Θέμα
Καταγγελία σχέσης εργασίας, Αποδοχές υπερημερίας.
Περίληψη:
Αποδοχές υπερημερίας από μη επαναπρόσληψη. Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου Τράπεζας, λόγω ποινικής καταδίκης για απάτη. Η διάταξη του άρθρου 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ (άρθρο 21 ν. 1837/1989), που προβλέπει αυτοδίκαιη επάνοδο στην υπηρεσία σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής του υπαλλήλου, έχει μεταβατική ισχύ και εφαρμόζεται μόνο επί απολυθέντων πριν από την 1-1-1988. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 2025/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Απόστολο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 23η Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Α. Τ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Καρύδα, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3226/2004 και μετά την 2269/ 2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξούσιου δικηγόρου Πάνου Σαραντόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-4-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 17-4-2008. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 828/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5627/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-2-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 8-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, στον όρο 11 της από 30-6-1988 ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΕΣΣΕ) των τραπεζοϋπαλλήλων, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 1837/1989 και απέκτησε, ως προς το κανονιστικό περιεχόμενό της, ισχύ ουσιαστικού νόμου, ορίζονται τα εξής: "Όσοι έχουν απολυθεί για σπουδαίο λόγο και έχει υποβληθεί μήνυση για τις πράξεις και ενέργειές τους, εφ' όσον εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα ή απαλλακτική απόφαση, επανέρχονται αυτοδίκαια στην τράπεζα, ανεξάρτητα αν κρίθηκε τελεσίδικα έγκυρη η καταγγελία της συμβάσεώς τους. [...]". Η διάταξη αυτή είχε μεταβατικό χαρακτήρα και καταλάμβανε τις περιπτώσεις απολύσεων που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τον χρόνο έναρξης της ισχύος τής από 30-6-1988 ΕΣΣΕ, ήτοι μέχρι την 1-1-1988 (όρος 13), όχι, όμως, και τις μεταγενέστερες. Αυτό συνάγεται, σαφώς, από τη χρήση ιστορικού χρόνου στη διατύπωσή της ("όσοι έχουν απολυθεί", "έχει υποβληθεί μήνυση"), αλλά και από το σκοπό της θεσπίσεώς της, που υπήρξε η επίλυση κάποιων, τότε (1-1-1988), εκκρεμών υποθέσεων καταγγελίας με μακροχρόνια δικαστική διαμάχη (ΑΠ 1731/1995). Παρά τις παλινωδίες που επακολούθησαν, ο όρος 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ επανήλθε σε ισχύ με το άρθρο 6α της από 25-5-1994 ΣΕΕ Τραπεζών και ΟΤΟΕ, όπως ακριβώς ίσχυε και προηγουμένως, δηλαδή με ισχύ μόνο επί των απολύσεων που είχαν γίνει μέχρι την έναρξη της ισχύος του (1-1-1988), αλλά όχι επί των μεταγενέστερων. Αν τα μέρη της από 25-5-1994 ΣΕΕ ήθελαν ο ως άνω όρος 11, μετά την επαναφορά του, να ισχύει, εφ' εξής, και για τις μεταγενέστερες απολύσεις τραπεζοϋπαλλήλων, εν όψει του ότι είχαν ήδη δημιουργηθεί δικαστικές διενέξεις ως προς την αληθινή έννοιά του, θα είχαν ορίσει, ρητώς, τη δική τους, διαφορετική από την τότε νομολογιακή, άποψη (ΑΠ 270/2000). Πράγμα, το οποίο ουδόλως έπραξαν. Περαιτέρω, η διάταξη του όρου 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ είναι γενική, ισχύει για όλες τις τράπεζες και αφορά σε όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους, που είχαν απολυθεί μέχρι την 1-1-1988. Ο καθορισμός του εν λόγω χρονικού σημείου δεν υπήρξε αυθαίρετος ή τυχαίος, αλλά έγινε στο πλαίσιο της συνειδητής προσπάθειας των συμβληθέντων, αρχικώς, και του νομοθέτη, στη συνέχεια, να ρυθμισθούν οι μέχρι τότε διενέξεις μεταξύ τραπεζών και τραπεζοϋπαλλήλων από εκκρεμείς καταγγελίες, τις οποίες είχαν υπ' όψη και επιθυμούσαν να διευθετήσουν. Η ρύθμιση αυτή ούτε την εκ του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας παραβιάζει (ΑΠ 270/2000) ούτε νομοθετικό κενό δημιουργεί για τις τυχόν μετά την ως άνω ημερομηνία απολύσεις, οι οποίες, εάν, πράγματι, αξιολογούνταν ως πρόβλημα από τους ενδιαφερόμενους, θα μπορούσαν να έχουν τύχει νέας, αυτοτελούς ρυθμίσεως, με μεταγενέστερη συλλογική συμφωνία. Πράγμα, το οποίο, επίσης, δεν συνέβη.
2. Επειδή, εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 5627/2012 απόφασή του και με τις ως άνω νομικές σκέψεις, απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος τραπεζοϋπαλλήλου, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε κριθεί ότι δεν εφαρμόζεται ο όρος 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ στην απόλυσή του, διότι η σε βάρος του καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, λόγω καταδίκης του για απάτη, είχε γίνει την 10-7-2001, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της 1-1-1988. Γι' αυτό και είχε απορριφθεί, ως μη νόμιμη, η από 17-4-2008 αγωγή, με την οποία ο απολυθείς ενάγων ζητούσε την καταβολή αποδοχών υπερημερίας μετά την αμετάκλητη, σε δεύτερο βαθμό, απαλλαγή του από την ποινική κατηγορία για ουσιαστικό λόγο και την επακολουθήσασα άρνηση της εναγομένης να τον προσλάβει εκ νέου στην υπηρεσία της. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε καμιά από τις πιο πάνω διατάξεις. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Εφετείο θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει το, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος υφιστάμενο, νομοθετικό κενό από το χρονικό περιορισμό της ισχύος του όρου 11 από 30-6-1988 ΕΣΣΕ με αναλογική εφαρμογή αυτού και στις μεταγενέστερες της 1-1-1988 καταγγελίες της συμβάσεως εργασίας τραπεζοϋπαλλήλων λόγω ποινικής καταδίκης, είναι αβάσιμος.
3. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17-2-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 5627/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Οκτωβρίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Νοεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ