Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τι πρέπει να περιέχει η αιτιολόγηση της καταδικαστικής απόφασης για παράβαση του ΑΝ 690/1945. Αναιρείται η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση για παράβαση του ΑΝ 690/45 λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι δεν προσδιορίζονται σ’ αυτήν το ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών των εργαζομένων, αν αυτές καθορίζονται από την ατομική σύμβαση εργασίας των απασχοληθέντων ή από συλλογική σύμβαση εργασίας κ.λ.π. καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας.
Αριθμός 115/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιατράκο, περί αναιρέσεως της ΒΤ 6373/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ..... και 2) ...., οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 842/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ’ αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν ως οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε καταστάσεις διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές ή άλλες φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος οι αποδείξεις που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διατάξεως του α.ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, την ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων, να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 6373/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη καταδικάστηκε για παράβαση του πιο πάνω αν.ν. 690/1945 σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 4.000,00 ευρώ. Το Δικαστήριο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που επιτρεπτώς κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής, τα οποία περιέχονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, που παραδεκτώς συμπληρώνεται με το διατακτικό της. "Η κατηγορουμένη στον ..... κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 30-10-2002 ως διαχειρίστρια και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "...... ΕΠΕ" που βρίσκεται στην ....., δεν κατέβαλε σε αυτούς που απασχόλησε με μισθό τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές, που καθορίσθηκαν από τη σύμβαση εργασίας, είτε από το νόμο. Συγκεκριμένα αν και είχε απασχολήσει στο κατάστημα της ..... της ράμπας ... και στα καταστήματα .... και .... ως φύλακες και παραλήπτες εμπορευμάτων του εγκαλούντες α) ..... β) ...... και γ) ....., δεν τους κατέβαλε δεδουλευμένες αποδοχές στον πρώτο από αυτούς ποσό 8.512 ευρώ για χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 3-10-2002, στον δεύτερο από αυτούς ποσό 7.714,69 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 27-6-2002 και στον τρίτο εξ αυτών ποσό 798 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 28-6-2000 έως 3-10-2002 ...". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια ένοχη την κατηγορουμένη για παράβαση του πιο πάνω ν. 690/1945, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται σ’ αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό ποιες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές των πιο πάνω εργαζομένων και αν οι παραπάνω αποδοχές καθορίζονται από την ατομική σύμβαση εργασίας των ανωτέρω απασχοληθέντων ή από συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση ή έθιμο. Ακόμη δεν καθορίζεται, ενόψει της αναφερόμενης στην απόφαση συνολικής διάρκειας απασχόλησης του καθενός των εργαζομένων, ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από την ατομική σύμβαση εργασίας, νόμο, συλλογική σύμβαση κλπ. Εξαιτίας των προαναφερομένων ελλείψεων στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων, να αναιρεθεί αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 6373/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτημένο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ