοχής ναρκωτικών ουσιών (με σκοπό την εμπορία) και πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής, όπως στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει ν' απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου ν' αναγνωρισθεί σ' αυτόν το αίτημα του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ., επειδή δεν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις. Ειδικότερα, το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο για να γίνει αποδεκτό το παραπάνω αίτημά του. Τούτο δε διότι από το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τη ζωή του κατηγορουμένου, όπως αυτή προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, αυτός δεν είχε πρότερο έντιμο βίο, όπως αυτό μαρτυρεί και η προσπάθειά του να διαφύγει τη σύλληψη. Επομένως, ο συναφής αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί...". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή κάθειρξης και χρηματική ποινή. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. ζ' του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το είδος τους τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα αναφερόμενα περιστατικά και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, δεν ήταν δε απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει ποιά συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προέκυψαν από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε, ενόψει του αντίθετου περιεχομένου της απολογίας του αναιρεσείοντος, να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, β) αναφέρεται στην αιτιολογία ο τρόπος με τον οποίο η ως άνω ποσότητα ναρκωτικής ουσίας περιήλθε στην κατοχή του αναιρεσείοντος (με την έννοια της φυσικής επ' αυτής εξουσίας), γ) αιτιολογείται μη πληρότητα ο δόλος του κατηγορουμένου με την αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι "...ο κατηγορούμενος κινήθηκε με το μοτοποδήλατό του στο αντίθετο ρεύμα, κινήθηκε με υπερβολική ταχύτητα, κυριολεκτικά "άρπαξε" το "σακβουαγιάζ" και κινήθηκε να φύγει αμέσως και ακόμη επιχείρησε να διαφύγει τη σύλληψή του πέφτοντας με το μοτοποδήλατό του πάνω στο περιπολικό της Αστυνομίας. Όλες οι πιο πάνω ενέργειες του κατηγορουμένου δείχνουν άτομο που γνώριζε πολύ καλά το περιεχόμενο του "σακβουαγιάζ" και γνωρίζοντας τις συνέπειες που θα είχε γι' αυτόν η σύλληψή του επιχείρησε να διαφύγει". Η αιτιολογία αυτή ως προς το στοιχείο του δόλου, δεν ήταν απαραίτητη, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για την τιμώρηση του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, γ) δεν ήταν απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας η αναφορά ότι ο αναιρεσείων κατείχε την ως άνω ποσότητα ναρκωτικής ουσίας με σκοπό περαιτέρω διάθεσης (εμπορία) ως και έκθεση των περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ο άνω σκοπός, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών η προς περαιτέρω διάθεση κατοχή αυτών από το δράστη. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζονται ποιά είναι τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο "ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας", τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του, είναι αβάσιμη, διότι από την αναφορά στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων τα οποία συνεκτίμησε και αξιολόγησε το δικαστήριο και δη "...τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά" σαφώς συνάγεται ότι η μνεία στη συνέχεια στο σκεπτικό "....την ανάγνωση των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας" δεν σημαίνει ότι υπάρχουν και άλλα μη ουσιώδη έγγραφα, αλλά μόνον αυτά τα έγγραφα που αναφέρονται στο οικείο μέρος των πρακτικών της δίκης. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως κατ' εκτίμηση της ένδικης αίτησης με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις δε, κατά τα λοιπά, που προβάλλονται με τους ίδιους λόγους αναίρεσης, ανάγονται σε παραδοχές του Εφετείου περί τα πράγματα, ήτοι σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη και έτσι είναι απαράδεκτη. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το σύνηγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή ασκούν επιρροή στον καταλογισμό, ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, όπως στην τελευταία περίπτωση είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 Π.Κ. ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή να συνοδεύεται η επίκλησή τους με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Η αόριστη προβολή των ισχυρισμών αυτών δεν υποχρεώνει το δικαστήριο, όχι μόνο να τους απορρίψει αιτιολογημένα, αλλά και να απαντήσει σ' αυτούς. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής και το δικαστήριο επί του ισχυρισμού αυτού δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει, ούτε να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος "ζήτησε να κηρυχθεί αυτός αθώος για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις. Επικουρικώς αν κηρυχθεί ένοχος, μόνο για κατοχή εξ αμελείας, να του αναγνωρισθεί δε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (84 παρ. 2α Π.Κ.)". Όμως, όσον αφορά τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό τους της άνω ελαφρυντικής περίστασης είναι αόριστος γιατί δεν θεμελιώνεται επί συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, δηλωτικών εντίμου ατομικού, οικογενειακού, επαγγελματικού και εν γένει κοινωνικού βίου και επομένως το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, εκ περισσού δε διέλαβε σκέψη και απορριπτική διάταξη αναφορικά με τον άνω ισχυρισμό. Ο έτερος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος να κηρυχθεί αυτός ένοχος κατοχής ναρκωτικών ουσιών από αμέλεια, ως βάλλων κατά της συγκροτήσεως της υποκειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος (κατοχής ναρκωτικών ουσιών), το οποίο τιμωρείται μόνο από δόλο τελούμενο, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας.
Συνεπώς το δικαστήριο δεν όφειλε να απαντήσει επ' αυτού και μάλιστα αιτιολογημένα, η δε αιτιολογία της απορρίψεως του εν λόγω ισχυρισμού ενυπάρχει στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον μεν πρώτο των ως άνω ισχυρισμών με ελλιπή αιτιολογία, τον δε δεύτερο χωρίς καμία αιτιολογία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση στην κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 33/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αιγαίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ