Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2638 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα.




Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέα Α.Π. Για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εκ του άρθρ. 22 παρ. 4 Ν.2472/97 εγκλήματος, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Αναιρείται η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον, εκτός του άμεσου δόλου, που δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχε, δεν ερεύνησε την ύπαρξη των άλλων μορφών δόλου. Επίσης γίνεται δεκτός ο λόγος της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, διότι δεν ερευνήθηκε αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχε αμέλεια στο πρόσωπο της κατηγορούμενης, αφού το ως άνω έγκλημα τιμωρείται και εξ αμελείας. Παραπέμπει.




Αριθμός 2638/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 4616/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενη την Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βλάχο και αυτοπροσώπως η ίδια ως δικηγόρος. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Δημάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 62/19-11-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1925/2007.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης, την κατηγορούμενη που παραστάθηκε αυτοπροσώ-πως με την ιδιότητα του δικηγόρου και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και αυτός της υπέρβασης εξουσίας. Προκειμένου δε για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, συντρέχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά, καθώς και οι συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο έκρινε ότι με την υπαγωγή τους στην οικεία ουσιαστική ποινική διάταξη, δεν συγκροτείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στον κατηγορούμενο.
Αφετέρου, υπέρβαση εξουσίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει, με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού, γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 2472/1997 "περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ορίζεται ότι "δια τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων". Επίσης, με το άρθρο 22 παρ. 4 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι "όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή..., με την υπ' αρ. 8 παράγραφο του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι "αν οι πράξεις των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή".
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 4616/2007 απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Δεν αποδείχθηκε βάσιμα και με τρόπο που να δημιουργείται ασφαλής δικανική πεποίθηση στο Δικαστήριο, ότι η κατηγορούμενη από πρόθεση ανακοίνωσε χωρίς δικαίωμα σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της μηνύτριας Ψ, που περιέλαβε στην από 20-12-2002 επιστολή της. Και τούτο διότι τα στοιχεία της επαγγελματικής και οικογενειακής κατάστασης της μηνύτριας που αναφέρονται στην παραπάνω επιστολή, περιήλθαν σε γνώση της κατηγορουμένης κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, προκειμένου αυτή να ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης της αρμόδιας επιτροπής, με την οποία προσλήφθηκε η μηνύτρια σε προκηρυχθείσα θέση δικηγόρου στο ΤΑΠ-ΟΤΕ, ενώ αυτή κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση, θεωρώντας ότι η απόφαση της εν λόγω επιτροπής είναι άδικη και εσφαλμένη. Στα πλαίσια της διένεξης αυτής και εφόσον τα στοιχεία αυτά είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί με την κατάθεση και συζήτηση στη συνέχεια της αίτησης ακύρωσης, ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, η κατηγορουμένη συνέταξε και κοινοποίησε την επίμαχη επιστολή, στην οποία πίστευε ότι μπορούσε να περιλάβει και τα στοιχεία αυτά, όχι με σκοπό να ανακοινώσει σε τρίτους προσωπικά δεδομένα της μηνύτριας, αλλά για να προστατεύσει πλέον αποτελεσματικά τα συμφέροντά της, αφού με την κοινοποίηση της επιστολής σε διάφορους δημόσιους φορείς και όχι σε ιδιώτες φυσικά πρόσωπα, ήθελε να ασκήσει κριτική και να εκφράσει την έντονη διαμαρτυρία της για την απόφαση αυτή, που θεωρούσε κατάφωρα άδικη και πίστευε ότι προβάλλοντας έτσι τις απόψεις της, θα πετύχαινε τη δικαίωσή της από το Δικαστήριο, όπως και έγινε, αφού με την υπ' αριθμ. 1009/2004 απόφασή του το Συμβούλιο Επικρατείας έκανε δεκτή την αίτησή της και ακύρωσε την επίμαχη απόφαση της επιτροπής. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, εφόσον δεν στοιχειοθετείται βάσιμα το υποκειμενικό στοιχείο της ανωτέρω πράξης που αποδίδεται στην κατηγορουμένη, πρέπει αυτή να κηρυχθεί αθώα, λόγω αμφιβολιών".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την, από τις μνημονευθείσες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, μολονότι δέχεται ότι η κατηγορουμένη δεν είχε δόλο, καθόσον συμπεριέλαβε στην επίμαχη επιστολή της δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της μηνύτριας Ψ, όχι με σκοπό να ανακοινώσει αυτά σε τρίτα, μη δικαιούμενα πρόσωπα, αλλά για να προστατεύσει πιο αποτελεσματικά τα δικά της συμφέροντα, ότι δηλαδή δεν είχε άμεσο δόλο, όμως, δεν ερεύνησε και πολύ περισσότερο δεν αξιολόγησε, τη μη συνδρομή στο πρόσωπο της κατηγορουμένης και των άλλων μορφών του δόλου, δηλαδή του αναγκαίου και του ενδεχόμενου, ενόψει του ότι, για την υποκειμενική συγκρότηση του αδικήματος του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/97, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Πέραν αυτών, ενώ διαλαμβάνει ότι η κατηγορουμένη συνέταξε και κοινοποίησε την αναφερθείσα επίμαχη επιστολή της, στην οποία συμπεριέλαβε και εκ του νόμου απαγορευμένα στοιχεία, δηλαδή τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της μηνύτριας, πιστεύοντας, αφενός μεν ότι μπορούσε να τα συμπεριλάβει και αφετέρου ότι, με τον τρόπο αυτό, θα πετύχαινε τη δικαίωσή της από το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο είχε προσφύγει, εν τούτοις, δεν ερευνά, αν η έλλειψη του άμεσου δόλου, εκ μέρους της κατηγορουμένης, την οποία δέχεται, οφείλεται σε νομική πλάνη, η ύπαρξη της οποίας αποκλείει τον καταλογισμό, μόνον εφόσον είναι συγγνωστή (αρ. 31 παρ. 2 του Π.Κ.). Τέλος, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με τη μνησθείσα απόφασή του, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, καθόσον, δεν ερεύνησε καθόλου αν στο πρόσωπο της κατηγορουμένης συνέτρεξε αμέλεια, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τη μνησθείσα παρ. 8 του άρθ. 24 του Ν. 2472/97, το αδίκημα για το οποίο αθωώθηκε ελλείψει δόλου η κατηγορουμένη, τιμωρείται και από αμέλεια, η δε μεταβολή της κατηγορίας από δόλια σε αμελή τέλεση, είναι καθόλα επιτρεπτή.
Πρέπει, συνακόλουθα, να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' λόγοι της αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, σημειωτέον, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, ασκήθηκε εμπρόθεσμα εντός της υπό του άρθρου 479 παρ. 2 Κ.Π.Δ. οριζόμενης προθεσμίας, από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο (η προσβαλλόμενη καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 19-10-2007 και η αναίρεση ασκήθηκε στις 19-11-2007), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, καθόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 519 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αρ. 4616/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή