Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Πράγματα κοινόχρηστα.
Περίληψη:
Πότε ακίνητο μπορεί να καταστεί κοινόχρηστο κατά το β.ρ.δ. με την από αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα (vetustas).
Αριθμός 723/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Π. Δ., 2)Σ. - Ι. Δ. Δ., 3)Μ. Δ. Δ., 4)Ε. συζ. Δ. Δ., το γένος Δ. Γ., κατοίκων ..., 5)κατά κόσμον Ι. - Α. Δ. Γ. και ήδη Ηγουμένης Ευθυμίας της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου - Θέρμου Τριχωνίδας Νομού Αιτωλοακαρνανίας και 6)Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου - Θέρμου Τριχωνίδας Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Οι 1ος, 2η, 3η και 4η παραστάθηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους α)Ιωάννη Καράκωστα και β)Δημήτριο Αϋφαντή και η 5η ατομικά και για λογαριασμό της 6ης εκπροσωπήθηκε από τους ίδιους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δήμου Σπετσών, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2)Κ. Σ. Β., κατοίκου ..., και 3)εταιρείας με την επωνυμία "Μπέλφοντ Ντιβελοπμεντ Κορπ" ("Belfont Development Corp") που εδρεύει στον …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αρβανιτόπουλο και οι 2ος και 3η εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους α)Λεωνίδα Μαραβέλη και β)Παναγιώτη Πρωτόπαππα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/3/1999 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου και την από 28/7/1999 πρόσθετη παρέμβαση των ήδη 2ου και 3ης ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4225/2001 μη οριστική, 5204/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 60/2010 εν μέρει οριστική και 459/2011 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση των τελευταίων αυτών αποφάσεων του Εφετείου Πειραιώς ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/12/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σ' αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωση και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ' αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 Πανδ. 43. 7, ν. 2 παρ. 8 Πανδ. 39.3, ν. 28 Πανδ. 22. 3) αναγνωριζόταν ως τρόπος κτήσης της ιδιότητας πράγματος ως κοινοχρήστου η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα στη χρήση του πράγματος σύμφωνα με τον προορισμό του για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών ή κοινοτικών σκοπών από τους δημότες Κοινότητας ή Δήμου (vetustas), με την οποία κυρωνόταν ως νόμιμη η πραγματική κατάσταση που υπήρχε πριν από τόσο χρόνο, ώστε η ζώσα γενεά να τη γνώρισε ως έχει και να μη διέσωσε παράδοση από την παρελθούσα γενεά για την ύπαρξη άλλης διαφορετικής κατάστασης. Η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν υιοθετήθηκε από τον ΑΚ, διατηρείται, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝ ΑΚ, η δυνάμει αυτής ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσης, εφόσον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων επί συνολικό διάστημα τουλάχιστον ογδόντα (80) ετών δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση του πράγματος από την κοινοχρησία. Εκείνος που ισχυρίζεται, ότι κάποιο ακίνητο είναι κοινόχρηστος χώρος, πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να καθορίσει το νόμιμο τρόπο, με τον οποίο αποκτήθηκε η ιδιότητα της κοινοχρησίας. Έτσι, δεν αρκεί η αναφορά στο σχετικό ισχυρισμό της ιδιότητας του πράγματος ως κοινοχρήστου και της κτήσης της εν λόγω ιδιότητας με την κοινή χρήση του πράγματος από δύο κατά συνέχεια γενεές (αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα), αλλά απαιτείται, επίσης, να αναφέρεται σ' αυτόν, ότι η αρχαιότητα στην κοινή χρήση είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο εισαγωγής του ΑΚ, δηλαδή στις 23-2-1946. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος με την ένδικη από 1-3-1999 αγωγή του, την οποία εκτιμά, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη εδαφική έκταση, εμβαδού 130,25 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση Παλαιό Λιμάνι της πόλης των Σπετσών, στην ενορία Αγίου Νικολάου εντός του Ο.Τ. 372 και ορίζεται γύρωθεν με το δυτικό όριο της ιδιοκτησίας πρώην Κ. και τώρα της εταιρείας "Belfont Development. Corp." (Μπέλφοντ Ντιβέλοπμεντ Κορπ.), ήτοι της δεύτερης προσθέτως υπέρ του ενάγοντος-πρώτου αναιρεσίβλητου Δήμου παρεμβαίνουσας και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης, με ιδιοκτησία Δ., με ανατολικό τοίχο και μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων καιμε κοινόχρηστο δρόμο, ανήκει σ' αυτόν κατά κυριότητα, έχοντας το χαρακτήρα κοινόχρηστου δημοτικού χώρου, τον οποίο απέκτησε από αμνημόνευτα χρόνια οπωσδήποτε δε πριν από τo έτος 1865 με τη μορφή αυτή, το χρησιμοποιούσαν δε όλοι οι δημότες της πόλης των Σπετσών, αλλά και κάθε πολίτης, ως δημόκοινο, και συγκεκριμένα αφού δύο συνεχόμενες γενεές πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), καθεμιάς εξ αυτών υπολογιζόμενης σε σαράντα έτη, τον επίδικο αυτό χώρο χρησιμοποιούσε ελεύθερα και δικαιωματικά μεγάλος και ακαθόριστος αριθμός δημοτών όλων των ηλικιών, κυρίως προς διέλευση αλλά και για να επικοινωνούν, κοινωνικώς, μικροί και μεγάλοι δημότες, χωρίς να ανήκει σε οποιονδήποτε, και ότι οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες, αμφισβητώντας τον χαρακτήρα της εν λόγω εδαφικής έκτασης ως κοινόχρηστης και ανήκουσας στην κυριότητα του, απέκλεισαν αυτή με την κατασκευή νέου μανδρότοιχου (περιφρακτικού όμορης ιδιοκτησίας τους), με σκοπό να την προσαρτήσουν στη δική τους ιδιοκτησία. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, που έχει την ιδιότητα του κοινόχρηστου χώρου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ως άνω ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση της αναγνωριστικής κυριότητας κοινόχρηστου ακινήτου αγωγής στοιχεία (άρθρο 216 ΚΠολΔ), δηλαδή τόσο τις μέχρι της εισαγωγής του ΑΚ ουσιαστικές προϋποθέσεις του ΒΡΔ για την απόκτηση της ιδιότητας του κοινοχρήστου με αμνημόνευτη αρχαιότητα, όσο και του ακινήτου που αφορούσε αυτή, και είναι σαφής και ορισμένη, αφού καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος με τον οποίο το επίδικο απέκτησε την ιδιότητα αυτή με βάση την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, καθόσον ρητά αναφέρεται σ' αυτή ότι το επίδικο απέκτησε το χαρακτήρα του κοινόχρηστου δημοτικού χώρου, αφού δύο συνεχόμενες γενεές πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), καθεμιάς εξ αυτών υπολογιζόμενης σε σαράντα έτη και δη οπωσδήποτε πριν από τα έτος 1865 τον επίδικο χώρο με τη μορφή αυτή του κοινόχρηστου χώρου χρησιμοποιούσε ελεύθερα και δικαιωματικά μεγάλος και ακαθόριστος αριθμός δημοτών όλων των ηλικιών, κυρίως προς διέλευση αλλά και για να επικοινωνούν, κοινωνικώς, μικροί και μεγάλοι σε ηλικία δημότες και, έτσι, γίνεται επίκληση της κοινής χρήσης του επιδίκου σε χρόνο που ανατρέχει 80 και πλέον έτη προ της εισαγωγής του ΑΚ (23-2-1946) με έναρξη πριν ακόμη από το έτος 1865, ενώ η επίδικη αυτή εδαφική λωρίδα σαφώς περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια με τρόπο ώστε να προσδιορίζεται η ταυτότητα της, αφού μάλιστα κατά την ως άνω οριοθέτηση της εκτίθεται μεταξύ άλλων ότι ορίζεται και με ανατολικό τοίχο και μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων και με κοινόχρηστο δρόμο. Επομένως, το Εφετείο που με τη συμπροσβαλλόμενη 60/2010 εν μέρει οριστική απόφαση του, καθώς και την προσβαλλόμενη οριστική απόφαση του, που αναφέρθηκε κατά τούτο στην προηγουμένη, έκριναν πλήρως ορισμένη την ένδικη αγωγή, δεν έσφαλαν και δεν αρκέστηκαν σε λιγότερα από τα απαιτούμενα νόμιμα στοιχεία και, έτσι, δεν παραβίασαν τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 3 Πανδ. 43. 7, ν, 2 παρ. 8 πανδ 39. 3, ν. 28 Πανδ. 22.3, των άρθρων 966, 967, 968 και 1054 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσαν και εφάρμοσαν, ούτε κατά παράβαση του νόμου, θεώρησαν επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, και συνακόλουθα ο δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1, όπως εκτιμάται, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και ο ίδιος δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, από το ίδιο άρθρο αριθμός 14, που αναγράφεται στο αναιρετήριο, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η αγωγή είναι αόριστη, γιατί δεν αναφέρεται σ' αυτή νόμιμος τρόπος πρόσληψης του κοινόχρηστου χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, είναι αβάσιμος και κατά τα δύο μέρη του. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες με τον συναφή τρίτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ψέγουν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, γιατί για τη θεμελίωση και την κρίση περί ορισμένου της ένδικης αγωγής του πρώτου αναιρεσιβλήτου και ειδικότερα του αγωγικού ισχυρισμού περί του κοινόχρηστου χαρακτήρα της επίδικης έκτασης βάσει της από αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, έλαβαν υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή και συγκεκριμένα δέχτηκαν ως ορισμένη την αγωγή, κρίνοντας ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος επικαλείται στην αγωγή του, ότι η επίδικη έκταση ανήκει σ' αυτόν κατά κυριότητα και ως "έχουσα το χαρακτήρα κοινόχρηστης δημοτικής πλατείας (με τη μορφή εσοχής όμορης δημοτικής οδού)" και έτσι για το ορισμένο της αγωγής δέχτηκαν πράγματα που δεν προβλήθηκαν, αφού στην αγωγή ο ενάγων-πρώτος αναιρεσίβλητος αναφέρεται στο επίδικο ως κοινόχρηστο δημοτικό χώρο και αρκείται στην αναφορά ότι έχει το χαρακτήρα παραδοσιακού. Από την επισκόπηση όμως της ένδικης αγωγής, όπως το περιεχόμενο της αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε κυριαρχικά δε εκτιμάται από το δικαστήριο προκύπτει ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος κατά την οριοθέτηση του επιδίκου εκθέτει στην ένδικη αγωγή ότι η επίδικη κοινόχρηστη εδαφική έκταση "ορίζεται και με ανατολικό τοίχο και μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων και με κοινόχρηστο δρόμο" και συνεπώς οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκτιμώντας την αγωγή ορθά έκριναν, ότι η επίδικη έκταση έχει τη μορφή εσοχής όμορης δημοτικής οδού, και έτσι δεν έλαβαν υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή που απαραδέκτως μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ.1 εδάφ. α' και 215 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της κύριας δίκης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν. Η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση της πρόσθετης παρέμβασης είναι η στον παρεμβαίνοντα τρίτο ύπαρξη του ειδικού έννομου συμφέροντος, όπως η μεταξύ άλλων εκκρεμής δίκη αποβεί υπέρ εκείνου του αρχικού διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου παρεμβαίνει. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο δικόγραφο της παρεμβάσεως, τούτο δε υφίσταται, όταν με την παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος του δημιουργία νομικής υποχρεώσεως ή δυσμενούς καταστάσεως, πρέπει, όμως, αυτά να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της εκδοθησόμενης αποφάσεως ή την προσβολή αυτών από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 57 εδάφ. α' ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται, ότι προϋπόθεση της παρεχόμενης με αυτήν προστασίας είναι η συνδρομή παρανόμου πράξεως, από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανση της. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 59, 966 και 967 ΑΚ προκύπτει, ότι με την καθιέρωση του πράγματος ως κοινοχρήστου, το άτομο αποκτά εξουσία προς χρήση αυτού, η οποία, απορρέουσα από το δικαίωμα επί της ιδίας αυτού προσωπικότητας, απολαμβάνει σε περίπτωση προσβολής της με το δικαίωμα αυτό προσωπικότητας παρεχόμενης προστασίας, περιεχόμενο της οποίας είναι η άρση της προσβολής και η παράλειψη της στο μέλλον. Ενόψει δε του ότι η κατά τα άρθρα 966 και 967 ΑΚ κοινοχρησία δεν είναι άμεσος εξουσία επί του πράγματος, αλλά αποτελεί απόρροια του δικαιώματος επί της προσωπικότητας, έπεται ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτή παρήχθη είναι αδιάφορος . Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προσθέτως παρεμβαίνοντες και ήδη δεύτερος και τρίτη των αναιρεσιβλήτων με την από 28-7-1999 πρόσθετη παρέμβαση τους ισχυρίστηκαν, ότι με την επιχειρούμενη από τους εναγομένους-αναιρεσείοντες ενσωμάτωση στη δική τους ακίνητη περιουσία της επίδικης εδαφικής λωρίδας, την οποία χαρακτηρίζουν ως κοινόχρηστο δημοτικό χώρο, όπως και ο ενάγων-πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος, προσβάλλεται το δικαίωμα τους για ελεύθερη και ακώλυτη χρήση της και ζητούν να αποβεί η δίκη υπέρ του ενάγοντος Δήμου και να γίνει δεκτή η αγωγή. Με αυτό το ουσιώδες περιεχόμενο και αίτημα η πρόσθετη παρέμβαση είναι αρκούντως ορισμένη από την άποψη του προβλεπόμενου για το παραδεκτό της έννομου συμφέροντος των παρεμβαινόντων, ενόψει των προαναφερθεισών διατάξεων, στις οποίες και στηρίζεται από απόψεως νομικής βάσεως. Επομένως, η συμπροσβαλλόμενη με αριθμό 60/2010 εν μέρει οριστική απόφαση του Εφετείου, με την οποία έκρινε ως ορισμένη την ένδικη πρόσθετη υπέρ του ενάγοντος παρέμβαση και κατόπιν τούτου δέχτηκε την έφεση των προσθέτως παρεμβαινόντων και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, δεν έσφαλε και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου και, συνακόλουθα, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη οριστική απόφαση του, δέχτηκε τα ακόλουθα: To επίδικο ακίνητο είναι εδαφική έκταση, εμβαδού 130,25 τετρ. μέτρων, κείμενη στο Ο.Τ. 372 της πόλεως Σπετσών (ενορίας Αγίου Νικολάου) και οριζόμενη γύρωθεν με το δυτικό όριο της ιδιοκτησίας πρώην Κ. και τώρα εταιρίας "Belfont Development Corp.", με ιδιοκτησία Δ., με ανατολικό τοίχο και με μανδρότοιχο της οικίας των εναγομένων. Για τη διάγνωση του χαρακτήρα και της φυσιογνωμίας του επίδικου χώρου στο ενδιαφέρον εν προκειμένω χρονικό διάστημα των ογδόντα ετών πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946, χρήσιμες είναι οι υπάρχουσες αεροφωτογραφίες του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. της 21.9.1940 και 19.5.1961, από την ερμηνεία των οποίων, σε συνδυασμό με τη βεβαίωση της ενεστωσας πραγματικής καταστάσεως και της εξελικτικής πορείας διαμορφώσεως της, όπως προκύπτουν από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα. Από την ερμηνεία της αεροφωτογραφίας της 21.9.1940 διαπιστώνεται ότι ανάμεσα στην οικία "Γ. -Δ." (εναγομένων) και στην οικία "Belfont Development Corp." (2ης προσθέτως παρεμβαίνουσας) το έδαφος είναι κατηφορικό με ομαλή κλίση προς την οικία "Belfont Development Corp.", ενώ δεν υπάρχει καθόλου φυτεία και η σύσταση του εδάφους παρουσιάζεται με πετρώδη υφή. Ο χώρος αυτός είναι απερίφρακτος και χέρσος, συγκεντρώνοντας τα χαρακτηριστικά του "ελεύθερου" ή "κοινόχρηστου" χώρου. Τούτο ενισχύεται και από την υπάρχουσα ψηλή, παλαιά και παραδοσιακή μάνδρα του ακινήτου των εναγομένων με την ψηλή παραδοσιακή αυλόπορτα, που τοποθετείται σε εξωτερική μάνδρα περιφράξεως ιδιοκτησίας. Από την ερμηνεία της αεροφωτογραφίας της 19.5.1961 διαπιστώνεται ότι ανάμεσα στην οικία "Γ. - Δ." (εναγομένων) και στην οικία "Belfont Development Corp." (2ης προσθέτως παρεμβαίνουσας) το έδαφος είναι κατηφορικό με ομαλή κλίση προς την τάφρο που υπήρχε σε επαφή με το νοτιοανατολικό εξωτερικό τοίχο της οικίας "Belfont Development Corp." και ο ελεύθερος αυτός χώρος είναι καλυμμένος με χαμηλή (ποώδη) βλάστηση, που τερματίζει ακριβώς στο όριο της τάφρου. Έχει κατασκευασθεί χαμηλότερη μάνδρα, που φαίνεται να "κολλάει" στην παλαιά εξωτερική και παραδοσιακή μάνδρα, περί της οποίας έγινε λόγος ανωτέρω και είναι διαφορετικής τεχνοτροπίας, μικρότερου πάχους και φέρουσα διαφορετικό επίχρισμα (σοβά) από τον υπόλοιπο αυλόγυρο της οικίας των εναγομένων. Η μάνδρα αυτή, που είναι χαμηλότερη της ανωτέρω παραδοσιακής μάνδρας, είναι μεταγενέστερη και κατασκευάσθηκε μετά το έτος 1958, περιλαμβάνοντας, με ενσωμάτωση στην ιδιοκτησία των εναγομένων, τον προαναφερθέντα ελεύθερο χώρο. Ο παλαιός ψηλός και παραδοσιακός μανδρότοιχος με την παλαιά, μεγάλη και παραδοσιακή αυλόπορτα της ιδιοκτησίας των εναγομένων καθορίζουν τα πραγματικά περιμετρικά όρια της εν λόγω ιδιοκτησίας, είναι δηλαδή τοίχος περιφράξεως και όχι τοίχος αντιστήριξης. Στον παραπάνω ελεύθερο χώρο, έως το έτος 1961, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε φυτεία, εκτός μιας σποραδικής χαμηλής (ποώδους) βλαστήσεως, αφού και το έδαφος του, με ομαλή κλίση, παρουσίαζε σύσταση με πετρώδη υφή, ακατάλληλη για την ανάπτυξη φυτείας. Η εμφανιζόμενη εντός αυτού φυτεία διαμορφώθηκε μετά το έτος 1961, με την κατά καιρούς επιχωμάτωση του. Στην ανατολική πλευρά του χώρου αυτού και σε επαφή με τον τοίχο της οικίας "Belfont Development Corp." προϋπήρχε τάφρος απορροής όμβριων υδάτων, που σταδιακά κατεστράφη με τις επιχωματώσεις του χώρου για τη δημιουργία φυτείας. Με την τελεσίδικη υπ' αριθμ. 2767/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναγνωρίσθηκε η εταιρία "Belfont Development Corp." ως κυρία της εδαφικής λωρίδας, που αντιστοιχούσε στην επιχωματωθείσα τάφρο και με τον τρόπο αυτό έμμεσα διαπιστώθηκε η επιχωμάτωση όλου του ελεύθερου χώρου, περί του οποίου γίνεται εδώ λόγος, για τη δημιουργία του εμφανιζόμενου σήμερα ως "κήπου" της οικίας των εναγομένων στη θέση του έως το έτος 1961 βραχώδους, χέρσου και ελεύθερου χώρου.- Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνονται και από την εκτίμηση και αξιολόγηση των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων. Από αυτούς, ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος Γ. Κ. του Β., γεννηθείς στις Σπέτσες το έτος 1942 και κατοικώντας μόνιμα εκεί, έχοντας δε προσωπική αντίληψη για την κατάσταση του επίδικου χώρου από του έτους 1950 περίπου και εφ' εξής, αλλά και για το προγενέστερο (ενδιαφέρον εν προκειμένω) χρονικό διάστημα εκ διηγήσεων των προγόνων του, βεβαίωσε με επαρκή τεκμηρίωση ότι ο επίδικος χώρος, μέχρι της "ενσωματώσεως" του στο ακίνητο των εναγομένων με την κατασκευή της παραπάνω νεότερης μάνδρας, ήταν κοινόχρηστος, δηλαδή ελεύθερα και δικαιωματικά προσβάσιμος σε όλους τους δημότες είτε προς διέλευση είτε προς κοινωνική επικοινωνία και αναψυχή. Ο μάρτυρας Σ. Μ. του Α., που εξετάσθηκε με επιμέλεια των προσθέτως υπέρ του ενάγοντος παρεμβαινόντων, επιβεβαίωσε, με πειστική τεκμηρίωση υπό την επιστημονική ιδιότητα του ως τοπογράφου φωτοερμηνευτή, τις πληροφορίες, που παρέχονται για το επίδικο από την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1940 και 1961, όπως αυτές σημειώθηκαν ανωτέρω. Τέλος, η μάρτυρας Α. Δ. του Ο., που εξετάσθηκε με επιμέλεια των εναγομένων, υπεραμύνθηκε των θέσεων τους για το χαρακτήρα του επίδικου χώρου ως "κηπάριου" της οικίας τους, που ανέκαθεν είχε φυτά ποτιζόμενα, μεταξύ των οποίων και δύο μεγάλες ελιές, αλλά και λουλούδια, δεν μπόρεσε, όμως, να αντικρούσει ούτε να δώσει κάποια πειστική και τεκμηριωμένη εξήγηση για το γεγονός ότι, όπως πιστοποιείται από τις αεροφωτογραφίες των ετών 1940 και 1961, τέτοια δένδρα και βλάστηση στον επίδικο χώρο δεν υπήρχαν και επομένως προέκυψαν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, που συμπίπτει και με την κατασκευή της νέας μάνδρας. Ούτε, άλλωστε, η άποψη της εν λόγω μάρτυρος περί της υπάρξεως διαδεδομένης "τεχνοτροπίας" στην πόλη των Σπετσών, βάσει της οποίας κατασκευάζονται επάλληλοι περιφρακτικοί τοίχοι, επιβεβαιώθηκε, αφού ουδεμία άλλη τέτοια περίφραξη μπόρεσε να προσδιορίσει ούτε τούτο δικαιολογείται από κάποιον αποχρώντα λόγο.- Συμπερασματικά, σημειώνεται ότι, ο επίδικος χώρος είχε ανέκαθεν (τουλάχιστον επί ογδόντα χρόνια πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946) το χαρακτήρα του κοινοχρήστου και επομένως ανήκοντος στον ενάγοντα Δήμο Σπετσών, με τις ενέργειες δε των εναγομένων η ιδιότητα του αυτή στερείται του ουσιαστικού περιεχομένου της, που είναι η δυνατότητα όλων των δημοτών (και των προσθέτως υπέρ του ενάγοντος παρεμβαινόντων) να τον χρησιμοποιούν ελεύθερα και δικαιωματικά είτε προς διέλευση είτε προς κοινωνική επικοινωνία και αναψυχή. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα είναι χώρος απερίφρακτος και χέρσος, συγκεντρώνοντας τα χαρακτηριστικά του κοινόχρηστου χώρου, ότι έχει κατασκευασθεί χαμηλότερη μάνδρα της αναφερόμενης παραδοσιακής μάνδρας της οποίας είναι μεταγενέστερη και κατασκευάστηκε μετά το έτος 1958, περιλαμβάνοντας με ενσωμάτωση στην ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων τον κοινόχρηστο αυτό χώρο, ότι στο χώρο αυτό έως το έτος 1961 δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε φυτεία, η όποια δε εμφανιζόμενη εντός αυτού φυτεία διαμορφώθηκε μετά το έτος 1961 με την κατά καιρούς επιχωμάτωση του, ότι στην ανατολική πλευρά του χώρου αυτού προϋπήρχε τάφρος απορροής υδάτων, ότι ο επίδικος αυτός χώρος μέχρι της ενσωμάτωσης του στο ακίνητο των αναιρεσειόντων ήταν κοινόχρηστος, ήτοι ελεύθερα και δικαιωματικά προσβάσιμος σε όλους τους δημότες, είχε δε ανέκαθεν και δη τουλάχιστον επί ογδόντα χρόνια πριν από την 23-2-1946 όπως δηλαδή κατά τα άνω εκτίθεται στην αγωγή, το χαρακτήρα του κοινοχρήστου, που ανήκε στον πρώτο αναιρεσίβλητο Δήμο, και ότι με τις ενέργειες των αναιρεσειόντων η ιδιότητα του αυτή του κοινοχρήστου στερείται του ουσιαστικού περιεχομένου της, που είναι η δυνατότητα όλων των δημοτών και συνεπώς και των προσθέτως υπέρ του ενάγοντος Δήμου παρεμβαινόντων, να τον χρησιμοποιούν ελεύθερα και δικαιωματικά είτε προς διέλευση είτε προς κοινωνική επικοινωνία και αναψυχή. Κατόπιν τούτου, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης με την 60/2010 εν μέρει οριστική εφετειακή απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή καθώς και την πρόσθετη υπέρ του ενάγοντος-πρώτου αναιρεσιβλήτου Δήμου παρέμβαση. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα ότι το επίδικο ακίνητο απέκτησε την ιδιότητα του κοινοχρήστου με την κοινή χρήση του με συνέπεια να δικαιολογείται απόλυτα η μη αποτύπωση του στο επίσημο ρυμοτομικό σχέδιο, και, έτσι, από το αιτιολογικό της προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το διατακτικό της και τα οποία, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις είναι αναγκαία για την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου Δήμου επί του επιδίκου ακινήτου, το δε αποδεικτικό πόρισμα από την ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων εκτίθεται με σαφήνεια. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Επειδή, με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3127/2003 ορίζονται τα εξής: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιατάρακτος για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή". Από την ως άνω σαφή διατύπωση των προπαρατεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις εφαρμογής του είναι αθροιστικώς οι ακόλουθες: Α) Να πρόκειται για ακίνητο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως ή εντός προΰφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού ή εντός οριοθετηθέντος οικισμού, ο πληθυσμός του οποίου συμφώνως με την τελευταία (προ της ενάρξεως εφαρμογής του ως άνω νόμου) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους. Β) Να πρόκειται για ακίνητο εμβαδού α) μέχρι 2.000 τετρ. μέτρων ή β) μείζονος των 2.000 τετρ. μέτρων, εφόσον στο ακίνητο αυτό υπήρχε στις 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόμησης, Γ) Να έχει καταστεί το ακίνητο αντικείμενο αδιατάρακτης νομής μέχρις ενάρξεως ισχύος του ως άνω νόμου α) επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ιδίου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος αυτός τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστεως, ή β) επί τριάντα έτη, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστεως, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Εξάλλου, στο χρόνο νομής των ως άνω περιπτώσεων α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει ότι τα εκτός συναλλαγής ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, στα οποία συγκαταλέγονται και τα κοινής χρήσεως είναι ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και, επομένως, δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσεως είτε κατά κυριότητα είτε κατανομή από οποιονδήποτε τρίτο, του οποίου το δικαίωμα προς χρήση των πραγμάτων αυτών δεν συνιστά νομή ή οιονεί νομή ή κατοχή αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με την ΑΚ 57 μόνο στην περίπτωση παρακωλύσεως ή αποβολής από τη χρήση του κοινόχρηστου πράγματος.
Συνεπώς, τα ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο κοινόχρηστα πράγματα δεν καταλαμβάνονται από το ως άνω άρθρο 4 του ν. 3127/2003 (ΑΠ 1271/2011), αφού το άρθρο αυτό αναφέρεται στις προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας ακινήτου ανήκοντος στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή Δήμου. Στην προκείμενη περίπτωση, η αρχική δεύτερη των εναγομένων, μετά το θάνατο της οποίας υπεισήλθαν στη δικονομική της θέση ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της οι ήδη τέταρτη, πέμπτη και έκτη των αναιρεσειόντων, που νόμιμα συνεχίζουν τη δίκη, καθώς και η τρίτη των εναγομένων και ήδη δεύτερη των αναιρεσειόντων πρόβαλαν την ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, την οποία απέκτησαν με τακτική αλλιώς με έκτακτη χρησικτησία, κατά τους όρους του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003, καθόσον νέμονται τούτο σε συνάφεια με τον αναφερόμενο νόμιμο και εξ επαχθούς αιτίας τίτλο τους, που καταρτίστηκε και μεταγράφηκε μετά την 23-2-1946 επί συνεχές χρονικό διάστημα υπέρτερο της δεκαετίας μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παραπάνω νόμου (19-3-2003), αλλιώς και χωρίς το στοιχείο του νόμιμου τίτλου επί συνεχές χρονικό διάστημα υπέρτερο των τριάντα ετών μέχρι του ίδιου χρονικού σημείου (19-3-2003), με προσμέτρηση και στις δύο περιπτώσεις του χρόνου νομής της αναφερόμενης δικαιοπαρόχου τους Μ. Γ.. Η ένσταση αυτή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, είναι νόμω αβάσιμη, διότι στην προκείμενη περίπτωση το επίδικο ακίνητο φέρεται με την αγωγή ως κοινόχρηστος χώρος και, έτσι, αν αποδειχθεί ως αληθής ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός, το επίδικο είναι ανεπίδεκτο τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, μη καταλαμβανόμενο από το ως άνω άρθρο 4 Ν. 3127/2003. Επομένως, το Εφετείο που με την συμπροσβαλλόμενη εν μέρει οριστική του απόφαση 60/2010 απέρριψε ως αβάσιμη κατά νόμο την ως άνω ένσταση ιδίας κυριότητας, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003 και, συνακόλουθα, ο έκτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι "δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον", συνάγεται ότι ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατ' εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο στη διαχείριση αυτής της σχέσης και αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς οι ελλείψεις (άρθρα 224, 227 ΚΠολΔ), τότε απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της. Έτσι, ειδικότερα, η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου. Εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ' αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος, αντίστοιχα. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως ότι δεν υπάρχει ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του διαδίκου στηρίζεται στο άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Αν, όμως, ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποιήσεως σύμφωνα με το νόμο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ο λόγος αναιρέσεως από την έλλειψη αυτή στηρίζεται στο άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 14, διότι δεν εκτίθενται στην αγωγή, καθώς και στην πρόσθετη παρέμβαση του δεύτερου και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, στο δικόγραφο των οποίων και ενσωματώθηκε αυτούσιο το κείμενο της αγωγής, στοιχεία που θεμελιώνουν την παθητική νομιμοποίηση του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος και συνεπώς το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη ως προς αυτόν την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, όπως προκύπτει από το παρατεθέν ως άνω περιεχόμενο της αγωγής, στο δικόγραφο αυτής εκτίθενται στοιχεία παθητικής νομιμοποιήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, αφού ο ενάγων-πρώτος αναιρεσίβλητος εκθέτει στην ένδικη αγωγή, ότι όλοι οι εναγόμενοι κατέλαβαν την επίδικη κοινόχρηστη εδαφική λωρίδα και με τις ενέργειες τους όλοι οι εναγόμενοι αμφισβητούν την κυριότητα του επ' αυτής.
Επειδή, κατά τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση) και αποδίδει στο αποδεικτικό έγγραφο περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει, έστω και εσφαλμένα αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και όχι όταν το έχει απλά συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολομ. ΑΠ 2/2008). Εξάλλου, δεν θεωρούνται έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και δη τα πρακτικά του δικαστηρίου που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι με την 2767/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς "αναγνωρίστηκε η τότε ενάγουσα εταιρεία "BELFONT DEVELOPMENT CORP." (στην παρούσα δίκη δεύτερη προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη) ως κυρία της εδαφικής λωρίδας, που αντιστοιχούσε στην επιχωματωθείσα τάφρο και με τον τρόπο αυτό έμμεσα διαπιστώθηκε η επιχωμάτωση όλου του ελεύθερου χώρου, περί του οποίου γίνεται εδώ λόγος, για τη δημιουργία του εμφανιζόμενου σήμερα ως κήπου της οικίας των εναγομένων (ήδη αναιρεσειόντων) στη θέση του έως το έτος 1961 βραχώδους, χέρσου και ελεύθερου χώρου", παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης, η οποία σε άλλη δίκη είχε αναγνωρίσει την τότε ενάγουσα εταιρεία "BELFONT DEVELOPMENT CORP." κυρία έκτασης εμβαδού 12,17 τ.μ., που βρίσκεται στις Σπέτσες στην ενορία Αγίου Νικολάου, στο 372 Ο.Τ. και ρητά στο σκεπτικό της αναφέρεται στην ύπαρξη κοινών ορίων μεταξύ των ιδιοκτησιών των τότε διαδίκων, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε μεσολαβούντα κοινόχρηστο δημοτικό χώρο. Ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν αποδίδεται στην πραγματικότητα διαγνωστικό λάθος ως προς το περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου, αλλά σφάλμα ως προς την αποδεικτική αξιολόγηση και δη την εκτίμηση του περιεχομένου του σε συσχετισμό με άλλα αποδεικτικά μέσα, και τη συναγωγή αποδεικτικού πορίσματος διαφορετικού εκείνου που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό και πάντως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο την κρίση του αναφορικά με τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων σχημάτισε όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το πιο πάνω έγγραφο, αλλά ύστερα από συνεκτίμηση αυτού με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω, και ο όγδοος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε τα πρακτικά της δίκης της 5-11-2011 και της περιεχόμενης σ' αυτά ένορκης κατάθεσης της μάρτυρας τους Α. θυγ. Ο. Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον δεν θεωρούνται έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ πρακτικά του δικαστηρίου που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων.
Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 9/1997). "Πράγματα" υπό την έννοια αυτή αποτελούν και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς. Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Εξάλλου, η μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. β'. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αφενός εξώδικη ομολογία του ενάγοντος-πρώτου αναιρεσίβλητου Δήμου, ότι η επίδικη έκταση ανήκε στη δικαιοπάροχο τους Μ. Γ. και σ' αυτούς, η οποία προκύπτει από την από 14-2-1958 έγγραφη έγκριση του τότε Δημάρχου Σπετσών στη Μ. Γ. για την κατασκευή εξώστη στην επίδικη έκταση, στην οποία σημειώνεται ότι η κατασκευή αυτή γίνεται εντός των ορίων της ιδιοκτησίας της, και αφετέρου εξώδικη ομολογία της δεύτερης προσθέτως παρεμαβαίνουσας και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης, που περιλαμβάνεται στην με αριθμό 30/4-10-1996 αίτηση της ασφαλιστικών μέτρων και στην με αριθμό 20/15-5-1998 αγωγή της, στις οποίες οριοθετεί την ιδιοκτησία της προς δυσμάς όχι με κάποιο κοινόχρηστο δημοτικό χώρο αλλά με ιδιοκτησία δική τους και της Μ. Γ.. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και επιπροσθέτως είναι απαράδεκτος, διότι οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγμα", αλλά συνιστούν επιχειρήματα και συμπεράσματα των διαδίκων αναιρεσειόντων από την εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών εγγράφων.
Επειδή, ο λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο, αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον όγδοο, κατά το δεύτερο μέρος του, και δέκατο λόγο της αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι η επίδικη εδαφική έκταση έχει την ιδιότητα του κοινόχρηστου χώρου και κατόπιν τούτου να απορρίψει την ένσταση τους ιδίας κυριότητας και να δεχτεί την αγωγή, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη της ένστασης τους ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ήτοι: 1) την από 20-12-1999 τεχνική έκθεση της Επ. Καθηγήτριας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, 2) το από 14-2-1958 έγγραφο του Δημάρχου Σπετσών προς τη δικαιοπάροχο τους Μ. Γ., με το οποίο εγκρίνει την κατασκευή εξώστη στην ανατολική πλευρά της οικοδομής της, 3) την με αριθμό 30/4-10-1996 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την με αριθμό 20/15-5-1998 αγωγή της προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σπετσών, 4) το …/1995 συμβόλαιο αγοράς του όμορου προς την επίδικη έκταση οικοπέδου της ως άνω εταιρείας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Τσιγκάνου, 5) την 2767/2005 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και 6) τα ρυμοτομικά σχέδια της πόλης των Σπετσών των ετών 1867, 1890 και 1981. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα, αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, μερικά των οποίων ρητά μνημόνευσε, όπως την 2767/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύσει χωριστά το καθένα και από τα υπόλοιπα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1.12.2011 αίτηση των 1) Δ. Π. Δ. κ.ά. για αναίρεση της 459/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και της 60/2010 εν μέρει οριστικής απόφασης του ίδιου Εφετείου ως προς τις οριστικές της διατάξεις.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ, εκ των οποίων ποσό εξακοσίων (600) ευρώ στον πρώτο αναιρεσίβλητο Δήμο, λόγω της χωριστής του υπεράσπισης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ