Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 335 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πρακτικά συνεδρίασης.




Περίληψη:
Στοιχεία απάτης. Τρόποι τέλεσης. Έννοια γεγονότος. Άμεσος δόλος. Απαιτείται η αιτιολόγηση της γνώσης του ψεύδους των γεγονότων. Εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος). Πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, δεδομένου ότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι δεν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο οιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός, ούτε εκείνος περί πλάνης της κατηγορουμένης και επομένως το δικαστήριο δεν υποχρεούταν να απαντήσει, μάλιστα αιτιολογημένα, σε ισχυρισμό που δεν είχε υποβληθεί. Η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή (ανάγνωση) από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς επίσης και από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο ή άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κ.λ.π.). Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη της αναιρεσείουσας για απάτη. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.





Αριθμός 335/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπουτσιδάκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 947/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ2 2. Χ3 και πολιτικώς ενάγον το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αντώνιο Παπαγεωργίου. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαΐου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1057/2006.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβησε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Είναι δε δυνατόν από την πράξη αυτή του δράστη άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με το έγκλημα της απάτης δεν αρκεί να εκτίθεται απλώς και μόνον ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πώς επήλθε. Όσον αφορά την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του., διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή), εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο απ' αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς κι αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την ύπαρξη πραγματικής ή νομικής πλάνης (άρθρ. 30, 31 του ΠΚ), πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, δηλαδή, δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από κείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση, δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Κρήτης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη 947/2005 απόφασή του, εκτός άλλων, έπαυσε υφ' όρο την ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης για την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 3346/2005, ενώ περαιτέρω κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχη την ίδια (αναιρεσείουσα) για την πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση και της επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της ως άνω απόφασης (που προσβάλλεται με την αναίρεση μόνο όσον αφορά την πιο πάνω καταδίκη της αναιρεσείουσας), η πλειοψηφούσα γνώμη του ως άνω δικαστηρίου δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που φέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στον τόπο και χρόνους που αναφέρονται στο διατακτικό η κατηγορουμένη, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, αυτή, ως υπάλληλος του ΙΚΑ Ρεθύμνου, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βλάβη της περιουσίας του ΙΚΑ, παρέστησε ψευδώς ότι ο Χ2 και ο Χ3, ήταν ασφαλισμένοι στο Ίδρυμα αυτό. Όσον αφορά τον Χ2 τον Ιούνιο του έτους 2000 έπεισε την υπερήλικα Γ1, όπως αυτός δηλωθεί ψευδώς ως απασχοληθείς στην οικοδομή της τελευταίας. Στη συνέχεια δε προέβη στη σύνταξη τριών ανακεφαλαιωτικών καταστάσεων σύμφωνα με το περιεχόμενο των οποίων βεβαιώθηκε ψευδώς ότι ο Χ2 εργάσθηκε στην Α.Μ. ....... οικοδομή της Γ1, κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2000, πραγματοποιώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. συνολικά 44 ημερομίσθια. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη συνέταξε τις με αριθμούς ........., ........ και ........... τρεις ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις, σύμφωνα με το περιεχόμενο των οποίων προέκυπτε ότι ο Χ2 ασφαλίσθηκε (σύμφωνα με την πρώτη κατάσταση) για 20 ημερομίσθια για εργασίες που εφέροντο ως πραγματοποιηθείσες τον Ιούλιο του έτους 2000 και ακολούθως ότι πραγματοποίησε 9 και 15 ημερομίσθια (σύμφωνα με την δεύτερη και τρίτη κατάσταση) κατά τον μήνα Αύγουστο του έτους 2000. Πλην όμως, κατόπιν ελέγχου που πραγματοποιήθηκε από το δευτεροβάθμιο γραφείο ελέγχου του Ι.Κ.Α., διαπιστώθηκε ότι οι προανφερόμενες εργασίες, ουδέποτε εκτελέσθηκαν και ως εκ τούτου, ο Χ2 δεν είχε σχετικό δικαίωμα ασφάλισης, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί αυτός κατά τις παραπάνω αναφερόμενες ημέρες ασφάλισης με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του Ι.Κ.Α. κατά τις αντιστοιχούσες σ' αυτές παροχές. Τα παραπάνω προκύπτουν τόσο από τις προαναφερθείσες ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις, όσο και από τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων Ζ1 (Δ/ντή του Ι.Κ.Α.) και Ζ2 οι οποίοι επελήφθησαν του θέματος, η δε δεύτερη τούτων, ως υπάλληλος του Ι.Κ.Α. στον δευτεροβάθμιο έλεγχο, ήλεγξε την οικοδομή της Γ1 και διαπίστωσε ότι δεν είχαν γίνει οι εργασίες για τις οποίες είχε ασφαλισθεί στο Ι.Κ.Α. ο Χ2 αλλά και από την από 27-5-2001 ένορκη κατάθεση της προαναφερόμενης Γ1 ενώπιον του ενεργούντος Ε.Δ.Ε. Δ1, η οποία αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη οποία η κατηγορούμενη της υπέδειξε τον Χ2, προκειμένου να βεβαιωθεί ψευδώς στις ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις ότι απασχολήθηκε στην οικοδομή της πραγματοποιώντας 44 ημερομίσθια, ο οποίος, όπως της είπε, ήταν σύζυγος της καθαρίστριας που απασχολούσε (βλ. σχετική κατάθεση).
Επίσης, η ίδια κατηγορουμένη, κατόπιν της από ....... δηλώσεως του Χ3 περί απωλείας του ασφαλιστικού του βιβλιαρίου επικολλήσεως ενσήμων και διενεργηθέντος από την κατηγορουμένη κατά την ....... τακτικού (εικονικού) ελέγχου, συνέταξε την αριθμ. ......... απόφαση που υπέγραψε ο Δ/ντής του Ι.Κ.Α. Ρεθύμνου, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζονταν στον Χ3, 50 ημερομίσθια για τη χρονική περίοδο από 1-11-1992 έως 31-12-1992. Η κατηγορουμένη κατά τα διενεργηθέντα την ....... έλεγχο στην επιχείρηση του Β1 στην οποία εφέρετο ως απασχοληθείς ο Χ3, παρέλειψε να ζητήσει αποδεικτικά στοιχεία απ' αυτόν για την απασχόλησή του Χ3 στην επιχείρηση αυτή και, ακολούθως, έκανε δεκτή την αγορά ενσήμων από τον ίδιο κατά την 20-12-1999, δηλαδή μια ημέρα πριν την ενέργεια του εκ μέρους της και μετά παρέλευση επτά ετών από τη δηλούμενη απασχόληση, χωρίς να ερωτήσει τον φερόμενο ως εργοδότη του, Β1, για το αληθές ή μη της απασχολήσεως. Ακολούθως, η ίδια προκάλεσε την έκδοση της προαναφερομένης αποφάσεως, που υπέγραψε ο Δ/ντής του Ι.Κ.Α., περί αναγνώρισης των δηλουμένων ως απολεσθέντων ενσήμων του Χ3, μη θέτοντας υπόψη, (όπως όφειλε), του Προϊσταμένου Εσόδων του ΙΚΑ Ρεθύμνου, τον (εικονικό) έλεγχο στην επιχείρηση του εργοδότη Β1, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση του Χ3, στον οποίο δια των ως άνω ενεργειών και παραλείψεων της κατηγορουμένης αυτής, αναγνωρίστηκε παρανόμως χρόνος ασφάλισης για το χρονικό διάστημα από 1-11-1992 έως 31-12-1992, με συνακόλουθο αυτός να θεωρείται παλαιός ασφαλισμένος και να τυγχάνουν, τόσον ο ίδιος, όσον και ο νέος εργοδότης αυτού, δικαιούχοι επιστροφής εισφορών, που είχαν καταβληθεί πέραν της ανώτατης ασφαλιστικής κάλυψης, προς αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του ΙΚΑ. Τα παραπάνω προκύπτουν, τόσον από το γεγονός ότι η αγορά των ενσήμων από τον Χ3 έγινε την 20-12-1999, δηλαδή, μόλις μια ημέρα πριν τον έλεγχο της κατηγορουμένης, όσο και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ζ1 και Ζ3, Δ/ντή και Προϊσταμένου του Τμήματος Εσόδων ΙΚΑ Ρεθύμνου, αντίστοιχα, από τους οποίους ο μεν πρώτος όπως κατέθεσε, αναζήτησε τον φερόμενο ως εργοδότη του Χ3, Β1, ο οποίος είπε ότι δεν γνώριζε καθόλου τον Χ3 και μάλιστα υπέγραψε και υπεύθυνη δήλωση ότι ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει, ο δε δεύτερος, όπως επίσης κατέθεσε, διαπίστωσε ότι ο ίδιος γραφικός χαρακτήρας υπήρχε στην κατάσταση εργαζομένων ( του Β1) και στην υπεύθυνη δήλωση απωλείας βιβλιαρίου που προσκόμισε ο Χ3, αλλά και ότι δεν του προσκόμισε η κατηγορουμένη το βιβλίο ελέγχου εργοδότη προς υπογραφή, από το οποίο θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα ένσημα είχαν αγοραστεί το έτος 1999 και δη προ του (εικονικού) ελέγχου της επιχείρησης Β1, εκ μέρους της κατηγορουμένης.
Τέλος, η ίδια η κατηγορουμένη, εξεταζόμενη χωρίς όρκο από τον υπάλληλο του ΙΚΑ Δ1, ο οποίος, κατόπιν σχετικής εντολής του Διοικητή του ΙΚΑ, ενεργούσε ένορκη διοικητική εξέταση, ανέφερε ψευδώς ότι δεν γνωρίζει τον Χ2, ουδέποτε έχει δει αυτόν και δεν έχει σχέση με την οικογένειά του, ενώ σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και την κατάθεση της Γ1, γνώριζε τόσο τον Χ2, όσο και τη σύζυγό του. Με αυτά που δέχθηκε η πλειοψηφούσα γνώμη του πιο πάνω Δικαστηρίου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος της απάτης κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2 και 386 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προσβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους από τα οποία η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου συνήγαγε τα περιστατικά που προεκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική της κρίση β) προσδιορίζεται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης με την αναφορά των συγκεκριμένων ενεργειών και παραλείψεων της αναιρεσείουσας και γ) αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας καθώς και ο σκοπός (υπερχειλής δόλος) αυτής, τον οποίο πέτυχε, να αναγνωριστεί αφενός μεν υπέρ του Χ2 παρανόμως δικαίωμα ασφάλισης, περέχον σ' αυτόν περιουσιακό όφελος κατά τις αντιστοιχούσες στην ως άνω ασφάλιση παροχές εκ μέρους του ΙΚΑ με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του τελευταίου, αφετέρου δε υπέρ του Χ3 παρανόμως χρόνος υπαγωγής αυτού στην ασφάλιση του ΙΚΑ για το χρονικό διάστημα από 1-11-1992 έως και 31-11-1992 με περαιτέρω αποτέλεσμα να θεωρείται αυτός ως παλαιός ασφαλισμένος και να τυγχάνει τόσο ο ίδιος όσο και ο νέος εργοδότης αυτού δικαιώματος επιστροφής ασφαλιστικών εισφορών που έχουν καταβληθεί, πέραν της ανωτάτης ασφαλιστικής κάλυψης με αντίστοιχη βλάβη του ΙΚΑ, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η πλειοψηφούσα γνώμη του Εφετείου απέρριψε σιωπηρά τον υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της περί πλάνης, είναι αβάσιμη και απορριπτέα και στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο, οιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός, ούτε εκείνος περί πλάνης και, επομένως, η πλειοψηφούσα γνώμη του ως άνω δικαστηρίου δεν υποχρεούταν να απαντήσει, μάλιστα αιτιολογημένα σε ισχυρισμό που δεν είχε υποβληθεί. Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, δεύτερος, τρίτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της πλειοψηφούσας γνώμης του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
II.-Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως πλήττει η αναιρεσείουσα την προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, με τον ισχυρισμό ειδικότερα ότι η πλειοψηφούσα γνώμη του Εφετείου με τις παραδοχές της στο σκεπτικό της απόφασης "η ίδια η κατηγορουμένη, εξεταζόμενη χωρίς όρκο από τον υπάλληλο του ΙΚΑ Δ1, ο οποίος, κατόπιν σχετικής εντολής του Διοικητή του ΙΚΑ, ενεργούσε ένορκη διοικητική εξέταση, ανέφερε ψευδώς ότι δεν γνωρίζει τον Χ2, ουδέποτε έχει δει αυτόν και εν έχει σχέση με την οικογένειά του, ενώ σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και την κατάθεση της Γ1, γνώριζε τόσο τον Χ2, όσο και τη σύζυγό του", περιέλαβε και εξετίμησε πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν το έγκλημα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης για το οποίο καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες και με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά το άρθρο 32 του Ν. 3346/2005, και ως εκ τούτου δεν επιτρεπόταν αυτά να διερευνηθούν για την ενοχή της ως προς την πράξη της απάτης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι από τη διάταξη του άρθρου 32 του ν. 3346/2005 προκύπτει ότι η ποινική δίωξη για τα αδικήματα, για τα οποία είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών παύει προσωρινά και όχι οριστικά όπως αναφέρει η αναιρεσείουσα και η ποινική δίωξη παραμένει σε εκκρεμότητα μέχρις ότου περάσει το χρονικό διάστημα των δέκα οκτώ μηνών, ενώ, πέραν τούτου από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο έγκλημα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης για το οποίο έπαυσε προσωρινά η ποινική δίωξη, αποτελούν στοιχεία της πράξης της απάτης, οπότε νομίμως η πλειοψηφούσα γνώμη του Εφετείο ασχολήθηκε με την έρευνα των περιστατικών αυτών ως στοιχείων της απάτης.
III.-Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. δ', 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, αναφορικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη το έγγραφο που δεν αναγνώστηκε, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του παρεχόμενου σ' αυτόν από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Όμως, η ανάγνωση του εγγράφου, δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία στο οικείο μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή (ανάγνωση) από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κλπ). Στην προκείμενη περίπτωση από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι η πλειοψηφούσα γνώμη του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης έλαβε υπόψη της, για το σχηματισμό της κρίσης της, και την από 27-5-2001 ένορκη κατάθεση της Γ1 ενώπιον του ενεργούντος Ε.Δ.Ε. Δ1. Η ένορκη αυτή κατάθεση, δεν αναφέρεται πράγματι στην οικεία θέση των πρακτικών της δίκης, όπου απαρριθμούνται όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, πλην όμως η ανάγνωσή της προκύπτει από το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, γίνεται ρητή μνεία ότι η πιο πάνω κατάθεση αναγνώστηκε. Συγκεκριμένα αναφέρεται σ' αυτό ".....Τα παραπάνω προκύπτουν τόσο από .........όσο και από τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων.....αλλά και από την από 27-5-2001 ένορκη κατάθεσης της προαναφερόμενης Γ1 ενώπιον του ενεργούντος ΕΔΕ Δ1, η οποία αναγνώστηκε στο ακροατήριο". Περαιτέρω, από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης τα οποία αναγνώστηκαν στην κατ' έφεση δίκη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, προκύπτει ότι η εν λόγω ένορκη κατάθεση αναγνώστηκε στην πρωτόδικη δίκη συναινούσης της αναιρεσείουσας και περιελήφθηκε, έτσι, στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Πέραν τούτων, τόσο από την πρωτόδικη απόφαση, όσο και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αναγνώστηκε το πόρισμα της ΕΔΕ στο οποίο περιλαμβάνεται η κατάθεση της μάρτυρα Γ1 και, επομένως αυτή (κατάθεση) κατέστη αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, εφόσον η ένορκη κατάθεση της Γ1 αναγνώστηκε, κατά τα αναφερόμενα πιο πάνω, η αναιρεσείουσα είχε δικαίωμα να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση αυτή. Έτσι, χωρίς να δημιουργηθεί καμία ακυρότητα, ως προς την αναφορά, εκτίμηση και αξιολόγηση των εγγράφων που αναγνώστηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία, η πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου της ουσίας κατέληξε στην ως άνω καταδικαστική για την αναιρεσείουσα κρίση της, και ο αντίθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ) περιοριζομένη, όπως στο διατακτικό σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23 Μαΐου 2006 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 947/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων ενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουαρίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή