Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Κατηγορίας μεταβολή, Εξύβριση.
Περίληψη:
Καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για εξύβριση κατ’ εξακολούθηση κατά μεταβολή της κατηγορίας και πρωτόδικης καταδίκης για συκοφαντική δυσφήμιση. Αιτιολογείται ο ειδικός σκοπός εξύβρισης. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως από το άρθρ. 510 § 1 Δ΄ του Κ.Π.Δ.
Αριθμός 1563/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Τανταρούδα, περί αναιρέσεως της 11567/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Δημητρίου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.4.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 933/2006.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 361 παρ. 1 του ΠΚ, " όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως απαιτείται να διατυπωθούν από τον δράστη γραπτά ή προφορικά για κάποιον άλλον λέξεις ή φράσεις που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν, είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση αυτού από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλει την τιμή του άλλου. Κατά δε το άρθρο 367 παρ.1 στοιχ. γ' του ΠΚ, δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, κατά την παράγραφο 2 στοιχ. (β) του ίδιου άρθρου, όταν από τον τρόπο της εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως της εξυβρίσεως, αν οι σχετικές εκδηλώσεις έγιναν για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και δεν προκύπτει από τον τρόπο της εκδηλώσεως σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός κατευθυνόμενος ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Ο ειδικός αυτός σκοπός εξυβρίσεως υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως της εξυβριστικής συμπεριφοράς, όταν δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος ο τρόπος αυτός για να αποδοθεί όπως έπρεπε αντικειμενικά το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη για την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, και που, ενώ αυτός (ο δράστης) το γνώριζε, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλλει την τιμή του άλλου. Για τον λόγο αυτόν, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχεται ότι από τον τρόπο εκδηλώσεως της εξυβριστικής συμπεριφοράς προκύπτει η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξιβρύσεως, πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, με την αναφορά των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφρασθεί ο δράστης και γενικότερα για να προστατεύσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 11.567/ 2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο οποίος καταδικάστηκε πρωτοδίκως για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 9-8-1999 δημοσιεύθηκε στο ... ενημερωτικό δελτίο του ΤΕΕ "Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος" της Διεύθυνσης Δασών Δυτικής Αττικής προκειμένου να γίνει ανάθεση εκπόνησης της μελέτης "Διαχειριστική Μελέτη του Δασικού Συμπλέγματος Κιθαιρώνα". Ο μηνυτής Ψ1, που δραστηριοποιείτο ως Δασολόγος στην εκπόνηση σχετικών μελετών, υπέβαλε την από 19-8-99 αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και υπέβαλε τα σχετικά δικαιολογητικά και η αρμόδια Επιτροπή Αξιολόγησης ανέθεσε σ' αυτόν τη σύνταξη της σχετικής μελέτης με το αιτιολογικό ότι "συγκέντρωνε την υψηλότερη βαθμολογία" με την .... απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος Χ1 ως δασολόγος, υποψήφιος και αυτός, ως ανάδοχος του έργου που αναφέρθηκε, άσκησε την από 8-10-1999 ένσταση του, με την οποία προσέβαλε την ανάθεση της μελέτης στον μηνυτή Ψ1, η δε ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την 3017/1999 απόφαση. Ο ίδιος υπέβαλε προς τη Διεύθυνση Δασών και την από 11-10-1999 καταγγελία. Στην ως άνω καταγγελία ο κατηγορούμενος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "ο μηνυτής δεν έχει δηλώσει ότι εκπονεί μελέτες που είναι σε εξέλιξη .... οι οποίες θα ολοκληρωθούν σε τέσσερις φάσεις και οι οποίες βρίσκονται στην τρίτη φάση και έπρεπε να δηλώνονται ως ανειλημμένες υποχρεώσεις. Ο μηνυτής ... εμφανίζει μελέτη ως τάχα τελειωμένη ... δεν παρέλειψε εκ παραδρομής την παραπάνω μελέτη ... την απέκρυψε και ισχυρίστηκε ψευδώς ότι έχει ολοκληρωθεί παραπλανώντας σκόπιμα την Υπηρεσία, αφού αλλοίωσε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού .... Ο Ψ1 διέπραξε ποινικό αδίκημα, εφόσον συμπλήρωσε ψευδή δήλωση, γεγονός που πρέπει να τιμωρηθεί. Εξαπάτησε την Υπηρεσία, αφού παραπλάνησε την Επιτροπή ανάθεσης και άλλαξε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, παραβίασε τους κανόνες ανταγωνισμού και φέρθηκε ανάρμοστα σε συναδέλφους γεωτεχνικούς". Επιπλέον ό κατηγορούμενος απέστειλε την 16-11-1999 στην Γενική Διεύθυνση Περιφέρειας Αττικής την από ..... αίτηση θεραπείας με το ίδιο περιεχόμενο, του οποίου έλαβαν γνώση οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δασών Αττικής. Αποδείχθηκε όμως ότι ο μηνυτής Ψ1 κατά τη συμμετοχή του στην πρόσκληση για την ανάληψη του έργου που αναφέρθηκε δεν είχε συμπεριλάβει στην υπεύθυνη δήλωσή του τη μελέτη, η οποία ήταν σε εξέλιξη με τίτλο "Πρόγραμμα αντιμετώπισης ειδικών περιβαλλοντολογικών προβλημάτων της περιοχής των λιμνών Κορώνειας, Βόλβης των Μακεδονικών Τεμπών". Τη μελέτη αυτή στην υπεύθυνη δήλωσή του προς τη Διεύθυνση Δασών Δυτικής Αττικής εμφάνιζε ο Ψ1 σε συνημμένο πίνακα με τίτλο "Υπό έγκριση μελέτες" και παρουσίαζε ότι είχε δύο στάδια (Α και Β) και είχε περατωθεί, ενώ η μελέτη είχε από τη σύμβαση τέσσερα στάδια, δηλαδή τρίτο και τέταρτο στάδιο (βλ. και βεβαίωση της Γεν. Δ/σης Περιβάλλοντος ΠΕΧΩΔΕ).
Συνεπώς, τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στα έγγραφα που αναφέρθηκαν (καταγγελία, αίτηση θεραπείας), που αφορούσαν την ύπαρξη τεσσάρων σταδίων, από τα οποία μόνο τα δύο είχαν αποπερατωθεί, ενώ τα υπόλοιπα ήταν σε εξέλιξη, και ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι το έργο ανατέθηκε τελικά στο μηνυτή Ψ1, λόγω της ύπαρξης στο πρόσωπό του άλλων προσόντων, ήταν αληθή, ο δε κατηγορούμενος προέβη στην διατύπωση των περιστατικών αυτών με νόμιμα διαβήματά του με σκοπό να υπερασπίσει τα συμφέροντα και δικαιώματά του, δηλαδή, για να κριθεί δίκαια το μελετητικό σχήμα, του οποίου ήταν επικεφαλής.
Συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης. Αποδείχθηκε όμως ότι τα στην από 11-10-1999 καταγγελία και την από .... αίτηση θεραπείας αναφερόμενα περιέχουν απαξιωτικές εκφράσεις και δυσμενείς κρίσεις που υπερέβαιναν το αναγκαίο μέτρο, δεν ήταν απαραίτητες για να δικαιολογήσουν τους λόγους για τους οποίους διατυπώθηκαν και κατευθύνονταν προς το σκοπό της μείωσης και της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του μηνυτή. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα στα παραπάνω έγγραφα "ισχυρίστηκε ψευδώς ........ διέπραξε ποινικό αδίκημα ....... εξαπάτησε την Υπηρεσία, παραπλάνησε την Επιτροπή, άλλαξε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού και παραβίασε και φέρθηκε ανάρμοστα σε συναδέλφους" έχουν διατυπωθεί, όχι βέβαια ως αληθή πραγματικά περιστατικά, αλλά με το σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, εφόσον για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ο κατηγορούμενος έπρεπε να αναφερθεί μόνο στα υπόλοιπα πραγματικά περιστατικά.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της πράξης της εξύβρισης, όπως ειδικά αναφέρεται στο διατακτικό, αφού γίνει δεκτός κατά ένα μέρος ο προβληθείς από αυτόν αυτοτελής ισχυρισμός". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Τριμελές Εφετείο, που κήρυξε τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1, ένοχο (κατά μεταβολή της αρχικής κατηγορίας και καταδίκης για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση) για την αξιόποινη πράξη της εξυβρίσεως κατ' εξακολούθηση, δεδομένου ότι οι επίμαχες πιο πάνω φράσεις ενέχουν κατ' αντικειμενική κρίση αντίληψη αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του πολιτικώς ενάγόντος και έκδηλη καταφρόνηση του προσώπου του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 361 παρ. 1 και 367 παρ. 2 στοιχ. β' του ΠΚ, που εφάρμοσε. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο πιο πάνω τρόπος εκδηλώσεως της εξυβριστικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου υπερέβαινε το μέτρο, αφού οι ανωτέρω φράσεις που διέλαβε αυτός στα ειρημένα έγγραφα (ήτοι στην από 12-11-1999 καταγγελία και στην από .... αίτηση θεραπείας) δεν ήταν αναγκαίες στη συγκεκριμένη περίπτωση για να εκφράσει το περιεχόμενο της βουλήσεώς του προς προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που επικαλέσθηκε, καθώς και ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ενώ γνώριζε τα ανωτέρω, πράγμα που προκύπτει από το όλο περιεχόμενο των παραδοχών της αποφάσεως, εν τούτοις χρησιμοποίησε στα άνω έγγραφα τις ειρημένες απαξιωτικές εκφράσεις και δυσμενείς κρίσεις για τον πολιτικώς ενάγοντα με σκοπό να προσβάλλει την τιμή αυτού. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η αίτηση αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων α) στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 983 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Απριλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 4346/19.4.2006) αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 11567/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ