Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Αιτιολογία.
Περίληψη:
Το ορισμένο του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου και εντεύθεν για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως δεν αρκεί η απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 ΚΠΔ χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η εν λόγω ανυπαρξία σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση και β) εάν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Κατά την σύμφωνη εισαγγελική πρόταση δεν αντίκειται στο τεκμήριο αθωότητας του άρθρου. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολομ. ΑΠ 19/2001 Ποιν.Χρον.ΝΒ. 402). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αριθμός 19/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Νικόλαο Γεωργίλη-Εισηγητή, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αντιπροέδρων και των λοιπών Αρεοπαγιτών).
Με την παρουσία του Εισαγγελέα Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2001 για να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., για αναίρεση του 2387/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους : 1) ...., 2) ....και 3) ....και με πολιτικώς ενάγοντα τον ......
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 2387/2000 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό.
Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1831/2000.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το 1622/2001 βούλευμα του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την πρόταση που φέρει τον αριθμό 582/21.11.2001 και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : «Εισάγω την από 16-11-2000 αίτηση του ....για αναίρεση του 2387/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως προς τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ως προς τον οποίο η αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με τη 1622/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) και εκθέτω τα εξής : Κατ' αντίθεση προς την έφεση, η οποία, όταν ασκηθεί παραδεκτώς, άγει σε καθολική ανασυζήτηση και εκ νέου έρευνα της υποθέσεως, η αναίρεση είναι ένδικο μέσο με περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου, διαπλασσόμενο από το νόμο ως μέσο ελέγχου όχι των ουσιαστικών αλλά των νομικών σφαλμάτων του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, κατά τρόπο ώστε το αναιρετικό δικαστήριο να ερευνά τα νομικά σφάλματα της αποφάσεως ή του βουλεύματος και της προηγηθείσης διαδικασίας επί τη βάσει συγκεκριμένως προβαλλομένων παραπόνων. Προβλέπονται έτσι στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ., επί βουλευμάτων και αποφάσεων αντιστοίχως, ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι όμως, κατά τη λογική του δικαίου και ως εκ του σκοπού της αναιρέσεως, εγκείμενου στη διαφύλαξη της ενότητας της νομολογίας και στην έκδοση νομικώς ορθής αποφάσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει για να θεωρηθούν παραδεκτοί να είναι σαφείς και ορισμένοι. Από την αξίωση αυτή δεν εξαιρείται ο λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. ειδικής αιτιολογίας (άρθρα 484 παρ.1 στοιχ.ε' και 510 παρ.1 στοιχ.Δ' Κ.Π.Δ.). Μία τέτοια εξαίρεση όχι μόνο δεν προκύπτει από καμία διάταξη του νόμου, αλλά και δεν συμβιβάζεται ούτε προς το γεγονός ότι τα βουλεύματα και οι αποφάσεις έχουν συνήθως πολλά κεφάλαια, από τα οποία είναι ενδεχόμενο ορισμένα μόνο να πάσχουν ως προς την αιτιολογία τους, ούτε προς τη διαμόρφωση του αναιρετικού λόγου, ο οποίος, εν αντιθέσει προς τα ισχύοντα σε ξένα δίκαια, ιδρύεται όχι μόνο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, αλλά και όταν υπάρχει μεν, αλλά δεν είναι «ειδική». Η έννοια όμως της ελλείψεως «ειδικής» αιτιολογίας έχει τόσο μεγάλο εύρος, ώστε είναι αναγκαίος ο σαφέστερος προσδιορισμός της στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να μην ασχολείται το ακυρωτικό δικαστήριο με σημεία της αιτιολογίας για τα οποία δεν έχει κανένα παράπονο ο αναιρεσείων. Δεν προσκρούει επίσης η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α., που ορίζει ότι «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Στην κρινόμενη υπόθεση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται επί λέξει ότι το πληττόμενο βούλευμα έχει «έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως τούτο επιβάλλεται από το άρθρο 510 παρ.1 εδαφ.Δ' Κ.Ποιν.Δ.». Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και πρέπει να απορριφθεί αυτός και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠροτείνω : 1) να απορριφθεί η από 16-11-2000 αίτηση του .....για αναίρεση του 2387/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας»
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονύσιο Κατσιρέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΈΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΌΜΟΕπειδή με την απόφαση 1622/2001 του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, για την ενότητα της νομολογίας, η από 16.11.2000 αίτηση αναίρεσης του..... κατά του βουλεύματος 2387/2000 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως προς τον πρώτο λόγο αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα αν ο λόγος αυτός έτσι όπως προβάλλεται, με μόνη τη διατύπωση του νόμου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, είναι ορισμένος ή αόριστος, θέμα στο οποίο η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι διχασμένη (άρθρα 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 του ν. 2331/1995, και 3 παρ. 2 ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 111 παρ. 1θ του ν.1756/1988, όπως αριθμήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1868/1989).
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ.2 και 509 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναίρεσης, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 ΚΠΔ, που προβλέπουν τους λόγους αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας, δεν αρκεί, πολύ περισσότερο που το βούλευμα ή η απόφαση έχουν κατά κανόνα πολλά κεφάλαια, για ορισμένα από τα οποία είναι ενδεχόμενο ο αναιρεσείων να μην έχει παράπονο, ώστε να ασχοληθεί και με αυτά το Ακυρωτικό. Από την ως άνω αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναίρεσης, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στα άρθρα 484 παρ.1 στοιχ.ε' και 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα και το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος. Ο ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία όσο και όταν υπάρχει αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα ή στην απόφαση, και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτών, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει (α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της απόφασης, στα οποία αναναφέρεται η αιτίαση αυτή και (β) αν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι συνίσταται η έλλειψή αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της απόφασης. Αν ο αναιρεσείων επικαλείται τα ως άνω ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία,ώστε να είναι ορισμένος ο υπόψη αναιρετικός λόγος, καθίσταται δυνατή η περαιτέρω αυτεπάγγελτη έρευνα του Ακυρωτικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 3 και 511 ΚΠΔ, οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πλήττεται το βούλευμα 2387/2000 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του βουλεύματος 1626/1998 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για απάτη και πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που περιέχεται στην από 16.12.2000 έκθεση του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού. Ο πρώτος λόγος αυτής, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, έχει κατά λέξη ως εξής : « 1) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως τούτο επιβάλλεται από το άρθρο 510 παρ.1 εδαφ. Δ' Κ.Ποιν. Δ...», χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε ποιο ή ποια συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος αφορά ούτε σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Επομένως ο λόγος αυτός είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος. Δεδομένου δε ότι με την παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος απορρίφθηκαν, ως απαράδεκτοι επίσης, οι λοιποί δύο λόγοι αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16.11.2000 αίτηση του..... για αναίρεση του βουλεύματος 2387/2000 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2001 και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2001.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ