Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση.
Περίληψη:
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. δεν ιδρύεται αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 10 άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ’ δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Αριθμός 409/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νίκα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Ρ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Φίφλη και 2)Ι. Ρ. του Β., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε. Στο σημείο αυτό ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Φίφλης δήλωσε ότι ο 2ος αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 12/8/2012 και κληρονομήθηκε από τον 1ο αναιρεσίβλητο, ο οποίος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/10/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 118/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 69/2008 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/6/2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 9/3/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, στις 12.8.2012, πέθανε στην Αθήνα ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, Ι. Ρ. του Β. και της Ά., ο οποίος ήταν επικαρπωτής του 1/3 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου. Ο πρώτος αναιρεσίβλητος, Β. Ρ. του Ι. και της Μ.Ά., ο οποίος μετά το θάνατο του επικαρπωτή δεύτερου αναιρεσιβλήτου κατέστη κύριος της πλήρους κυριότητας του όλου ακινήτου, δεδομένου ότι προ του θανάτου είχε στην κυριότητά του τα 2/3 της πλήρους κυριότητας και το 1/3 της ψιλής κυριότητας, ενώ την επικαρπία του 1/3 είχε ο αποβιώσας, όπως προκύπτει από τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τον ίδιο - πρώτο αναιρεσίβλητο - έγγραφα, αλλά και δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσείοντα, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Φίφλη, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, γνωστοποίησε νόμιμα το θάνατο του δεύτερου αναιρεσιβλήτου και την εκούσια στο όνομά του επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα.
ΙΙ. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996). Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 17/1995). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Επιπλέον, απαιτείται, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟλΑΠ 62/1990), το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς ι για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο έχει έκταση 5330 τ.μ και αποτελεί το βόρειο τμήμα ενός αγρού, ο οποίος βρίσκεται στη θέση … εκτός των ορίων οικισμού του δημοτικού διαμερίσματος της … εμφαίνεται δε αυτό με τα στοιχεία Η-Θ-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο -Η στο από 18,5.2004 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Π. Μ. και συνορεύει βορείως σε πλευρά Ι-Κ με ακίνητο Α. Ρ., σε πλευρά Κ-Λ-Μ με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Β. και σε πλευρά Μ - Ν με ιδιοκτησία Δ. Κ., νοτιοανατολικά σε πλευρά Ν-Ξ με ακίνητο Ε. Κ. και σε πλευρά Ξ-Ο με ιδιοκτησία Β. Α., νοτίως σε πλευρά Ο-Η με υπόλοιπο του ίδιου αγρού και σε πλευρά Η-Θ με ιδιοκτησία κληρονόμων Β. Τ. και δυτικώς με ακίνητο των κληρονόμων Α. Σ.. Ο όλος αγρός, εκτάσεως 12.015,80 τ.μ., συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου, περιήλθε στον πρώτο ενάγοντα κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του …/1992 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας Βαχτσεβάνη, νόμιμα έκτοτε μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πάρου (τόμος … και αριθμός …). Κατά το δικαίωμα δε της ψιλής κυριότητας σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του …/1992 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, νόμιμα και τούτου μεταγεγραμμένου στα ίδια βιβλία μεταγραφών (τόμος … και αριθμός …). Εξάλλου, στο δεύτερο των εναγόντων ανήκει το δικαίωμα της επικαρπίας του όλου ακινήτου σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Ειδικότερα, με την …/1992 πράξη της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένη στα ίδια βιβλία μεταγραφών (τόμος … και αριθμός …) αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν εξ αδιαθέτου κληρονομιά της συζύγου του, Ά. Ρ., που απεβίωσε στο …σης 4-11-1991. Ακολούθως δε, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στον πρώτο ενάγοντα γιο του το ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστό κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας παρακρατώντας για τον εαυτό του το δικαίωμα της επικαρπίας εφ' όρου ζωής. Έκτοτε, νέμονταν τον ως άνω αγρό μετά του επιδίκου τμήματος προβαίνοντας σε όλες εκείνες τις πράξεις, οι οποίες ήσαν αναγκαίες για τον προορισμό του. Ειδικότερα, τον επέβλεπαν, συντηρούσαν και επισκεύαζαν τις ξερολιθιές, οι οποίες τον οριοθετούν και περιποιούνταν το αμπέλι που προϋπήρχε σ' αυτόν και προέβησαν, επίσης, σε λεπτομερή τοπογραφική απεικόνιση τούτου. Κατά το χρόνο δε απουσίας τους στην …, όπου διαμένουν, τις παραπάνω πράξεις διενεργούσαν ως αντιπρόσωποι τους συγγενικά τους πρόσωπα, τα οποία κατοικούν μονίμως στην …. Έτσι, κατέστησαν συγκύριοι του αγρού κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Σε κάθε δε περίπτωση, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού με την προσμέτρηση και του χρόνου νομής της άμεσης δικαιοπαρόχου, συζύγου και μητέρας, αντίστοιχα, νέμονται και κατέχουν τούτο πέραν της εικοσαετίας συνεχώς και αδιαλείπτως. Στην τελευταία δε, είχε περιέλθει από κληρονομιά του πατέρα της Ι. Α. και συγκεκριμένα με την …/1.5.1931 δημόσια διαθήκη του, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πάρου Δημητρίου Πολυμερόπουλου και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το 39/2Φ3-1937 πρακτικό του Πρωτοδικείου Σύρου. Ουδέποτε τόσο οι ίδιοι οι ενάγοντες, όσο και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους διαταράχθηκαν στην άσκηση της νομής τους από κανέναν μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2003. Τότε ο εναγόμενος εισήλθε παρανόμως και αυθαιρέτως στο βόρειο τμήμα του ως άνω αγρού των εναγόντων και αφού κατέστρεψε την ξερολιθιά που το οριοθετούσε από τη δυτική του πλευρά και ειδικότερα στο τμήμα αυτού που εμφαίνεται στο παραπάνω τοπογραφικό με τα στοιχεία Η-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Η, το απέκοψε με συρματοπλέγματα από το υπόλοιπο ακίνητο και το συμπεριέλαβε στο όμορο ακίνητο της μητέρας του. Ακολούθως δε, το όργωσε, όπου τούτο ήταν εφικτό, λόγω του χαρακτήρα του εδάφους, αποβάλλοντας, έτσι, τους ενάγοντες από τη σύννομη τους επί του προπεριγραφόμενου επιδίκου ακινήτου τμήματος, το οποίο, όπως σημειώθηκε, προσάρτησε στο όμορο ακίνητο του. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι η μορφή του επιδίκου τμήματος είναι η ίδια με αυτή του υπολοίπου αγρού των εναγόντων με εξαίρεση ένα μικρό τμήμα που βρίσκεται βόρεια και βορειοανατολικά, στο οποίο υπάρχει διαφοροποίηση, λόγω του υπάρχοντος σ' αυτό βραχώδους εδάφους. Για όλα τα παραπάνω αρκούντως πειστική είναι η κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων. Επισημαίνεται από τη μάρτυρα την εκ μέρους του εναγομένου αφαίρεση της συνέχειας της ξερολιθιάς, όπως, άλλωστε, απεικονίζεται και στην προσκομιζόμενη με επίκληση από τους ενάγοντες φωτογραφία. Επίσης, η ίδια επικοινώνησε, μετά τη γενομένη κατάληψη, τηλεφωνικώς με τον εναγόμενο, ο οποίος στις έντονες διαμαρτυρίες της ζήτησε συγνώμη προσθέτοντας, ότι είχε κάνει λάθος, γεγονός, που, όπως η ίδια η μάρτυρας συμπληρώνει, επανέλαβε αυτός ενώπιον του Ειρηνοδίκη κατά τη συζήτηση της αιτήσεως για τη λήψη προστατευτικών της νομής μέτρων. Δεν αναιρείται δε από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου, η οποία δεν κρίνεται από το Δικαστήριο ως πειστική. Αναφέρεται αορίστως σε αεροφωτογραφίες, σύμφωνα με τις οποίες υποδεικνύεται η άλλη έκταση (περί τούτου γίνεται ανάπτυξη και στην προσθήκη των προτάσεων του εναγομένου), ενώ παραλείπει να αναφερθεί και να λάβει θέση για την πτώση της ξερολιθιάς, που είναι εμφανής, την ενιαία εδαφική μορφή επιδίκου και λοιπού αγρού, καθώς και ότι οι ενάγοντες κατά τη γενομένη αποδοχή της. κληρονομιάς, όπως πιο πάνω αναφέρεται, προέβησαν σε κτηματολογική αποτύπωση του όλου ακινήτου τους. Τα αυτά ισχύουν και για τις διαλαμβανόμενες στις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις καταθέσεις. Επισημαίνεται, ότι με τη γενομένη από τον εναγόμενο κατάληψη και τις γεωργικές εργασίες εντός του επιδίκου, εξαφανίσθηκαν τα ίχνη της αμπελοκαλλιέργειας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδεικνύεται, ότι από το χρόνο της κατάληψης του επιδίκου εδαφικού μέχρι το χρόνο της άσκησης εναντίον του (εναγομένου) της αγωγής, δεν παρήλθε η εικοσαετής παραγραφή, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται, ο οποίος επισημαίνει, ότι το επίδικο ακίνητο δεν ανήκει σ' αυτόν, αλλά στη μητέρα του. Ορθώς δε η αγωγή εστράφη εναντίον του και η άσκηση της δεν προσκρούει στα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ, αφού, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν παρίσταται ως καταχρηστική". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε και ως κατ' ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος είναι κύριος κατά τα 2/3 και ψιλός κύριος κατά το 1/3 και ο δεύτερος επικαρπωτής κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σε απόδοση του. Ο αναιρεσείων, επικαλούμενος την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 8 περ' β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, διότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την εκ μέρους του προβληθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, η οποία αποκτήθηκε με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία, με τον τέταρτο λόγο, διότι δεν έλαβε υπόψη την ένσταση παραγραφής της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, την οποία επίσης παραδεκτά πρότεινε, με τον πέμπτο λόγο, κατά το πρώτο μέρος του, διότι δεν έλαβε υπόψη την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, που παραδεκτά προέβαλε και, τέλος, με τον έκτο λόγο, διότι δεν έλαβε υπόψη την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη του τον προβληθέντα ισχυρισμό του, ότι το επίδικο ακίνητο κατέχει η μητέρα του Μ. χήρα Α. Σ.. Όλοι οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι, διότι, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, οι ανωτέρω ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν ο μεν πρώτος εκ του πράγματος, με την παραδοχή ότι οι αναιρεσίβλητοι απέκτησαν το επικαλούμενο με την ένδικη αγωγή δικαίωμα τους με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, οι δε λοιποί ρητώς. Περαιτέρω, έτσι που έκρινε το Εφετείο, αναφορικά με την κατ' ουσίαν απόρριψη της πιο πάνω ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτή την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία σωστά εφάρμοσε, καθόσον, υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα από την παραδοχή ότι η εκ μέρους του αναιρεσείοντος κατάληψη επιδίκου ακινήτου έγινε, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, κατά μήνα Φεβρουάριο 2003, (ενώ η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε κατά μήνα Οκτώβριο 2004), πράγματι η άσκηση της ένδικης αξίωσης των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος για αναγνώριση της κυριότητας (του πρώτου ενάγοντος- αναιρεσίβλητου) και του δικαιώματος επικαρπίας (του δεύτερου ενάγοντος- αναιρεσιβλήτου) και απόδοση σ" αυτούς του επίδικου ακινήτου, δεν προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και, εντεύθεν, δεν υπερβαίνει, κατ' αντικειμενική κρίση, και μάλιστα προφανώς, τα από την παραπάνω διάταξη οριζόμενα όρια. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς να απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο εκθέτει σ' αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τις βεβαιώσεις των μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου, καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα στην απόφαση του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος.
IV. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Πα την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 του ΚΠολΔ. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ' αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο, κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα που αυτός νομίμως είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει: α) Το από του μηνός Οκτωβρίου 1981 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Η. Ο., β) το από 18-5-2004 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Π. Μ., γ) το …/1990 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πάρου Ευριδίκης Τσάση, δ) το …/2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου και ε) τις …, … και …/10-10-2007 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πάρου Ελευθερίας Ιορδάνη. Από την επισκόπηση, όμως, του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτήν γενική μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενο αυτής, δεν γεννάται αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και εκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τα ανωτέρω, μεταξύ των οποίων και τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ειδικά μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, όσον αφορά την προβαλλόμενη αιτίαση ότι από τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε το Εφετείο ως προς την απόκτηση κυριότητας στο διεκδικούμενο με την αγωγή των αναιρεσιβλήτων ακίνητο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού αναφέρεται στην εκτίμηση της αποδεικτικής βαρύτητας των μέσων αυτών. V. Επειδή, ο αναιρεσείων με το αναιρετήριο, στο τέλος (σελ. 9), προβάλλει κατά της προσβαλλομένης απόφασης αιτίαση και από τον αριθ. 19 ΚΠολΔ, χωρίς όμως να της προσάπτει συγκεκριμένες πλημμέλειες, που ιδρύουν το εκ του αριθμού αυτού λόγο αναίρεσης. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι εντελώς αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ο οποίος ηττάται, στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16.6.2008 αίτηση του Δ. Σ. του Α. για αναίρεση της 69/2008 απόφασης του Εφετείου Σύρου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ