Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 154 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναίρεση μερική, Υπόθαλψη εγκληματία, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Παρότρυνση σε ψευδορκία μάρτυρα. Απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία. Απλή συνέργεια στις πράξεις αυτές. Υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων αυτών. Αιτιολογία απόφασης και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου για το έγκλημα της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία. Αναίρεση μερική καταδικαστικής απόφασης και κήρυξη καταδικασμένων αναιρεσειόντων αθώων για την πράξη αυτή. Αόριστος ο λόγος για κακή σύνθεση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, αλλά δεν ζητήθηκε η ανάγνωσή τους. Δεν ιδρύονται οι λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α΄ και Β΄ ΚΠΔ.




Αριθμός 154/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Δαμανάκη και 2) Χ2, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Βαρλάμη, για αναίρεση της με αριθμό 2054/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Απριλίου 2009, δύο (2) τον αριθμό αιτήσεις τους αναιρέσεως, καθώς και στο από 29 Οκτωβρίου 2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων του δεύτερου αναιρεσείοντος Χ2, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 797/2009.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να κηρυχθούν οι αναιρεσείοντες αθώοι των πράξεων της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία (ο Χ2) και της απλής συνέργειας σ'αυτήν (ο Χ1).

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι δύο κρινόμενες από 29.4.2009 αιτήσεις: 1) του Χ2, κατοίκου ... και 2) του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2054/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να συνεκδικαζόμενες να εξεταστούν περαιτέρω. Μαζί με αυτές θα συνεξεταστούν και οι από 30.10.2009 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης της πρώτης των ως άνω αιτήσεων, που ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ.1 περ. α' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, αποτελεί και η απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ένεκα μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 4 παρ. 1 εδ. γ' και 5 παρ. 1 περ. Α' εδ. δ' και παρ. 2 του ν.1756/1988, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν.1968/1991, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου, την προεδρία λαμβάνει ο αρχαιότερος από αυτούς που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπροεδρεύοντες. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, κατά τη συγκρότηση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ο Πρόεδρος Πρωτοδικών αναπληρώνεται στην προεδρία του δικαστηρίου από τον αρχαιότερο Πρωτοδίκη του ίδιου δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται και ειδικότερη αιτιολόγηση τούτου, οπότε δεν συντρέχει περίπτωση κακής σύνθεσης και δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προμετωπίδα των πρακτικών της προσβαλλόμενης υπ'αριθμ. 2054/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση με κατηγορουμένους τους δύο αναιρεσείοντες, στη σύνθεση του Δικαστηρίου που την εξέδωσε συμμετείχε, ως Προεδρεύων Πλημμελειοδίκης ο Πρωτοδίκης Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος, λόγω κωλύματος της Προέδρου Πρωτοδικών του ίδιου Δικαστηρίου. Ο λόγος όμως αυτός (υπό στοιχ. IV) της αίτησης αναιρέσεως, όπως παραπάνω διατυπώνεται, χωρίς δηλαδή να αναφέρεται σ' αυτόν ότι υπηρετούσαν στο προμνημονευόμενο Δικαστήριο πρωτοδίκες αρχαιότεροι εκείνου που προήδρευσε και πόσοι ήταν αυτοί, για να ερευνηθεί αν πραγματικά χώρησε κακή σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου, είναι αόριστος και εντεύθεν απορριπτέος. Με τη διάταξη του άρθρου 186 παρ. 2 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι' αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόσκληση ή προσφορά τιμωρείται με φυλάκιση. Για τη στοιχειοθέτηση του υπό της ανωτέρω διατάξεως προβλεπομένου ιδιωνύμου (έναντι των περί ηθικής αυτουργίας διατάξεων, βλ. Σταμάτη Συρροή σελ.107) και υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος απαιτείται η, με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκληση ή παρότρυνση κάποιου να διαπράξει ένα πλημμέλημα. Η πρόκληση αποτελεί δήλωση του δράστη με την οποία επιζητείται να πεισθεί έτερο πρόσωπο για τη διάπραξη ενός πλημμελήματος, ενώ παρότρυνση είναι απλώς η προσπάθεια επίδρασης επί της βουλήσεως του ετέρου, προκειμένου αυτός να τελέσει ένα πλημμέλημα. Η πρόκληση δύναται να λάβει τη μορφή συμβουλής, διαταγής, απειλής κ.λ.π., ενώ η παρότρυνση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο όπως π.χ. με ενθάρρυνση, υποδείξεις, συστάσεις, συμβουλές κ.λ.π. Τετελεσμένο είναι το έγκλημα άμα τη προκλήσει ή τη παροτρύνσει έστω και αν αυτές έμειναν χωρίς αποτέλεσμα, δηλαδή άμα ο προκαλούμενος λάβει γνώση της προκλήσεως ή παροτρύνσεως προς τέλεση του πλημμελήματος. Η πρόκληση ή η παρότρυνση τιμωρείται ακόμη και αν ο προσκαλούμενος δεν ανταποκριθεί καν σε αυτή, δηλαδή ακόμη και αν την απορρίψει αμέσως. Η διάταξη του άρθρου 186 παρ. 2 του ΠΚ ενεργοποιείται τότε μόνον, όταν ο δράστης δεν προχώρησε στην τέλεση της άδικης πράξης ή στην αρχή εκτέλεσης αυτής, καθόσον, εάν έλαβε χώρα το τελευταίο, έχουν εφαρμογή οι περί ηθικής αυτουργίας διατάξεις. Είναι προφανές ότι με την ανωτέρω διάταξη καλύπτονται κατ' ουσίαν οι περιπτώσεις της απόπειρας ηθικής αυτουργίας, οι οποίες δεν τιμωρούνται με τις γενικές περί συμμετοχής διατάξεις. Περαιτέρω κατά το άρθρο 231 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος εν γνώσει ματαιώνει τη δίωξη άλλου για κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε ή την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε ή του μέτρου ασφαλείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, αντικειμενικώς, α) τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήμματος από άλλον, στο οποίο δεν συμμετέχει με οποιοδήποτε τρόπο (ως συναυτουργός, ηθικός αυτουργός ή συνεργός) ο υποθάλπων και β) πράξη, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη του υποθάλποντος, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν ο υποθάλπων έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να επιχειρήσει την παραλειφθείσα ενέργεια (άρθρο 15 ΠΚ) επιφέρουσα ματαίωση της δίωξης του δράστη ή της εκτελέσεως της ποινής που επιβλήθηκε γι' αυτήν. Ως ματαίωση της δίωξης νοείται η ματαίωση της ποινικής δίωξης ή της εξακολούθησης αυτής. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο και όταν με την ενέργεια του υπαιτίου, επιτυγχάνεται η για μεγάλο ή και μακρό χρονικό διάστημα παρεμπόδιση της δικαστικής αρχής να θέσει τον υπαίτιο στη διάθεση της δικαιοσύνης ή και να ασκήσει κατ' αυτού ποινική δίωξη, ασχέτως αν αυτό έχουν επιτευχθεί μεταγενέστερα. Η ματαίωση της δίωξης δεν εξαρτάται από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η ποινική διαδικασία, δηλαδή εάν πρόκειται για την προδικασία ή την κύρια διαδικασία. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιέχει τη γνώση ότι διαπράχθηκε κακούργημα ή πλημμέλημα ή ότι έχει επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας και τη θέληση ματαιώσεως της δίωξης ή της εκτέλεσης της ποινής, μη αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου, δίχως πάντως να απαιτείται να γνωρίζει ο δράστης για ποία ακριβώς ποινή ή μέτρο ασφαλείας πρόκειται. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της υπόθαλψης εγκληματίου μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο πλην του δράστη του προεκτελεσθέντος κακουργήματος ή πλημμελήματος, γιατί "υπόθαλψη εαυτού" δεν υφίσταται κατά τη διάταξη του άρθρου 231 ΠΚ, που απαιτεί να είναι "άλλος" το υποθαλπόμενο πρόσωπο. Επίσης δεν μπορεί να είναι ενεργητικό υποκείμενο ο συναυτουργός στο προεκτελεσθέν έγκλημα και γενικότερα οποιοσδήποτε συμμέτοχος σε αυτό. Τούτο δικαιολογείται διότι ο συμμέτοχος που παρέχει άσυλο ή φυγαδεύει τον αυτουργό του προεκτελεσθέντος εγκλήματος επιδιώκει όχι μόνο την υπόθαλψη αυτού, αλλά κυρίως και τη δική του επιτρεπόμενη αυτοϋπόθαλψη. Το παραπάνω έγκλημα τελείται, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και με την παροχή στις δικαστικές αρχές παραπλανητικών πληροφοριών και του επηρεασμού μαρτύρων να καταθέσουν ευνοϊκά για τον δράστη του εγκλήματος για το οποίο διώκεται. Ακόμα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία ή ανεπιτυχής προσπάθεια να πεισθεί μάρτυρας να δώσει ψευδή κατάθεση (Βλ. Μιχ. Μαργαρίτη Ποιν. Κώδικας άρθρο 231 παρ. ..., 2 έκδοση σελ. 616). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό με γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της τελέσεως απ' αυτόν ορισμένης άδικης πράξης και με τη βούληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος. Ψυχική δε συνδρομή αποτελεί και η ενίσχυση και ενθάρρυνση του αυτουργού στην απόφαση που έχει πάρει να τελέσει ορισμένο έγκλημα, το οποίο μπορεί να πραγματωθεί με την απλή παρουσία του συνεργού στον τύπο της πράξης ή με την παροχή σ' αυτόν πριν από την πράξη υπόσχεσης για βοήθεια μετά την τέλεση της πράξης ή και συγκάλυψη αυτής και απόκρυψη των αντικειμένων της. Περαιτέρω η απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλοντα! στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα της πράξης λόγω του ότι αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο σ' εκείνον που την τέλεσε ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 2054/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης, δέχθηκε ομόφωνα ως προς την πράξη της παρότρυνσης (πρόκληση) για την εκτέλεση ψευδορκίας και κατά πλειοψηφία ως προς την πράξη της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία και την πράξη της απλής συνέργειας στα παραπάνω δύο πλημμελήματα, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Περί τα τέλη έτους 2004, και ενόσω διενεργούνταν κύρια ανάκριση, ύστερα από την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του ΑΑ, για τα κακουργήματα της καλλιέργειας και συγκομιδής φυτών ινδικής κάνναβης και τα πλημμελήματα της αντίστασης κατά της αρχής και της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ2, βουλευτής τότε του Ν. ..., κάλεσε μέσω του συγκατηγορουμένου του και προέδρου της ΝΟΔΕ Ν. ..., Χ1, στο πολιτικό του γραφείο, τον αστυνομικό ΒΒ, ο οποίος υπηρετούσε στην ΕΙΔΑΣΥΔΕ ... και ο οποίος μαζί με τον συνάδελφο του, ΓΓ και άλλους συναδέλφους τους, είχαν ανακαλύψει την ως άνω φυτεία ινδικής κάνναβης στις ... Όπως ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος ομολογεί, ο πατέρας του ως άνω κατηγορουμένου, όντας πιεστικός και φορτικός τον επισκέφθηκε πολλές φορές στο πολιτικό του γραφείο, παραπονούμενος ότι ο γιος του αδικείται στην υπόθεση των ... Ο ίδιος δε, είπε στον συγκατηγορούμενό του, Χ1, να καλέσει τον αστυνομικό ΒΒ στο γραφείο του, στον οποίο ακριβώς εξέθεσε και τον λόγο που ήθελε τον αστυνομικό. Πράγματι, ο τελευταίος ΒΒ, κληθείς τηλεφωνικά από το δεύτερο κατηγορούμενο, επισκέφθηκε την επομένη ημέρα το πολιτικό γραφείο του πρώτου κατηγορούμενου, όπου βρισκόταν και ο παραπάνω κατηγορούμενος μαζί με τον αδελφό του. Μόλις ο δεύτερος κατηγορούμενος αντιλήφθηκε τον μάρτυρα αστυνομικό, του συστήθηκε και τον χαιρέτησε, ενώ ο αστυνομικός εξέφρασε τη λεκτική δυσφορία του σ' αυτόν για την παρουσία του άνω κατηγορουμένου. Εκείνη τη στιγμή, ο πρώτος κατηγορούμενος εξήλθε, από το γραφείο του και ο Χ1 του είπε ότι ήρθε ο αστυνομικός ΒΒ για την υπόθεση που συζητούσαν νωρίτερα. Στη συνέχεια, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι μαζί με τον μάρτυρα αστυνομικό εισήλθαν στον ιδιαίτερο χώρο του γραφείου του πρώτου κατηγορουμένου και αυτός είπε στον αστυνομικό ότι στην υπόθεση αυτή έχει κάνει λάθος, όπως και ο συνάδελφος του ΓΓ, και του πρότεινε να αφήσει αμφιβολίες, όταν κληθεί από τον ανακριτή να καταθέσει, ως προς τα χαρακτηριστικά του δράστη της φυτείας, γιατί είναι νέο παιδί και πρέπει να του δοθεί μια ευκαιρία. Τα παραπάνω αποδεικνύονται πλήρως από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών του κατηγορητηρίου, οι οποίοι κρίνονται αξιόπιστοι, και δεν αναιρούνται από τις αντίθετες και αναξιόπιστες καταθέσεις, των μαρτύρων υπεράσπισης, ... και ..., οι οποίοι, εξετασθέντες στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι ήταν όλοι παρόντες, κατά τη συνάντηση του πρώτου κατηγορουμένου με τον αστυνομικό ΒΒ στο γραφείο του πρώτου, και τον άκουσαν να ρωτάει τον αστυνομικό αν αναγνωρίζει το δράστη, λέγοντας του στη συνέχεια να πράξει το καθήκον του, αν και ο αστυνομικός ΒΒκατέθεσε ότι όταν πήγε στο γραφείο του Υπουργού, μέσα σε αυτό ήταν μόνο ο Χ1, ο κατηγορούμενος ΑΑ, ο αδελφός του τελευταίου και κανείς άλλος. Εξάλλου, και η μάρτυρας υπεράσπισης, ..., γραμματέας του πολιτικού γραφείου του πρώτου κατηγορουμένου, εξετασθείσα τόσο στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όσο και στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, περιέπεσε σε αντιφάσεις, δεδομένου ότι αρχικά κατέθεσε ότι, κατά την επίμαχη συνάντηση στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου, ήταν παρών και ο πατέρας του κατηγορουμένου, ΑΑ, ενώ στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου ανέφερε ότι αυτός απλώς περίμενε στον προθάλαμο και δεν παρακολουθούσε τη συνομιλία του πρώτου κατηγορουμένου και του αστυνομικού ΒΒ. Αποδείχθηκε επομένως, ότι με την παραπάνω ενέργεια του ο πρώτος κατηγορούμενος με πρόθεση προκάλεσε τον ως άνω μάρτυρά αστυνομικό να τελέσει το αδίκημα της ψευδορκίας, ενώ το γεγονός ότι ο τελευταίος δεν πείσθηκε και τελικά αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ΑΑ, όταν κλήθηκε από την ανακρίτρια τόσο στις 23-1-2004, όσο και κατά την αντιπαράσταση εξέταση του με τον κατηγορούμενο στις 19-2-2004, δεν έχει καμία σημασία, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη. Επίσης, με την εν λόγω πράξη του, ο πρώτος κατηγορούμενος θέλησε να ματαιώσει τη δίωξη του ΑΑ, ο οποίος διώκετο για τα προαναφερθέντα κακουργήματα επηρεάζοντας υπέρ του τελευταίου την μαρτυρία ενός κρίσιμου μάρτυρα αστυνομικού. Κατόπιν τούτων, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις της πρόκλησης για την εκτέλεση πλημμελήματος (ψευδορκίας) και της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος δέχθηκε να καλέσει τηλεφωνικά, για λογαριασμό του πρώτου, τον αστυνομικό ΒΒ στο γραφείο του τελευταίου, γνωρίζοντας τον λόγο για τον οποίο το έκανε και το ότι ο εν λόγω αστυνομικός θα ανταποκρινόταν στην κλήση του, γνωρίζοντας τη βαρύτητα του ονόματος του, παρέσχε απλή συνδρομή στην ανωτέρω εγκληματική δραστηριότητα του πρώτου κατηγορουμένου, τελώντας τα αδικήματα της απλής συνέργειας στην πρόκληση για την εκτέλεση πλημμελήματος (ψευδορκίας) και της απλής συνέργειας σε απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία. Επομένως, για τις πράξεις αυτές ο δεύτερος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ...".
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ως πρόσωπα που κατείχαν σημαντικές δημόσιες θέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, έζησαν μέχρι την τέλεση των επιδίκων αδικημάτων έντιμη ατομική και κοινωνική ζωή, προσφέροντες σημαντικές υπηρεσίες στους πολίτες του Ν. ... και συνεπώς λαμβανομένου υπόψη και του λευκού ποινικού μητρώου τους πρέπει να τους αναγνωριστεί η συνδρομή, στην προκειμένη περίπτωση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2αΠΚ". Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους δύο κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες για τις αξιόποινες πράξεις της παρότρυνσης για την εκτέλεση του πλημμελήματος της ψευδορκίας και της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία (τον Χ2) και της απλής συνέργειας στις παραπάνω δύο αξιόποινες πράξεις (τον Χ1) και με την παραδοχή, όπως προαναφέρεται, της συνδρομής στο πρόσωπο αυτών της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ. Επέβαλε στον μεν πρώτο αυτών ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών για καθεμία των ανωτέρω πράξεων, στο δε δεύτερο ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών για καθεμία των πράξεων που κηρύχθηκε ένοχος και συνολικά επέβαλε σ' αυτούς ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών και τριών (3) μηνών αντίστοιχα, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας όσον αφορά μόνο τις πράξεις της παρότρυνσης για την τέλεση του πλημμελήματος της ψευδορκίας και της απλής ενέργειας σ'αυτήν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκαν οι δύο αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. Β', 26 παρ. Ια, 27 παρ. Ι, 47 παρ. 1, 84 παρ. 2 περ. α' και 186 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως, όσον αφορά τα εγκλήματα της παρότρυνση για την τέλεση της ψευδορκίας μάρτυρα και της απλής συνέργειας σε αυτήν, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που αφορούν καθένα αναιρεσείοντα και με τα οποία οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων) όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, κρίνοντας, όμως, κατά την ανεξέλεγκτη κρίση του, ως πλέον πειστικές των άλλων τις καταθέσεις των αστυνομικών ΒΒ και ΓΓ (αυτών που δέχθηκαν την παρότρυνση και τους αναιρεσείοντες για να καταθέσουν ψευδώς στην ανακρίτρια Ρεθύμνου ευνοϊκά περιστατικά για τον τότε κατηγορούμενο ΑΑ). Κατά το μέρος δε που υπό το πρόσχημα του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλομένη απόφαση, πλήττεται η τελευταία για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών η τοιαύτη αιτίαση είναι απαράδεκτη και απορριπτέα. Ακόμα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται σαφώς και ορισμένα ο τρόπος που ενήργησε ο αναιρεσείων Χ1 παρέχοντας απλώς την συνδρομή του στον έτερο αναιρεσείοντα πριν και κατά τη διάπραξη του εγκλήματος της παρότρυνσης σε ψευδορκία μάρτυρα (τηλεφωνική πρόσκληση του μάρτυρα ΒΒνα προσέλθει στο γραφείο του Χ2 κατ' εντολή και ενεργώντας για λογαριασμό αυτού, παρουσία του κατά την προσέλευση του εν λόγω μάρτυρα και οδήγησή του στον ιδιαίτερο χώρο του γραφείου του ανωτέρω, όπου και έγινε η σχετική ως άνω παρότρυνση προς τον μάρτυρα αστυνομικό ΒΒ (βλ. περί αυτών σελ. 23 έως 25 της προσβαλλόμενης απόφασης). Γι' αυτό η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ1 για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο γι' αυτόν ως απλό συνεργό του εγκλήματος της παρότρυνσης σε ψευδορκία μάρτυρα είναι αβάσιμη και απορριπτέα, με την επισήμανση ότι δεν ασκεί καμμία έννομη επιρροή η ιδιότητα καθενός των δύο συμμετόχων στο ανωτέρω έγκλημα που τέλεσαν (ο ένας ως φυσικός αυτουργός και ο άλλος ως απλός συνεργός του) και η οιαδήποτε εξάρτηση του ενός από τον άλλον ... που δεν αποκλείει την ποινική ευθύνη εκάστου αυτών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ιδιαίτερα ο αναιρεσείων Χ1.
Περαιτέρω και όσο αφορά τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Χ2 περί αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της πράξης της παρότρυνσης για την τέλεση της ψευδορκίας μάρτυρα ένεκα εκπλήρωσης του καθήκοντος αυτού που έσχε λόγω της τότε βουλευτικής ιδιότητας και της εντεύθεν υποχρεώσεώς του "να ακούει κάθε πολίτη", το Δικαστήριο της ουσίας ορθά δεν απάντησε γι' αυτόν, αφού ο παραπάνω ισχυρισμός, όπως προβλήθηκε, δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας, ενόψει του ότι από τις επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα διατάξεις του Συντάγματος (άρθρα 54 παρ. 2 και 3, και 52 που αναφέρονται στην εκλογή των βουλευτών και άρθρα 59 παρ. 1 και 60 παρ. 1 που αναφέρονται στα καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών) ουδαμώς παρέχεται δικαίωμα στον βουλευτή (όπως συμβαίνει άλλωστε και για οποιοδήποτε άλλο πολίτη) να παροτρύνει τρίτο να καταθέσει ψευδώς στο δικαστήριο, αλλά ευνοϊκά για άλλο, γνωστό του παροτρύνοντος, παρεμποδίζοντας έτσι το δικαστήριο να ανεύρει την ουσιαστική αλήθεια και να οδηγηθεί σε αντικειμενική και όχι πεπλανημένη κρίση. Γι' αυτό η σχετική αιτίαση του ανωτέρω αναιρεσείοντος (Χ2) περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη (σιωπηρή) του προναφερομένου μη αυτοτελούς αλλά αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Κατ' ακολουθίαν των προεκτιθεμένων ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' προβαλλόμενος με τις δύο κρινόμενες αιτήσεις λόγος αναιρέσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, και όσο αφορά τον πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης του Χ2 για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 186 παρ. 2 του ΠΚ με τη μορφή της εκ πλαγίου παραβίασής της, ισχυρίζεται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού ως προς τους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος αυτού, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της στην προκειμένη περίπτωση. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τον τρόπο τέλεσης απ' αυτόν του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της επίκλησης ή παρότρυνσης για διάπραξη ορισμένου πλημμελήματος (ψευδορκίας μάρτυρα) που προβλέπεται από το άρθρο 186 παρ. 2 ΠΚ, καθόσον στο μεν σκεπτικό εκτίθεται ότι αυτός με πρόθεση προκάλεσε τον ως άνω μάρτυρα αστυνομικό (ΒΒ) να τελέσει το αδίκημα της ψευδορκίας (σελ. 24-25 της προσβαλλόμενης απόφασης), ενώ με το διατακτικό κηρύσσεται ένοχος του ότι παρότρυνε άλλον να διαπράξει συγκεκριμένο πλημμέλημα και δή αυτό της ψευδορκίας μάρτυρα (σελ. 26-27 της ίδιας απόφασης). Ο λόγος όμως αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον από τη συμπλεκτική παραδοχή στο διατακτικό ή το σκεπτικό και το διατακτικό που συμπληρώνει το πρώτο, όλων ή περισσοτέρων του ενός των τρόπων τέλεσης ενός υπαλλακτικού μικτού εγκλήματος δεν υπάρχει αντίφαση, ενόψει του ότι γίνεται δεκτό ότι το έγκλημα αυτό μία φορά τελέσθηκε και μία ποινή επιβλήθηκε στο δράστη αυτού, δεν έχει δε κάποια έννομη συνέπεια ο προσδιορισμός του τρόπου τέλεσης του ανωτέρω εγκλήματος και ειδικότερα ως προς την επιμέτρηση της ποινής σε σχέση με τον α' ή β' τρόπο της τέλεσής του, πολύ δε περισσότερο δεν υπάρχει αντίφαση, αν από τα πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά από το δικαστήριο, προκύπτει σαφώς ότι αυτό δέχεται ένα μόνο τρόπο τέλεσης (της παρότρυνσης). Το τελευταίο συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το έγκλημα αυτό προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων Χ2 τέλεσε το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος με παρότρυνση δηλαδή με απλή προτροπή του προς τον αστυνομικό ΒΒ και όχι με πρόκληση προς αυτόν, δηλαδή με προσπάθεια διείσδυσης και επενέργειας στη βούληση του ανωτέρω αστυνομικού, όπως ορθή αναφέρεται σε δύο σημεία του διατακτικού που παραδεκτά συμπληρώνει το σκεπτικό, η δε αναφορά ότι στο τέλος του σχετικού με το έγκλημα αυτό ότι "ο πρώτος κατηγορούμενος με πρόθεση προκάλεσε τον ως άνω μάρτυρα αστυνομικό να τελέσει το αδίκημα της ψευδορκίας", γίνεται πρόδηλα από παραδρομή, όπως άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι στην προσπάθεια του δικαστηρίου να συμφωνήσει το σκεπτικό αυτού με τον υπέρτιτλο του άρθρου 186 του ΠΚ, αναφέρεται μόνο η πρόκληση όχι και η παρότρυνση ως μία μορφή τέλεσης του προβλεπομένου από το άρθρο αυτό υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331 παρ. 2, 333, 364 και 369 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. Ι εδ. δ' του ιδίου Κώδικα, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσεώς του, ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ιδρύουσα τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 358 εδ. β' του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 364 παρ. 1 ΚΠΔ, η μη ανάγνωση των αναφερομένων σ' αυτήν εγγράφων, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της διαδικασίας εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση ορισμένου εγγράφου, από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, ιδρύουσα του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα τις σελ. 13 και 14 αυτών προκύπτει ότι προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο από τους κατηγορουμένους και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο διάφορα έγγραφα, αναφερόμενα υπό τους αριθμ. 6 έως 20 [(6) φ/ο της εφημερίδας "..." της 8ης Ιανουαρίου 2008 έως και 20), Το από 30.9.2008 δημοσίευμα της εφημερίδας "..."]. Μεταξύ των εγγράφων αυτών δεν περιλαμβάνονται αποσπάσματα της με αρ. 763 σελίδα του Βιβλίου ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Ν.ΣΑΚΟΥΛΑ ΕΤΟΣ 2005, ούτε επίσης προκύπτει από τα ίδια ως άνω πρακτικά, τα οποία ας σημειωθεί ότι δεν προσβλήθηκαν από τον αναιρεσείοντα Χ1 ως πλαστό, ότι ζητήθηκε η ανάγνωση του ανωτέρω εγγράφου που αόριστα και αναπόδεικτα ισχυρίζεται ότι προσκόμισε στο Δικαστήριο και το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει επί του αιτήματός του αυτού. Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα Χ1 από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, όσο αφορά τα εγκλήματα της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία και της απλής συνέργειας σ' αυτό αντίστοιχα", για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, εσφαλμένα το Δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε τις σχετικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 231 παρ. 1 ΠΚ ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 και κατ' ακολουθία του άρθρου 47 παρ. ΠΚ σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα άρθρα του ίδιου Κώδικα και ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 (λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε κάποιο έγκλημα, η τέλεση του οποίου προϋποθέτει την τέλεση από κάποιον άλλον του κυρίως εγκλήματος και στην προκειμένη περίπτωση της απόπειρας υπόθαλψης εγκλήματος). Ειδικότερα το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσείων Χ2, παράλληλα με την τέλεση του εγκλήματος της παρότρυνσης σε τέλεση της ψευδορκίας μάρτυρα από τον αστυνομικό ΒΒ, ότι "θέλησε να ματαιώσει τη δίωξη του ΑΑ, ο οποίος διώκεται για τα προαναφερθέντα κακουργήματα (της καλλιέργειας και συγκομιδής φυτών ινδικής κάνναβης) επηρεάζοντας υπέρ του τελευταίου την μαρτυρία ενός κρίσιμου μάρτυρα αστυνομικού" καίτοι το ίδιο Δικαστήριο δέχθηκε στο διατακτικό που συμπληρώνει το σκεπτικό ως προς την εν λόγω πράξη ότι "Ο ανωτέρω όμως μάρτυρας δεν επηρεάσθηκε και κατέθεσε την αλήθεια, αναγνωρίζοντας τον άνω δράστη, ο οποίος τελικώς καταδικάσθηκε πρωτόδικα για τις άνω πράξεις του με την υπ'αριθ. 182/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης". Δηλονότι το Δικαστήριο της ουσίας με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων Χ2 προσπάθησε μόνο να πείσει τον μάρτυρα αστυνομικό ΒΒ να δώσει ψευδή κατάθεση, χωρίς τούτο να το επιτύχει, τον κήρυξε ένοχο, παρότι η ως άνω πράξη του συνιστά ατιμώρητη προπαρασκευαστική πράξη και όχι απόπειρα του εγκλήματος της υπόθαλψης εγκληματίας, για την τέλεση του οποίου απαιτείται, όπως έχει αναφερθεί στη σχετική νομική σκέψη άμεσος δόλος του υποθάλποντος του εγκληματία, με την παραδοχή περιστατικών που θεμελιώνουν την υποκειμενική υπόσταση του φερομένου ως δράστη του εν λόγω εγκλήματος αναιρεσείοντος Χ2, το οποίο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αναφέρεται ότι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο ρητά πρέπει να λεχθεί και για τον συμμέτοχο με τη μορφή της απλής συνέργειας στην απόπειρα της υπόθαλψης εγκληματία (για την οποία καταδικάσθηκε) αναιρεσείοντα Χ1, δηλονότι δεν θεμελιώνεται το έγκλημα αυτό λόγω του ότι κατά τα προαναφερόμενα η ενέργεια του φυσικού αυτουργού Χ2 ως προς το σημείο αυτό δεν συνιστά αξιόποινη πράξη (είναι μη τιμωρητή προπαρασκευαστική πράξη στο έγκλημα της υπόθαλψης εγκληματία) γι' αυτό πρέπει να επεκταθεί το ευνοϊκό ως άνω αποτέλεσμα και σ'αυτόν κατ' εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ.
Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης του Χ2 αλλά και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος (άρθρο 511 ΚΠΔ) περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρων 42 παρ. 1, 47 παρ. 1 και 231 παρ. 1 ΠΚ), ως βάσιμος. Κατ' ακολουθία πλην των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία, της απλής συνέργειας σ' αυτή, την επιβολή ποινής γι' αυτές και συνολικής ποινής, να κηρύξει αθώους τους κατηγορούμενους για τις ως άνω πράξεις (άρθρο 518 ΚΠΔ) και να απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης κατά τα λοιπά αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 29 Απριλίου 2009 αίτηση του Χ2 με τους επ' αυτής από 30 Οκτωβρίου 2009 πρόσθετους λόγους της και την από 29 Απριλίου 2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2054/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης.
Αναιρεί εν μέρει την ως άνω απόφαση όσο αφορά την καταδικαστική διάταξή της σε βάρος των αναιρεσειόντων για τις πράξεις της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία και της απλής συνέργειας σ'αυτήν (υπό στοιχ. Α2 και Β2 διατάξεις του διατακτικού της).
Απαλείφει: α) το μέρος της διάταξης της ως άνω απόφασης που αναφέρεται στην επιβολή της ποινής για τις πράξεις αυτές (τεσσάρων μηνών στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Χ2 και δύο μηνών στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1) και β) τη διάταξη περί επιβολής συνολικών ποινών στους αναιρεσείοντες.
Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Χ2, κάτοικο ..., του ότι στο ... έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το πλημμέλημα της υπόθαλψης εγκληματία, δηλαδή της εν γνώσει ματαίωσης της δίωξης άλλον για κακουργήματα και πλημμελήματα, επιχείρησε πράξη που περιείχε αρχή εκτέλεσης του εν λόγω πλημμελήματος (της υπόθαλψης), πλην όμως από εξωτερικά εμπόδια άσχετα της βουλήσεώς του, δεν πέτυχε το ως άνω αξιόποινο αποτέλεσμα (της ματαίωσης της δίωξής του). Συγκεκριμένα επιχείρησε να ματαιώσει την καταδίκη του ΒΒ, κατοίκου ..., σε βάρος του οποίου διεξαγόταν κύρια ανάκριση για τα κακουργήματα της καλλιέργειας και συγκομιδής ναρκωτικών και για τα πλημμελήματα της αντίστασης κατά της αρχής και της απλής σωματικής βλάβης, από πρόθεση, πράξεις που τελέσθηκαν στις ... του Δήμου ... στις 24.9.2003. Τούτο δε έπραξε, επιχειρώντας κατά το χρονικό διάστημα 20-22/1/2004 και σε αδιευκρίνιστη ακριβέστερα ημερομηνία, να επηρεάσει τον μάρτυρα αστυνομικό της ΕΙΔΑΣΥΔΕ ..., ΒΒ, ώστε να καταθέσει ψευδώς ενώπιον της διενεργούσης την καμία ανάκριση Ανακρίτριας Ρεθύμνου ότι τάχα διατηρεί αμφιβολίες για την ταυτότητά του και ότι δεν αναγνωρίζει τον ως άνω δράστη, τον οποίο ο ίδιος κατέλαβε επ' αυτοφώρω μέσα στη φυτεία ινδικής κάνναβης και με τον οποίο ο συνάδελφός του αστυνομικός ΓΓ, πάλεψε, εντός της φυτείας, προκειμένου να τον συλλάβει, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί μάλιστα σοβαρά, στα παιδιά του. Ο ανωτέρω όμως μάρτυρας δεν επηρεάστηκε και κατέθεσε την αλήθεια, αναγνωρίζοντας τον άνω δράστη, ο οποίος, τελικώς, καταδικάστηκε πρωτόδικα για τις άνω πράξεις της με την υπ' αριθμ. 182/20.3.2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης.
Επεκτείνει το ως άνω αθωωτικό αποτέλεσμα ως προς τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Χ1, και ειδικότερα κηρύσσει αθώο τον ως άνω κατηγορούμενο του ότι κατά τον ως άνω αναφερόμενο τόπο και κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο παρέσχε στον συγκατηγορούμενό του Χ2 απλή συνδρομή στην τέλεση της αποδοθείσας σ' εκείνον ως άνω πράξης της απόπειρας υπόθαλψης εγκληματία. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις ως άνω δύο αιτήσεις αναίρεσης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Δεκεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή