Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 944 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Αναίρεση μερική.




Περίληψη:
Κατ’ εξακολούθηση μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Αναιρεί εν μέρει απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 23 παρ. 1 Ν. 2523/1997. Κηρύσσει αθώα. Παραπέμπει ως προς επιμέτρηση ποινής. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 944/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της 24150/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1460/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να κηρυχθεί αθώα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/11-9-1997, με το οποίο αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης α)τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές, όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δραχμές, όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β)έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, αντίστοιχα, εφόσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 2.000.000 και 3.000.000 δραχμές, γ)ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον, αντίστοιχα, εφόσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δραχμές. Περαιτέρω, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ. 5 εδ. α' του Ν. 2523/1997, οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, εκτός αν εισάγεται ευμενέστερη ρύθμιση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, τόσο από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, όσο και από λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής και έτσι πράξεις που ήταν προηγουμένως αξιόποινες είναι πλέον ανέγκλητες, πράγμα που συμβαίνει όταν το ύψος των από την άνω αιτία ληξιπρόθεσμων οφειλών, δεν υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές εφόσον πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή τα 2.000.000 δραχμές, αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α)είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 24150/2007 απόφαση του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετίαν, για κατ' εξακολούθηση μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο (άρ. 26 παρ1α, 27 παρ. 1, 98 ΠΚ, 25 παρ. 1 γ' Ν. 1882/1990, όπως αντικατ. με άρθρο 23 παρ. 1, 2 Ν. 2523/1997), δεχθέντος ειδικότερον, ανελέγκτως, του ως άνω Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη που τις αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη διότι αυτή, η οποία ήταν ομόρρυθμο μέλος της εταιρίας με την επωνυμία "...... & ΣΙΑ ΟΕ" και συνεπώς συνυπόχρεης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 25 εδ. β' Ν. 1882/1990 για τις οφειλές της εν λόγω εταιρίας παραβίασε ηθελημένα την προθεσμία καταβολής των χρεών που ήταν βεβαιωμένα στη ΔΟΥ Βύρωνος υπέρ του Δημοσίου και δεν κατέβαλε τα ποσά 1) 415.680 δρχ. που αφορά πρόστιμο ΚΒΣ, που ήταν καταβλητέο σε 2 μηνιαίες δόσεις ήτοι 30-3-1999 και 30-4-1999, 2) ποσό 416.680 δρχ. που αφορά πρόστιμο ΚΒΣ, καταβλητέο σε 2 μηνιαίες δόσεις, 31-3-1999 και 30-4-1999, 3) 415.680 δρχ. που αφορά πρόστιμο ΚΒΣ, καταβλητέο σε 2 μηνιαίες δόσεις, 31-3-1999 και 30-4-1999 και 4) ποσό 64.321.536 δρχ. που αφορά ΦΠΑ, καταβλητέο εφάπαξ 26-2-1999, 26-2-1999, 27-4-1999, δηλαδή καθυστέρησε την καταβολή πέραν των δύο μηνών για τα επιμέρους ποσά, όπως αναλυτικά προκύπτουν από τον προσκομιζόμενο πίνακα χρεών, Πρέπει επομένως η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της ως άνω πράξης, κατ' εξακολούθηση". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την υπ' αρ. 4 μερικότερη πράξη του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, ύψους 64.321.536 δραχμών, που ήταν καταβλητέο εφάπαξ, το αργότερο μέχρι τις 27-4-1999, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα αρθ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείστηκε για την ενοχή της κατηγορουμένης, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα απ' αυτό προμνησθέντα περιστατικά, στις ουσιαστικού ποινικού διατάξεις που προαναφέρθηκαν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, Ειδικότερα, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ιδιότητα της κατηγορουμένης ως ομορρύθμου εταίρου της εταιρείας με την επωνυμία "...... ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", η οποία ήταν υπόχρεη στην καταβολή του ως άνω ποσού, η αρχή που προέβη στη βεβαίωση, το ύψος του, ο τρόπος καταβολής του (εφάπαξ) και η πάροδος δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αναφορικά με το ως άνω χρέος των 64.321.536 δραχ. προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όμως, αναφορικά με τις μερικότερες, υπό στοιχεία 1-2-3, πράξεις μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, που φέρονται ότι τελέσθηκαν στις 30-4-1999 και αφορούν οφειλές από Κ.Β.Σ, ποσών 415.680 δραχμών εκάστης, δηλαδή ποσών φόρων που σε οποιαδήποτε περίπτωση, είτε εμπίπτουν στην κατηγορία των παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων, είτε στην κατηγορία των λοιπών φόρων, ήταν κατώτερα του προβλεπόμενου από το άνω άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 ορίου (1.000.000 ή 2.000.000 δραχμών αντιστοίχως), που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής και συνεπώς, δεν υπήρχε αξιόποινη πράξη. Η προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε την ύπαρξη αξιοποίνου και για τις μερικότερες αυτές πράξεις, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερθείσα διάταξη του ως άνω νόμου και συγχρόνως στερείται αιτιολογίας και συνεπώς, οι προαναφερόμενοι λόγοι αναίρεσης, είναι βάσιμοι. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος αυτό, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να κηρυχθεί η αναιρεσείουσα αθώα των πράξεων αυτών.
ΙΙΙ.- Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών (3) ετών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β', 511 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003) και 514 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης, που εξαλείφει την ποινική δίωξη της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος εφόσον διαπιστώνει τη συμπλήρωσή της μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και δεχθεί ως βάσιμο ένα λόγο αυτής, οφείλει, μετά την εντεύθεν αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής του χρέους των 64.321.536 δραχμών, από το χρόνο της παρόδου του διμήνου από τότε που έπρεπε να καταβληθεί στη Δ.Ο.Υ Βύρωνος και μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, παρήλθε πράγματι χρονικό διάστημα, συνυπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής (λαμβανομένου υπόψη ότι επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη το κλητήριο θέσπισμα στις 2.2.2001, όπως διαλαμβάνεται στην υπ' αρ. 30943/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό), πολύ μεγαλύτερο της οκταετίας. Όμως, παρά την ουσιαστική παραδοχή ενός λόγου της ένδικης αίτησης αναίρεσης, δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή όλων των επί μέρους πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για τους εξής λόγους. Πρώτον, διότι, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, διατηρεί την αυτοτέλειά της, ως προς την παραγραφή (Ολ. ΑΠ 5/2002). Δεύτερον, διότι, μετά την απόρριψη των λόγων αναίρεσης, που αφορούν το ως άνω χρέος των 645.321.536 δραχμών της υπ' αρ. 4 μερικότερης, ως άνω, πράξης του αναφερθέντος κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό, έχει καταστεί αμετάκλητη και άρα δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή του αξιοποίνου και της πράξης αυτής. Μετά την μερική αναίρεση της προσβαλλόμένης και την κήρυξη αθώας της αναιρεσίβλητης, για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν, πρέπει η προσβαλλομένη να αναιρεθεί και ως προς την επιμέτρηση της ποινής, αφού, στον καθορισμό αυτής, λήφθηκαν υπόψη και οι μερικότερες αυτές πράξεις και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σημείο αυτό, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (αρ. 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αρ. 24150/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Κηρύσσει αθώα την κατηγορουμένη Χ του ότι στην ......, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατά το χρονικό διάστημα από 30-3-1999 έως 30-4-1999, με πρόθεση παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών που ήταν βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ Βύρωνος υπέρ του Δημοσίου και ειδικότερα δεν κατέβαλε τα ακόλουθα ποσά: α) 415.860 δραχμών που ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις την 30-3-1999 και 30-4-1999, β) 415.860 δραχμών, που ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις, των 31-3-1999 και 30-4-1999 και γ) 415.860 δραχμών, που ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις, την 31-3-1999 και την 30-4-1999.

Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς την επιμέτρηση της ποινής, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ' αρ. 498/2007 αίτηση της Χ, κατοίκου ......, για αναίρεση της υπ' αρ. 24150/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή