Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ε.Σ.Δ.Α., Δυσφήμηση συκοφαντική, Ακυρότητα σχετική, Πρόσθετοι λόγοι, Ολομέλεια Αρείου Πάγου.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία εγκλήματος. Αυτοτελής ισχυρισμός, ότι από την παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη εναντίον όλων των συμμετεχόντων επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 εδ. 1β ΚΠΔ. Λόγος αναίρεσης για την απόρριψη του ισχυρισμού. Παραπομπή στην Ολομέλεια του ΑΠ όπου κρίνεται αβάσιμος ο λόγος (ΟλΑΠ 1/2007). Έρευνα προσθέτων λόγων για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας. Λόγος αναίρεσης για ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω ακυρότητας του επιδοθέντος στον αναιρεσείοντα κλητηρίου θεσπίσματος. Ισχυρισμός για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράβασης του άρθρου 6 παρ 3α της ΕΣΔΑ . Σχετική ακυρότητα. Πρέπει αν προτείνεται ως λόγος έφεσης κατά της ερήμην εκδοθείσης πρωτοδίκου αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 651/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο, περί αναιρέσεως της 1119-1120/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 25 Απριλίου 2006 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1780/2005.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, την γνώση του δράστη με την έννοια της πλήρους βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη δε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου (Πλημμελημάτων), όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1119-1120/2005 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "......Το έτος ......, με σχετικό έγγραφο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, συνεστήθη ερανική επιτροπή αναστηλώσεως της Ιεράς Μονής ...... Λακωνίας, η οποία (επιτροπή) λειτούργησε μέχρι την ....... Κατά τη διάρκεια των είκοσι (20) περίπου ετών υπάρξεως και λειτουργίας της ερανικής επιτροπής και κυρίως κατά τη δεύτερη δεκαετία, έγινε πραγματικά σοβαρό και μεγάλο οικοδομικό έργο για την αναστήλωση και λειτουργία της μονής αυτής. Συγκεκριμένα η επιτροπή, παρά τις δυσκολίες και ιδιαιτερότητες που υπήρχαν, λόγω της έλλειψης κατάλληλου δρόμου, του απομακρυσμένου αυτής από κατοικημένες περιοχές και του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που παρουσίαζε, κατόρθωσε από τα ερείπια που βρήκε (εκτός του ναού) να δημιουργήσει μία σχεδόν πλήρη και λειτουργική Ιερά Μονή με όλες τις σύγχρονες υποδομές. Ο κατηγορούμενος την .... εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή ..... ως αρχιμανδρίτης και ηγούμενος, ενώ την ..... παρεδόθη σ' αυτόν το αρχείο της ως άνω ερανικής επιτροπής. Ο εγκαλών ψ1 κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ως άνω ερανικής επιτροπής διετέλεσε κατά καιρούς πρόεδρος και αντιπρόεδρος αυτής. Ο τελευταίος την ...... απέστειλε προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία Σπάρτης τη με την ίδια ημερομηνία επιστολή του, στην οποία, αφού (ανέφερε τις διαπιστωθείσες και από τη σχετική αυτοψία παράνομες και αυθαίρετες επεμβάσεις του κατηγορουμένου στο ιερό και αρχαιολογικό μνημείο της ως άνω Μονής, ζητούσε την άμεση παρέμβαση της παραπάνω υπηρεσίας για την προστασία τούτου. Η παραπάνω επιστολή του εγκαλούντος δημοσιεύθηκε στην ημερήσια εφημερίδα "......" και συγκεκριμένα στο υπ' αριθ. ....... φύλλο αυτής. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος, σε απάντηση της πιο πάνω δημοσιευθείσας επιστολής του εγκαλούντος, συνέταξε το από .... κείμενο-".....", στο οποίο αναφέρεται ότι το πιο πάνω από ..... έγγραφο του εγκαλούντος προς την αρχαιολογική υπηρεσία, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "......", είναι "ψευδέστατο, συκοφαντικό, υβριστικό και απαράδεκτο και περιέχει ανυπόστατα περιστατικά". Ήδη ο εγκαλών, με την παρούσα έγκλησή του, αποδίδει στον κατηγορούμενο ότι τα πιο πάνω αναφερθέντα απ' αυτόν στο ως άνω από .... κείμενο-"......" του γεγονότα περί δήθεν αναφοράς από τον πρώτο στο από .... έγγραφό του προς την αρχαιολογική υπηρεσία ψευδών, συκοφαντικών, υβριστικών, απαράδεκτων και ανυπόστατων περιστατικών, ήσαν ψευδή και ο κατηγορούμενος το γνώριζε. Πράγματι δε, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι τα ως άνω αναφερθέντα απ' αυτόν, που αποτελούν γεγονότα και όχι αξιολογικές κρίσεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, ήσαν παντελώς ανυπόστατα και ψευδή, μπορούσαν δε να βλάψουν και έβλαψαν την ηθική και κοινωνική αξία και γενικότερα την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού έτσι τον εμφάνισε ενώπιον των κατοίκων του Δήμου ..... του Νομού Λακωνίας ως υβριστή, συκοφάντη και άτομο που χρησιμοποιεί ψευδείς, απαράδεκτους και ανυπόστατους ισχυρισμούς. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει ότι τα ανωτέρω γεγονότα ήσαν ψευδή, αφού αυτός, ως ηγούμενος της ως άνω μονής από την ....., είχε πλήρη γνώση και σαφή αντίληψη του ότι η 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μετά από επανειλημμένες αυτοψίες που είχε πραγματοποιήσει, είχε διαπιστώσει τη διενέργεια στη Ιερά Μονή ...... Λακωνίας μετά την εγκατάσταση του ίδιου (κατηγορουμένου) σ' αυτήν ως ηγουμένου, σημαντικής εκτάσεως αυθαιρέτων και παρανόμων εργασιών και κατασκευών. Συγκεκριμένα, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, στην παραπάνω Ι. Μονή ....., που είναι ένα από σπουδαιότερα μοναστηριακά συγκροτήματα της .... και αρχαίο μνημείο κατά το Ν. 30128/2002, είχαν τοποθετηθεί και κατασκευαστεί ξύλινοι ελκυστήρες στο καθολικό, δεσποτικός θρόνος και δύο στασίδια στο ναό, ξένης αισθητικής προς το μνημείο, φανοί στη δυτική πτέρυγα δύο καπνοδόχοι στο δυτικό άκρο της βόρειας πτέρυγας, κτίσμα από σκυρόδεμα και τούβλα, είχαν διανοιχτεί δύο παράθυρα και είχε γίνει επίστρωση με σκυρόδεμα του δαπέδου της εισόδου στο συγκρότημα. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τα σχετικά έγγραφα που είχαν εκδοθεί από την παραπάνω υπηρεσία, καθώς και από το υπ' αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο της Γενικής Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο επιβεβαιώνονται οι πιο πάνω αυθαίρετες εργασίες και κατασκευές. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος, με την υπ' αριθ. 1517/16-9-2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης του Κ.Ν. 5351/1932 "περί αρχαιοτήτων" κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε απείθεια και για αυθαίρετες εργασίες και επισκευές στην ως άνω Μονή κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το ότι στο πιο πάνω από ..... έγγραφο του εγκαλούντος ο κατηγορούμενος χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνος, αφού διευκρινίζεται επαρκώς σ' αυτό ότι ο ως άνω χαρακτηρισμός αναφέρεται στις πιο πάνω επεμβάσεις τούτου στο αξιόλογο μνημείο της Μονής. Το αναληθές δε των ως άνω περιστατικών, η περί του αναληθούς γνώση του κατηγορουμένου και ο σκοπός τούτου να πλήξει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος προέκυψε από το σύνολο των πιο πάνω αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και οι σαφείς και ορισμένες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, οι οποίοι έχουν άμεση αντίληψη και σαφή γνώση των όσων καταθέτουν. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση συντρέχουν όλα τα ως άνω απαιτούμενα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση από αντικειμενική και υποκειμενική άποψη του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος. Έτσι, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1, του ΠΚ, καθώς και η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ, περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, λόγω της επικαλούμενης άσκησης εκ μέρους του κατηγορουμένου των νομίμων καθηκόντων ως μοναχού και περιφρουρήσεως της περιουσίας της Μονής ως ηγουμένου αυτής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ίδιος και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί του. Επιπλέον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών προηγουμένως είχε επιδείξει προς τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση συμπεριφορά και συνεπώς ο από τις διατάξεις των άρθρων 361 παρ. 3, 308 παρ. 3 του ΠΚ αυτοτελής ισχυρισμός του τελευταίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος".
ΙΙΙ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι, από την παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη εναντίον όλων των προσώπων που υπέγραψαν το συκοφαντικό κείμενο, επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 εδ. ιβ ΚΠΔ και ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, άλλως να θεωρηθεί κατηργημένη αυτή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 120 ΠΚ. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι νομίμως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησε την ποινική δίωξη κατά των αναφερόμενων στην έγκληση προσώπων, χωρίς να δημιουργείται καμία ακυρότητα ή απαράδεκτο από το ότι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατά των λοιπών προσώπων που υπέγραψαν το παραπάνω κείμενο - ......., αφού εκ της παραλείψεως αυτής δεν επέρχεται καμία παραβίαση της καθιερούμενης με το άρθρο 119 ΠΚ αρχής του αδιαιρέτου της εγκλήσεως και απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό και, ακολούθως, με τις πιο πάνω σκέψεις, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφημήσεως. Για την πράξη του δε αυτή, η οποία, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 363-362, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη από 28-9-2005 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως και τους από 25-4-2006 προσθέτους αυτής λόγους. Ο Άρειος Πάγος, με την προηγούμενη 1560/2006 απόφασή του Ε' ποινικού Τμήματος, παρέπεμψε στην τακτική ποινική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψεως της αποφάσεως με πλειοψηφία μίας ψήφου, το μοναδικό από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ. Με την 1/2007 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει τον πιο πάνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 ΠΚ, απέρριψε ως αβάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονταν τα αντίθετα, και ανέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Τμήμα προκειμένου να κριθούν οι λοιποί μη παραπεμφθέντες λόγοι αναίρεσης, δηλαδή οι διαλαμβανόμενοι στους προσθέτους λόγους αναίρεσης, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και της ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω ακυρότητας του επιδοθέντος στο αναιρεσείοντα κλητηρίου θεσπίσματος, οι οποίοι και πρέπει να ερευνηθούν, ως προς την βασιμότητά τους. IV. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με τις πιο πάνω παραδοχές του (παρ.
ΙΙ), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρονται τα περιστατικά που διέδωσε η αναιρεσείων για τον εγκαλούντα και ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Επίσης, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του αναιρεσείοντος με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση αυτού, ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ψευδή και ότι μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Ειδικότερα, είναι αβάσιμοι οι προταθέντες και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, ότι οι εμπεριεχόμενες στην "....." του φράσεις δεν υπάγονται εις την έννοια του γεγονότος, αλλά είναι αξιολογικές κρίσεις και γνώμες, μη δυνάμενες να συγκροτήσουν την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 363 ΠΚ, και ότι αυτές δεν ήταν πρόσφορες να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη ουδενός. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, με την έννοια που αναπτύχθηκε πιο πάνω, αλλά αποτελούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, για τους οποίους δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Εντούτοις, το Τριμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, αιτιολόγησε πλήρως ότι τα αναφερθέντα από τον αναιρεσείοντα σε βάρος του εγκαλούντος, συνιστούν γεγονότα αναληθή και ικανά να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη αυτού. Περαιτέρω ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του προταθέντος, κατά την ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρισμού του, ότι η πράξη του θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητη, ακόμη και εάν χαρακτηριζόταν, έστω και εσφαλμένα, ως συκοφαντική. Τούτο δε, διότι, όπως υποστηρίζει 1) Για τις παραβάσεις του ΚΝ 5351/1932, δεν υπήρχε αμετάκλητη δικαστική απόφαση παρά μόνον έκθεση της εφορείας αρχαιοτήτων και ότι αυτός είχε δικαιολογημένα την πεποίθηση, άλλως ανυπαιτίως αγνοούσε, ότι οι πράξεις, τις οποίες ο εγκαλών κατήγγειλε στην εφορεία αρχαιοτήτων, δεν ήσαν παράνομες και, ως εκ τούτου, οι φράσεις "ψευδέστατοι και συκοφαντικοί", ήσαν, κατά βάση, αληθείς και δεν διετυπώθηκαν με πρόθεση να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, αλλά για να αμυνθεί στις καταγγελίες του. 2) Στο κείμενο της διαμαρτυρίας του, ο εγκαλών παραθέτει μειωτικές για την τιμή και την υπόληψή του αναιρεσείοντος φράσεις, όπως "ο εγκαταβιών εις την Ιεράν Μονήν", χωρίς να παραθέτει το ιερατικό του αξίωμα, ενώ τον χαρακτηρίζει ως άτομο επικίνδυνο κ.λπ. και ότι, επομένως, ο χαρακτηρισμός του κειμένου του ως υβριστικού είναι απολύτως αληθής. 3) Ο εγκαλών δεν επικαλείται μόνο γεγονότα, τα οποία δύνανται να στοιχειοθετήσουν παραβίαση του άρθρου 52 του ΚΝ 5351/1932, αλλά αναφέρεται και σε μελλοντικές προθέσεις του αναιρεσείοντος να διαπράξει το αδίκημα αυτό (να ανοίξει θύρα στην νότια πλευρά της Μονής). 4) Ο εγκαλών, στο σχετικό δημοσίευμα, εμφανίζεται ως έχων την αρμοδιότητα να προβαίνει σε συστάσεις στον Ηγούμενο της Μονής και τον ψέγει, διότι δεν ακολούθησε τις συστάσεις του αυτές, συνεπώς ο χαρακτηρισμός της ενέργειάς αυτής ως απαράδεκτης είναι αληθής και 5) Τα όσα ο εγκαλών αναφέρει στο δημοσίευμά του μπορούσαν να δημιουργήσουν σε τρίτους την πεποίθηση ότι ο αναιρεσείων συναλλάσσεται και διαπλέκεται μετά της Εφορείας Αρχαιοτήτων, παρανόμως και παρατύπως και, συνεπώς, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ο χαρακτηρισμός ως συκοφαντικού του δημοσιεύματος του εγκαλούντος είναι αληθής. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις προαναφερόμενες παραδοχές της, ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει ότι τα αναφερόμενα σε αυτή γεγονότα ήσαν ψευδή, διότι αυτός, ως ηγούμενος της μονής, είχε πλήρη γνώση και σαφή αντίληψη του ότι η 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μετά από επανειλημμένες αυτοψίες που είχε πραγματοποιήσει, είχε διαπιστώσει τη διενέργεια στην Ιερά Μονή, μετά την εγκατάστασή του σε αυτήν ως ηγουμένου, σημαντικής εκτάσεως αυθαιρέτων και παρανόμων εργασιών και κατασκευών, με πληρότητα αιτιολόγησε ότι ο αναιρεσείων γνώριζε το ψευδές των κατά του εγκαλούντος ισχυρισμών του, χωρίς να απαιτείται και η προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη αυτού για παράβαση του ΚΝ 5351/1932. Κατ' αυτόν δε τον τρόπο, αιτιολογημένα απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι αυτός είχε δικαιολογημένα την πεποίθηση, άλλως ανυπαιτίως αγνοούσε, ότι οι πράξεις, τις οποίες ο εγκαλών κατήγγειλε στην εφορεία αρχαιοτήτων, δεν ήταν παράνομες. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που με αυτές προβάλλει ότι τα όσα κρίθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας, ως ψευδή, ήταν αληθινά, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου ο ίδιος ισχυρισμός, ως ισχυρισμός από το άρθρο 366 παρ. 1α του ΠΚ (ατιμώρητο της πράξης διότι το γεγονός είναι αληθινό), δεν είναι νόμιμος, διότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, όπως επίσης δεν είναι νόμιμος για τον ίδιο λόγο και ο από τη διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ ισχυρισμός, περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, λόγω της επικαλούμενης άσκησης εκ μέρους του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος των νομίμων καθηκόντων ως μοναχού και περιφρουρήσεως της περιουσίας της Μονής ως ηγουμένου αυτής και ορθώς απορρίφθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί με την πιο πάνω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης, οι αναφερόμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, που αφορούν το αδίκημα της εξύβρισης (μεταξύ των οποίων και ο από το άρθρο 361 παρ. 3), προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού για την πράξη του αυτή ο αναιρεσείων δεν κρίθηκε ένοχος, μετά την αποχή του Δικαστηρίου να την δικάσει, προκειμένου τεθεί στο αρχείο, ως προς αυτήν, η υπόθεση, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του ν. 3346/2005. Επομένως, ο πρόσθετος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
V. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί, με επίδοση σ` αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθή εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσα την οποία εννοεί και εν λεπτομέρεια την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας άμα δε και όπως διάθεση τον χρόνον και της αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασία της υπερασπίσεως του." Η ακυρότητα, όμως, από την μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά το άρθρο 170 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι` αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 ΚΠΔ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, καλύπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε ερήμην, για την πιο πάνω πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, με την 1610/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε έφεση, στην οποία δεν προέβαλε ως λόγο εφέσεως ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο καταδικάσθηκε πρωτοδίκως. Τέτοια ακυρότητα προέβαλε, εγγράφως, για πρώτη φορά στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, δια του συνηγόρου που τον εκπροσώπησε στην κατ` έφεση δίκη, με τον ισχυρισμό ότι το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα δεν αναγράφεται πότε και πως ο εγκαλών υπέβαλε την έγκλησή του, και δεν περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται (εάν ενήργησε με πρόθεση δυσφημήσεως ή εξυβρίσεως κλπ). Το δικάσαν Εφετείο, με την προσβαλλόμενη, ομοίως καταδικαστική, απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, με την εξής αιτιολογία ".....Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας και ειδικότερα την εκκαλουμένη απόφαση και το δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως προκύπτει ότι, ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της εναντίον του κατηγορίας στον πρώτο βαθμό και για την αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Πλην όμως αυτός, με το δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως του ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μόνο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και δεν προσβάλλει με ειδικό λόγο εφέσεως τις ως άνω επικαλούμενες ακυρότητες του κλητηρίου θεσπίσματος, που δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα, αφού η πιο πάνω ακυρότητα είναι σχετική. Έτσι, η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε κατά το κεφάλαιο τούτο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως και ως εκ τούτου οι ακυρότητες αυτές καλύφθηκαν και δεν μπορούν να προταθούν πλέον ενώπιον του δευτεροβαθμίου αυτού δικαστηρίου...". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθώς έκρινε, αφού η εν λόγω ακυρότητα δεν προβλήθηκε, κατά τα ανωτέρω, με την έφεση, ο δε σχετικός προσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τη μη απαγγελία ακυρότητας που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το απαράδεκτο της προβολής της ανωτέρω ακυρότητας δεν προσκρούει στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, ούτε η τυχόν παραβίαση της εν λόγω διατάξεως δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, αφού ο αναιρεσείων είχε το δικαίωμα και τη δυνατότητα να προβάλει την τυχόν ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος με την έφεσή του, πλην όμως δεν έπραξε τούτο. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει, ο αναιρεσείων, σχετικά με την ύπαρξη απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβίασης της πιο πάνω διατάξεως της ΕΣΔΑ για τους πιο πάνω λόγους, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Συνακόλουθα, ο πρόσθετος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Β του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για σχετική, άλλως απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση, και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-9-2005 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ. πρωτ. 7932/30-9-2005) και τους από 25-4-2006 πρόσθετους αυτής λόγους (που κατατέθηκαν στις 26/4/2006), του Αρχιμανδρίτη ......, κατά κόσμον χ1, κατά της 1119-1120/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ