Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 834 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απάτη - στοιχεία αυτής. Για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας σε απάτη κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, πρέπει οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις να συντρέχουν ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδίκης για ηθική αυτουργία πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο ηθικός αυτουργός για να προκαλέσει την απόφαση στον φυσικό αυτουργό, χωρίς όμως να απαιτείται η περαιτέρω εξειδίκευση αυτών. Αιτιολογημένη καταδίκη για το ανωτέρω έγκλημα του κατηγορουμένου, ο οποίος, ενεργώντας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έπεισε άλλον να εξαπατήσει τρίτους και να τους πουλήσει κλεμμένα αυτοκίνητα, των οποίων είχε παραποιήσει τα στοιχεία κυκλοφορίας. Αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού για συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 834/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση

του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Αλετρά, περί αναιρέσεως της 2421/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.1.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 137/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721 της 3/3.6.1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 περίπτ. στ του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/96, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, η οποία ορίζει ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε ή αποπειράθηκε να τελέσει. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, παραινέσεις, πειθώ ή φορτικότητα. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει στη συγκεκριμένη πράξη και στη θέλησή του να προκαλέσει την απόφαση αυτή. Για να έχει η πράξη της ηθικής αυτουργίας στην κακουργηματική απάτη του άρθρου 386 παρ. 3 περ. α ΠΚ κακουργηματικό χαρακτήρα, πρέπει οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης να συντρέχουν ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικώς προκειμένου περί καταδίκης για ηθική αυτουργία, πρέπει για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρονται στην απόφαση ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει την αξιόποινη πράξη, δεν είναι, όμως, αναγκαίο να εξειδικεύεται περαιτέρω σε τι συνίστανται οι προτροπές, παραινέσεις, πειθώ ή φορτικότητα που τυχόν χρησιμοποίησε ο ηθικός αυτουργός. Η ως άνω αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Στους ανωτέρω ισχυρισμούς περιλαμβάνονται και εκείνοι που αφορούν στη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 του ΠΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2421/2008 απόφασή του δέχτηκε στο αιτιολογικό αυτής ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος X από το έτος 1982 γνωριζόταν με τον αρχικά συγκατηγορούμενό του Z, ο οποίος εργαζόταν σε αντιπροσωπεία της εταιρείας Fiat στην Ελλάδα. Ο τελευταίος, λόγω της ιδιότητάς του αυτής, είχε τη δυνατότητα να αγοράζει αντί ευτελούς τιμήματος μεγάλο αριθμό κατεστραμμένων από σύγκρουση αυτοκινήτων, κυρίως μάρκας Fiat, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να επισκευασθούν και μπορούσαν μόνο να τεμαχισθούν και να χρησιμοποιηθούν ως ανταλλακτικά. Κατά το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του έτους 1996 μέχρι και τον Απρίλιο του έτους 1999 ο Z και άλλοι συνεργαζόμενοι με αυτόν, από τους οποίους ορισμένοι έχουν αποβιώσει και των λοιπών τα στοιχεία δεν έγιναν γνωστά, προέβαιναν σε κλοπές αυτοκινήτων, κυρίως μάρκας Fiat, τα οποία βρίσκονταν σε πολύ καλή κατάσταση ή ήσαν και σχεδόν καινούργια. Παράλληλα ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν προέκυψε ότι είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στις κλοπές των αυτοκινήτων (και για το λόγο αυτό κηρύχθηκε αθώος αυτών με την εκκαλούμενη απόφαση), πλην όμως είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί τον Z για την αγορά των κατεστραμμένων αυτοκινήτων, υπέδειξε σ' αυτόν και τους άλλους άγνωστους δράστες των κλοπών να μεταφέρουν τα κλεμμένα αυτοκίνητα σε άγνωστο φανοποιείο αυτοκινήτων, προκειμένου να παραποιούνται τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους (αριθμός πλαισίου και αριθμός κινητήρα) με την αντικατάστασή τους από τα τεχνικά χαρακτηριστικά των κατεστραμμένων από σύγκρουση αυτοκινήτων που είχαν στη διάθεσή τους και είχαν αποκτηθεί, κατά τα προεκτεθέντα, αντί ευτελούς τιμήματος από τον Z στο όνομα του ιδίου ή του κατηγορουμένου ή άλλων φίλων τους που κατονομάζονται παρακάτω. Πράγματι οι δράστες των κλοπών προέβησαν στις υποδειχθείσες από τον κατηγορούμενο ενέργειες, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια να θεωρούνται τα κλεμμένα αυτοκίνητα ότι νόμιμα κυκλοφορούν με πινακίδες που είχαν χορηγηθεί στα κατεστραμμένα αυτοκίνητα. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάρτιο του έτους 1997 μέχρι και το μήνα Ιούνιο του έτους 1999 ο κατηγορούμενος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, γνώριζε τον Z από ετών και γνώριζε τη ροπή του προς τον παράνομο πλουτισμό, με πειθώ και φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, προκάλεσε σ' αυτόν την απόφαση να παραστήσει εν γνώσει του ψευδώς σε τρίτους ανυποψίαστους πολίτες ότι οι ίδιοι (ο Z και ο κατηγορούμενος) ή άλλοι φίλοι τους που κατονομάζονται παρακάτω είναι κύριοι των κλεμμένων αυτοκινήτων των οποίων είχαν παραποιηθεί τα τεχνικά χαρακτηριστικά και να τα πωλήσει σ' αυτούς. Πράγματι ο Z, ενεργώντας σύμφωνα με τις προτροπές και παραινέσεις του κατηγορουμένου, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος αλλά και ο κατηγορούμενος (που ενεργούσε ως ηθικός αυτουργός) παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους τρίτους τα ονόματα των οποίων αναφέρονται πιο κάτω ότι αυτός και ο κατηγορούμενος ή οι κατωτέρω αναφερόμενοι φίλοι τους ήταν κύριοι των κλεμμένων αυτοκινήτων των οποίων είχαν παραποιηθεί τα τεχνικά χαρακτηριστικά και έτσι τους έπεισε να τα αγοράσουν, εισπράττοντας από κάθε αγοραστή το κατωτέρω αναφερόμενο τίμημα το οποίο ανερχόταν σε σημαντικό ποσό. Έτσι έβλαψε την περιουσία των αγοραστών κατά τα ποσά αυτά, αφού οι αγοραστές τίποτα δεν αποκτούσαν, δεδομένου ότι τα πιο πάνω αυτοκίνητα ήταν κλεμμένα και δεν ανήκαν ούτε στους ίδιους (τον Z και τον κατηγορούμενο) ούτε στους φίλους τους που φέρονταν ως κύριοί τους, με αντίστοιχη ωφέλεια των ιδίων (του Z και του κατηγορουμένου) που συνίστατο στη διαφορά μεταξύ του ποσού που εισέπρατταν ως τίμημα από την πώληση κάθε κλεμμένου αυτοκινήτου και του ποσού που κατέβαλαν για την αγορά του αντίστοιχου κατεστραμμένου. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος με πειθώ και φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις, έπεισε τον Z και ο τελευταίος τέλεσε τις εξής επί μέρους πράξεις απάτης, τετελεσμένης και σε απόπειρα: (Ακολουθεί η περιγραφή δέκα έξη πράξεων απάτης του Z τετελεσμένες και μία πράξη σε απόπειρα). Εξάλλου ο Z διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεση των ανωτέρω πράξεων και την οργάνωση και υποδομή που κατά τ' ανωτέρω είχε διαμορφώσει, προκύπτει το μεν πρόθεσή του για επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προς πορισμό εισοδήματος, το δε σταθερή ροπή του για διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του, ενώ το συνολικό όφελος από την παραπάνω πράξη υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Ο δε κατηγορούμενος γνώριζε τα πιο πάνω κατά την πρόκληση στον άνω αυτουργό της αποφάσεως για την τέλεση της προαναφερθείσης αξιόποινης πράξεως. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, τετελεσμένη και σε απόπειρα, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ.ε Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχτηκε ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πιο πάνω πράξη του. Αντίθετα αποδείχτηκε ότι αυτός φυγοδίκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με συνέπεια να δικαστεί για τα κακουργήματα χωριστά από τον αρχικά συγκατηγορούμενό του Z (βλ. την αναγνωσθείσα απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με τον αριθμό 1971/2001) και με περαιτέρω συνέπεια, λόγω της παρόδου μακρού χρόνου χωρίς να εκδικαστεί η υπόθεσή του, να υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με τα αμέσως κατωτέρω εκτιθέμενα η αρχικά (με την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη) χαρακτηρισθείσα ως κακούργημα και στη συνέχεια (με την εκκαλούμενη απόφαση) χαρακτηρισθείσα ως πλημμέλημα αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, η οποία επίσης του αποδίδεται". Ακολούθως στο διατακτικό της αποφάσεώς του το Δικαστήριο όρισε τα εξής: "
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι στην Αθήνα κατά τις ημερομηνίες και τα χρονικά διαστήματα, που αναφέρονται παρακάτω, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση, προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει τις άδικες πράξεις που διέπραξε, οι οποίες τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Στην Αθήνα, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση, του ιδίου εγκλήματος τέλεσε το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε απάτη, δηλαδή προκάλεσε στον αρχικώς συγκατηγορούμενό του Z την απόφαση, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιους σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ενώ έχοντας αποφασίσει να τελέσει το έγκλημα της απάτης, να επιχειρήσει για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του ως άνω εγκλήματος, χωρίς όμως να πετύχει του σκοπού του από αίτια εξωτερικά και λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του. Διαπράττει δε αυτός Z απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος που επιδίωξε με την ανωτέρω πράξη του υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, κάτι που γνώριζε και επιδίωκε και ο κατηγορούμενος κατά την πρόκληση στον άνω αυτουργό της απόφασης για την τέλεση της εν λόγω πράξεως. Ειδικότερα ο Z με την πρόκληση σ' αυτόν της απόφασης από τον κατηγορούμενο X: (Ακολουθεί η περιγραφή δέκα έξη πράξεων απάτης του Z τετελεσμένες και μία πράξη σε απόπειρα). Από την επανειλημμένη τέλεση των ανωτέρω πράξεων και την οργάνωση και υποδομή που κατά τα ανωτέρω είχε διαμορφώσει προκύπτει το μεν πρόθεσή του για επανειλημμένη τέλεση της πράξης προς πορισμό εισοδήματος, το δε σταθερή ροπή του για διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ το συνολικό όφελος από την παραπάνω πράξη υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος σε κάθειρξη έξη (6) ετών. Από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, για το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α και 386 παρ. 1 και 3 περίπτ. α' ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρει τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία ο κατηγορούμενος προκάλεσε στον Z την απόφαση για την τέλεση της κακουργηματικής απάτης, τα οποία ήταν οι προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα, χωρίς να είναι απαραίτητη, όπως προαναφέρθηκε, η περαιτέρω εξειδίκευση αυτών. Επίσης από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως και ιδίως από την παραδοχή ότι την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως επιδίωκε και ο κατηγορούμενος κατά την πρόκληση στον ανωτέρω αυτουργό της απόφασης για τέλεση της κακουργηματικής απάτης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχτηκε τη συνδρομή και στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως δέχεται η απόφαση, ήταν κοινή με τον Z η επιδίωξη του οφέλους. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την εξειδίκευση των χρησιμοποιηθέντων από τον κατηγορούμενο μέσων για την πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης για τέλεση της πράξεως και ως προς τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της ηθικής αυτουργίας, είναι αβάσιμος. Τέλος, το Δικαστήριο με όσα ανωτέρω δέχθηκε σχετικώς, διέλαβε την κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου για συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε του ΠΚ. Επομένως η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε στον ανωτέρω ισχυρισμό, αλλά τον απέρριψε σιωπηρώς, είναι αβάσιμη και επίσης είναι αβάσιμος και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ περί ελλείψεως ακροάσεως (άρθ. 170 παρ. 2 του ΚΠΔ), ο οποίος στηρίζεται στην αιτίαση αυτή. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 7-1-2009 αίτηση του X, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2421/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Απριλίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή