Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής.
Περίληψη:
Οι πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου, ως στοιχείο της διεκδικητικής αγωγής. Ιδίως όταν το επίδικο είναι τμήμα μείζονος ακινήτου. Αναιρετικός έλεγχος της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, κατ΄ άρθρο 559 αρ. 8 ή 14 Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει 118/2010 Εφ. Ναυπλ.).
Αριθμός 1116/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Χ. του Α., κατοίκου ..., και 2)Αικατερίνης Χασαπογιάννη του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη - Μαρία Κατσαντώνη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/1991 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και των Σ. και Μ. Χ., οι οποίες δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 66/1993, 186/2000 μη οριστικές, 494/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 118/2010 οριστική του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16/6/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 31/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Για το κατά τα άρθρα 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ και 1094 του ΑΚ ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου δεν απαιτείται κατ' αρχήν να αναφέρονται στο δικόγραφό της και οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου. Όταν όμως το διεκδικούμενο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου ο ενάγων έχει υποχρέωση εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος να προσδιορίσει τη θέση του διεκδικουμένου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, αναφέροντας, όταν τούτο είναι αναγκαίο, ελλείψει άλλων σταθερών ορίων, και τις πλευρικές διαστάσεις του τμήματος ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, για να μπορεί ο εναγόμενος να αντιτάξει την άμυνά του και το δικαστήριο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως. Εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση η αγωγή δεν περιέχει και το ανωτέρω στοιχείο υπόκειται αοριστία της αγωγής και δη ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, η σχετική δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά με τους λόγους των αριθμών 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, οι αρχικοί ενάγοντες - δικαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων και οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν στην αγωγή τους ότι είναι συγκύριοι κατά τα αναφερόμενα ποσοστά ο καθένας ενός ακινήτου (παραλιακού αγρού) που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." ..., έχει έκταση περίπου δεκαπέντε στρεμμάτων και συνορεύει ανατολικά με θάλασσα, βόρεια με πρώην ..., δυτικά με ιδιοκτησία πρώην Κ. Δ. (και πρώην δικαιοπαρόχων των εναγόντων) και νότια με τη βόρεια βραχώδη πλαγιά του λόφου "..." του ..., και ότι το αναιρεσίβλητο - εναγόμενο ελληνικό δημόσιο το καλοκαίρι του έτους 1989 κατέλαβε τμήμα του ανωτέρω ακινήτου, στο οποίο και εγκαταστάθηκε και το οποίο τμήμα βρίσκεται προς τα δυτικά του όλου ακινήτου, έχει εμβαδόν περίπου επτά (7) στρεμμάτων και συνορεύει ανατολικά με θάλασσα, βόρεια με πρώην ..., δυτικά με ιδιοκτησία πρώην Δ. (πρώην ανωτέρω δικαιοπαρόχων των εναγόντων) και νότια με υπόλοιπο αγρό εναγόντων. Και βάσει του ιστορικού αυτού ζήτησαν οι ενάγοντες να αναγνωρισθούν συγκύριοι του ως άνω τμήματος του μείζονος ακινήτου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδώσει σ' αυτούς το επίδικο αυτό τμήμα. Παρότι αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, ως ανωτέρω, η θέση του επίδικου τμήματος, ευρισκομένου "προς τα δυτικά του όλου", η έκτασή του, ανερχόμενη σε "επτά περίπου στρέμματα", και τα προαναφερθέντα όριά του, εκ των οποίων το ανατολικό, βόρειο και δυτικό συμπίπτουν με τα αντίστοιχα όρια του αρχικού (μείζονος) ακινήτου, δεν είναι εν τούτοις δυνατός ο προσδιορισμός της ταυτότητας του επιδίκου, υπό την έννοια της ακριβούς θέσεως και του σχήματός του εντός του μείζονος ακινήτου, αφού δεν αναφέρεται στην αγωγή κανένα ειδικότερο προσδιοριστικό των στοιχείων αυτών σημείο, με αποτέλεσμα να παρίσταται ανάγκη αναφοράς των πλευρικών διαστάσεων (αλλά και του σχήματος) του επιδίκου τουλάχιστον ως προς τη βόρεια και την δυτική πλευρά του, όπου τα όρια του επιδίκου συμπίπτουν με το αντίστοιχο, πλην μη προσδιοριζόμενο, μέρος των ίδιων ορίων του μείζονος ακινήτου. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι υπό την ανωτέρω περιγραφή του επιδίκου η αγωγή είναι αόριστη ως προς το ειρημένο στοιχείο της ταυτότητας του επίδικου τμήματος, ως αντικειμένου της διαφοράς, με αποτέλεσμα λόγω της αοριστίας αυτής να μην μπορεί να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως, βάσει δε της παραδοχής αυτής (το Εφετείο) απέρριψε την ένδικη αγωγή αυτεπαγγέλτως ως αόριστη, αναφέροντας μάλιστα ότι εξαιτίας της ίδιας αοριστίας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε την αγωγή κατ' ουσίαν, στηριζόμενο και στην αναφερόμενη έκθεση του ορισθέντος πραγματογνώμονα, προσδιορίζει το αποδοτέο ακίνητο με τα αναφερόμενα στην απόφαση όρια, διαφορετικά από τα αναφερόμενα στην αγωγή και με έκταση 13.961 τ.μ, αντί της αναφερόμενης στην αγωγή εκτάσεως των "επτά περίπου στρεμμάτων", ως προς την οποία άλλωστε έκταση είχαν ταχθεί αποδείξεις με τις προηγηθείσες υπ' αριθμ. 66/1993 και 186/2000 προδικαστικές αποφάσεις του ίδιου (πρωτοβάθμιου) δικαστηρίου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη ορθώς απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αόριστη και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 ή 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με την αίτησή τους, επικαλούμενοι τις διατάξεις αυτές ( ως εκ περισσού δε και εκείνην του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία, να μην επιδικασθεί όμως δικαστική δαπάνη, ελλείψει σχετικού αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16-6-2011 αίτηση των Κ. Χ. κ.λ.π, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 118/2010 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ