Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Κυριότητα.
Περίληψη:
Απόκτηση κυριότητας μετά παρέλευση έτους από την πληρωμή ολόκληρου του τιμήματος ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάστασή του. Ο συγκοινωνός κατά το προϊσχύσαν βρδ και τον ισχύοντα ΑΚ λογίζεται πως νέμεται το κοινό πράγμα στο όχημα και των λοιπών.
Αριθμός 774/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Ν. Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Β. ή Ν. Κ. του Γ., προσωρινά κατοίκου ..., 2)Χ. Β. ή Χ. Κ. του Γ., 3) Ν. Β. ή Ν. Κ. του Γ., 4) Α. χήρας Γ. Λ., το γένος Γ. Κ., και 5) Μ. συζ. Ν. Σ., το γένος Γ. Κ., κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Χριστόπουλο, ο οποίος ανεκάλεσε την από 20/2/2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Β. ή Β. του Ι. και 2) Σ. συζ. Ε. Κ., το γένος Ι. Β., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ι. Φωτίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/7/1996 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και την από 2/10/1997 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 30736/1997 του ιδίου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης λόγω αρμοδιότητας, 24082/1998 μη οριστική, 5198/2005 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και 791/2006 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε αναίρεση από τους ήδη αναιρεσίβλητους επί της οποίας εκδόθηκε η 1137/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο Εφετείο για περαιτέρω εκδίκαση. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την 237/2012 απόφαση, την αναίρεση της οποίας καθώς και της 5198/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5/6/2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 6/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 553 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση που η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή (ΟλΑΠ 40/1996, ΟλΑΠ 16/1990). Η κρινόμενη, επομένως, αίτηση αναίρεσης, καθ' όσον απευθύνεται κατά της 5563/2004 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η κατά της οποίας έφεση, μετά από εξέταση της ουσίας, απορρίφτηκε με την προσβαλλόμενη 237/2012 οριστική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 2, 4, 10, 12, 16, 20 και 70 του από 15/28-7-1939 β.δ. "περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως αστών προσφύγων κειμένης νομοθεσίας", συνάγεται ότι, μετά παρέλευση έτους από την πληρωμή ολοκλήρου του τιμήματος ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάσταση πρόσφυγα, ο υπέρ ου η διάθεση αποκτά πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας ασχέτως της εκδόσεως παραχωρητηρίου και της μεταγραφής αυτού, η δε οφειλή του για το τίμημα ακινήτου που παραχωρήθηκε προ της 11-11-1944 λογίζεται κατά πλάσμα του νόμου ότι εξοφλήθηκε κατά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 του ν. 18/1944 και 1§3 του α.ν. 1073/1946. Επομένως, μετά παρέλευση έτους από της κατά τα άνω πλασματικής εξόφλησης του τιμήματος, το ακίνητο που παραχωρήθηκε καθίσταται δεκτικό χρησικτησίας, αφού το Δημόσιο, του οποίου τα ακίνητα από 12-9-1913 και εφεξής είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ν. ΒΧΗ/1912, ν.δ. 12.4/16.5.1926 ΑΜ.1534/1938), παύει να έχει έκτοτε οποιοδήποτε δικαίωμα επί του ακινήτου. Περαιτέρω, τόσο από τις διατάξεις του ν. 3 κωδ. 734, ν. 42 πανδ. 41, 2, ν. 7 παρ. 5, πανδ. 10.3, ν. 28 πανδ. 10.3, ν. 8 παρ.1 πανδ. 7.39, ν.9 παρ.1, 3α (50.14) του προϊσχύσαντος βυζαντορωμαϊκού δικαίου, όσο και από τα άρθρα 785, 787, 974, 980, 981, 982, 994, 1041, 1045 Α.Κ. προκύπτει, ότι ο συγκοινωνός λογίζεται πως νέμεται το κοινό πράγμα στο όνομα και των λοιπών, κατά των οποίων δεν μπορεί να αντιτάξει κτητική ή αποσβεστική παραγραφή πριν καταστήσει γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής το κοινό πράγμα αποκλειστικώς, ως κύριος, στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό, διότι σε περίπτωση αντιποίησης της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα αυτή δεν απόλλυται για το νομέα πριν λάβει γνώση της αντιποίησης. Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη της κοινωνίας κατά το χρόνο έναρξης της αποκλειστικής νομής από μέρους εκείνου που προβάλλει τη κτήση της κυριότητας με χρησικτησία, και, επομένως, δεν έχει εφαρμογή όταν κατά την ίδρυση της κοινωνίας, έχει ήδη αρχίσει και εξακολουθεί υφισταμένη η νομή χρησικτησίας, αφού ο αρχικός νομέας έχει ήδη απολέσει τη νομή ενώ ως προς τον χρησιδεσπόζοντα η ίδρυση της κοινωνίας στο δικαίωμα της κυριότητος δεν επιφέρει αυτοδικαίως απώλεια της νομής. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710, 1813 επ., 1846, 1193, 1195 και 1199 ΑΚ προκύπτει, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Κατά δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Δυνάμει της αριθμ. 1258/9/6.10.1934 αποφάσεως της Γενικής Διευθύνσεως Μακεδονίας παραχωρήθηκε στον Ε. Β. ή Β. του Ι. προς αστική αποκατάστασή του ως πρόσφυγας το αριθμ. 43 οικόπεδο του Δ' οικοδομικού τετραγώνου του προσφυγικού συνοικισμού ... Θεσσαλονίκης μετά του επ' αυτού οικήματος, εμβαδού 152,96 τ.μ. ... Στο ακίνητο αυτό εγκαταστάθηκε ο αρχικός κληρούχος με τη σύζυγό του, Δ., που απεβίωσε τον ίδιο χρόνο, και τα πέντε τέκνα τους, Ι., Π., Π., Κ. και Ν., ο οποίος απεβίωσε στις 17-1-1937. Εκεί, εκτός της Π. και του Κ., που ήδη είχαν αποχωρήσει από την πατρική οικία, παρέμειναν οι λοιποί μέχρι τη 18-12-1939, όταν απεβίωσε ο Ε. Β. (αρχικός κληρούχος) και κληρονομήθηκε από τα τέσσερα τέκνα του (Ι., Π., Π., Κ.), τα οποία υπεισήλθαν στην κληρονομιά του κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Την 5-5-1944 εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ο Ι. Β. του Ε., στην κληρονομία του οποίου, κατά το ως άνω μερίδιό του επί του επιδίκου, υπεισήλθαν δια αναμείξεως η σύζυγός του, Ε., το γένος Μ., κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα τους, Σ., η οποία γεννήθηκε το έτος 1937, και Ε., ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1939, αφού η έτερη θυγατέρα τους Φ., είχε προαποβιώσει την 25-8-1942, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου. Μετά το θάνατο του Ι. Β., συνέχισαν να κατοικούν στο επίδικο η χήρα του, Ε. με τα δύο της τέκνα και η Π. με το σύντροφό της, Γ. Κ., που συμβίωναν σε ελεύθερη σχέση και το εκτός γάμου γεννηθέν το έτος 1937 τέκνο τους Ν.. Επειδή η οικογένεια της Π. μεγάλωνε καθώς στη συνέχεια απέκτησε και τα υπόλοιπα παιδιά της, τον Χ. το έτος 1944, την Α. το έτος 1946, τη Μ. το έτος 1949 και το Ν. το έτος 1952, η χήρα του Ι. (Ε.) με τα τέκνα της, εγκαταστάθηκαν σε έναν οικίσκο (παράγκα) που ήταν συνεχόμενος με την προσφυγική κατοικία. Η συγκατοίκηση αυτή συνεχίσθηκε μέχρι το έτος 1951, όταν η Π. με το σύντροφό της εκδίωξαν από το επίδικο την οικογένεια της Ε.ς, χήρας Ι. Β., λόγω του ότι η συγκατοίκηση ήταν αδύνατη εξαιτίας των συνεχών προστριβών. Η απομάκρυνση αυτή έγινε προκειμένου να εξασφαλίσουν περισσότερο χώρο και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για την πολυμελή οικογένειά τους και όχι διότι η βούληση της Π. ήταν να νέμεται ως αποκλειστική κυρία το επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν προέκυψε ότι δηλώθηκε ποτέ τόσο στους κληρονόμους του Ι., ήτοι τη σύζυγό του Ε. και τα ανήλικα τότε τέκνα τους, όσο και στους λοιπούς συγκληρονόμους, τέκνα του κληρονομουμένου, Ε. Β., Κ. και Π.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ουδέποτε έλαβε χώρα άτυπη δωρεά του επιδίκου εκ μέρους του αρχικού παραχωρησιούχου προς τη θυγατέρα του Π., μάλιστα δε οι σχέσεις τους μέχρι το χρόνο του θανάτου του (18-12-1939) δεν ήταν καλές, λόγω της εκτός γάμου σχέσης της, τα δε παιδιά του ήταν στην ίδια οικονομική κατάσταση. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι λοιποί συγκληρονόμοι της έλαβαν γνώση της τυχόν βούλησης της Π. να νέμεται το επίδικο ως αποκλειστική κυρία. Βέβαια μετά την απομάκρυνση της οικογένειας της Ε.ς, χήρας Ι. Β. από το επίδικο, η μητέρα των εναγόντων - εναγομένων αντίθετης αγωγής και νυν εκκαλούντων, Π., προέβη, σε ορισμένες εργασίες επισκευής και συντηρήσεώς του, αυτές όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν σημαντικές, έγιναν δε για την εξυπηρέτηση των αναγκών των ιδίων των ενοίκων της οικίας και πάντως όχι για να καταστήσει σαφές ότι νέμεται αυτό ως αποκλειστική κυρία. Εξάλλου, οι ενάγοντες της με αριθμ. καταθ. 35275/1997 αγωγής, Ε. και Σ. Β., το ενδιαφέρον τους για το πατρικό ακίνητο εκδήλωναν με διάφορους τρόπους, αφού ο μεν πρώτος το επισκεπτόταν αρχικά συχνά και προέβαινε σε ενέργειες για την έκδοση του οριστικού παραχωρητηρίου. Συγκεκριμένα υπέβαλε προς τη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης την από 19-3-1980 αίτησή του, με την οποία ζητούσε πληροφορίες για τον τρόπο προσωρινής παραχώρησης του επιδίκου στον παππού του, Ε. Β., για την οποία έλαβε την αριθμ. πρωτ. ΔΚΠ/Σ3/4683/10.4.1980 απάντηση της ίδιας υπηρεσίας και υπέβαλε την από 22.3.1993 αίτηση στην ως άνω υπηρεσία για την έκδοση του οριστικού παραχωρητηρίου, επιτυγχάνοντας, έτσι, την έκδοση του αριθμ. 12386/21.1.1994 παραχωρητηρίου προς τον αρχικό παραχωρησιούχο, που μετέγραψε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Καλαμαριάς.
Συνεπώς, εφόσον δεν έλαβε χώρα η ως άνω γνωστοποίηση, δεν άρχισε η συγκληρονόμος και μητέρα των (ήδη αναιρειόντων) εναγόντων της με αριθμό καταθέσεως 27282/1996 αγωγής, Π., να χρησιδεσπόζει το ιδανικό μερίδιο των λοιπών συγκληρονόμων του πατέρα τους, Ε. Β., και να τρέχει ο χρόνος παραγραφής της αξιώσεως τόσο των τελευταίων, όσο και της ίδιας αυτής αξιώσεως των (ήδη αναιρεσιβλήτων) εναγόντων της με αριθμό καταθέσεως 35275/1997 αγωγής - κληρονόμων του συγκληρονόμου, Ι. Β. (ΟλΑΠ 482/1982, ΑΠ 398/2009, ΑΠ 1597/2007, ΑΠ 1039/2004, ΑΠ 1410/2003, ΑΠ 795/2001), ούτε οι ίδιοι οι ενάγοντες απέκτησαν ποτέ την κυριότητα του ακινήτου τούτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από το χρόνο θανάτου των γονέων τους ( η μητέρα τους το 1978 και ο πατέρας τους το 1986) μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (1997) δεν παρήλθε εικοσαετία, πέραν του ότι έπρεπε και αυτοί να γνωστοποιήσουν στους λοιπούς συγκληρονόμους ότι νέμονται αποκλειστικά για λογαριασμό τους ολόκληρο το ακίνητο. Οι ενάγοντες και νυν εφεσίβλητοι μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής τους (1997), ενδιαφέρονταν, όπως αναφέρεται παραπάνω, για το επίδικο οικόπεδο, το οποίο ανήκε και σ' αυτούς, λόγω κληρονομικής διαδοχής, μάλιστα δε το έτος 1996 διαμαρτυρήθηκαν προς τους αντιδίκους τους και τον εργολάβο Δ. Χ. που ανέλαβε την ανέγερση στο επίδικο πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, χωρίς τη συμμετοχή αυτών (εναγόντων). Η διαμαρτυρία των εναγόντων έλαβε χώρα αμέσως πριν από την έναρξη των εργασιών του εργολάβου στο επίδικο, οι δε εναγόμενοι αδιαφόρησαν για τη διαμαρτυρία αυτή των εναγόντων και έδωσαν εντολή στον εργολάβο να συνεχίσει τις εργασίες του, όπως και έπραξε. Επομένως, η με αριθμό καταθέσεως 35275/1997 αγωγή των εναγόντων, Ε. Β. και Σ. Β., δεν ασκείται καταχρηστικά και δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Περαιτέρω, την 6-7-1978, απεβίωσε η Π., σύζυγος Γ. Κ., η οποία άφησε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τον ως άνω σύζυγό της με τον οποίο παντρεύτηκε, το έτος 1956, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και τα παιδιά της, Ν., Χ., Α., Μ. και Ν. (εναγομένους της με αριθμό καταθέσεως 35275/199, αγωγής), κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου. Την 5-7-1986 απεβίωσε ο Γ. Κ. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα πέντε ως άνω τέκνα του κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου από το καθένα. Στη συνέχεια την 21-4-1985 απεβίωσε ο Κ. Β. του Ε., άτεκνος και αδιάθετος και άφησε μοναδικούς κληρονόμους του στο ιδανικό του μερίδιο επί του επίδικου ακινήτου τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του, Ι. (ενάγοντες), κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της προαποβιωσάσης αδελφής του Π. (εναγομένους και νυν εκκαλούντες), κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα της προαποβιώσης, το έτος 1976 αδελφής του Π., Ε. Β., Ε. Β., Α. Β., Α. Β. και Ε. Β., κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Τέλος την 27-7-1992 απεβίωσε η Ε. χήρα Ι. Β. και κληρονομήθηκε κατά το ιδανικό της μερίδιο επί της περιουσίας του συζύγου της, από τα τέκνα της, Ε. Β. ή Β. και Σ., συζ. Ε. Κ. (ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι) κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από το καθένα.
Συνεπώς, μετά τις προαναφερθείσες διαδοχές, τα ποσοστά κατά τα οποία κλήθηκαν ως συγκληρονόμοι επί του επιδίκου οι κατωτέρω αναφερόμενοι, διαμορφώθηκαν ως εξής: οι ενάγοντες και εφεσίβλητοι (ήδη αναιρεσίβλητοι) Ε. Β. και Σ., συζ. Ε. Κ. (κληρονόμοι του Ι. Β.) κατά ποσοστό 4/32 εξ αδιαιρέτου έκαστος από το μερίδιο του πατέρα τους (1/4 εξ αδιαιρέτου) και 1/24 εξ αδιαιρέτου έκαστος από το μερίδιο του θείου τους Κ., οι εναγόμενοι και εκκαλούντες (ήδη αναιρεσείοντες) Ν. Β., Χ. Β., Α. συζ. Γ. Λ., Μ. συζ. Ν. Σ. και Ν. Β. (κληρονόμοι της Π. συζ. Γ. Κ.), κατά ποσοστό 4/60 εξ αδιαιρέτου έκαστος, ήτοι 1/20 από το μερίδιο της μητέρας τους και 1/60 από το μερίδιο του θείου τους, Κ. και οι Ε. Β., Ε. Β., Α. Β., Α. Β. και Ε. Β. (κληρονόμοι της Π., το γένος Ε. Β.), κατά ποσοστό 4/60 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Οι ενάγοντες και εφεσίβλητοι (ήδη αναιρεσίβλητοι - κληρονόμοι του Ι. Β.) με την αριθμ. .../13-3-1997 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Βασιλικής Φισεκίδου - Προβατίδου που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό 134 του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς, αποδέχθηκαν νόμιμα τις ως άνω κληρονομίες και έτσι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 11/192 εξ αδιαιρέτου έκαστος, όπως παραδεκτά αυτοί διόρθωσαν την αγωγή τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς το ποσοστό συγκυριότητάς τους από 29/192 εξ αδιαιρέτου έκαστος σε 11/192 εξ αδιαιρέτου έκαστος (βλ. υπ' αριθμ. .../97 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασιλικής Φισεκίδου καθώς και τις σχετικές έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος).
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι είναι κατ' ουσίαν αβάσιμες η με αριθμό κατάθεσης 27282/1996 αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και οι ενστάσεις τους επί της αντίθετης - με αριθμό 35275/1997 - επίσης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής των αντιδίκων τους ήδη αναιρεσιβλήτων, περί ιδίας κυριότητας (ΑΚ 1045), παραγραφής (ΑΚ 247 και 249) και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281), και ότι είναι κατ' ουσίαν βάσιμη η πιο πάνω - με αριθμό 35275/1997 - αντίθετη αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, ακολούθως δε απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσο ως προς την απόρριψη της αγωγής των ήδη αναιρεσειόντων και των πιο πάνω ενστάσεων αυτών, όσο και ως προς την παραδοχή της αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων και συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή έννοια των άρθρων 559 παρ. 1 εδαφ. β' και 560 παρ.1 εδ. β' Κ.Πολ.Δ., λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν (ΟλΑΠ 2/2008, 8, 10, 11/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το τρίτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 εδάφ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι "η συγκατοίκηση συνεχίστηκε μέχρι το έτος 1951, όταν η Π. (δικαιοπάροχος των ήδη αναιρεσειόντων) με το σύντροφό της εκδίωξαν από το επίδικο την οικογένεια της Ε. χήρας Ι. Β. (μητέρα των ήδη αναιρεσιβλήτων)... (αλλά, ότι) η απομάκρυνση αυτή έγινε προκειμένου να εξασφαλίσουν περισσότερο χώρο και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης ... και όχι διότι η βούληση της Π. ήταν να νέμεται ως αποκλειστική κυρία το επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν προέκυψε ότι δηλώθηκε ποτέ τόσο στους κληρονόμους του Ι., ήτοι τη σύζυγό του Ε. και τα ανήλικα τότε τέκνα τους (ήδη αναιρεσιβλήτους), όσο και στους λοιπούς συγκληρονόμους ....", παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ότι η από κοινωνό "εκδίωξη" άλλων κοινωνών από το κοινό ακίνητο, αποτελεί πράξη που εμπεριέχει και γνωστοποίηση - η οποία κατά τα άνω απαιτείται - περί αντιποίησης της νομής του. Ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού τα αναφερόμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας πραγματικά περιστατικά, παρεκτός του ότι δεν συγκροτούν την έννοια τέτοιων διδαγμάτων, δεν αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, αλλά αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997). Όμως, ο λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (ΟλΑΠ 12/1991).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του "δεν έλαβε υπόψη και απέρριψε σιωπηρά και αναιτιολόγητα τη νομίμως προβληθείσα (από τους ήδη αναιρεσείοντες) ένσταση περί παραγραφής της ένδικης αγωγής των αντιδίκων". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί, κατά τα παρατιθέμενα στη με τα στοιχεία ΙΙ προεκτεθείσα σκέψη, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη τον προεκτιθέμενο αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ήτοι την ένστασή τους περί παραγραφής από τα άρθρα 247 και 249 ΑΚ και - όπως κατά τα άνω και οι αναιρεσείοντες αποδέχονται - τον απέρριψε κατ' ουσίαν.
V. Από τα άρθρα 339 και 352 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι δικαστική ομολογία είναι εκείνη που γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος προς το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση με σκοπό αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη, αποτελεί δε πλήρη απόδειξη εναντίον του διαδίκου που ομολόγησε. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη, που καθορίζει ο νόμος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, λόγος, όμως, αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 § 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων είχε ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά του εν λόγω ισχυρισμού στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει να γίνεται μόνο με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης.
Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει ο ισχυρισμός να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ λόγους αναίρεσης, ακόμη και σε εκείνους των αριθμών 1 και 19, αντίστοιχα, του εν λόγω άρθρου.
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, παρά το ότι οι αναιρεσίβλητοι "ήδη διά των πρωτόδικων προτάσεών τους" ομολόγησαν τα θεμελιωτικά της προεκτεθείσας ένστασής τους περί παραγραφής περιστατικά, ήτοι "ότι απώλεσαν τη νομή του επιδίκου ήδη από το έτος 1951 διά της βιαίας εκδιώξεώς των" - ομολογία τους η οποία ως δικαστική αποτελούσε πλήρη απόδειξη εναντίον αυτών - απέρριψε την ένστασή τους αυτή και δέχτηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, παρά το ότι - όπως εκθέτουν - "τον παραπάνω λόγο (που έπρεπε να γίνει δεκτή η ένστασή τους) προέβαλαν ενώπιον των Δικαστηρίων της ουσίας και έπρεπε να γίνει δεκτός". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, πέραν της αοριστίας του, εφόσον οι ηττηθέντες (και) στον πρώτο βαθμό αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν στο αναιρετήριο συγκεκριμένα, εάν τον προεκτεθέντα ισχυρισμό, στον οποίο στηρίζουν το λόγο αναίρεσης -και δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ- είχαν επαναφέρει νόμιμα στο Εφετείο με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο της, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) του - από 16.5.2005 - δικογράφου της έφεσης προκύπτει, ότι λόγος έφεσης, που να περιέχει το προεκτεθέν παράπονό τους κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης, δεν υπάρχει, ούτε, πάντως, από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των πρωτόδικων προτάσεων των αναιρεσιβλήτων, με τις οποίες επί του προκειμένου αναφέρουν, ότι "εκδιώχθηκα(ν) διά της βίας ... από την Π., αλλά ουδέ προς στιγμήν άφησ(αν) να εννοήσει ότι παραιτ(ήθηκαν) των δικαιωμάτων τους ... Μάλιστα, (ότι) ο πρώτος (από αυτούς - αναιρεσιβλήτους) επανήλθε σε ένα - δύο χρόνια ... επισημαίνοντας ότι ... δεν παραιτείται από τίποτα. Η μητέρα τους τότε προσπάθησε ... να εξαγοράσει ... το μερίδιό τους, αλλά αυτός αρνήθηκε", προκύπτει ομολογία τους με το προεκτεθέν περιεχόμενο και μάλιστα σαφής και ορισμένη. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι ηττώνται στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5.6.2012 αίτηση των 1) Β. Ν. Π. ή Κ. Ν. του Γ. και Π. κ.α. για αναίρεση των αποφάσεων 237/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και 5198/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ