Θέμα
Ποινή συνολική, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναρμοδιότητα καθ'ύλη.
Περίληψη:
Συγχώνευση ποινών. Αναιρεί την συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων λόγω εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 105, 108, 109 του ΠΚ και 551 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ και λόγω αναρμοδιότητας καθ’ ύλη αυτού. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Αριθμός 637/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 321/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου. Με κατηγορούμενο τον Χ, κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης ....., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 59/20-11-2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1832/2008.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του ΠΚ, αν από την απόλυση του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή, υπό τον όρο της ανάκλησης, περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή, (αν δεν πρόκειται για ισόβια κάθειρξη για την οποία απαιτείται να περάσουν δέκα έτη), θεωρείται ότι έχει εκτιθεί. Αν όμως μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά τον χρόνο της προσωρινής απόλυσης. Η απόλυση δηλαδή υπό τον όρο της ανάκλησης, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτέλεσής της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (Ολ. ΑΠ 106/91). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 97 ΠΚ, οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 του ίδιου κώδικα για τον καθορισμό εκτιτέας συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής στερητικών της ελευθερίας ποινών, εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικασθεί για άλλη αξιόποινη πράξη οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι "αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Π.Κ. για τη συρροή", συνάγεται ότι, αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υπό όρο συμπέσει ποινή ανώτερη των έξι μηνών για άλλη, μία ή περισσότερες, από δόλο πράξεις, παρόλο ότι η ποινή που είχε ανασταλεί και οι νέες συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί μία συνολική ποινή, αποτελούμενη από τη βαρύτερη τούτων, επαυξανόμενη ανάλογα για κάθε μία από τις λοιπές που συντρέχουν, αλλά η νέα ή νέες ποινές, συγχωνευόμενες αυτές μεταξύ των αν είναι περισσότερες, θα αποτιθούν χωριστά, μετά την έκτιση ολόκληρου του υπόλοιπου της προηγούμενης ποινής που είχε ανασταλεί και έπρεπε ο κατάδικος να εκτίσει, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 108 ΠΚ, αποκλείοντας τη συγχώνευση με τη νέα ποινή. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και αμετάκλητη συγχωνευτική απόφαση, που έχει καθορίσει συνολική, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα με την συγχωνευτική απόφαση συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις (ΑΠ 1602/03). Εξάλλου κατά το άρθρο 551 § 2 του ΚΠΔ το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 ν. 1941/91 (ΦΕΚ 41Α) "αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή για τον καθορισμό νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο αρμοδιότητας, λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει τη συνολική ποινή". Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο ανωτέρω: 1) κρατήθηκε από 24-3-2000 στη δικαστική φυλακή ....., σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 887/17-5-2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και ένδεκα (11) μηνών για διακεκριμένες κλοπές κλπ και δυνάμει του υπ' αριθμ. 249/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας απολύθηκε την 29-6-2004 με υπόλοιπο ποινής ενός (1) έτους, ενός (1) μηνός και οκτώ (8) ημερών, υπό τον όρο της ανάκλησης και με την υποχρέωση της αμέσου εξόδου του από τη χώρα και της μη επανόδου στην Ελλάδα για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του. 2) Από 7-7-2004 κρατήθηκε στη δικαστική φυλακή ..... σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 1538/14-9-2005 συγχωνευτικής (και ήδη αμετάκλητης) απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία του καθορίστηκε συνολική ποινή καθείρξεως δεκατριών (13) ετών και δυο (2) μηνών, με έναρξη ποινής την 22-4-2005, κατόπιν συγχωνεύσεως των ποινών που του επιβλήθηκαν α) με την παραπάνω 887/17-5-2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών β) με την υπ' αριθ. 1340/22-4-2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (κακ/των) Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών και δυο (2) μηνών για διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση κλπ και γ) με την υπ' αριθμ. 2229/8-7-2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση. Δυνάμει δε του υπ' αριθμ. 1181/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς απολύθηκε από τη δικαστική φυλακή ..... την 21-11-2005, με υπόλοιπο ποινής (εκ της ως άνω συγχωνευτικής απόφασης) τεσσάρων (4) ετών, πέντε (5) μηνών και είκοσι τεσσάρων (24) ημερών (βλ. αποφυλακιστήριο), υπό τον όρον της ανάκλησης και με την υποχρέωση να εγκαταλείψει τη χώρα και να παραμείνει εκτός αυτής μέχρι τη λήξη του χρόνου δοκιμασίας του. 3) Ήδη από 14-7-2006 κρατείται στη δικαστική Φυλακή .....: α) με τις υπ' αριθμ. 16931/20-2-2004, 105128/7-12-2001 και 67827/25-11-2004 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, τριών (3) ετών και δύο (2) ετών για κλοπή, κλοπή ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και κλοπή από κοινού ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, αντιστοίχως, και β) με την υπ' αριθμ. 370/21-9-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Κρήτης, το οποίο του επέβαλε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών για διακεκριμένη κλοπή, που τέλεσε στις 14-7-2006 και με την 74/15-2-2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Ναυπλίου, το οποίο του επέβαλε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών για ληστεία, που τέλεσε στις 28-4-2006, δηλαδή που τέλεσε τις δυο τελευταίες κατά το στάδιο της δοκιμασίας του. Στη συνέχεια ο εν λόγω κατάδικος υπέβαλε δια του συνηγόρου, του Ιωάννη Λάλια, δικηγόρου Αθηνών, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Ναυπλίου, την από 11-7-2008 αίτηση του, με την οποία ζήτησε (αποσιωπώντας ότι είχε απολυθεί υπό όρο) τη συγχώνευση όλων των ποινών των επιβληθεισών σ' αυτόν με τις παραπάνω αποφάσεις, δηλαδή και αυτών που είχαν προσμετρηθεί στην ως άνω υπ'άριθμ. 1538/14-9-2005 συγχωνευτική απόφαση, η οποία καθόρισε ως ελέγχθη, συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών και 2 μηνών, και αυτών των ποινών που του επιβλήθησαν με τις υπ'άριθμ. 370/2007 και 74/2008 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης και Ναυπλίου, αντιστοίχως, για εγκλήματα που τέλεσε κατά το στάδιο της δοκιμασίας του. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 97 του ΠΚ και 551 του ΚΠΔ έκανε δεκτή την ανωτέρω αίτηση και συγχώνευσε, με την προσβαλλομένη υπ' άριθμ. 321/4-9-2005 απόφαση του όλες τις ποινές που του επιβλήθηκαν με τις προαναφερόμενες αποφάσεις καθορίζοντας συνολική ποινή καθείρξεως 26 ετών και 1 μηνός και ορίζοντας ως εκτιτέα ποινή εκείνη της καθείρξεως των 25 ετών, αφού διέσπασε κατ' ουσία, την παραπάνω συγχωνευτική απόφαση με την οποία του είχε καθοριστεί συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών και 2 μηνών και έλαβε ως ποινή βάσης την καταγνωσθείσα στον αιτούντα, με την υπ'άριθμ. 74/15-2-2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, ποινή κάθειρξης 10 ετών. Όμως η ανωτέρω 1538/14-3-2005 αμετάκλητη συγχωνευτική απόφαση δεν επιτρεπόταν να διασπασθεί, αλλά έπρεπε η καθορισθείσα δι' αυτής συνολική ποινή να ληφθεί ως ποινή βάσης για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής αφού ήταν βαρύτερη από τις άλλες συγχωνευόμενες ποινές που επιβλήθηκαν με τις ως άνω αποφάσεις, ενώ οι επιβληθείσες ποινές με τις υπ'άριθμ. 74/15-2-2005 και 370/21-9-2007 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου και Κρήτης, αντιστοίχως, δεν έπρεπε να προσμετρηθούν στην συνολική ποινή που είχε καθοριστεί με την εν λόγω υπ' αριθμ. 1538/14-9-2005 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ούτε φυσικά η πρώτη από αυτές έπρεπε να ληφθεί ως ποινή βάσης, αφού αυτές πρόκειται να εκτιθούν αθροιστικά (συγχωνευόμενες όμως μεταξύ τους) μετά την έκτιση ολοκλήρου του υπολοίπου της ανασταλείσας με υπό όρο απόλυση ποινής (δυνάμει του υπ' αριθμ. 1181/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά) δηλαδή των τεσσάρων ετών (4), πέντε (5) μηνών και είκοσι τεσσάρων (24) ημερών.
Έτσι κρίνοντας το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, το μεν εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 § 1, 97, 108 του ΠΚ και 551 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, το δε αναρμοδίως καθ' ύλην δίκασε αφού κατά τα στη μείζονα σκέψη εκτεθέντα αρμόδια δικαστήρια είναι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο με την υπ' αριθμ. 1538/14-9-2005 συγχωνευτική απόφασή του καθόρισε την βαρύτερη συνολική ποινή, η οποία έχει και τη μεγαλύτερη διάρκεια, και πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ' ουσία οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' και Ζ' του ΚΠΔ συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης και ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, για νέα συζήτηση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του με άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 321/4-9-2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ