Θέμα
Ένδικο μέσο.
Περίληψη:
Αν η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η αναίρεση στρέφεται μόνο κατά της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον δεν παρήλθε η προθεσμία αυτής, η δε απόφαση του εφετείου προσβάλλεται μόνο ως προς την απορριπτική της έφεσης διάταξη.
Αριθμός 617/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Φ. του Π., κατοίκου ... και ήδη …, ως έχοντος την πλήρη δικαστική συμπαράσταση του πατέρα του Π. Φ. του Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γαβριήλ Ντούγια.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Φ. του Α., κατοίκου ..., 2)Χ. Φ. του Α., κατοίκου ... και 3)Σ. Τ. του Α., κατοίκου .... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλκιβιάδη Παππά και οι 2η και 3η δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/11/1996 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου και της Α. χήρας Α. Φ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 95/1997, 47/1998, 64/2007 μη οριστικές, 99/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 68/2011 οριστική του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση όλων των παραπάνω αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/7/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 9/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ. 4 εδ. α' και γ', 568 παρ.4 και 576 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο 'Αρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά την νέα μετ' αναβολή, διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις εκθέσεις επίδοσης …/19-11-2012 και …/15-11-2012 των δικαστικών επιμελητών … στο Πρωτοδικείο Τρίπολης και … στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, αντίστοιχα, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσείοντος, Γαβριήλ Ντούγια, δυνάμει του …/19-9-2011 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ηγουμενίτσας Ευαγγελίας Γιαννούλη, που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 23-1-2013 και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης, κατά την αρχική αυτή δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στη δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων. Κατ' αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης, με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε - μετά από αίτημα των αναιρεσιβλήτων - για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, η δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία τους, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α' και γ' ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 552, 553 και 564 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η αναίρεση στρέφεται μόνο κατά της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον δεν παρήλθε η προθεσμία αυτής (ΑΠ 1379/1996), η δε απόφαση του Εφετείου προσβάλλεται μόνο ως προς την απορριπτική της έφεσης διάταξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 566 παρ.2 ΚΠολΔ, αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, αν η αναίρεση πλήττει την απόφαση του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία και των δύο δικαστηρίων, άλλως είναι απαράδεκτη ως προς την απόφαση του δικαστηρίου στη γραμματεία του οποίου δεν κατατέθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 68/2011 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας, η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Επομένως, η ένδικη αίτηση αναίρεσης νομίμως στρέφεται κατά της άνω -68/2011- απόφασης του Εφετείου Κερκύρας- στη γραμματεία του οποίου και κατατέθηκε - ως προς την απορριπτική της έφεσης διάταξη, καθ' όσον, όμως, στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης (99/2009 οριστικής και 95/1997, 47/1998 και 64/2007 συμπροσβαλλόμενων μη οριστικών του Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας), δεδομένου ότι, όπως από αυτήν - ένδικη αίτησης αναίρεσης - προκύπτει, δεν κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου, ούτε άλλωστε και ο αναιρεσείων επικαλείται κάτι τέτοιο, είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί. Για τον ίδιο λόγο, και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, εφόσον με αυτόν - κατ' ορθή εκτίμησή του - αποδίδεται στην 99/2009 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η από τον αριθμό 14 του άρθρου 555 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί, καίτοι είχε επέλθει διακοπή της δίκης από τη γνωστοποίηση από τον αναιρεσείοντα κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η 64/2007 προδικαστική απόφαση του θανάτου, στις 23-12-2003, της δεύτερης εκ των αρχικών εναγόντων, Α. Φ., εν τούτοις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνέχισε τη δίκη, με την οριστική δε ως άνω -99/2009- απόφασή του παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει άκυρες τις διαδικαστικές πράξεις που έγιναν μετά τη διακοπή (ΚΠολΔ 289), είναι - και αυτός - απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔικ. η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου 76 του ΚΠολΔικ., ορίζονται οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, ενώ με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους, υπό την έννοια ότι αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου παρόλον ότι αδράνησαν. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν απαιτείται από το νόμο η έφεση που ασκείται από κάποιο από τους ομοδίκους να απευθύνεται επί ποινή απαραδέκτου και κατά των ομοδίκων αυτού, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανίζεται να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, πράγμα που είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (Ολ. ΑΠ63/1981). 'Όμως, ειδικώς επί αναγκαστικής ομοδικίας, η οποία προκύπτει σε δίκη περί διανομής, ως εκ του ότι κατά το άρθρο 478 του ΚΠολΔ είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών, τα προεκτεθέντα δεν δύνανται να ισχύσουν. 'Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 798 και 799 του ΑΚ, | 480 παρ. 3, 481 αριθ. 2, 482 παρ. 1, 483 και 489 ΚΠολΔικ., η αγωγή περί διανομής δεν είναι μόνο διαπλαστική, διότι επιδιώκει τη διάπλαση νέας έννομης σχέσης για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, αλλ' είναι και διπλού χαρακτήρα, με την έννοια ότι δημιουργεί δίκη, κατά την οποία προκαταβολικά και ανεξάρτητα από αυτήν, ο ενάγων είναι συγχρόνως και εναγόμενος, ως και κάθε εναγόμενος είναι
συνάμα και αντίδικος του συνεναγόμενού του, εφόσον υφίσταται η δυνατότητα οποιοσδήποτε από τους εναγομένους να υποβάλει αίτηση ( η οποία δεν φέρει το χαρακτήρα ανταγωγής, ώστε να είναι εφαρμοστέα τα όσα ορίζονται στο άρθρο 268 παρ. 2 του ΚΠολΔ) επί τη βάσει πραγματικού διάφορου της αγωγής ως προς το επίκοινο δίκαιο και τη διάπλαση αυτού και σε περίπτωση παραδοχής της αίτησης αυτής, να αποβεί η δίκη σε βάρος των λοιπών, όχι με την απόρριψη της αγωγής, αλλά με τη διάπλαση της έννομης σχέσης κατά τρόπο διάφορο του επιδιωχθέντος με την αγωγή και συνεπώς να καταλήξει η δίκη εις βάρος του ενάγοντος ή των εναγόντων και του ετέρου ή των λοιπών εναγομένων, οι οποίοι κατά τούτο είναι αντίδικοι μεταξύ τους και δεσμεύονται από τη διαπλαστική ενέργεια της εκδιδόμενης απόφασης. Περαιτέρω, η περί διανομής δίκη που άρχισε είναι ομοίως διπλή καθ' όλη την πορεία της και συνεπώς και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το ότι ένας ή ορισμένοι από τους κοινωνούς, ως επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, βρίσκονται σε αντίστοιχη δικονομική θέση κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα σε κάθε στάδιο αυτού είναι όλως συμπτωματικό, αφού κάθε ένας από αυτούς, ανεξάρτητα από την ως άνω θέση του, μπορεί να έχει αντίθετα συμφέροντα προς τον άλλο, όπως εκτέθηκε, και, προβάλλοντας αυτά, να είναι ουσιαστικώς αντίδικος του άλλου. Επομένως, σε δίκη περί διανομής, ο εναγόμενος ασκώντας έφεση πρέπει με ποινή απαραδέκτου, να απευθύνει αυτήν και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου), σύμφωνα προς το άρθρο 517 εδ. β' του ΚΠολΔ, διότι στην ειδική αυτή, περίπτωση η παρ. 4 του άρθρου 76 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία "η άσκηση ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους του έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους", δεν εφαρμόζεται. Πραγματικά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι λογίζεται από το νόμο ως αντιπροσωπευόμενος στην άσκηση της έφεσης από τον εκκαλούντα ο ως άνω αναγκαίος ομόδικός του στο μέτρο που έχει αντίθετα συμφέροντα προς αυτόν και, λόγω του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει ουσιαστικώς και την ιδιότητα του αντιδίκου (Ολ. ΑΠ 321/1983). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 68/2011 οριστική απόφασή του, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, εναντίον του οποίου και της δεύτερης και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, ασκήθηκε η ένδικη - από 5-11-1996 - αγωγή διανομής από τον πρώτο αναιρεσίβλητο και τη μητέρα του Α. χήρα Α. Φ. - η οποία αποβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης - άσκησε έφεση κατά της εκκαλούμενης πιο πάνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την οποία δεν απηύθυνε και εναντίον των συνεναγόμενων ομοδίκων του Χ. Φ. του Α. και Σ. Τ. το γένος Α. Φ. και για το λόγο αυτό απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη. Πράγματι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της έφεσης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο αναιρεσείων δεν απηύθυνε την έφεση προς τις προαναφερόμενες συνεναγόμενες ομόδικές του, αλλά μόνο την κοινοποίησε προς αυτές. Αντίθετη κρίση δεν προκύπτει από το ότι ζητήματα που αναφέρονται με την έφεση και τους λόγους της αφορούν και τις εν λόγω ομόδικες, αφού ρητά αναφέρεται στην έφεση ότι αυτή -μόνο- κοινοποιείται και σ' αυτές. Επομένως, το Εφετείο, υπό τα δεδομένα αυτά, δεν απέρριψε παρά το νόμο ως απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος και συνεπώς οι συναφείς λόγοι αναίρεσης, πρώτος και τρίτος από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό την επίκληση ως πλημμέλειας αυτής, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-7-2011 αίτηση του Α. Φ. του Π., για αναίρεση της 68/2011 απόφασης του Εφετείου Κερκύρας, της 99/2009 οριστικής απόφασης και των συμπροσβαλλόμενων 95/1997, 47/1998 και 64/2007 μη οριστικών αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Φεβρουαρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 19η Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ