Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Ψευδής βεβαίωση και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή (ΠΚ 46 παρ 1α, 242 παρ.1α και 13 α΄γ΄). Καταδικαστική απόφαση Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) κατά της οποίας άσκησαν ενιαίως αίτηση αναιρέσεως τόσο ο αυτουργός όσο και ο ηθικός αυτουργός. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως: α) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και β) για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής αιτιολογίας. Απορριπτέες ως απαράδεκτες οι αιτήσεις β΄ αναιρεσείοντος ως προς τα στοιχεία ότι επέτυχε να πείσει τον συγκατηγορούμενο του να βεβαιώσει ψευδές περιστατικό σε έγγραφα που εξέδωσε ως υπάλληλος. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1595/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ... και 2. Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Σακκαλή, περί αναιρέσεως της 74/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Ιουλίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1011/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 242 §1 του ΠΚ υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την έννοια της άνω διατάξεως για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13γ του ΠΚ και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή τέτοιων που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια ή ιδιωτικής φύσεως, ανεξάρτητα από το αν οι ίδιες έννομες συνέπειες θα μπορούσαν να επέλθουν με στο έγγραφο της πραγματικής καταστάσεως και δ) δόλος ο οποίος συνιστάται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια του ενδεχομένου ότι ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου εντός της καθ' ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητάς του και ότι τα βεβαιούμενα γεγονότα είναι ψευδή και στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να βεβαιώσει τα ψευδή περιστατικά που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 46 §1 εδάφ. α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση δυναμένη να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή, από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής, γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους κα όχι κατ' επιλογή ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας των περιστατικών που προέκυψαν, χωριστά από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται το περιεχόμενο ή η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου αποδεικτικού μέσου.
Η επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης. Ως πραγματική πλάνη που έχει ως αποτέλεσμα τον μη καταλογισμό της αξιοποίνου πράξεως στον δράστη, θεωρείται κατά την έννοια του άρθρου 30 §1 ΠΚ, η παντελής άγνοια ή η εσφαλμένη αντίληψή του σχετικά με ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως της αξιοποίνου πράξεως που τον οδήγησε χωρίς υπαιτιότητά του στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι δεν πράττει κάτι το αξιόποινο. Ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και δη αιτιολογημένα σε αυτόν.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λαμίας (Πλημμελημάτων) δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης 74/2010 αποφάσεώς του, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, την οποία στήριξε σε όλα τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν για την οποία καταδικάσθηκαν οι πρώτος και δεύτερος των ήδη αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων αντιστοίχως.
"Με την από 11-3-2002 σύμβαση κατασκευής δημοσίου έργου, με αντικείμενο την ύδρευση της Ιεράς Μονής ... από προϋπάρχουσα γεώτρηση, προϋπολογισμού 146.501 Ευρώ, που υπογράφηκε μεταξύ του ..., προϊσταμένου της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομ. ... και του δεύτερου κατηγορουμένου (εκκαλούντα) Χ2, ανατέθηκε στον τελευταίο η εκτέλεση του πιο πάνω έργου. Το έργο αυτό συνίστατο κυρίως στην τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης. Ο δεύτερος κατηγορούμενος άμεσα άρχισε την εκτέλεση του έργου με την τοποθέτηση σωλήνων σε μεγάλο μήκος σε περιοχή ορεινή και εν μέρει δύσβατη. Για την εκτέλεση του έργου αυτού ο ίδιος συνέστησε κοινοπραξία με το Μ1 (1° μάρτυρα). Ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν τότε (το έτος 2002) υπάλληλος της Δ/νσης τεχνικών υπηρεσιών της Ν. Α. .... Ορίσθηκε δε με το υπ' αριθμ. 1046/1-3-2002 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας, επιβλέπων μηχανικός του ως άνω έργου. Με την ιδιότητα αυτή είχε την ευθύνη της επίβλεψης και αναλυτικής επιμέτρησης του έργου. Κατά την εκτέλεση του έργου, αποφασίστηκε να κατασκευαστεί ένα τμήμα με σιδηροσωλήνα με ραφή DΝ, παράλληλα με τον κύριο αγωγό, το οποίο θα λειτουργούσε ως βοηθητικός σωλήνας σε περίπτωση βλάβης του κανονικού δικτύου. Ο πρώτος κατηγορούμενος, έχοντας την πιο πάνω ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' του Π.Κ, αφού σ' αυτόν είχε ανατεθεί νόμιμα η άσκηση της πιο πάνω δημόσιας υπηρεσίας και δη του νομικού προσώπου της Ν.Α Αυτοδιοίκησης και ενεργώντας, όπως είχε καθήκον, στα πλαίσια που του ανατέθηκαν (ως επιβλέπων μηχανικός του έργου), βεβαίωσε: α) στην από 3/12/2002 τελική επιμέτρηση, β) στο από 3/12/2002 πρωτόκολλο παραλαβής αφανών εργασιών και γ) στην από 3/12/2002 Τρίτη πιστοποίηση για την πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, ανάδοχος του έργου, σε ειδικότερη περιοχή (δύσβατη) όπου εκτελούνταν το έργο, τοποθέτησε χαλυβδοσωλήνα μήκους 907 μέτρων (αφορούσε το πιο πάνω βοηθητικό σωλήνα). Όμως αυτό δεν ήταν αληθές, καθόσον τοποθετήθηκε χαλυβδοσωλήνας μόνο σε μήκος 540 μέτρων. Το ψευδές αυτό γεγονός που βεβαιώθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο, δηλαδή για τοποθέτηση χαλυβδοσωλήνα 367 μέτρων (= 907-540 μέτρων / πλέον του πράγματι τοποθετηθέντος σε μήκος 540 μέτρων, μπορούσε να έχει και είχε έννομες συνέπειες γιατί με βάση την πιο πάνω ψευδή βεβαίωση ο δεύτερος κατηγορούμενος, ανάδοχος του έργου, πληρώθηκε και για τοποθέτηση σωλήνα 367 μέτρων (πλέον εκείνου των 540 μέτρων που πράγματι τοποθέτησε). Ειδικότερα καταβλήθηκε σ' αυτόν (δεύτερο κατηγορούμενο) το επί πλέον ποσό των 7.134,18 Ευρώ (= 14,30 Ευρώ τιμή μονάδας Χ 367 μέτρα + Γ. Ε και Ε.Ο 18% - έκπτωση 4% + διαφορά αναθεώρησης (100,87) = 6045,92 Ευρώ + ΦΠΑ 18% (1088,26 Ευρώ) = 7134,18 Ευρώ). Προκύπτει δε ότι η βεβαίωση για τοποθέτηση χαλυβδοσωλήνα και κατά το ως άνω μήκος των 367 μέτρων είναι ψευδής. Τέτοια τοποθέτηση δεν έγινε ουδέποτε. Τούτο προκύπτει από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ενώ ακόμη και οι κατηγορούμενοι δεν αμφισβητούν τη μη τοποθέτηση του πιο πάνω βοηθητικού σωλήνα στο ως άνω μήκος των 367 μέτρων. Γι' αυτό άλλωστε και ο δεύτερος κατηγορούμενος στις 15/9/2004, δηλαδή δύο μήνες περίπου μετά την υποβολή μηνυτήριας περί αυτού, αναφοράς του ως άνω Μ1, επέστρεψε το προαναφερόμενο επί πλέον ποσό των 7.134,18 Ευρώ που έλαβε για την τοποθέτηση σωλήνα και σε μήκος 367 μέτρων. Ο πρώτος κατηγορούμενος, όντας, όπως αναφέρθηκε, υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 περ α' και 242 παρ. 1 του Π.Κ, είχε την αρμοδιότητα να εκδώσει τα πιο πάνω έγγραφα και κατά την έκδοσή τους ενήργησε μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί (της επίβλεψης και καταμέτρησης του έργου). Τα έγγραφα αυτά ήταν προορισμένα για εξωτερική κυκλοφορία, προς απόδειξη, έναντι πάντων, των βεβαιούμενων σ' αυτά γεγονότα. Το πιο πάνω δε περιστατικό που βεβαιώθηκε σ' αυτά ήταν ψευδές. Αυτό το γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Ο δεύτερος γιατί αυτός τοποθετούσε τους σωλήνες και γνώριζε ότι στο πιο πάνω μήκος δεν τοποθετήθηκε σωλήνας. Ο δε πρώτος, όντας υπάλληλος με εμπειρία, είχε την επίβλεψη, καταμέτρησε το μήκος των σωλήνων που τοποθετήθηκαν και καταγράφοντας το μήκος τους, ψευδώς βεβαίωσε ότι τοποθετήθηκε σωλήνας μήκους 907 μέτρων αντί του πραγματικού των 540 μέτρων. Ο ίδιος (πρώτος κατηγορούμενος) αντιμετώπιζε πράγματι τότε (από το Μάρτιο του έτους 2005) σοβαρά προβλήματα υγείας. Το Μάιο του έτους 2002 του είχε χορηγηθεί αναρρωτικά άδεια 10 ημερών γιατί έπασχε από οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου. Τον Αύγουστο του έτους 2002 έγινε σ' αυτόν αγγειοπλαστική επέμβαση και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια 10 ημερών (βλ. ιδία τα ως άνω έγγραφα που ο ίδιος προσκόμισε). Όμως, καθόν χρόνο συνέτασσε τα πιο πάνω έγγραφα και βεβαίωσε τα ως άνω δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας και είχε τη δυνατότητα να επισκεφθεί την περιοχή και να επιβλέψει και να καταμετρήσει το έργο. Και αυτό πράγματι έπραξε, βεβαιώνοντας με πρόθεση ψευδώς το ως άνω περιστατικό. Ο ισχυρισμός του ότι στηρίχθηκε στη δήλωση του δεύτερου κατηγορουμένου ή του τότε συνεταίρου (στην κοινοπραξία) του τελευταίου (του Μ1), ότι πίστεψε σ' αυτούς ότι πράγματι έγινε το έργο και στο ως άνω μήκος και ότι ο ίδιος λόγω της υγείας του δεν είχε ακριβή ("ιδίοις όμμασι" όπως υποστήριζε) γνώση, δεν επιβεβαιώνεται, δεν κρίνεται πειστικός και δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ο πρώτος κατηγορούμενος βεβαίωσε τα ως άνω ψευδές περιστατικά ύστερα από φορτικές πιέσεις και παραινέσεις του δεύτερου κατηγορουμένου. Ο τελευταίος, ανάδοχος του έργου, γνώριζε ότι δεν τοποθετήθηκαν οι σωλήνες και στο ως άνω μήκος. Και αυτός έκανε τις επιμετρήσεις και γνώριζε το ακριβές μήκος των σωλήνων που τοποθετήθηκαν. Όσα υποστηρίζει ότι όλες τις επιμετρήσεις είχε αναλάβει και έκανε ο ως άνω Μ1 (με τον οποίο τότε ακόμη καλές σχέσεις και δεν είχε διαρραγεί η οικονομική συνεργασία τους) δεν επιβεβαιώνονται με πειστικότητα. Αυτός (ο δεύτερος κατηγορούμενος) έχοντας άμεσο όφελος (για να εισπράξει επί πλέον ποσό) με πρόθεση προκάλεσε στον πρώτο την απόφαση να βεβαιώσει το ως άνω ψευδές γεγονός, όπως προκύπτει από την ορθή αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού. Μετά απ' αυτά θεμελιώνονται αντικειμενικά και υποκειμενικά οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις, κατά το διατακτικό, όπως παραδεκτά συμπληρώνει το αιτιολογικό της παρούσης, απορριπτόμενου του περί πλάνης ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου...".
Ακολούθως το Εφετείο, κήρυξε ενόχους με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου από τους ήδη αναιρεσείοντες, τον πρώτο κατηγορούμενο της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως και τον δεύτερο για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση, επέβαλε δε στον καθένα ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη. Με τις παραδοχές αυτές και τη συμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό της αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτουμένη κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως για την οποία καταδικάστηκε ως αυτουργός ο πρώτος των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων και της ηθικής αυτουργίας στην ίδια αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάσθηκε ο δεύτερος από αυτούς, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 §1, 27, 46 §1α, 242 §§1α και 13 α', γ' του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με όσα έγιναν δεκτά ότι αποδείχθηκαν εκτίθενται τα ψευδή περιστατικά που εβεβαίωσε ο πρώτος των ήδη αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, τα εκδοθέντα από αυτόν ως υπάλληλο δημόσια έγγραφα, στα οποία βεβαίωσε ανακριβώς ότι εκτελέσθηκαν από τον συγκατηγορούμενό του ως ανάδοχο του συγκεκριμένου δημοσίου έργου εργασίες τοποθέτησης χαλυβδοσωλήνων σε μήκος 367 μέτρων πλέον εκείνων που πράγματι τοποθετήθηκαν και οι έννομες συνέπειες που συνεπαγόταν η βεβαίωση αυτήν των ψευδών περιστατικών ως προς το φερόμενο ως εκτελεσθέν επί πλέον έργο, δηλαδή η πληρωμή στον δεύτερο των ήδη αναιρεσειόντων υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του ποσού 7.134,18 που δεν εδικαιούτο και το οποίο επέστρεψε αυτός στο δημόσιο μετά την υποβολή της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς του Μ1. Προσδιορίζονται επίσης στην προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς τα περιστατικά και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας πείσθηκε ότι ο πρώτος των αναιρεσειόντων είχε συνείδηση ότι τα υπ' αυτού βεβαιωθέντα γεγονότα στην έκθεση τελικής επιμετρήσεως και τα άλλα από 3-12-2002 εκδοθέντα από αυτόν δημόσια έγγραφα ήταν ψευδή ως προς τα άνω 367 μέτρα μεταλλικών σωλήνων που ανέγραψε ότι τοποθετήθηκαν. Όσον αφορά τον εφεδρικό αγωγό στο συγκεκριμένο έργο που προβλεπόταν ότι θα λειτουργούσε σε περίπτωση βλάβης του κανονικού δικτύου και ότι με πρόθεση βεβαίωσε το περιστατικό ότι στο έργο που καταμετρήθηκε το μήκος των σιδερένιων σωλήνων που τοποθετήθηκαν για το βοηθητικό τμήμα ανερχόταν σε 907 μέτρα αντί για 540 μέτρων που πράγματι τοποθετήθηκαν. Αιτιολογημένα απορρίφθηκε κατ' ουσία από το Εφετείο ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου, όπως υποβλήθηκε εγγράφως και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως στη δίκη κατ' έφεση, αλλά και αναπτύχθηκε προφορικώς από το συνήγορο υπεράσπισής του, ότι παραπλανήθηκε πραγματικά ο άνω κατηγορούμενος όσον αφορά το τμήμα του εφεδρικού έργου που ανέφερε στα συνταχθέντα έγγραφα επίστευσε ότι είχε και αυτό συντελεσθεί, πεισθείς στη διαβεβαίωση του αναδόχου του έργου συγκατηγορουμένου του Χ2 ότι είχε γίνει εν όψει της επί σειρά ετών συνεργασίας του (χωρίς πρόβλημα για να μην τον εμπιστεύεται) και του ότι υπήρχε ανωτέρα βία λόγω της υγείας του και της σοβαρής ασθενείας του από το Μάιο 2002 με καρδιακά επεισόδια, εισαγωγές επανειλημμένες σε κλινικές και επεμβάσεις (και αναρρωτικές άδειες ενδιαμέσεως) μέχρι τέλους Δεκεμβρίου που δεν του επέτρεψε τον αυτοπρόσωπο έλεγχο του εφεδρικού έργου των μεταλλικών σωλήνων το οποίο λόγω αυτής της ασθενείας του και του δύσβατου της περιοχής, δεν μπορούσε ο ίδιος να διαβεί. Το Δικαστήριο για να καταλήξει στην απόρριψη του περί πραγματικής πλάνης άνω ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου δέχθηκε, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, για τον άνω αναιρεσείοντα ότι επρόκειτο για υπάλληλο με εμπειρία, ότι κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιοποίνου πράξεως για την οποία τον κήρυξε ένοχο ως αυτουργό και τον κατεδίκασε, αυτός μετέβη πράγματι και καταμέτρησε το μήκος των σωλήνων από σίδερο που τοποθετήθηκαν και βεβαίωσε ψευδώς ότι το μήκος των ήταν μεγαλύτερο κατά 367 μέτρα εκείνων που πράγματι τοποθετήθηκαν, ενώ ακόμη δέχθηκε ότι κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο που βεβαίωσε τα παραπάνω στα έγγραφα που εξέδωσε δεν αντιμετώπιζε ο εν λόγω κατηγορούμενος υπάλληλος, ιδιαίτερα προβλήματα υγείας που να τον εμποδίζουν να επισκεφθεί την περιοχή και να καταμετρήσει το έργο αυτό. Ακόμη η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού, έχει επαρκή αιτιολογία για την πράξη της ηθικής αυτουργίας του δευτέρου των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στην από τον πρώτο από αυτούς ως υπάλληλο τελεσθείσα πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, αφού δέχεται ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, που γνώριζε ότι δεν είχαν τοποθετηθεί οι σιδερένιοι σωλήνες στο άνω μήκος των 907 μέτρων, έπεισε τον αυτουργό της πιο πάνω αξιοποίνου πράξεως, με πρόθεση, έχοντας άμεσο όφελος συνισταμένο στην είσπραξη από τον ίδιο ως ανάδοχο επί πλέον ποσού, ενεργώντας με πειθώ και φορτικότητα και παραινέσεις και έτσι προκάλεσε στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να εκτελέσει την άνω άδικη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως και να βεβαιώσει το αναφερόμενο στα παραπάνω έγγραφα που εξέδωσε ψευδές γεγονός και έτσι αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο δεύτερος των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον πιο πάνω φυσικό αυτουργό, την απόφαση να εκτελέσει την άνω αξιόποινη πράξη.
Είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος ότι εσφαλμένως η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως τελώντας σε δόλο παρά το ότι δεν ήταν καλά από άποψη υγείας από το Μάιο του έτους 2002, οπότε υπέστη έμφραγμα, μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 2002, και ότι αδυνατούσε αυτός από λόγους υγείας να ανέβει και να κατέβει στο ρέμα και να προβεί σε επιτόπια επιμέτρηση των σωληνώσεων που ήταν υπό το έδαφος σε περιοχή με πυκνούς βράχους και θάμνους τότε που μετέβη για να δει και να παραλάβει το έργο, όταν περατώθηκαν οι εργασίες τον Ιούνιο του έτους 2002 και ήταν πρόσφατη η δοκιμασία του από το οξύ έμφραγμα που είχε υποστεί τον Μάιο και απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι τελούσε σε πραγματική πλάνη και επείσθη σε όσα τον είχαν διαβεβαιώσει ο συγκατηγορούμενός του με τον Μ1, παραπλανώντάς τον για όσα δεν μπορούσε να δει και να διαπιστώσει ο ίδιος για τα όσα βεβαίωσε στα εκ των υστέρων συνταχθέντα έγγραφα, χωρίς να λάβει υπόψη το Δικαστήριο όσα προέκυπταν από τα αναφερόμενα ως υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα που αναγνώσθηκαν και από όσα κατέθεσαν και οι εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες αλλά και ο συγκατηγορούμενός του εδήλωσε.
Απορριπτέες είναι και οι αιτιάσεις του δευτέρου των αναιρεσειόντων ότι χωρίς αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων έγινε δεκτό ότι αυτός με φορτικότητα πίεσε και επέτυχε να υποχρεώσει τον πρώτο κατηγορούμενο να βεβαιώσει ψευδώς εν γνώσει αμφοτέρων το αναφερόμενο περιστατικό σε σχέση με τις μήκους 367 μέτρων σωλήνες του βοηθητικού δικτύου, που ανέφερε τον Δεκέμβριο του έτους 2002 ότι τοποθετήθηκαν στο έργο χωρίς να λάβει υπόψη το Δικαστήριο όσα ισχυρίζεται ότι προέκυπταν από αναφερόμενο ότι αναγνώσθηκε έγγραφο και από όσα κατατέθηκαν από εξετασθέντα μάρτυρα υπεράσπισής του καθώς και από όσα ο ίδιος ανέφερε σχετικά με την αγορά αυτών των μήκους 367 σωλήνων για τοποθέτηση εκ των υστέρων στο έργο και την από τον Μ1 παρακράτησή των και που κατά τις απόψεις του ασκούσαν ουσιώδη επιρροή.
Οι άνω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, ενόψει του ότι δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και των απολογιών των κατηγορουμένων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, απαραδέκτως προβάλλονται. Οι αναιρεσείοντες με τα όσα άνω ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο αγνόησε όσα κατά τις απόψεις των προκύπτουν από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα εν όψει του ότι αρκούσε η συνεκτίμησή των από το δικαστήριο και δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να εξειδικεύεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, προέρχονται σε συναγωγή διαφορετικών συμπερασμάτων με βάση τα άνω αποδεικτικά μέσα και έτσι με την επίκληση ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν αυτοί οι ισχυρισμοί των απαραδέκτως την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο από τον πρώτο των αναιρεσειόντων, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως αιτιολογίας από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος, ενώ αορίστως περαιτέρω αποδίδεται στην άνω απόφαση σφάλμα για λόγο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ., αφού δεν αναφέρεται στην αίτηση ποια είναι η ουσιαστική ποινική διάταξη στην οποία από το Δικαστήριο της ουσίας να απεδόθη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ή στην οποία να μη υπήχθησαν ορθώς κατά την εφαρμογή της από το δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν.
Ομοίως, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος αναιρέσεως του δευτέρου των αναιρεσειόντων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς τις παραδοχές της σε σχέση με αυτόν και την πράξη για την οποία τον έκρινε ένοχο.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση των αναιρεσειόντων πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν καθένας από αυτούς, στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 §1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση των α) Χ1 και β) Χ2, περί αναιρέσεως της 74/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Και
Καταδικάζει τους άνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε ευρώ διακόσια είκοσι (220) για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ